Μετά τους πάγους της Παταγονίας και το εκτυφλωτικό φως της Ατακάμα, ήρθε η ώρα της εξερεύνησης του αστικού πολιτισμού της Χιλής. Σαντιάγο, η μητροπολιτικήπρωτεύουσα. Μια πόλη που ο ρυθμός της μου θύμισε Αθήνα, με γκραφίτι-έργα Τέχνης και δενδρόφυτες λεωφόρους, που θυμίζουν παλαιές, αποικιακές δόξες.
Στο κέντρο του Κέντρου, δεσπόζει το Παλάσιο ντε λα Μονέδα, το Προεδρικό Μέγαρο της Χιλής. Ένα μέρος που προϋπήρχε τόσο έντονο στη φαντασία μου από αφηγήσεις και ντοκιμαντέρ για την μαρτυρική 11η Σεπτεμβρίου 1973 της Χιλής, την ημέρας του πραξικοπήματος που είδε τον σοσιαλιστή Πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε να εξέρχεται του Μεγάρου φορώντας ένα στρατιωτικό κράνος και να ξεψυχά ώρες μετά. Ένα όμορφο Παλάτι που θα έπρεπε να στέκεται ως ναός της Δημοκρατίας αλλά που όμως τη μέρα εκείνη είχε βομβαρδιστεί από τους ίδιους τους Χιλιανούς: τους στρατιωτικούς που είχαν “κάνει επανάσταση”. Ακόμα και σήμερα, 30 χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η πλατεία μπροστά στο Προεδρικό Μέγαρο παραμένει κλειστή στο κοινό. Στην αριστερή της πλευρά, στέκει το άγαλμα του Σαλβαδόρ Αλιέντε με το επίγραμμα: “Tengo fe en Chile y en su destino”, “Έχω πίστη στη Χιλή και στο πεπρωμένο της”. Δεν ξέρω κατά πόσο η σημερινή πραγματικότητα τον δικαιώνει.
Οι εικόνες στο κέντρο της πόλης προκαλούν θλίψη με πολλά εμπορικά καταστήματα και τράπεζες να έχουν φραγμένες τις εισόδους και θωρακισμένες τις βιτρίνες τους από φόβο βανδαλισμών. Στις κεντρικές λεωφόρους και πλατείες, τα τεθωρακισμένα οχήματα της αστυνομίας κάνουν αντίθεση με την ηρεμία που εκπέμπει το πράσινο. Τα ΜΑΤ είναι παραταγμένα σχεδόν κάθε απόγευμα στην κεντρική πλατεία Baquedano, το επίκεντρο των διαδηλώσεων από τον Οκτώβριο του 2019.
Η Χιλιανή κοινωνία, τραυματισμένη και διχασμένη μετά από δεκαετίες δικτατορικού καθεστώτος και βλέποντας τη συνεχιζόμενη ανισότητα μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, ξέσπασε σε πολυπληθείς διαδηλώσεις τον περασμένο Οκτώβριο με μια φαινομενικά ασήμαντη αφορμή, που όμως αποτέλεσε τη σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει: την αύξηση της τιμής του εισιτηρίου του μετρό. Ξεκίνησαν οι φοιτητές και συμπαρέσυραν μαζί τους στις διαδηλώσεις το μεγαλύτερο κομμάτι και της υπόλοιπης κοινωνίας σε ολόκληρη τη χώρα. Τα κύριο αίτημα των διαδηλωτών, η μείωση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, σε μια χώρα όπου η ιδιωτικοποίηση των αγαθών της παιδείας και της υγεία τα έχουν πλέον μετατρέψει σε πολυτέλεια, και η παραίτηση της Κυβέρνησης του εκατομμυριούχου ιδιοκτήτη της μεγαλύτερης αεροπορικής εταιρείας της Λατινικής Αμερικής Latam, Σεμπαστιάν Πινιέρα.
Πολλές οι καταγγελίες για αστυνομικές παραβάσεις και βιαιότητες, βιασμοί, άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους, χιλιάδες συλλήψεις και κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρωτεργάτριες των διαδηλώσεων, οι γυναίκες και το φεμινιστικό κίνημα. Παράλληλα όμως οι ειρηνικές και μαζικές διαδηλώσεις, γρήγορα κατέληξαν να αμαυρωθούν, όπως συνήθως γίνεται, από μικρές ομάδες που κατέφυγαν σε βανδαλισμούς της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.
