Βικτωριανά βρεφοκομία και λίγο πιο μετά – Β: μια ιστορία τρόμου με φρικιαστικές γυναίκες κατά συρροή δολοφόνους

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Ήταν η εποχή που η πλέον διαδεδομένη, αλλά και επικίνδυνη, μορφή αντισύλληψης ήταν η άμβλωση. Οι γυναίκες της Βικτωριανής εργατικής τάξης, ήταν οι πιο εκτεθειμένες. Αδύναμες να φροντίσουν ένα νεογέννητο, ή θα έπρεπε να το αφήσουν στο δρόμο, μπροστά από εκκλησίες και ιδρύματα, ή να το βάλουν στις «φάρμες παιδιών», έναντι μικρής εβδομαδιαίας χρέωσης. Το 1834, ο νόμος για την καταπολέμηση της φτώχιας τροποποιείται και οι φτωχές, άγαμες μητέρες να λαμβάνουν τροφή, χρήματα ή ρούχα από την ενορία μόνο εάν πήγαν να ζήσουν σε οικοτροφεία αναμόρφωσης, δηλαδή σε εκκλησιαστικού τύπου φτωχοκομεία θηλέων. Εκεί θα δουλεύαν χωρίς να πληρώνονται, θα ζούσαν με κανόνες μοναστηριών και θα έκαναν ότι τους έλεγαν, με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαγητό και ένα κρεβάτι στους κοιτώνες. Πολλές από τις γυναίκες αυτές προτιμούσαν να τοποθετήσουν τα παιδιά στις «φάρμες» και να συνεχίσουν να εργάζονται, ώστε να κερδίζουν χρήματα – έξω από τα οικοτροφεία της εργασιακής εκμετάλλευσης και της κακοποίησης». Οι πατεράδες των παιδιών, σύμφωνα με τον νόμο, δεν υποχρεούνταν να υποστηρίζουν τα παιδιά τους οικονομικά, μιας και ήταν υπόθεση της γυναίκας η τεκνοποίηση, αφού είχε ελαφριά ηθική! Οι άνθρωποι που ανέλαβαν τις φάρμες βρεφών,  καταλάβαιναν πως θα έπαιρναν πολύ περισσότερα παιδιά γινόταν θα έβγαζαν χρήματα ειδικά αν δεν τους προσέφεραν από τα ελάχιστα μέχρι τίποτα. Γυναίκες τάχα τρυφερές και καλόβολες άνοιξαν «φάρμες» κυρίως σε φρικτά κτήρια, στα κέντρα πόλεων, διαβόητα ανθυγιεινά μέρη για παιδιά. Ποντίκια, ακαθαρσίες, εργοστασιακοί καπνοί και για τα παιδιά ασθένειες, υποσιτισμός, παραμέληση και κακοποίηση.

Με τις προκαταβολές και τους πρόωρους θανάτους των βρεφών, οι τροφοί μωρών άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η διευθέτηση θα μπορούσε να είναι πιο κερδοφόρα για αυτούς εάν το βρέφος πέθανε νωρίς, αφήνοντας χώρο για να αναλάβουν άλλα παιδιά που θα έφερναν νέες προκαταβολές και συνεχή προσφορά μετρητών. Ας τέλειωναν λοιπόν γρήγορα και αποτελεσματικά με τα παλιά μωράς για να αναλάβουν τα καινούργια. Και άρχισε ένας φρικαλέος κύκλος, εφιαλτικών βρεφοκτονιών, που απλώθηκε μέχρι τα πρώτα μισά του 20ου αιώνα…

Μίνι Ντιν: η μόνη γυναίκα που εκτελέστηκε με θανατική ποινή στη Νέα Ζηλανδία

Η Μίνι Ντιν, είναι η μόνη γυναίκα στη Νέα Ζηλανδία που έλαβε τη θανατική ποινή. Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Κεντρικής Σκωτίας, από έναν μηχανικό σιδηροδρόμων και μια μητέρα που πέθανε πολύ νέα από καρκίνο. Είναι άγνωστο το πότε και γιατί βρέθηκε στη Νέα Ζηλανδία, με δύο μικρά παιδιά. Η ίδια ισχυριζόταν πως ήταν χήρα ενός γιατρού στην Τανζανία, αλλά ποτέ δεν βρέθηκαν επίσημα έγγραφα για οποιονδήποτε γάμο, ενώ χρησιμοποιούσε το πατρικό της όνομα Μακλόχ.

