Αφιέρωμα: οι τραγικές καλλονές του Χόλυγουντ ή πως σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Ω! Ήταν φτιαγμένες από μαγεία, όνειρο, αερικά από σελιλόιντ, σε εκτυφλωτικά φωτογενή κοντινά πλάνα, με βλέμματα σαγήνης κάτω από τεράστιες βλεφαρίδες, όλο μπούκλες και μεσούλες λεπτές σαν έτοιμες να κόψουν τις σιλουέτες τους στη μέση. Ήταν καλλονές του παλιού, χρυσής εποχής Χόλυγουντ, που η κινηματογραφική βιομηχανία αντιμετώπισε σαν προϊόντα με ημερομηνία λήξης και απόσυρσης.  Μόλις οι υπέροχες αυτές καλλονές μεγάλωναν λιγάκι, το αστέρι τους θεωρούνταν καμένο. Οι περισσότερες από αυτές τις θεσπέσιες γυναίκες είχαν ταλέντο, ικανότητες, εκπαίδευση, βελτιώνονταν συνέχεια, αλλά οι λευκοί άντρες που διοικούσαν τα μεγάλα στούντιο μετρούσαν της ζωής τους τα κεριά και τις ρυτιδουλες γύρω απ τα πυροτεχνικά τους βλέμματα, έχοντας ζητούμενο μόνο την εμφάνιση τους. Να πούμε πως τα πράγματα μάλλον δεν αλλάξαν ακόμα, όσο και αν οι νέες πιο ανθρώπινες εποχές διαμορφώνουν την εικόνα – μαγεία αλλιώς, μέσα από τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις και τις πλατφόρμες που επιβάλλουν τους δικούς τους όρους. Όμως, το Ταμείο Κινηματογράφου & Τηλεόρασης στο Λος Αντζελες, έχει φτιάξει μια υπέροχη, κατάφυτη, τεράστια περιοχή με μικρά σπιτάκια μες σε ένα μέρος που θυμίζει δάσος, με πισίνα, χώρους αναψυχής, ιατρεία, γυμναστήριο, όπου συνταξιούχοι επαγγελματίες του σινεμά και της τηλεόρασης, μπροστά και πίσω από την κάμερα, μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια. Έχουν ακόμα και τον δικό τους τηλεοπτικό σταθμό κλειστού κυκλώματος, ενώ για εκείνους που φύγαν φυτεύονται δέντρα που στο χώμα τους έχουν πλακέτες με το όνομα τους. Σπουδαίοι ηθοποιοί και κυρίως άνθρωποι, πρωτοστατούν στην χρηματοδότηση και την ύπαρξη του, όπως ο Τζορτζ Κλούνεϊ, η Τζόντυ Φόστερ, η Σούζαν Σαράντον! Είναι μια ειδυλλιακή, ιδανική εκδοχή του Το Σπίτι του Ηθοποιού, αλλά που δεν παλεύει μόνη της η Άννα Φόνσου! Πριν απ αυτό όμως, η μοίρα ειδικά των γυναικών του Χόλυγουντ, θύμιζε εκείνον τον ατέλειωτο, απάνθρωπο, εξουθενωτικό χορό τους μυθιστορήματος του Χόρας ΜακΚόι, «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν».   

Βερόνικα Λέικ

Ήταν 1962, όταν ένας ρεπόρτερ της New York Post έμαθε πως η θεά της μεγάλης οθόνης της δεκαετίας του ‘40, η Βερόνικα Λέικ, εργαζόταν στο μπαρ, μια φτηνής, όχι καλής φήμης πανσιόν χαμηλού ενοικίου στο Μινττάουν Μανχάτταν,  χρησιμοποιώντας το όνομα Κόνι Ντε Τοθ. Την αιφνιδίασε με την επίσκεψη του. «Μου αρέσει η δουλειά μου» του δήλωσε γιατί «μου αρέσουν οι άνθρωποι. Μου αρέσει να τους μιλάω». Όταν κυκλοφόρησε η εφημερίδα με το άρθρο που την απεικόνιζε ως άπορη, ηλικιωμένη, που εργάζονταν σκληρά για να επιβιώσει, αυτή, η θρυλική καλλονή του σινεμά, θαυμαστές της, της έστειλαν πολλά χρήματα ως δωρεά.  Μα η Βερόνικα Λέικ τα επέστρεψε όλα. Προτίμησε, τότε, να δημοσιεύσει τα απομνημονεύματα της: Veronica: The Autobiography of Veronica Lake. Εκεί, θυμήθηκε πως ήταν να σε έχουν χαρακτηρίσει «βασίλισσα του φιλμ νουάρ», τις ταινίες που έπαιξε και τους συμπρωταγωνιστές της. Σημείωσε κάπου πως ο χαρακτηρισμός της ως «σύμβολο του σεξ» θα έπρεπε να αντικατασταθεί με εκείνον του «ζόμπι του σεξ».

Από τη λάμψη στο Μπαρ το Ναυάγιο

Πώς βρέθηκε λοιπόν, αυτή η όλο αξιοπρέπεια γυναίκα εκεί; Σερβιτόρα σε τύπου «μπαρ το ναυάγιο» ξενοδοχείου ημιδιαμονής; Όσο κι αν μας αρέσουν αυτά τα σκοτεινά, υπόγεια, μέρη με τους όλο ιστορίες πότες και τους σοφούς που γνωρίζουν πόσα λεπτά διαρκούν τα παγάκια σε ένα καλό μπέρμπον, υπάρχει κάτι εφιαλτικό για αυτά τα πλάσμα που μας κάναν να ονειρευόμαστε, όταν κατεβαίνουν από το γιγάντιο τόπο του λευκού πανιού, για να καταλήξουν ακριβώς όπως οι υπόλοιποι εμείς. Φυσικά και έτσι γινεται. Και η ιστορία είναι τόσο παλιά όσο οι λόφοι του Χόλυγουντ, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Είπαμε ξανά, παρά το γεγονός ότι μπήκαμε σε μια νέα εποχή ορατότητας για τις γερασμένες θηλυκότητες, εξακολουθεί να είναι πολύ οδυνηρό θέμα. Σε τελευταία ανάλυση ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ δεν εργάστηκε ως σερβιτόρος, μόλις πάτησε τα 40! Αντίθετα πήρε καλύτερους ρόλους!