Το άλλοτε “αριστοκρατικό” κέντρο του Σαντιάγο, που βρίθει από αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα από όλες τις περιόδους της Ιστορίας του, φέρει εντονότατα τα σημάδια του βανδαλισμού: αγάλματα, ιστορικά κτήρια και ξενοδοχεία, παραδοσιακές γειτονιές είναι πλέον σχεδόν αγνώριστα, ενώ δεν έλειψαν και εμπρηστικές επιθέσεις σε μερικά από τα πιο διάσημα μουσεία της πρωτεύουσας, όπως το αφιερωμένο στην Χιλιάνη νομπελίστρια Γκαμπριέλα Μιστράλ, που πλέον έχει κλείσει επ’ αόριστον. Ο αγώνας είναι δίκαιος. Αλλά πώς δικαιολογείται η καταστροφή όχι μόνο της δημόσιας, αλλά και της ιδιωτικής περιουσίας ενός συμπολίτη, που τις περισσότερες φορές, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πλούσιος; Σε ποιό αγώνα βοηθάει το κάψιμο ενός Μουσείου;
Το πολύπαθο όμως κέντρο προσπαθει και διατηρεί τη ζωντάνια και την πολυχρωμία του: είναι καλοκαίρι στο νότιο ημισφαίριο και οι Santiaguinos κάνουν τη βόλτα τους στα πάρκα, τα παιδιά συμμετέχουν σε ομαδικά παιχνίδια στο γκαζόν, οι παππούδες και τα ζευγάρια σταματούν στα παγωτατζίδικα, υπαίθριοι μικροπωλητές και καλλιτέχνες του δρόμου δίνουν μια μποέμ νότα, μετανάστες από όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής δίνουν μια γεύση από την κουλτούρα τους πουλώντας το παραδοσιακό τους street food.
Τα προάστια βορειοανατολικά του κέντρου, σαν άλλος πλανήτης: με αέρα βορειοαμερικανικό, ουρανοξύστες (μεταξύ τους και ο ψηλότερος στη Λατινική Αμερική, Gran Torre de Santiago στα 300 μέτρα), μεγάλα πάρκα, φαρδιούς ποδηλατοδρόμους, πισίνες και γήπεδα γκολφ και πάνω απ’ όλα, πανέμορφα και ευρύχωρα σπίτια πίσω από φυλασσόμενους και ηλεκτροφόρους φράχτες. Τα σικ μαγαζιά της περιοχής, σιδερόφρακτα τις νύχτες, κι ας θεωρείται η Χιλή ως η ασφαλέστερη χώρα της Λατινικής Αμερικής λόγω ιδιαίτερα χαμηλής εγκληματικότητας.
Η νυχτερινή ζωή και η γαστρονομική σκηνή εντυπωσιάζουν, με το ψάρι σε όλες τις εκδοχές του, το εθνικό κοκτέιλ Pisco Sour και τα τοπικά κρασιά να μην λείπουν από πουθενά.
Ανεξίτηλη στη μνήμη μου, η επίσκεψη στο Μουσείο της Μνήμης και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Μουσείο ιδρύθηκε πριν από λίγα χρόνια επί προεδρίας Μισέλ Μπατσελέτ, πρώτης γυναίκας Προέδρου της Χιλής και σημερινής Ύπατης Αρμόστριας του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα: μια γυναίκα εντυπωσιακής σταδιοδρομίας με ιδιαίτερο δέσιμο με το Μουσείο αυτό, έχοντας υπάρξει και η ίδια πολιτική κρατούμενη που βασανίστηκε από το καθεστώς Πινοσέτ.
Μια επίσκεψη δύσκολη και συγκινητική, σε ένα μουσείο όπου παρουσιάζεται με ποικίλους και διαδραστικούς τρόπους (ιστορικά ντοκουμέντα και βίντεο, ντοκιμαντέρ και συνεντεύξεις από ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα, φωτογραφίες, πόστερ, αποκόμματα εφημερίδων και έργα καλλιτεχνών) όλη η πορεία προς την δικτατορία του 1973, όλα τα επίπονα χρόνια και εν τέλει ως λύτρωση, η επιστροφή στη Δημοκρατία.