Παντρεύτηκε έναν πανδοχέα, τον Τσαρλς Ντιν και μαζί μετακινήθηκαν μέσα στην έξαψη του πυρετού του χρυσού, στο  Οτάγκο όπου είχαν βρεθεί κοιτάσματα του πολύτιμου μεταλλεύματος. Χρυσός δεν βρέθηκε και το ζευγάρι στράφηκε στη γεωργία, αλλά σύντομα αντιμετώπισε τρομερά οικονομικά προβλήματα. Η οικογένεια μετακόμισε στο πολυπληθές Γουίντον, όπου ο Τσαρλς έγινε χοιροτρόφος και η Μίνι αναλάμβανε να μεγαλώσει ανεπιθύμητα παιδιά, κάνοντας και αυτή χρήση του νομού περί φτώχιας. Πιστεύεται ότι ήταν υπεύθυνη για εννέα μικρά παιδιά κάθε φορά.

Τα παιδιά που βρίσκονταν στη φροντίδα της άρχισαν να πεθαίνουν με άγριο τρόπο. Άλλο πέθανε από σπασμούς, άλλο από καρδιακή πάθηση, ένα τρίτο από αναπνευστική πάθηση. Όμως, όταν ένα αγοράκι πνίγηκε ενώ τάχα, το τάιζε και έκρυψε το σώμα στον κήπο της, κίνησε υποψίες. Όμως η αστυνομία και οι γιατροί αποφάνθηκαν πως η Ντιν δεν ήταν υπεύθυνη για τους θανάτους μιας και η παιδική θνησιμότητα ήταν τεράστια, τότε, στη Νέα Ζηλανδία και τα παιδιά ήταν αποτέλεσμα κακής κύησης και τοκετών. Παρ ‘όλα αυτά, ήταν πια κοινός τόπος πως η γυναίκα αυτή κακομεταχειριζόταν, χτυπούσε και βασάνιζε τα παιδιά, ενώ συνεχώς εξαφανιζόταν χωρίς εξήγηση και αντικαθιστώντας με τα καινούργια. Όμως η Μίνι δεν ήταν υποχρεωμένη να τηρεί αρχεία των παιδιών που συμφώνησε να αναλάβει, οπότε δεν υπήρχαν στοιχεία για τα πόσα παιδιά είχαν εξαφανιστεί.

Οι άνθρωποι και η αστυνομία, πια, είχαν πλέον στραμμένη την προσοχή τους σε κάθε κίνηση της γυναίκας. Έτσι, όταν κάποια μέρα του 1895, η Γουλιελμίνα Ντιν μπήκε σε ένα τρένο με ένα μωρο και ένα κουτί, οι ταξιδιώτες πρόσεξαν να βγαίνει μόνο με το κουτί. Η Τζέιν Χόρνσμπι κατάγγειλε πως το κουτί είχε ρουχαλάκια για την εγγονή της και το είχε δώσει μαζί με το παιδί, στη Μίνα. Τα ρούχα βρέθηκαν στο σπίτι – φάρμα μωρών, αλλά το κοριτσάκι, όχι! Ούτε βρέθηκε κάνα σημάδι του παιδιού στο τρένο ή κατά μήκος της σιδηροδρομικής διαδρομής. Η Ντιν συνελήφθη και κατηγορήθηκε για δολοφονία. Ψάχτηκε το σπίτι και ο κήπος της και αποκαλύφθηκαν τρία πτώματα, δύο βρέφη και ένα τρίχρονο αγοράκι. Τα παιδιά ήταν νεκρά από ασφυξία και υπερβολική δόση λάβδανού. Η υπεράσπιση της τόνισε πως οι θάνατοι ήταν τυχαίοι. Καταδικάστηκε και κρεμάστηκε σε κεντρική διασταύρωση της πόλης. Είναι θαμμένη στο πρώτο κοιμητήριο του Κουϊντών, μαζί με τον μαζί με τον σύζυγό της, που πέθανε από πυρκαγιά στο σπίτι τους, το 1908. Η Μίνι έγινε διαβόητη στην Νέα Ζηλανδία και στο καιρό μας η ζωή της έχει γίνει σειρά, θεατρικό έργο και της έχουν αφιερωθεί τραγούδια, που στην ουσία, προσπαθούν να κατανοήσουν την ανατομία του κακού, σε μια ψυχή που δεν έμαθε κανείς ποτέ γιατί είχε τόσο περίσσεμα σκοτεινιάς.

