Όταν οι Γάλλοι τραπεζίτες πάντρευαν υπόδικες πόρνες με κατάδικους για να τους στείλουν άποικους

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν το Παρίσι, πριν την γαλλική επανάσταση. Ελάχιστοι προνομιούχοι, ο κλήρος και οι ευγενείς, μόλις 2% του πληθυσμού κατείχαν την γη, ζούσαν μια τρομερά σπάταλη και πλούσια ζωή και κυβερνούσαν τον τόπο. Όλοι οι λαϊκοί άνθρωποι ονομάζονταν συνεκδοχικά με μια μεσαιωνική ονομασία, Tiers Etat, δηλαδή Τρίτη Τάξη. Χρεωμένοι, πεινασμένοι, αποκλεισμένοι, ονειρεύονταν να ξεφύγουν κάποτε απ την άθλια μοίρα. Ω! Τότε υπήρξε η Αμερική!

Γάλλοι κατάδικοι παντρεύονταν υποχρεωτικά πόρνες και αλυσοδεμένοι μαζί τους μετανάστευαν με το ζόρι για Λουϊζιάνα

Λουϊζιάνα! Η γη της Επαγγελίας. Οι φυλλάδες της εποχής την διαφημίζουν ροζ και γεμάτη πλούτο. Οι επενδύσεις εκεί, θα κάναν τα μέλη της Τρίτης Τάξης, σαν τους ευγενείς. Θα αποκτούσανε λεφτά, χαρά, φαΐ μέχρι αηδίας, παπούτσια πολλά, ρούχα κομψά και φίνα! Αρκεί να επενδύσουν και να πάει και κανας κάτοικος εκεί. Να το όνειρο, μαζικής κατασκευής, δεν κόστιζε τίποτα σ αυτούς που το πουλούσαν! Μόνο σ εκείνους που -σε λίγο- θα αγοράζαν! Και επειδή ουδείς εγκατέλειπε τη Γαλλία και το Παρίσι για να πάει εκείνη, στο τόπο που έλεγαν «La Louisiane», που σημαίνει «Γη του Λουδοβίκου», στο ούτε καν χωριάτικο Μπατόν Ρουζ, με την υγρασία, τα κουνούπια, τους κροκοδείλους απ τον λασπωμένο Μισισιπή και τους άγριους των φυλών Χούμα και Μπαγιού Γκούλα να θέλουν τη γη τους. Για αυτό βρέθηκε λύση. Γάλλοι κατάδικοι απελευθερώθηκαν με την προϋπόθεση να παντρευτούν πόρνες και μετανάστευσαν μαζί τους στη Λουϊζιάνα. Οι νεόνυμφοι φορτώνονταν στα καράβια, αλυσοδεμένοι, του οδηγούσαν με όπλα  στο λιμάνι και τους έστειλαν καταναγκαστικά στην Αμερική, στη «γη των ελεύθερων». Μαζί με τους καταδίκους «παντρεύονταν» και φορτώνονταν στα καράβια μεθυσμένοι στρατιώτες, άστεγοι, άνθρωποι με προβλήματα ψυχικής υγείας που δεν καταλαβαίναν τι συνέβαινε, ιερόδουλες που δεν είχαν καμία επιλογή, ούτε προσδόκιμο ζωής μετα από δυο – τρία χρόνια στο δρόμο και που σπάνια έφταναν στα 25 χρόνια. Αυτά τα αλλόκοτα ζευγάρια έφταναν σε έναν λασπωμένο, τεράστιο, άγνωστο με τα όσα ήξεραν ή φανταζόταν τόπο, ύστερα από μεγάλο και σε άθλιες συνθήκες ταξίδι. Οι άποικοι που είχαν πάει πριν απ αυτούς, πιστεύονταν πως ο νέος αυτός τόπος θα τους κάνει να προκόψουν, φυσικά, δεν είναι πολύ ευχαριστημένοι με τις νέες αφίξεις. Οι  κατάδικοι και οι σύζυγοι τους περιορίζονται σε ένα στρατόπεδο. Οι παλιοί κάτοικοι άρχισαν μαζικά να μετακινούνται προς τη Νέα Ορλεάνη και να αποκλείουν από τις κοινότητες τους εγκληματίες, τις εργάτριες του σεξ, όλον αυτόν τον περιθωριακό κόσμο αποβλήτων που βρέθηκε εκεί. Σε λίγο, οι εναπομένοντας στο Μπατόν Ρουζ ή στο Μπιλόξι και στις γύρω περιοχες νέοι κάτοικοι, βρέθηκαν στο έλεος της πείνας και των ντόπιων φυλών που θέλησαν να πάρουν πίσω τη γη που τους ανήκε. Λίγοι, ελάχιστοι Γάλλοι απ αυτούς τους λούμπεν αποίκους, τελικά, επέζησαν…