«Αναζήτησα φτερά»

Την έλεγαν Κονστάνς Φράνσις Μάρι Οκέλμαν Κέινα. Βερόνικα Λέικ, την βάφτισε ο μεγάλο – παραγωγός Άρθουρ Χόρνμπλοου Τζούνιορ επειδή τα μάτια της ήταν «ήρεμα και καθαρά σαν μπλε λίμνη». Ήταν  έφηβη όταν γνώρισε την δημοσιότητα με την εμφάνιση της στο στρατιωτικό δράμα «I Wanted Wings». Στο αποκορύφωμά της λάμψης της και της καριέρας της, θεωρούνταν το σιγουρακι που θα γέμιζε με την παρουσία της σε μια ταινία τα ταμεία. Έγινε σύμβολο του στυλ και της φινέτσας, ενώ το χτένισμα με τα μακριά όλο μπούκλες μαλλιά και την ατίθαση φράντζα της, έγινε πολύ δημοφιλές και το μιμήθηκαν τόσο πολλές γυναίκες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που η κυβέρνηση των ΗΠΑ της ζήτησε να το αλλάξει σε κάτι πιο κατάλληλο για εργοστασιακές εργασίες. Υιοθέτησε μια άλλη κόμμωση, πολύ προσωπική πάλι, που την βάφτισε ως «χτένισμα – νίκη». Περιόδευσε παντού, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να εμψυχώσει στρατιώτες και να βάλει τις γυναίκες στην πολεμική και εργοστασιακή προσπάθεια. Όμως, το 1941 στα γυρίσματα της ταινίας «Τα ταξίδια του Σάλιβαν» του Πρέστον Στέρτζες  ήταν έξι μηνών έγκυος και προσπάθησε να του το κρύψει. Εκείνος μόλις το κατάλαβε έγινε τόσο έξαλλος που της έκανε κάθε ώρα και στιγμή δύσκολη, ενώ την υποχρέωσε να δένει την κοιλιά της με κορσέδες για να μη φανεί και απαγόρεψε να της κάνουν μακρινά πλάνα. Τότε έβγαλε τη φήμη πως είναι κακότροπη και πολύ δύσκολη στη συνεργασία. Το 1943, σκόνταψε πάνω από ένα καλώδιο στο γύρισμα και γέννησε πρόωρα το δεύτερο παιδί της, το οποίο πέθανε λίγο μετά τη γέννα. Λίγες εβδομάδες, μετά, κατάθεσε αίτηση διαζυγίου από τον σύζυγό της.

Τα αφεντικά δε συγχωρούν

Όταν επέστρεψε στη δουλειά το 1944, δεν έκρυψε πως έβρισκε τους ρόλους που είχε παίξει όχι και κάτι ιδιαίτερο και πως θα θέλε να κάνει άλλα πράγματα. Οι δημόσιες δηλώσεις για αυτά δεν καλοφάνηκαν στην Paramount. Και εκείνη είχε αρχίσει να πίνει πολύ καθώς δεν μπορούσε να ξεπεράσει την απώλεια του παιδιού της. Ο τύπος την χλεύαζε. Οι κριτικές στη νέα της δουλειά ήταν αρνητικές. Τα αφεντικά του Χόλυγουντ έπαψαν να την θεωρούν χρυσορυχείο. Ήταν δύσκολη, απαιτητική, ανικανοποίητη, αχάριστη. Άσε που δεν ήταν πια τόσο νέα, πολύ φρέσκια και ωραία! Και αυτή βυθίστηκε κι άλλο στον αλκοολισμό. Το 1948, η Paramount δεν  ανανέωσε το συμβόλαιό της. Το 1951, ο δεύτερος σύζυγός της υπέβαλε αίτηση πτώχευσης και η εφορία κατάσχεσε το σπίτι τους για απλήρωτους φόρους. Μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη και πάλεψε για να παίρνει καλούς  θεατρικούς ρόλους στο Μπρουντγεϊ. Μετά από τρία διαζύγια, οικονομικές καταστροφές και προσωπικές τραγωδίες, μπορούσε να μένει μόνο σε φτηνά ξενοδοχεία στις κακόφημες περιοχές της χαώδους Νέας Υόρκης. Συχνά την συλλάμβαναν για δημόσια μέθη και προσβολή των οργάνων της τάξης.

Πνιγμένη στο αλκοόλ

Η Βερόνικα Λέικ ήταν πάντα ανυπάκουη, ατίθαση, εύθραυστη, με μια πολύπλοκη προσωπικότητα. Είχε μια πιεστική μητέρα που ισχυριζόταν, στο κολοφώνα της δόξας της Βερόνικας, σε φτηνές φυλλάδες, πως η κόρη της είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια σε ηλικία μόλις, 15 ετών. Ήταν αυτή η μητέρα που την ίδια εποχή την πήγε σε διαγωνισμό ομορφιάς και αφού βγήκε πρώτη, την οδήγησε στο Λος Αντζελες και στο Χόλυγουντ. Δούλεψε από τρυφερή ηλικία. Μεγάλωσε στην ουσία μέσα στα πλατό και στη τοξική ατμόσφαιρα των μεγάλων στούντιο. Γύρευε φιλία, συζυγική σχέση, ρόλους που είχαν κάτι να πουν και όχι να δείξουν την εμφάνιση της. Γύρευε να μπορέσει να γίνει μητέρα. Δεν απέκτησε τίποτα. Βυθισμένη στον αλκοολισμό και χωρίς επιστροφή πια, ένιωσε τη διανοητική της κατάσταση να επιδεινώνεται σταθερά, γεγονός που τελικά την οδήγησε σε ανάπτυξη παράνοιας.