Η Λίλα και ο Γουίλιαμ Γιούγκ που έθαβαν βρέφη σε κουτιά βουτύρου όταν δεν τα έκαιγαν στον φούρνο

Η Βικτωριανή εποχή είναι μακρινό, ήδη, παρελθόν. Στον Καναδά όμως και παντού όμως, στην επικράτεια της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και της επιρροής, οι γυναίκες έχουνε να αντιμετωπίσουν απαγορεύσεις στις εκτρώσεις, κοινωνικό αποκλεισμό και ανεργία, αν μείνουν έγκυοι σε εποχές που η αντισύλληψη ήταν απαγορευμένη λέξη. Η Λίλα Γκλάντις λοιπόν, μεγαλώνει σε μια οικογένεια φανατικά προσηλωμένη στη πίστη των Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας. Σπουδάζει δασκάλα, προσηλώνεται στην εκπαίδευση και διδάσκει όλο όρεξη και αφοσίωση σε σχολείο στο Φοξ Πόιντ της Νόβα Σκότσια, στις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού. Το 1925, σε ηλικία 26 ετών, γνωρίζει το υψηλόβαθμο στέλεχος της Εκκλησίας των Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας και απόφοιτο του Ιατρικού Ευαγγελικού Κολλέγιού, τον Γουίλιαμ Πιτς Γιούνγκ. Παντρεύονται μετά από λίγους μήνες σχέσης. Ως ευλαβής πιστός, αυτοπροσδιοριζόταν ως ιεραπόστολος με ιατρικές γνώσεις, φροντίζοντας άρρωστους και διαδίδοντας το ευαγγέλιο κατά μήκος της Νότιας Ακτής. Μετακόμισαν στο Σικάγο και τον Δεκέμβριο του 1927 όπου ο Γουίλιαμ αποφοίτησε από το Εθνικό Κολλέγιο Χειροπρακτικής, ενώ την ίδια χρονιά, η Λίλα αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Μαιευτικής. Επέστρεψαν στο Καναδά και λειτούργησαν το «Το Σανατόριο της Ζωής και της Υγείας – Όπου οι άρρωστοι γίνονται καλά», στο εξοχικό τους σπίτι τεσσάρων δωματίων και ενός μόλις μπάνιου, στο Ιστ Τσέστερ, διαθέτοντας ελάχιστο κεφάλαιο για κλίνες και υποδομή. Η Λίλα σύντομα έγινε μητέρα και μέσα σε ένα χρόνο το ζευγάρι ειδικεύτηκε σε υπηρεσίες μητρότητας, κυρίως για άγαμες μητέρες. Η επιχείρησή τους έγινε γνωστή ως Ιδανικό Σπίτι. Και κάπου εδώ αρχίζει η φρίκη και η παράνοια…

Το ζευγάρι διαφήμιζε τις υπηρεσίες του, υπογραμμίζοντας πως είναι εγγυημένο το απόρρητο και η διακριτικότητα, ενώ τα παιδιά θα μεγαλώνουν μαζί με τα πέντε δικά τους. Η πληρωμή κατά την άφιξη ήταν προϋπόθεση και κυμαίνονταν μεταξύ 100 και 500 $ για δωμάτιο και διατροφή, παράδοση και υιοθεσία του μωρού. Χρέωναν επιπλέον 12 $ για φρέσκα λαχανικά και φρούτα και 2 $ την εβδομάδα για τις υπηρεσίες φύλαξης των βρεφών.  Αν μια μητέρα δεν είχε να πληρώσει, οι καλοί Χριστιανοί ιδιοκτήτες έδιναν επιλογές. Μπορούσε να κάνει καθαριότητα, πλύσεις, σίδερο, μαγειρική και φύλαξη μωρών και αφού αθροιζόντουσαν τα μεροκάματα της, τότε, αποπληρωνόταν το χρέος της. Τέλος, στο τιμοκατάλογο τους περιλαμβάνονταν και 20 δολάρια τέλη ταφής για τα μωρά που πέθαιναν στο σπίτι. Στα $ 20 περιλάμβαναν 5 $ για το φέρετρο και 15 $ για τους Γιούνγκ, που θα ήταν παρόντες στην ταφή ως θρησκευτικοί τελετάρχες. Το τέλος ταφής περιελάμβανε ένα λευκό φέρετρο πεύκου. Οι περίπλοκες συμφωνίες ήταν ασαφείς και δαιδαλώδεις και υπογράφονταν από τις άγαμα κορίτσια, βυθισμένα στην απόγνωση, που δεν καταλάβαιναν τι υπέγραφαν, ενώ παραχωρούσαν κάθε δικαίωμα νομικό για τα μωρά τους και τις υιοθεσίες στον Γουίλιαμ. Για να πιεστούν περισσότερο αν δεν υπογράφαν εντός 14 ημερών από τη γέννηση, χρεώνονταν επιπλέον 30,00 δολάρια. Μέχρι τη στιγμή που τα κορίτσια έφευγαν από το σπίτι, οι λογαριασμοί τους ξεπερνούσαν συχνά τα 300,00 όταν οι μέσοι μισθοί εκείνη την εποχή, ήταν 8 δολάρια την εβδομάδα για πωλήτριες και 4 για εσωτερικές οικιακές βοηθούς. Οι Γιούνγκ είχαν απόλυτη εξουσία, ξαφνικά σε πολλά πολλά μωρά. Με το αμερικανικό τουριστικό εμπόριο, τους πρόθυμους δικηγόρους και την απληστία τους, οι Γιούνγκ αφέθηκαν στην νέα, πλούσια αγορά υιοθεσίας των ΗΠΑ, όπου πολλά ζευγάρια δεν μπορούσαν να υιοθετήσουν, νόμιμα παιδιά, λόγω ηλικίας και περίπλοκων κρατικών νόμων.