Ο Τζον Λόου που έταζε χρυσό, ασήμι, ρουμπίνια και διαμάντια στην Λουϊζιάνα και κατάστρεψε στην εθνική οικονομία της Γαλλίας

Ω! Μα πως ξεκίνησε αυτό το παράδοξο σχέδιο αποστολής για αποικισμού αλυσοδεμένων ζευγαριών του περιθωρίου; Μα απ τον κύριο Τζον Λόου, έναν παθιασμένο οικονομολόγο και μαθηματικό, μανιακό χαρτοπαίκτη, απ την Σκωτία. Ήταν 1716 και η Γαλλία βρισκόταν αντιμέτωπη με δημόσια χρέη και έλλειψη ρευστότητας, λόγω της τεράστια σπατάλης ανακτόρων, ευγενών και κλήρου. Την κρίση προσφέρθηκε να επιλύσει Τζον Λόου, ο οποίος πρότεινε την εισαγωγή του χάρτινου νομίσματος για την ανάκαμψη της οικονομίας! Με τη στήριξη της γαλλικής κυβέρνησης, ο Λόου ίδρυσε μια τράπεζα και άρχισε να εκδίδει τραπεζογραμμάτια που υποτίθεται πως είχαν αντίκρισμα σε χρυσό και ασήμι το οποίο βρισκόταν στην Λουϊζιάνα και στον ποταμό Μισισιπή. Ίδρυσε μάλιστα την Εταιρεία του Μισισιπή, η οποία αποκτά το μονοπώλιο στη Λουϊζιάνα, η οποία ήταν γεμάτη κοιτάσματα πολυτίμων μετάλλων και ακόμα είχε γούνες, ρουμπίνια, διαμάντια, ήταν ένας ειδυλλιακός «Κήπος της Εδέμ» πλούτου όμως! Ο Λόου άρχισε να πουλά μετοχές της εταιρείας, οι οποίες κέντρισαν το ενδιαφέρον των φτωχών της Τρίτης Τάξης κυρίως, που δουλεύαν απάνθρωπα για να πάνε να ακουμπήσουν λεφτά απ τα οποία θα τρώγαν οι οικογένειες τους για να γίνουν μυθικά πλούσιοι. Ο Τζον Λόου έχει καταφέρει να πείσει τη βασιλική οικογένεια, αριστοκράτες και τον έρμο λαό, πως με μετοχές απ εταιρία του Μισισιπή θα γίνουν όλοι πλούσιες. Με απληστία, σε ένα γενικευμένο παραλήρημα, όλοι μανιακά, θέλουν ένα κομμάτι στην εταιρεία του Μισισιπή, και οι τιμές των μετοχών ανεβαίνουν στα ύψη.