Ούτε η τελευταία επιθυμία της, δεν πραγματοποιήθηκε

Η Βερόνικα Λέικ πέθανε στις 7 Ιουλίου του 1973 από ηπατίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια που προκλήθηκε εξαιτίας του αλκοολισμού, στην πόλη Μπάρλιγκτον του Βερμόντ σε ηλικία, μόλις 50 ετών. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και η ίδια είχε ζήτησε η στάχτη της σκορπιστεί στην ακτή των Παρθένων Νήσων, που κάποτε είχε νιώσει ευτυχισμένη. Το 2004, οι στάχτες της φέρεται να βρέθηκαν σε ένα παλαιοπωλείο στη Νέα Υόρκη. Ούτε αυτό, την τελευταία της επιθυμία, δεν ακούσανε. Δεν συναντήθηκε με την ευτυχία, ούτε μετα θάνατον σε ιδανική, αμμουδερή παραλία…

Λουίζ Μπρουκς

Η Λουίζ Μπρουκς ή Λούλου είναι σήμερα απ τις πλέον επιδραστικές σταρ του σινεμά σε λογοτεχνία, γραφιστική, ζωγραφική, κόμικς, μόδα, η ενσάρκωση του flapper και η εμβληματική γυναίκα που καθιέρωσε το κλασικό bob χτένισμα, δηλαδή το κοντό, μαύρο καρέ με αφέλειες. Η Λίζα Μινέλι την κόπιαρε για να φτιάξει την Σάλι Μποουτς στο ιστορικό πλέον Καμπαρέ του Μπομπ Φος. Η  Μέλανι Γκρίφιθ στο Άγριο θηλυκό, εμπνέεται απ αυτην, φορεί περούκα με το χτένισμά της και αυτοαποκαλείται Λούλου. Αλλά και η Ιζαμπέλα Ροσελίνι, o Λιβ Σρέιμπερ, ως το 2018, που το The Chaperone, με τις υπεροχες Χάλεϊ Λι Ρίτσαρσον και Ελίζαμπεθ ΜαΚοβερν δείχνει πως η επιρροή της μοναδικής Μπρουκς – Λούλου είναι αγέραστη και ολοκληρωτική, δια μέσου του χρόνου. Κι ας τα βάλε με ένα ολόκληρο παντοδύναμο σύστημα σαν αυτό το Χόλυγουντ. Και ας την πολέμησαν ανελέητα. Η φήμη διασχίζει τους αιώνες…

Η σταρ που αηδιασμένη γύρισε την πλάτη της, στον πανίσχυρο Χόλυγουντ

Η Μπρουκς ξεκίνησε την καριέρα της ως ελάχιστα ντυμένη χορεύτρια, κατορθώνει να ξεχωρίσει εντελώς γυμνή στα περιβόητα Ziegfeld Follies, όταν την ανακαλύπτει ένας  παραγωγός της Paramount Pictures. Κάνει κάποια περάσματά σε ταινίες, ώσπου το 1928, πρωταγωνιστεί στο «Μεγαλύτεροι από την Ζωή», μια απ τις πρώτες ταινίες ήχου, στην οποία σκοτώνει τον βιαστή πατριό της και δραπετεύει από το νόμο ντυμένη σαν άντρας. Η ταινία, είναι τραγικά βγαλμένη απ τη δική της ζωή, όπως θα αποκαλυφθεί αργότερα για αυτό και η ερμηνεία της είναι σπαρακτική! Λάμπει το άστρο της!  Μέσα σε μια δεκαετία, πρωταγωνιστεί σε περίπου 17 βωβές ταινίες και οκτώ ομιλούσες. Είναι τεράστια σταρ και οι κριτικές την αποθεώνουν. Μα πέφτει πολύ ανεξάρτητο πνεύμα στο σεξιστικό σύστημα του Χόλυγουντ. Έχει σχέση μεγάλη φιλίας που γίνεται ερωτική, με την ανεψιά του Χάουαρντ Χιούζ Πέπι Λέντερερ. Ο πανίσχυρος θείος, μαθαίνοντας πως είναι λεσβία θα την κλείσει σε ψυχιατρική κλινική. Η Πέπι θα  αυτοκτονήσει, μην αντέχοντας την στέρηση ελευθερίας και την σκληρότητα απέναντι στην ανάγκη της για ευτυχία και να είναι ο εαυτός της. Η Μπρουκς αηδιασμένη, γυρίζει την πλάτη της στο Χόλυγουντ και ενώ πρόκειται να βάλει ήχο σε βωβές ταινίες όπως της ζητείται, φεύγει στην Ευρώπη.

Λούλου

Το νατουραλιστικά της στυλ ερμηνείας, πολύ μπροστά από την εποχή της, λατρεύτηκε στο Βερολίνο κατά την Εποχή της Τζαζ.  Στη Γερμανία θα κάνει σπουδαίες ταινίες και θα φτιάξει το εμβληματικό πρόσωπο της Λούλου, στη ταινία «Το κουτί της Πανδώρας», που τολμά να απεικονίσει μια λεσβία ηρωίδα για πρώτη φορά στην οθόνη. Τον ρόλο πόθησε και η Μάρλεν Ντίντριχ αλλά τον κατέκτησε και τον έχτισε μοναδικά και διαχρονικά η Μπρουκς, τόσο που το Λούλου άρχισε να χρησιμοποιείται ως όνομα της, πιο πολύ απ το Λουίζ. Επέστρεψε στο Χόλυγουντ, αλλά έχοντας απορρίψει ρόλους και μη κάνοντας τα χατίρια στα στούντιο, ανυποχώρητη στις καλλιτεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις και κοντά στα 35 της, μεγάλη για τα δεδομένα της εποχής, θα μπει στην «μαύρη λίστα». Επίσης τα στούντιο δε ξέχασαν πως αρνήθηκε να βάλει φωνή στις βουβές ταινίες για να τα εξευτελίσει. Για την Ευρώπη που μαστίζεται από φτώχεια και που ο μεγάλος Β παγκόσμιος πόλεμος επωάζεται ναζιστικά, δεν υπάρχει επιστροφή. Είναι από παντού διωγμένη και πάμφτωχη.

