«Ο Τάσος είναι ένας νυχτερινός πρίγκιπας, ικανός να πίνει αίμα με βότκα βράδια χωρίς αστέρια, με μια ψυχή που ουρλιάζει στο κέντρο της Αθήνας, αυτοκαταστροφικά, όπως τα καλύτερα μυαλά των ανθρώπων σ όλο τον κόσμο, σε κάθε γενιά, με την ψυχοπαθολογική ευαισθησία του, πασπαλισμένη με γκλίτερ από life style. Είναι η ίδια ψυχή, που αιμορραγεί στα κείμενα του, με μελάνι φτιαγμένο από πόνο! Τρυφερός! Αγκάθινος! Διαλυτικός και σπαρακτικός! Πότε θέλω να τον αγκαλιάσω σα να ναι μωρό και πότε να του βαρέσω μια στο κεφάλι με ένα σκληρό καύκαλο χελώνας! Χρόνια τώρα, μπορώ, στα αλήθεια, να μην αντέχω χωρίς αυτόν»… Ένα σημείωμα στα αρχεία μου απ την άνοιξη του 2011, που ούτε ξέρω γιατί, ούτε πως το γραψα. Δέκα -σημαδιακά- χρόνια αργότερα, ο Τάσος Θεοδωρόπουλος, ο ΤΑΖ, ο Τασούλης, δεν υπάρχει πια, κομματιασμένος σε ψυχή και σώμα, σε ένα τέλος, κεφαλαιώδες για όλους μας. Εκείνους που τον γνωρίσαμε, ίδιοι μ αυτόν, σε εποχές ηλιοφάνειας, ξετσίπωτης νιότης, ελαφρότητας πως ο κόσμος αλλάζει και πως η ζωή μπορεί να είναι ένα διαρκές πάρτι σε Μύκονο, Νέα Υόρκη, Μεταξουργείο, Βερολίνο, Γλυφάδα. Χα! Πόσο όλοι μαζί γελαστήκαμε! Και εκείνος; Εκείνος στη μέση, ενός πολύχρωμου πλήθους που λάτρευε τις λέξεις και τις εικόνες, ήταν πυρακτωμένη μύτη, καλό ξυσμένου μολυβιού σε εποχές ηλεκτρονικές. Σινεμά! Λάτρευε τον Λαρς Φον Τρίαρς αλλά έλεγε «What means kefi;» και ατάκες από το «Επίχειρηση Απόλλων». Είχε στο εικονοστάσι του την Θέλμα και την Λουίζ, την Έλενα Ναθαναήλ, την Άννα Βίσση, τις μοιραίες χολιγουντιανές σταρ του 30 και του 40, με τις βραχνές φωνές και τις μακριές βλεφαρίδες, την Αλίκη, τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Ταϋγέτη, τα Πάθη του Τζεφιρέλι και τον Λάνθιμο πλάι πλάι με τον Σακελλάριο και πάνω απ όλους τους άλλους την Μαλβίνα, ως Άγιο Πνεύμα μιας παραπάνω από Τρισδιάτης προσωπικής Θεότητας. Αγάπησε τον Πέτρο, τον Θέμο, τον Γρηγόρη, φανατισμένα, σαν ερωτευμένος, ανόσιος γιός, έτοιμος πάντα για αιματηρή πατροκτονία στα όρια του σπλάτερ. Χόρεψε μέχρι το ξημέρωμα, σε διαρκείας, πέρα απ το χρόνο μεσάνυχτα, από Nirvana μέχρι «Κορμί και Αλάτι και κι άσπρα πουλιά, γαλάζια μάτια, μαύρα μαλλιά, κόκκινα χείλη, στόμα καυτό. Τι καλοκαίρι ήταν κι αυτό»! Έκανε Αγία Γραφή του, το «Λιγότερο από μηδέν» του Μπρετ Ιστον Έλλις, όπου η δεκαετία του ’80 και το τρίπτυχο σεξ, ναρκωτικά και ροκ εν ρολ, ο μηδενισμός και η ισοπέδωση και η υπερβολή του Λος Άντζελες, εμελε να μετακομίζουν για τον Τάσο, στο κέντρο και στα Βόρεια της Αθήνας. Έκανε διακοπές ήσυχες στην Αντίπαρο, που θεώρησε σπίτι του. Πήγε στα Φεστιβάλ στις Κάννες και στην Βενετία και μετά από τις σκοτεινές αίθουσες και την δηλωμένη του, πίστη στην Εικονολατρία, έγραφε από εκείνα τα απίθανα κείμενα του, τα ανέλπιστα και σπηλαιώδη, πως πετούν τα πουλιά έξω απ τα λαμπερά θέατρα και πως άπλωνε χούφτες με ψίχουλα προς το μέρος του. Την ίδια ώρα αρχισυντάκτες και διευθυντές περίμεναν απ τον Τάσο, τις βραβεύσεις των φεστιβάλ και το τι φορούσαν οι σταρ! Όπως πολλοί της γενιάς αυτής, της γελασμένη, της κοροϊδεμένης από κρίσεις συνεχόμενες και από ένα Covid φρικαλέα αδηφάγο, βούτηξε στις εξαρτήσεις, στις ουσίες, πνίγηκε σε ανακατεμένες λίμνες από βότκες και τσίπουρα, πάλεψε με το AIDS, σαν ιππότης ενός σύγχρονου εκδοτικού μυθικού Αβαλλον -λέμε τώρα!- με το δράκο, φώναξε το ότι αγαπούσε άνδρες και έβγαλε γλώσσα κοροϊδευτικά σε όποιον έλεγε φασιστικές μαλακίες. Μετά η κρίση! Οι δουλειές να μη πληρώνουν, να μην υπάρχουν λεφτά, να μην χρειάζονται πυρακτωμένοι γραφιάδες αλλά παιδιά για όλες τις δουλειές. Και εκεί το πάλεψε. Ήταν γενναίος. Ήταν ταλαντούχος. Ηταν ο Τάσος. Και Είναι μαζί μας, όσο θα υπάρχουμε, η Νάνσυ, ο Θανάσης, ο Πάνος, ο άλλος ο Πάνος, ο Νιτροπάνος, η Δώρα, η Κάλλια, η Γραμματική, η Μαριέττα, η Σόνια, η Νάντια, η Χριστίνα, ο Παναγιώτης, η Αριστέα, η Στέλλα… όλοι εκείνοι, που κάποτε στο ίδιο πάρτι χορέψαμε μαζί του και στο ξημέρωμα, έφυγε πρώτος…
Το κείμενο – αντίο για τον Τάσο Θεοδωρόπουλο, από την Αλεξάνδρα Τσόλκα, δημοσιεύεται, κάπως έτσι, στο περιοδικό DOWN TOWN, που κυκλοφορεί με την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, κάθε πρώτο Σαββατοκύριακο του μήνα.