«Ευκολώτερον εστί κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εισελθείν εις την βασιλείαν τού Θεού» αναφέρεται στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιον, αλλά αυτό ίσως να ισχύει για το επουράνιο Παράδεισο, μιας και στο επίγειο όχι μόνο περνάνε μέσα, αλλά τον ανακαλύπτουν και κάποτε τους ανήκει. Οι πλούσιοι έως πάρα πλούσιοι Έλληνες, οι Κροίσοι και οι Μήδες, ζουνε πάντα ωραία ζωή, αλλάζοντας στέκια, πιο σεμνά, πιο ταπεινά, πιο privet, μακριά απ τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά πάντα ονειρεμένα και απαγορευμένα για τους πτωχούς υπόλοιπους εμάς. Για φαγητό, γλέντι, διασκέδαση, διαμονή και ιδιοκτησία, διαλέγουν το παραμυθένιο, που σπανίως είναι εκεί όπου βρισκόμαστε εμείς! Ω! Οι ευτυχισμένες μέρες! Για αυτές έγραψε ποίηση ο Πολ Βερλαιν και έκανε θεατρικό ο Μπέκετ, ενώ στοχαστές, φιλόσοφοι, θρησκευτικοί ηγέτες, πολιτικοί αφόρισαν την ύπαρξη και ακόμα περισσότερο την ανυπαρξία της.

«Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο», έλεγε ο Νίκος Καζαντζάκης με λέξεις του Αλέξη Ζορμπά του. Στην περίπτωση των Ελλήνων αμύθητα πλουσίων, χωρούν στο κάδρο της ευτυχίας και κάποια πράγματα παραπάνω απ το μαγκαλάκι και τη βοή της θάλασσας, ακόμη και αν αυτά κρατιούνται μυστικά!

Θες η κρίση; Η πανδημία; Ο πόλεμος που έφερε τρομερή ακρίβεια σε όλη την Ευρώπη; Η διάθεση να μην ενοχοποιούνται ή η ευαισθησία απέναντι σε ένα λαό που περνάει άσχημα και βοήθησε στον πλουτισμό αρκετών απ τους ολίγους; Πάντως οι πολύ πλούσιοι Έλληνες, εδώ και λίγα καλοκαιριά δεν εμφανίζονται στη Μύκονο, στα μπουζούκια, ή στα της μόδας στέκια. Η Μύκονος είναι πια για Άραβες, Τούρκους, Λιβανέζους και μεγάλες ιδιοκτησίες άλλαξαν χέρια, από τους Έλληνες που τις δημιούργησαν συχνά μέσω τραπεζών και πλειστηριασμών. Φυσικά αυτό δε σημαίνει πως έστω και ένα Σαββατοκύριακο δεν θα περάσουν όλοι απ τη Μύκονο, για ένα κάλεσμα μυστικό σε σπίτι, ή για κάποια υποχρέωση, για μια επισκεψούλα ή επειδή το χουν τάμα. Αλλά τώρα πια, όλα είναι χαμηλών τόνων, όχι ακριβώς ενοχικά, αλλά σχεδόν. Δεν γίνεται ο άλλος να κινδυνεύει να του πάρουν το σπίτι στον πλειστηριασμό, να μην έχει να πληρώσει τη ΔΕΗ να βλέπει, ή να ψωνίσει στο σούπερ μαρκετ και να βλέπει άλλους Έλληνες να χαλούν μια περιουσία για τη διασκέδασή τους. Δεν είναι καλό το «momentum» γι’ αυτό και επιλέγουν πλέον να τα κάνουν όλα στα κρυφά.

Φυσικά οι υπόλοιποι Έλληνες, οι μη πάμπλουτού, ούτε στο Σούνιο δε μπορούν να πάνε γιατί είναι πολλά τα χιλιόμετρα, όχι να βγάλουν εισιτήρια ακτοπλοϊκά και να καλύψουν διαμονή στα ελληνικά νησιά γενικά, όχι μόνο στη Μύκονο. Όπως και να χει το μαγικό νησί, θα κατορθώνει πάντα να χει τους φανατικούς εραστές του, όπως τον Αλμπέρ Καμύ, που ήδη, απ το 1955, γράφει στα σημειωματάρια του: «Η νύχτα έχει πέσει όταν κατεβαίνουμε στη Μύκονο. Οι εκκλησίες τόσες όσα και τα σπίτια. Κατάλευκα. Περιπλανιόμαστε στα δρομάκια με τα πολύχρωμα μαγαζιά. Στους κατασκότεινους δρόμους ανασαίνουμε τη μυρωδιά από το αγιόκλημα. Το φεγγάρι λάμπει αμυδρά πάνω από τις άσπρες ταράτσες. Ανεβαίνουμε ξανά στο σκάφος και πλαγιάζω τόσο ευτυχισμένος χωρίς να νιώθω καν την κούραση μου. Το πρωί ένα θεϊκό φως πέφτει πάνω στα ασβεστωμένα σπίτια της Μυκόνου. Βάζουμε πλώρη για τη Δήλο…»… και βέβαια βάζουμε… ιδεατά μάλλον ή με μνήμες απ το παρελθόν μας…