Ένας βιασμός στα 9 της χρόνια και «να μην τον προκαλούσε»

Η Λουίζ Μπρουκς ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Έπεφτε και σηκωνόταν πιο πεισμωμένη για δικαιοσύνη. Γεννημένη σε μια κωμόπολη του εντελώς επαρχιώτικου Κάνσας είχε πατέρα τον δικηγόρο Λέοναρντ Πόρτερ Μπρουκς, που μονίμως απουσίαζε και μητέρα τη Ρούντι που ήταν κυνική και σκληρή. Πολύ καλλιτεχνική φύση, όμως η μαμά, έπαιζε στο πιάνο Ντεπισί και Ραβέλ για να ακούνε τα παιδιά της και να μαθαίνουν από πολύ νωρίς τις αρχές της αισθητικής. Τα επιβράβευε όταν διάβαζαν εξωσχολικά βιβλία και είχαν άποψη για τη λογοτεχνία. Κατά τα άλλα τους εξηγούσε πως θα επρεπε να κερδίσουν τη ζωή τους μόνα τους και τίποτα να μη περιμένουν απ αυτην. Η Μπρουκς περιέγραψε το χωριό που μεγάλωσε ως μια τυπική μεσοδυτική κοινότητα όπου οι κάτοικοι «προσεύχονταν φωνακτά στο σαλόνι και διέπρατταν ψιθυριστά αιμομιξία στον αχυρώνα». Στα εννέα της, ένας μεσόκοπος γείτονας την κακοποίησε σεξουαλικά. Πέρα από το σωματικό της τραύμα οι ψυχολογικές επιπτώσεις της ήταν καταστροφικές και την σημάδεψαν για πάντα. Όταν μίλησε για αυτό στη μητέρα της, εκείνη της είπε πως «τα θέλε και να μην τον προκαλούσε με τα κουνήματα της».  Η παιδική ηλικία εγλκαταηφθηκε νωρίς! Κάποτε, μεγάλη πια και ειλικρινής με τον εαυτό της, θα γράφε πως δεν έβρισκε αρκετή σεξουαλική ευχαρίστηση ποτέ και πως ένιωθε πως έπρεπε να υπάρχει ένα στοιχείο κυριαρχίας για να ικανοποιηθεί.

Η Μάρθα Γκράχαμ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο χορός πάνω απ όλα

Η οικογένεια θα μετακομίσει στην Γιουίτσιτα, που θεωρείται πιο προχωρημένη στο Κάνσας, κατά κάποιον τρόπο και η Λουίζ θα κάνει χορό, όπου θα ξεχωρίσει. Θα σπουδάσει στο Denishawn School of Dancing and Related Arts στο Λος Άντζελες σε ηλικία 15 ετών, όπου θα διδαχθεί απ την σπουδαία, νεαρή τότε, Μάρθα Γκράχαμ . Για μια σεζόν, πολύ νέα θα βρεθεί απ το Κάνσας σε περιοδεία στο Λονδίνο και στο Παρίσι, που θα βιώσει ένα πολιτισμικό σοκ. Το σινεμά θα είναι το πεπρωμένο της. Η γνωριμία με το Τσάρλι Τσάπλιν  θα είναι μοιραία και θα εμπλακούν σε μια ολιγόμηνη αλλά παθιασμένη ερωτική σχέση, που θα τελειώσει με τον παντρεμένο ηθοποιό να της στέλνει μια επιταγή με ένα μεγάλο ποσό, την οποία αυτή είσπραξε, αρνούμενη να του γράψει ευχαριστήριο σημείωμα, πάρα τις παραινέσεις φίλων. «Δεν υπάρχει Γκάρμπο! Δεν υπάρχει Ντίτριχ! Υπάρχει μόνο η Λουίζ Μπρουκς»!  παραληρούσε ο Χενρί Λαλούς και η ευρωπαϊκή κριτική για τη γυναίκα που έκανε ταινίες σε Γερμανία και Γαλλία. Μα εκείνη θα επιστρέψει στο Λος Αντζελες για να οριστικοποιήσει κάθε πόρτα στούντιο για εκείνη ήταν κλειστή.

Πίσω στο πατρικό, ο χορός στα κλαμπ, στήλη κουτσομπολιού, πωλήτρια και τελικά συνοδός πολυτελείας

Κηρύττει πτώχευση και επιστρέφει στο γυμνό χορό στα κλαμπ. Για να ζήσει γινεται  κειμενογράφος σε ένα περιοδικό. Επιστέφει στο πατρικό της, στη Γουίτσιτα, αλλά «εκεί διαπίστωσα ότι οι συμπολίτες μου δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν με περιφρονούσαν επειδή είχα κάποτε επιτυχία μακριά από το τόπο μας ή για τωρινή μου αποτυχία, ανάμεσά τους» σημειώνει.  Αλλού παραδέχεται ότι «ομολογώ την ισόβια κατάρα μου: έχω αποτύχει ως κοινωνικό πλάσμα». Θα προσπαθήσει ακόμα να βιοποριστεί γράφοντας μια στήλη κουτσομπολιού. Θα πάει στη Νέα Υόρκη και θα δουλέψει  πωλήτρια στο Saks Fifth Avenue στο Μανχάταν.  Χωρίς να βρίσκει οικονομική διέξοδο και εκτοπισμένη για πάντα απ το χώρο της υποκριτικής που λάτρεψε και υπηρέτησε ιδιοφυώς, θα γίνει συνοδός πολυτέλειας με πολύ πλούσια και επιλεγμένη πελατεία. Επιβιώνει.

Αλκοόλ και αυτοκτονικές τάσεις

Πίνει απ τα 14 πολύ! Σκέφτεται συχνά την αυτοκτονία. «Συνειδητοποίησα πως η μόνη καλοπληρωμένη καριέρα που μου απομένει, ως αποτυχημένη ηθοποιός τριάντα έξι ετών, πλέον ήταν αυτή του call girl και άρχισα να φλερτάρω με τις φαντασιώσεις που σχετίζονταν με μικρά μπουκαλάκια γεμάτα με κίτρινα υπνωτικά χάπια» γράφει χρόνια αργότερα στα απομνημονεύματά της. Ζούσε στην αφάνεια και τη φτώχεια σε ένα μικρό διαμέρισμα στις κακόφημες γειτονιές της υποφωτισμένης Νέας Υόρκης. «Όλοι οι πλούσιοι και διάσημοι φίλοι μου, φυσικά, με έχουν ξεχάσει» γράφει. Αποφασίζει να εκδικηθεί γράφοντας για χρόνια, όλα τα κρυφά μυστικά του Χόλυγουντ και όλες τις αμαρτίες του. Κάποτε καταλαβαίνει πως αυτό δεν ταιριάζει με τις δικές της ψυχικές ουλές και καίει το έτοιμο χειρόγραφο της πετώντας το σε έναν αποτεφρωτήρα. Και ο καιρός περνά και εκείνη πίνει όλο και περισσότερο και σκέφτεται την αυτοκτονία ακόμα πιο πολύ.