Μια σιδερένια πόρτα κι ένα σιδερένιο κρεβάτι μεταφερμένα από ένα κελί κρατητηρίου, ντοκουμέντα για την εκτέλεση ανηλίκων τα χρόνια της δικτατορίας, πόστερ συμπαράστασης στο Χιλιανό λαό από όλο τον υπόλοιπο κόσμο, μια σκάλα αεροπλάνου, σύμβολο της εξορίας εκατοντάδων Χιλιανών που εκδιώχθηκαν από τη χώρα τους…
…ένα τεράστιο κολαζ με φωτογραφίες αδικοχαμένων ή αγνοούμενων Χιλιανων όπου δεκάδες ηλεκτρικά κεράκια παραμένει πάντα αναμμένα στη μνήμη τους. Και σαν λύτρωση, παρακολουθούμε μέσα από μια παλιομοδίτικη τηλεόραση το τηλεοπτικό σποτ της καμπάνιας του ΝΟ, που πρόσφατα υπηρξε και το θέμα της υποψήφιας για Οσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας “ΝΟ” του Πάμπλο Λαραΐν. Η ταινία αναφέρεται στο δημοψήφισμα που έγινε στη Χιλή το 1988 κατόπιν κυρίως εξωτερικών πιέσεων και όπου ο λαός κλήθηκε να απαντήσει εάν επιθυμεί την παραμονή του Πινοσέτ στην εξουσία. Η καμπάνια του “ΟΧΙ” τελικά θριάμβευσε με ποσοστό 56% και οδήγησε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Στις συνοικίες Λαστάρρια και Μπεγιαβίστα του κέντρου πνέει ευρωπαϊκός μποέμ αέρας, με εντυπωσιακά γκραφίτι και παραδοσιακά, πολύβουα εστιατόρια και καφέ. Οι κομψές και πολύχρωμες προσόψεις των σπιτιών και τα στενά, σκιερά και ανηφορικά δρομάκια θυμίζουν λίγο Μονμάρτη.
Όταν όμως πας να ξεχαστείς μέσα στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, ένα ελικόπτερο της αστυνομίας σου υπενθυμίζει ότι εδώ δεν είναι ούτε Παρίσι ούτε Βουδαπέστη και ότι η επόμενη διαδήλωση και πιθανές ταραχές δεν είναι ποτέ μακριά.
Cerro San Cristobal, ο ψηλός λόφος που βασιλεύει πάνω στην πρωτεύουσα, σαν το δικό μας Λυκαβηττό. Ένα τεράστιο πάρκο με ζωολογικό κήπο, όμορφες φοντάνες, φούξια βουκαμβίλιες, περίπτερα και κιόσκια που πουλάνε παιχνίδια, σουβενίρ, παγωτά και ροφήματα σε μικρούς και μεγάλους, θυμίζοντάς μου τα λουνα παρκ και τα πανηγύρια των παιδικών μου χρόνων.
Και στο λόφο αυτό, υποχρεωτική επίσκεψη στο σπίτι του Πάμπλο Νερούδα – ή μάλλον ένα από τα σπίτια του πολυταξιδεμένου ποιητή – γιατί πώς να φύγει κανείς από τη Χιλή χωρίς να πάρει μια γεύση από τη ζωή και το έργο της πιο εμβληματικής μορφής της; La Chascona, ή αλλιώς “Η Αχτένιστη”, το όνομα που χαϊδευτικά έδωσε στο σπίτι αυτό ο Νερούδα για να στεγάσει τον αρχικά παράνομο έρωτά του με την Ματίλντε Ουρρούτια.
Η χωροταξία του σπιτιού αυτού καταδεικνύει την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου αυτού, με κάθε αντικείμενο και γωνιά διακοσμημένο με διαφορετικό, γεμάτο σημασία στυλ. Ενθύμια και έργα Τέχνης φερμένα από τα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο και φυσικά από τα χρόνια που έζησε σε διάφορες χώρες ως Πρέσβης της Χιλής. Ένας πανέμορφος κήπος σε πολλαπλά επίπεδα με σκιερές κληματαριές και πηγές, πάνω στον λόφος Cerro San Cristobal, με θέα, το πάλαι ποτέ, όλη την πόλη και τις ανδικές οροσειρές (δυστυχώς σήμερα λίγη από τη θέα αυτή έχει παραμείνει…). Εμφανής η αγάπη του ποιητή για το ωραίο φαγητό και τη φιλοξενία.
Λίγες μέρες μετά το θάνατό του το Σεπτέμβριο του 1973, που καθόλου τυχαία δεν συνέπεσε με τις πρώτες μέρες της Δικτατορίας του Πινοσέτ, αυτό το σπίτι – καλλιτέχνημα λεηλατήθηκε από το καθεστώς. Το μόνο που το επανέφερε στις παλιές του δόξες ήταν η αγάπη και φροντίδα της γυναίκας του και ακτιβίστριας υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ματίλντε Ουρρούτια.
Plaza de Armas, η αποικιακή καρδιά του Σαντιάγκο, η μεγάλη κεντρική πλατεία με τους φοίνικες όπου οι παππούδες κουβεντιάζουν στα παγκάκια και τα παιδιά παίζουν γύρω από τα συντριβάνια. Μεγαλειώδης ο καθεδρικός Ναός του Σαντιάγο, υπενθυμίζει την παντοκρατορία της Καθολικής Εκκλησίας σε αυτά τα μέρη του πλανήτη.