Οι ευγνώμονες Αμερικανοί γονείς, με το ισχυρό δολάριο των ΗΠΑ σε σχέση με αυτό του Καναδά, ήταν διατεθειμένοι να δώσουν ιλιγγιώδη πόσα τάχα ως δωρεές, για να αποκτήσουν ένα μωράκι. Πολλά από αυτά τα παιδιά βρήκαν καλά σπίτια, αλλά όχι νόμιμα και χωρίς κανέναν έλεγχο. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου οι Αμερικανοί γονείς δεν γνώριζαν ότι χώριζαν δίδυμα ή πως είχαν αρπάξει το παιδί από τη φυσική μητέρα του που το είχε δώσει για φύλαξη. Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, τα σε ενδιαφέρουσα κορίτσια που εμπιστεύονταν το Ιδανικό Σπίτι, έφεραν στους Γιούνγκ έσοδα περισσότερα των  60.000 δολαρίων, ποσό τεράστιο για την εποχή, αλλά τα χρήματα που προέρχονταν από τις πωλήσεις μωρών ήταν το πραγματικό και ιλλιγκωδες κέρδος του. Τα μωρά πουλιόταν γύρω στις 10.000 αμερικανικά δολλάρια το καθένα. Ζητιόντουσαν εκβιαστικά επιπλέον και δωρεές. Βγάζοντας τα μωράς που κάνεις δεν ήθελε λόγω ασθενειών και εκείνα που πέθαναν – το 10 τοις εκατό του συνόλου – αλλά και τις πωλήσεις στη λιγότερο προσοδοφόρα τοπική αγορά, εκτιμάται ότι τα μισά μωρά, 700 περίπου, πωλήθηκαν με μέσο όρο περίπου 5.000 $ αποφέροντας στους Γιούνγκ 3,5 εκατομμύρια δολάρια. Όπως γράφει στο βιβλίο της η Μπέτυ Καχιλ, «Butterfly Babies» όποιο παιδί επιθυμούσανε να ξεφορτωθούν, το άφηναν να λιμοκτονήσει και «μέσα σε δύο εβδομάδες, το παιδί θα υποκύψει και τελικά θα το ξαπλώσουν σε κουτιά από βούτυρο που τα χάνε για φέρετρα. Τα μικρά τους σωματάκια, θάβονταν είτε πίσω από το σπίτι τους, εκεί που έβγαζαν ειδυλλιακές φωτογραφίες για τις διαφημίσεις τους, είτε σε ένα χωράφι δίπλα σε ένα νεκροταφείο. Κάποια πετάχτηκαν στον ωκεανό και κάποια άλλα -αδίστακτα και φρικτά- κάηκαν στον φούρνο του σπιτιού, εκεί που μαγείρευαν το φαγητό που έτρωγαν όλοι». Οι επιχειρήσεις του ήταν χρυσορυχείο.