Η αποκατάσταση της Λούλου: Μούσα και έμπνευση

Λίγα χρόνια αργότερα, οι Γάλλοι ιστορικοί κινηματογράφου αναγνωρίσαν την μοναδικότητά της και προώθησαν μια εκ νέου ανακάλυψη του έργου της, δημιουργώντας μάλιστα ένα φεστιβάλ κινηματογράφου για τη Λουίζ Μπρουκς το 1957. Την θεωρούν σταθμό στην υποκριτική και άτομο που προχώρησε το σινεμά. Το Χόλυγουντ, μετα μανίας έχει καταστρέψει ταινίες της και οι κόπιες με αυτήν είναι δυσεύρετες. Όμως ένας θρύλος έχει πια γεννηθεί. Η Λουίζ Μπρουκς ή Λούλου είναι η λατρεμένη των νέων σινεφίλ. Ο Τζειμς Γκαρντ, επιμελητής ταινιών για το George Eastman House στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης , την έπεισε το 1956 να μετακομίσει για να βρεθεί κοντά στη συλλογή ταινιών του οίκου, να μελετά κινηματογράφο και να γράψει για την καριέρα της και την τόσο φυσική, πρωτοποριακή υποκριτική της. Έγινε πολύ επιτυχημένη σεναριογράφος και παρέμεινε νηφάλια. Σταμάτησε το ποτό απ το πάθος να μπορεί να γράφει. Και δημιούργησε μια σειρά από ιδιαίτερα οξυδερκή δοκίμια για τον κινηματογράφο σε σημαντικά κινηματογραφικά περιοδικά, ώστε να κάνει δεύτερη καριέρα της. Η συλλογή από τα γραπτά της, με τίτλο «Η Λούλου στο Χόλυγουντ» το 1982 χαρακτηρίστηκε ως  «ένα από τα λίγα κινηματογραφικά βιβλία που μπορούν να χαρακτηριστούν απαραίτητα».

Μια δεύτερη μεγάλη καριέρα στο γράψιμο και η ήττα του Χόλυγουντ

Στα τελευταία της χρόνια, η Μπρουκς σπάνια έδινε συνεντεύξεις, ωστόσο είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τους ιστορικούς κινηματογράφου Τζον Κόμπαλ και Κέβιν Μπράουνλοου. Στη δεκαετία του 1970, της έκαναν εκτενή αφιερώματα  τόσο για την υποκριτική της, όσο και για την αντοχή να εναντιωθεί στο Χόλυγουντ και να πληρώσει το κόστος. Έζησε για να υπάρξει survivor από ένα σύστημα που σμπαράλιαζέ γυναίκες ανυπάκουες και όχι στη πρώτη τους, συχνά, ανήλικη λάμψη. Πέθανε στις 8 Αυγούστου 1985, από καρδιακή προσβολή, αφού υπέφερε -ω! αυτή η χορεύτρια, αμείλικτε χρόνε!- από εκφυλιστική οστεοαρθρίτιδα του ισχίου  και εμφύσημα, στο διαμέρισμά της στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης. Όταν ηλικιωμένη πια, ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο γιατί την τιμώρησε τόσο πολύ, το Χόλυγουντ, ανασήκωσε τους ώμους της και είπε αδιάφορα: «Μάλλον γιατί μου άρεσε να γαμώ και να πίνω πάρα πολύ».

Μουσαντόρα

Ο ηλικιακός ρατσισμός, η τιμωρία των ανυπάκουων γυναικών, η απομόνωση των ξεπεσμένων θηλυκών ειδώλων, δεν είναι μόνο Χολιγουντιανή υπόθεση. Στη Γαλλία που είχε το δικό της κινηματογραφικό σταρ σίστεμ, θύμα υπήρξε μια σπουδαία σταρ. Η διάσημη για καιρό και ξεχασμένη μόλις έφτασε στη μέση ηλικία, Ζαν Ροκ, φημισμένη με το καλλιτεχνικό όνομα Μουσαντόρα, γαλλοποιημένη εκδοχή της φράσης Δώρο από τις Μούσες, σκόρπισε όνειρο, λυγίζοντας τις αιλουροειδείς καμπύλες της με κολλητές λίκρα all-in-one, κάνα αιώνα πριν η Catwoman αναστατώσει την μεγάλη οθόνη. Είναι 1915, όταν πρωταγωνίστησε στην ασπρόμαυρη βωβή ταινία  Les Vampires  σαν η λυσσασμένη γάτα-διαρρήκτης, Ιρμα Βέπ.

Η πρώτη βαμπ με το ανήσυχο πνεύμα

Μέχρι σήμερα, το Les Vampires θεωρείται ως μια από τις πιο σημαντικές αστυνομικές ταινίες όλων των εποχών και μια από τις μεγαλύτερες επίσης, με 7 ολόκληρες ώρες διάρκεια. Στάθηκε η εικόνα της δεκαετίας του 1930 που άλλαξε τον κόσμο του κινηματογράφου. Πολύπλευρη καλλιτεχνική  φύση και ανήσυχος άνθρωπος έγινε, μετά τη λάμψη της, στο νέο είδος τέχνης, το σινεμά, σκηνοθέτης και συγγραφέας. Παριζιάνα γέννημα – θρέμμα,  ήταν κόρη του μουσικοσυνθέτη και θεωρητικού του σοσιαλισμού Ζακ Ροκ και της ζωγράφου και φεμινίστριας Αντέλ Κλεμάνζ Πορσέ. Η Μουσαντόρα έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα σε ηλικία δεκαπέντε ετών και βγήκε στην ίδια ηλικία στη θεατρική σκηνή. Η σπουδαία Κολέττ, υπήρξε φίλη της για μια ζωή. Η κινούμενη εικόνα, την έθελγε πολύ. Έφτιαξε την μοναδική, αυτή περσόνα, την Μουσαντόρα, που θα γινόταν δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες από την ηθοποιό Θίντα Μπάρα, την ίδια εποχή. Με τα έντονα σκούρα μάτια της, το έντονο, φορτωμένο μακιγιάζ, το χλωμό δέρμα και τις εξωτικές εμφανίσεις της, η Μουσαντόρα έγινε γρήγορα μια εξαιρετικά δημοφιλής και άμεσα αναγνωρίσιμη παρουσία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.