Τα πρώην δικαστήρια, το Εθνικό Θέατρο, μεγαλειώδη νεοκλασικά κτίρια που θυμίζουν ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Μια πόλη των αντιθέσεων, με μητρόπολη με συνοικίες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, και για κάθε κοινωνική τάξη.
Απόδραση από τη μεγάλη μητρόπολη προς την ακτή του Χιλιανού Ειρηνικού: μια ακτή που θυμίζει Βόρεια Καλιφόρνια. Θέρετρα ανά κοινωνική τάξη: από το φτωχό Horcοn οπου ο λαός κάνει τα μπάνια του δίπλα στις βάρκες και παραγγέλνει τηγανητά εδέσματα περιτριγυρισμένος από ορδές αδέσποτα σκυλάκια, μέχρι το Zapallar, το καταπράσινο θέρετρο με τα όμορφα σπίτια πάνω στα βράχια της ακτογραμμής, όπου οι πλούσιοι Santiaguinos καταφεύγουν τις γιορτές και τα σαββατοκύριακα, κάποιοι και με τα ελικοπτερα τους.
Αρχές Μαρτίου, δηλαδή αρχές Σεπτεμβρίου στο νότιο ημισφαίριο, κι εμείς είχαμε ξεχάσει ότι εδώ δεν είναι Μεσόγειος, ούτε καν Βαλκάνια. Η σαιζόν δεν τελειώνει τέλη Σεπτέμβρη. Το τέλος του Φεβρουαρίου, του δικού τους Αυγούστου, έχει ήδη αποχαιρετήσει τους περισσότερους παραθεριστές και οι θερμοκρασίες πέφτουν. Λιγοστός κόσμος στις παραλίες, δύσκολο να κολυμπήσεις μέσα στα κρύα κύματα του Ειρηνικού, λίγοι εναπομείναντες σέρφερ. Ηρεμία, κάποιες ώρες λιακάδα, κάποιες καταχνιά από τον Ειρηνικό Ωκεανό και βράδια με πολύ αέρα, που όμως δε χάνουν τον άγριο ρομαντισμό τους. Το τυπικό φαγητό, caldillo de congrio, μια κοκκινιστή σούπα καβουριού με πατάτες και λαχανικά, και το χιλιοτραγουδισμένο Χιλιανό κρασί ζεσταίνουν τα βράδια.
Βαλπαραϊσο, το χιλιοτραγουδισμένο λιμάνι, η πόλη των εφηβικών μου ονείρων. Πάνε σχεδόν 20 χρόνια από τότε που χάθηκα μέσα στις σελίδες της “Κόρης της Μοίρας” της Ιζαμπέλ Αλιέντε, της ιστορία της νεαρής Ελίζα, που παρασυρμένη από παράφορο έρωτα για έναν άντρα που ελάχιστα γνώρισε, σαλπάρει λαθραία στα μέσα του 19ου αιώνα από το Βαλπαραϊσο για την μακρινή Καλιφόρνια. Η πόλη των τελεφερίκ και του Νερούδα, η πόλη των λόφων και του ξακουστού εργατικού κινήματος, το λιμάνι του πλούτου που προϋπήρξε της διώρυγας του Παναμά, το πολυεθνικό Βαλπαραϊσο με την αγγλική, γαλλική και ιταλική παροικία του τότε, σήμερα ελάχιστα θυμίζει τις παλιές δόξες.
Κατεστραμμένο από τις αλλεπάλληλες διαδηλώσεις και βανδαλισμούς, με γκραφίτι, από αυτά τα ακαλαίσθητα, στα άλλοτε πανέμορφα μνημεία της, αδέσποτα σκυλάκια να περιφέρονται ζαλισμένα στους ανηφορικούς της δρόμους και ένα κλίμα τεταμένο, με την αστυνομία σε συνεχή επαγρύπνηση για την καθημερινή διαδήλωση στις 17.00 το απόγευμα που ίσως για ακόμα μια μέρα αμαυρωθεί από ταραχές. Και όμως μια βόλτα στους ακόμα τουριστικούς λόφους του Cerro Concepcion και Cerro Alegre αγγίζει τον επισκέπτη με κάτι από την παλαιά αίγλη.