Αγόρασαν νέα αυτοκίνητα και οικόπεδα ενώ το εξοχικό σπιτάκι με το οποίο ξεκίνησαν σε μόλις δέκα χρόνια ήταν μια τεράστια κατασκευή με 54 δωμάτια και 14 μπάνια με πυργίσκους και μεγάλο κήπο από γκαζόν και δέντρα. Όταν το 1933 αλλάζει η κυβέρνηση και αναλαμβάνει το Φιλελεύθερο Κόμμα, ο υπουργός Υγείας Δρ. Φρανκ Ρόι Ντέιβις, γινεται ορκισμένος διώκτης για τα επόμενα 15 χρόνια του ζεύγους Γιούνγκ. Οι φήμες για τους θανάτους μωρών, τις υιοθεσίες και τον παράλογο πλουτισμού του ζεύγους είχαν μπει στο μικροσκόπιο του Υπουργού, όπου απαίτησε να έχουν εκπαιδευμένο προσωπικό με πτυχία. Ο «κομπογιαννίτης» και η «ανεκπαίδευτη μαμή» όπως αποκαλούσε το ζευγάρι ο Δρ. Ντέιβις, αναγκάστηκε να προσλάβει την πρώτη του διπλωματούχα νοσηλεύτρια. Το Ιδανικό Σπίτι λειτούργησε για 17 χρόνια χωρίς καν να έχει άδεια. Ο Υπουργός του έστελνε συνέχεια στα δικαστήρια άλλα οι Γιούνγκ είχαν ισχυρούς φίλους, τον Τύπο της εποχής με το μέρος τους και πιστούς Χριστιανούς που τους υπεστήριζαν φανατικά.

Στις 4 Μαρτίου του 1936 χάνει τη ζωή της η Εύα Νέιφορθ και το μωράκι της. Οι θάνατοι στο σπίτι ερευνώνται όλοι. Στα συνεχή δικαστήρια, αθωώνονται μεν, άλλα με πρωτεργάτη τον Δρ. Φρανκ Ρόι Ντέιβις ο νόμος περί μητρότητας για οικοτροφεία, αλλάζει και ενώ ο Γουίλιαμ και η Λίλα Γιούνγκ υποβάλλουν αίτηση, απορρίπτονται πανηγυρικά. Συνεχίζοντας τον αγώνα του εναντίον του ζεύγους, ο Υπουργός  συνεργάζεται με τις αρχές των ΗΠΑ και συγκεκριμένα του Νιου Τζέρσεϋ για να αποκαλυφθούν οι παράνομες υιοθεσίες. Και πάλι οι Γιούνγκ καταφέρνουν να ξεφύγουν. Όμως, η φήμη τους είναι αυτή των «δολοφονών μωρόν με τα φέρετρα από κουτιά βούτυρού».

Κλείνουν την επιχείρηση τους. Χρεωμένοι, με το στίγμα των βρεφοκτόνων να αιωρείται πάντα πάνω τους, μετακόμισαν σε άλλη πόλη του Καναδά, ενώ τα παιδιά τους έφυγαν μακριά τους στις ΗΠΑ ή μείναν στη Νέα Σκωτία. Το φαραωνικό του σπίτι καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1962. Ο  Γουίλιαμ πεθαίνει από καρκίνο και η Λίλα επιστρέφει στη Νέα Σκωτία και επιστρέφει στη διδασκαλία κοντά στο Φοξ Πόιντ, που μεγάλωσε. Το 1969, σε ηλικία 70 ετών, πεθαίνει από από λευχαιμία και θάβεται στο νεκροταφείο Αντβεντιστών, εκεί κοντά στα πολλά φέρετρα από κουτιά βούτυρού των μωρών, που δεν τους άφησε καμία ευκαιρία ζήσουν, προκειμένου να κερδίσει χρήματα.

Save the Children

Η βικτωριανή εποχή είναι μακριά καθώς και εκείνες που την ακολουθήσαν με τις φρικαλέες τους κοινωνικές περιθωριοποίησης και την περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής. Τα παιδιά συνεχίζουν να είναι τα αδύναμα θύματα σε αγοροπωλησίες για υιοθεσία από οικογένειες στον ανεπτυγμένο κόσμο όπου τα άτεκνα ζευγάρια μπορεί να στιγματιστούν, αλλά και για άλλους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και του δουλεμπορίου. «Φάρμες μωρόν», βρεφοκομία με άθλιες συνθήκες και συσσωρευμένα παιδιά ως εμπορεύματα, υπάρχουν ακόμα στην Ινδία, τη Νιγηρία, τη Γουατεμάλα, την Ταϊλάνδη και την Αίγυπτο. Ο οργανισμός Save the Children ηγείται αρκετών εκστρατειών για την καταπολέμηση της εμπορίας παιδιών μέσω της πρόληψης, της προστασίας και της δίωξης, σε συνεργασία με κοινότητες, τοπικές οργανώσεις και κοινωνία των πολιτών και εθνικές κυβερνήσεις για την προστασία των παιδιών από την εκμετάλλευση – και για την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας των παιδιών που έχουν επιβιώσει.

Το 2013, τα Ηνωμένα Έθνη ψήφισαν ψήφισμα που ορίζει την 30η Ιουλίου ως Παγκόσμια Ημέρα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων για την ευαισθητοποίηση σχετικά με το αυξανόμενο ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων και των δικαιωμάτων τους.