Οι σπουδαίοι θαυμαστές

Οι Λουί Αραγκόν και Αντρέ Μπρετόν την λατρέψαν. Οι Φριτς Λάνγκ, Λουΐς Μπονιουέλ και Αλέν Ρενό ομολογούν πως θέλησαν να γίνουν κινηματογραφιστές μόλις την είδαν στην μεγάλη οθόνη. Μα εκείνη, δεν έβαζε περιορισμούς στην δημιουργικότητα της. Έγινε παραγωγός και σκηνοθέτης ταινιών υπό την κηδεμονία του μέντορά της, Λουί Φελγιάντ. Έκανε ταινίες και στην Ιταλία και στην Ισπανία. Γύρισε για τον βωβό κινηματογράφο και μια ταινία σε σενάριο της αγαπημένης φίλης της Κολέττ.

Στο εκδοτήριο εισιτηρίων

Ως σταρ και ηθοποιός ξεχάστηκε νωρίς. Προχώρησε. Παντρεύτηκε έναν διακεκριμένο γιατρό και έκανε μια κόρη. Προς το τέλος της ζωής της, έπιασε δουλειά στη Ταινιοθήκη της Γαλλίας, πολύτιμο μέρος που φύλαξε την κληρονομιά του γαλλικού βωβού κινηματογράφου. Δούλευε, κάποτε, στο εκδοτήριο εισιτηρίων. Λίγοι ήταν θεατές που συνειδητοποιούσαν ότι η ηλικιωμένη γυναίκα που τους πούλησε το εισιτήριο τους, πρωταγωνιστούσε πανέμορφη και λαμπερή, στην ταινία που θα έβλεπαν. Η ίδια συνήθιζε να το φιλοσοφεί γλαφυρά, λέγοντας πως «η φήμη είναι μια άστατη ερωμένη, που σε πλημμυρίζει λατρεία, επιτυχία, θρίαμβο και όλα αυτά που έρχονται με το τυχερό σου αστέρι μια νύχτα, για να εξαφανιστούν στο ανελέητο ξημέρωμα». Πέθανε στο Παρίσι, στα 1957, ως Ζαν, μα έζησε και υπάρχει πάντα σαν Μουσαντόρα…

Ντόροθι Ντάντριτζ

Η Ντόροθι Ντάντριτζ θα είναι πάντα η πρώτη Αφροαμερικανίδα που προτάθηκε για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου στην πολύ προχωρημένη για το 1954, ταινία «Κάρμεν Τζόουνς», μια εκδοχή της όπερας Κάρμεν, μόνο με μαύρους ηθοποιούς. Ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν στην ταινία χαμηλού προϋπολογισμού «Φωτεινός Δρόμος» του 1953, με τον υπέροχο Χάρι Μπελαφόντε. Παρά το γεγονός ότι η υπέροχη, βαθιά, καλλιεργημένη  φωνή της, στο τραγούδι είχε ντουμπλαριστεί από μια λευκή τραγουδίστρια όπερας, η Ντάντριτζ έγινε παγκόσμια σταρ, και η πρώτη Αφροαμερικανίδα που εμφανίστηκε εξώφυλλο στο θρυλικό Life.  Άνοιξε επίσης το δρόμο για άλλους μαύρους καλλιτέχνες και ήταν ενεργή στο Δημοκρατικό Κόμμα, ως μέλος του National Urban League και του National Association for the Advancement of Colored People. Ήταν πρωτοπόρος, απίστευτα ταλαντούχος, πανέμορφη και το κοινό της λάτρευε. Μα δεν ήταν αρκετό! Επρεπε καθημερινά να αγωνίζεται και να αντιμετωπίζει φρικτές διακρίσεις, ιδιαίτερα όταν πρωταγωνιστούσε σε οποιονδήποτε ρομαντικό ρόλο με λευκό συμπρωταγωνιστή.

Γυναίκα, ανύπαντρη μητέρα, σαραντάρα και… μαύρη!

Η προσωπική της ζωή, επίσης, ήταν όλο δυσκολίες. Έμεινε έγκυος πολύ νέα και ύστερα από δύσκολη εγκυμοσύνη και μια γέννα που έβγαλε πέρα μόνη της, ανέλαβε να μεγαλώσει την κόρη της με διανοητική αναπηρία, ως ανύπαντρη μητέρα. Θα παντρευτεί, αργότερα, με έναν λευκό ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου, αλκοολικό, γυναικά, που την χτυπούσε και κακοποιούσε και λεκτικά, ενώ την κατέστρεψε οικονομικά. Είναι γυναίκα, ανύπαντρη μητέρα, έχει κηρύξει πτώχευση και η νιότη της πέρασε. Επιπλέον είναι μαύρη! Το Χόλυγουντ της κάνει ξεκάθαρο πως την θεωρεί τελειωτικά ανεπιθύμητη. Τη δεκαετία του 1960, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της στο Λος Άντζελες και να βάλει την κόρη της σε κρατικό ίδρυμα. Έχει ενοχές, είναι απελπισμένη και αρχίζει να πίνει, ενώ εθίστηκε στα συνταγογραφούμενα οπιούχα φάρμακα, την μάστιγα της Αμερικής.