Όμορφες τοιχογραφίες από διάφορους καλλιτέχνες εξαίρουν το θαλασσινό στοιχείο και την ιστορία της πόλης και μια σκάλα – πιάνο θυμίζει το καλλιτεχνικό οχυρό που ήταν και ακόμα είναι. Πολύχρωμα αρχοντικά με φούξια μπουκαμβίλιες και με θέα στο μεγάλο λιμάνι αλλά και στα πολλά γκρίζα, χωρίς χαρακτήρα εμπορικά και βιομηχανικά κτίρια του λιμανιού. Μποέμ δρομάκια όπου τους τοίχους κοσμούν ζωγραφιές με γοργόνες και τον Μικρό Πρίγκιπα του Σαιντ Εξυπερύ, μικρά καφέ και πολύχρωμα σημαιάκια, καθολικές και Προτεσταντικές εκκλησίες και πλακόστρωτα στενά.
Όλοι οι λόφοι κατηφορίζουν προς το κέντρο της πόλης, σαν μια άλλη Θεσσαλονίκη δίπλα στη θάλασσα. Εκεί δεσπόζει το μεγαλοπρεπές γαλανό κτίριο του Χιλιανού Πολεμικού Ναυτικού, κόσμος που πάει κι έρχεται, μια υπαίθρια αγορα και λίγο πιο πέρα, στην προκυμαία, πολύχρωμες βαρκούλες με φόντο το μεγάλο λιμάνι. Η ώρα όμως πήγε 5 παρά και η αστυνομία καταφθάνει για την καθημερινή διαδήλωση. Ηρθε η ώρα να επιστρέψουμε στην παραθαλάσσια εξοχική μας βάση, μακριά από το θόρυβο της πόλης…
Ο οδηγός του ταξί μας διηγείται την παρακμή της άλλοτε κραταιάς πόλης: μια σειρά από αποτυχημένες δημαρχίες, η οικονομική και πολιτική κρίση των τελευταίων χρόνων, καρτέλ ναρκωτικών που κατακυρίευσαν το λιμάνι. Φεύγω με την ευχή η πόλη αυτή που μοιάζει σαν πολύχρωμο ψηφιδωτό που αναδύεται από τους αφρούς του Ειρηνικού Ωκεανού να βρει το φωτεινό μέλλον που αξίζει στην ιστορία της.
Ας σε συντροφεύει διαβάτη,
τούτη η ασάλευτη ματιά που τρυπάει,
δεμένη στου Βαλπαραΐσο τον ουρανό.
(Πάμπλο Νερούδα, Κάντο Χενεράλ)
Επίλογος: Αυτή η μακρόστενη λωρίδα Γης, τόσο μακριά, αλλά και τόσο κοντά πολιτισμικά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, με τα ονειρώδη τοπία από αφιλόξενες ερήμους μέχρι γαλάζιους παγετώνες, μεσογειακά αμπέλια και τροπικά δάση, με τη σοβαρότητα των κατοίκων της να έχει σμιλευτεί από την αυστηρότητα του τοπίου και απο τα αλλεπάλληλα ιστορικά τραύματα που καταλήγουν να γίνονται οικογενειακά και προσωπικά, και να μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Αυτά τα τραύματα σπρώχνουν ακόμα τους Χιλιανούς να βγαίνουν στους δρόμους και να διεκδικούν μια καλύτερη ζωή.
Μια χώρα τόσο νεαρή αλλά με την ιστορία να αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα σε κάθε γωνιά των πόλεων και σε κάθε σπιθαμή της Φύσης. Ένας τόπος που κρεμιέται από τα βουνά για να μην πέσει στη θάλασσα, η Γη των γενναίων Mapuche, Atacameños και όλων των ιθαγενών που έχυσαν το αίμα τους ώστε να φυσάει σήμερα αυτός ο “ευρωπαϊκός αέρας” και να είναι η χώρα αυτή ένα παλίμψηστο πολιτισμών και εθνών, όπου όμως οι “Ευρωπαίοι” συνεχίζουν να έχουν πολύ περισσότερα από τους “ιθαγενείς” και όπου “πρέπει να πάρει κανείς θέση, ή με τις Κάντιλακ ή με τον κοσμάκη που δεν έχει ούτε σχολεία ούτε παπούτσια”.
Το αεροπλάνο απογειώνεται μέσα στην καλοκαιριάτικη νύχτα και το ολοφώτιστο αλλά πάντα ορμητικό και ταραγμένο Σαντιάγο μας αποχαιρετά. Ώρα να πετάξουμε πάνω από τις σκοτεινές και παγωμένες κορφές των Άνδεων, μια κουκίδα στα ραντάρ, με τελικό προορισμό την Ευρώπη που σε λίγες μέρες θα γινόταν το επίκεντρο μιας πανδημίας. Και τότε είναι που θυμήθηκα τη Θάλασσα:
Hasta la vista Chile!