Πανεθνική υστερία για τις μετοχές της Λουϊζιάνα

Ο Τζον Λόου πείθει την κυβέρνηση να εκτυπώσει περισσότερα χαρτονομίσματα από ό,τι αντιστοιχούν σε χρυσό και ασήμι για να τα υποστηρίξει. Το κοινό αρχίζει να αγοράζει μετοχές με χαρτονόμισμα. Χιλιάδες έχουν πράσινα τυπωμένα χαρτιά στα χέρια τους και αισθάνονται για κάποιο διάστημα πολύ πλούσιοι. Τότε μάλιστα θα εμφανιστεί και ο όρος και η λέξη «εκατομμυριούχος» που θα συμπεριλάβει το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης έναν αιώνα αργότερα, ως λίμα του. Εν τω μεταξύ στην οδό Quincampoix, ένα στενό δρόμο στην καρδιά Παρισιού, που βρισκόταν τα γραφεία της Εταιρείας του Μισισιπή η κίνηση δε σταματούσε και υπήρχε κυκλοφοριακή συμφόρεση νύχτα και μέρα, με σκηνές αλλοφροσύνης να διαδραματίζονται. Γράφεται μάλιστα πως κυρίες της αριστοκρατίας πουλούσαν το κορμί τους στο δρόμο για να αποκτήσουν χρήματα για την αγορά μετοχών. Οι πόρνες που πήγαν στην Λουϊζιάνα αναγκάστηκαν να βγουν στο δρόμο από τη πείνα και να βρεθούν στην Αμερική παντρεμένες με καταδίκους, για να γλιτώσουν την φυλακή ή τον θάνατο με το που θα μεγάλωναν από ασιτία ή από βίαιους πελάτες. Οι κυρίες του καλού κόσμου, το κάναν για να πλουτίσουν βέβαια!

Η οικονομική καταστροφή και οι 700 μόλις Γάλλοι μόνοι και αβοήθητοι στις όχθες του Μισισιπή

Η Εταιρεία του Μισισιπή ουδέποτε βρήκε χρυσό, ασήμι, ρουμπίνια και διαμάντια στη Λουϊζιάνα. Όταν το 1920, επενδυτές θέλησαν να εξαργυρώσουν τα τραπεζογραμμάτιά τους σε χρυσό, διαπίστωσαν πως δεν υπήρχαν αρκετά αποθέματα που να ανταποκρίνονται στην αξία τους. Οι τιμές των μετοχών της εταιρείας κατηφόρισαν δραματικά και πολλοί νεόπλουτοι, «εκατομμυριούχοι» σύμφωνα με τον νέο όρο, είδαν τα κέρδη τους να εξαφανίζονται εν μία νυκτί. Ο Λόου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, μεταμφιεσμένος ως γυναίκα, φοβούμενος την οργή των εξαπατημένων πολιτών, που αυτοκτονούσαν αρκετοί και άλλοι ούρλιαζαν στους δρόμους, έξαλλοι. Άφησε πίσω ένα  πραγματικό παλάτι, το Place Vendôme καθώς και είκοσι ένα αλλά ακίνητα στο Παρίσι. Κατέφυγε στην Ιταλία, όπου επιδόθηκε, ανεμπόδιστος στην χαρτοπαιξία και στα τυχερά παιχνίδια λίγο πριν πεθάνει από την πνευμονία. Όλη αυτή η οικονομική «φούσκα» έμεινε παροιμιώδης στην Ιστορία και γινεται μάθημα στα σχολεία. Πίσω στη Λουϊζιάνα εκείνης της εποχής, ανάμεσα από βάλτους, έλη, παράξενα άγρια ζώα, διαφορετικά δέντρα, φυτά, βρώσιμα θηράματα, μόλις 700 Γάλλοι, πρέπει να επιβιώσουν. Πόσο ενδιαφέρον θα είχαν οι ιστορίες των ανθρώπων και όχι η ίδια η Ιστορία του χρήματος, των κατακτήσεων, της επιρροής των εθνών. Πόσο από εκείνες τις πόρνες λοιπόν, να βρήκαν την ελευθερία πραγματικά στις αχανείς αμερικανικές εκτάσεις και ίσως κάποιες να αγαπήθηκαν τελικά απ τους καταδίκους που τους αλυσόδεσαν κάποτε τυχαία, μαζί για να τους φόρτωσαν στα καράβια για μια νέα ζωή! Πόσες να πονέσαν κι άλλο, ακόμη πιο πολύ και ίσως κάποιες να ονειρεύονταν μέχρι τη τελευταία τους πνοή, στους δρόμους του Παρισιού και το ξημέρωμα της τελευταίας τους νύχτας στη Πόλη του Φωτός…