Μια αναλαμπή

Κάποια στιγμή, η ελπίδα αναπτερώθηκε. Ο πρώην ατζέντης της στο Χόλυγουντ, που πάντα πίστευε σ εκείνη, στα 1964 την βρήκε και την ανέλαβε ξανά, εξασφαλίζοντας της ένας καλό συμβόλαιο, με εξαιρετικά υψηλή αμοιβή, για μουσικοχορευτικές εμφανίσεις στο Λας Βέγκας. Λάμπει! Είναι όμορφη, υπερ – ταλαντούχα και δε μπορείς να πάρει τα μάτια σου από πάνω της όταν τραγουδά. Ένα βράδυ σπάει τον αστράγαλό της στη σκηνή. Δεν μπορεί να χορέψει, ούτε καν να σταθεί όρθια! Θα βρεθεί για άλλη μια φορά χωρίς δουλειά! Η απελπισία της είναι πια, πολύ πιο σκοτεινή, περισσότερο από ποτέ αδηφάγα.

Το αβάσταχτο τέλος μιας όλο αγώνα ζωής

Ένα χρόνο μετα τις εμφανίσεις της στο Λας Βέγκας, ο ατζέντης της, θα τη βρει νεκρή στο πάτωμα του μπάνιου της. «Η έκθεση του ιατροδικαστή ανέφερε ως αιτία θανάτου μια σπάνια εμβολή, που σημειώθηκε όταν κομμάτια μυελού των οστών αποκόπηκαν από τον σπασμένο αστράγαλο της και έφτασαν στους πνεύμονες και τον εγκέφαλό της» θα πει εκείνος. Η έκθεση τοξικολογίας περιέγραψε μια διαφορετική εκδοχή πως η υπερδοσολογία του αντικαταθλιπτικού Tofranil στάθηκε η αιτία θανάτου. Ήταν 42 ετών.

Μπέττυ Χάττον

Μεγάλωσε στην αμερικανική Μεγάλη Ύφεση, το οικονομικό τραύμα του μεγάλου Κραχ, μόνο με τη μαμά της. Ήταν η  Ελίζαμπεθ Τζουν Θορνμπουργκ, που έγινε γνωστή ως Μπέττυ Χάττον και βγήκε στην σκηνή από παιδί. Η μαμά είχε ένα μικρό μπαράκι και την προωθούσε στο να τραγουδά για να διασκεδάζοντας τους πελάτες. Με μια κρυστάλλινη, χαδιάρικη και λίγο παραπονιάρικη γλυκιά φωνή, ένα βράδυ ο Βίνσετ Λοπεζ, μουσικός με μεγάλη ορχήστρα, την εντόπισε, την ξεχώρισε και της έχρισε τραγουδίστρια του. Βρέθηκε στα μεγάλα νυχτερινά κέντρα του Ντιτρόιτ, όπου ανέπτυξε ένα μοναδικό, προσωπικό φωνητικό στυλ που βαφτίστηκε “whoop and holler”.

Ένα μεγάλο ταλέντο και τόση δόξα!

Όμορφη, όλο ζωντάνια, φρεσκάδα, χάρη, εκφραστικότητα και εξαίσια φωνή, το 1940, η Χάττον αρχίζει να πρωταγωνιστεί στις κεντρικές σκηνές του Μπρόντγουεϊ. Μα είναι η χρυσή εποχή του σινεμά και σύντομα οι χάρες του θέατρου, θα εγκαταλειφθούν για την φήμη, την παγκόσμια λάμψη και τις υψηλές απολαβές του Χόλυγουντ. Ένα χρόνο, μόλις μετα το θρίαμβο της στο Μπρόντγουεϊ, θα μετακομίσει στο Λος Άντζελες έχοντας στα χέρια της ένα χρυσό συμβόλαιο από την Paramount Pictures και ένα δεύτερο από την Capitol Records. Κάνει πάταγο με την πρώτη της ταινία, «Το Θαύμα στο ρυάκι του Μόργκαν» αλλά θριαμβεύει ως Αννι Οκλεϊ, όταν το στούντιο αποφάσισε να αντικαταστίσει την Τζούντι Γκάρλαντ με μια νεότερη και λιγότερο ατίθαση και στην συνεργασία της με τον Σέσιλ Ντε Μιλλ, στο επικό «Το μεγαλύτερο θέαμα στην ιστορία της Γης». Μα, να, έφτασε στα 40 της…

Μετά τα 40 στην εξαθλίωση

Η καριέρα της βρίσκεται πια σε κάθετη, αστραπιαία πτώση και η μοιραία πρόσκρουση μοιάζει αναπόφευκτη. Συγκρούεται της με τη Paramount. Δεν θέλει τους ρόλους που της προτείνουν και επιθυμεί άλλους, που το στούντιο προορίζει για νεότερες. Αντιμετωπίζει χρόνια κατάθλιψη. Είναι εθισμένη στο αλκοόλ και στα συνταγογραφούμενα οπιούχα. Παθαίνει νευρική κρίση, με τον φρικτό θάνατο της μητέρας της σε πυρκαγιά στο σπίτι της. Είναι μόνη μετά από πάμπολλές αδιέξοδες σχέσεις και αρκετά διαζύγια. Είναι κλονισμένη, με εχθρική αντιμετώπιση από τα ΜΜΕ, ενώ οι κάποτε φίλοι της, την αποφεύγουν. Κάνει ένα σόου στη τηλεόραση και επιστρέφει στο θέατρο, χωρίς την επιτυχία που είχε γνωρίσει κάποτε. Βυθίζεται στην φτώχεια και την εξαθλίωση. Γινεται η σκιά του εαυτού της.

Πίστη και προσωπική σωτηρία  

Η Μπέττυ Χάττον, λίγο πριν αφεθεί στο βυθό του ωκεανού της ζωής της, βγήκε και πάλι στην επιφάνεια. Πηρέ βαθιά ανάσα. Και συνέχισε να επιπλέει. Σωσίβιο της, στάθηκε η θρησκεία. Ασπάστηκε τον καθολικισμό. Μελέτησε πολύ θεολογία. Εργάστηκε ακούραστα και με ζέση ως μαγείρισσα και οικονόμος σε μια καθολική μονή του Ρόουντ Άιλαντ. Επιβίωσε και βιοπορίστηκε αξιοπρεπώς. Επέστρεψε στο Μπρόντγουέϊ αντικαθιστώντας την Άλις Γκόστλεϊ στο πρώτο ανέβασμα του του μιούζικαλ Αννι, το 1980. Όλοι την θυμήθηκαν, μα εκείνη αποφάσισε να σπουδάσει και να κάνει μεταπτυχιακό στη ψυχολογία, στο Πανεπιστήμιο Salve Regina.

Ευτυχισμένη χωρίς το Χόλυγουντ

Το 1986 απέδειξε στο κόσμο και στον εαυτό της, πως μπορεί να σε θεωρεί μεγάλη στα 40 το Χόλυγουντ, αλλά ποτέ δεν είσαι τόσο μεγάλη ώστε να μην κάνεις αυτό που λαχτάρας πραγματικά και ονειρεύεσαι. Εργάστηκε ως καθηγήτρια υποκριτικής στο περιβόητο Emerson College της Βοστώνης και επέστρεψε στην Καλιφόρνια το 1999. Έζησε στη ζεστή και το γλυκό καιρό του Παλμ Σπριγκς ως 2007, όπου πέθανε χωρίς πόνο και ήρεμα, σε ηλικία 86 ετών. Έπεσε, σηκώθηκε, αντιστάθηκε, αγωνίστηκε, επιβίωσε …  

Αλήθεια, τι, πραγματικά, να απέγινε η Μπέμπι Τζέιν;

Το Χόλυγουντ της Χρυσής Εποχής του, μεταμόρφωνε τις βασίλισσες του, σχεδόν σαδιστικά σε γκροτέσκες καρικατούρες, όταν δεν τις οδηγούσε στην αυτοκαταστροφή και στο θάνατο, βυθισμένο σε μια απόλυτη πολιτιστική περιφρόνηση για μεγαλύτερες γυναίκες. Στις ίδιες του ταινίες, όπως στο «Τι απέγινε η Μπέμπι Τζέιν», εκφράζονταν η χολιγουντιανή θέση στις κραταιές σταρ αλλά και σ όλες τις γυναίκες, του τύπου: «κοίτα τι θα σου συμβεί αν αποφασίσεις να μην παντρευτείς ή να κάνεις παιδιά». Οι γερασμένες σταρ ήταν μοναχικές, με χαμένο βλέμμα, σε αναπηρικά καροτσάκια ή με μπαστούνια και χάιδευαν κουτιά με αναμνηστικά από το παρελθόν της σφριγηλής σάρκας τους. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι, για τις γυναίκες του Χόλυγουντ, η καριέρα επιβαλλόταν να χτίζεται εις βάρος της παραδοσιακής οικογενειακής ζωής που δόξαζε η οθόνη.

Και οι αμείλικτοι αριθμοί σήμερα για ένα κανιβαλικό για τις γυναίκες σύστημα που δεν αλλάζει

Σήμερα οι ψηφιακές πλατφόρμες μοιράζουν την τράπουλα του θεάματος και οι σταρ της εποχής, όπως οι Μέριλ Στριπ, Τζούντι Ντενς, Τζένιφερ Κούλιντζ, ή η Μισέλ Γιόου μας δίνουν ελπίδα, πως τα πράγματα μπορεί και να άλλαξαν. Την ίδια στιγμή συνομήλικες τους, ίσως και νεότερες τους, διαλέγοντας πρόχειρα, όπως οι Μισέλ Πφάιπφερ, Κιμ Μπάσιντζερ, Τερέζα Ράσελ, Ντεμπρα Ουίνκερ, Γκόλντι Χόουν,  έχουν περιορίσει τις εμφανίσεις αν δεν έχουν εντελώς χαθεί. Λοιπόν; Αλήθεια αλλάζει το κανιβαλικό για τις γυναίκες του θεάματος σύστημα;  Όπως επισημαίνει ένα άρθρο στο Refinery 29 , όταν η Μέριλ Στριπ έκλεισε τα 40, της προσφέρθηκε ο ρόλος της μάγισσας τρεις φορές σε διάστημα ενός έτους. Σύμφωνα με μια μελέτη του Κέντρου για τη Μελέτη των Γυναικών στην Τηλεόραση και τον Κινηματογράφο στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, οι άνδρες άνω των 60 ετών αποτελούσαν το 10% των χαρακτήρων ενώ οι γυναίκες άνω των 60 μόλις το 6% το 2020. Μια έκθεση της Nielsen του 2021 διαπίστωσε ότι ενώ οι γυναίκες άνω των 50 αποτελούν το 20% του πληθυσμού, εξακολουθούν να απεικονίζονται στην τηλεόραση μόνο στο 8% των περιπτώσεων και οι ιστορίες τους συχνά περιστρέφονται συνήθως γύρω από τη μητρότητα. Μια  μελέτη του 2023  από το Annenberg Inclusion Initiative διαπίστωσε ότι από τις 44 ταινίες το 2022 που παρουσίαζαν γυναίκες ως πρωταγωνίστριες ή συμπρωταγωνίστριές, μόνο στις 10 από αυτές παίζανε γυναίκες άνω των 45 ετών. Ακόμα ο μέσος όρος ηλικίας των γυναικών που βραβεύτηκαν με Όσκαρ Υποκριτικής είναι τα 39 χρόνια, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας των ανδρών είναι τα 47! Όπως υποστηρίζει ένα ερευνητικό κέντρο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι γυναίκες που επιλέγουμε να θαυμάσουμε και να λατρέψουμε είναι «μόνο αυτές που φαίνονται «αγέραστες», με στάσιμη ηλικία τα 30 έτη και εκείνες που προωθούν τους εαυτούς τους μέσω μιας συσχέτισης με την επιτυχία στη μετέπειτα ζωή τους και που συμμορφώνονται με τις νεοφιλελεύθερες ιδέες για την καλή γήρανση: Με άλλα λόγια, αυτές που γερνούν νεανικά». Με άλλα λόγια σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν, ακόμα και αν προσποιηθούν και πασχίσουν να φαίνονται νέα…