Ο Μαρσέλ Προυστ την έδωσε στην λογοτεχνία, την υπόσταση μιας μαγικής πριγκιποπούλας. Ο Ραβέλ την έκανε μουσική. Ο Ρενουάρ και ο Τουλούζ Λωτρέκ δεν μπορούσαν να αντισταθούν στο να ζωγραφίζουν ξανά και ξανά, τις εκφράσεις του προσώπου της και την χάρη των κινήσεων της. Ο Πικάσο ήταν ο έμπιστος της για όλα τα μεγάλα μυστικά, ο Σεργκέι Ντάγκιλιεφ, ο μαγικός χορευτής απ τα Ρωσικά Μπαλέτα, καλύτερος φίλος, και ο Κοκό Σανέλ, η αδελφή ψυχή της και -προφανώς!- η αγαπημένη ερωμένη. Η Μπελ Επόκ, στο Παρίσι άνθιζε με την πολυτέλεια, τον απελευθερωμένο και όλο πειραματισμούς αισθησιασμό, τη δημιουργία, την φινέτσα, την έκρηξη έκφρασης και τέχνης. Και όλα αυτά είχαν επίκεντρο, μούσα και θεότητα τους, την Μίσα!
Η ζωή της, οι αγάπες και τα διαζύγια της της έδωσαν πολλές εκδοχές του ονόματος της, αλλά, ναι, ήταν τελικά, η Μίσα, σύμβολο του σεξ, τοπ μοντέλο, σαγηνευτική καλλονή, μούσα των μεγαλύτερων δημιουργών της εποχής της, μαικήνας των τεχνών, με μια θα τολμούσαμε να πούμε δραματική ζωή, αν τελικά στο σύνολο τους, λίγο πολύ, έτσι δεν ήταν ο βίος όλων μας. Γνωρίζουμε ονοματα γυναικών που αποθεωθήκαν στην σύγχρονη εποχή και στο κόσμο της μόδας και ως πρότυπα ομορφιάς, αλλά αγνοούμε εκείνη που βρίσκεται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, που σφράγισε την υψηλή ραπτική, μια μυστηριώδη γυναίκα, που είχε το χάρισμα να την αγαπούν όλοι οι σπουδαίοι. Κλεισμένοι στα σπίτια μας, λατρεύοντας τις ιστορίες, ας συναντήσουμε λοιπόν, τη μία και μοναδική Μίσα…
Το ορφανό από μάνα κορίτσι του αγαπημένου γλύπτη του τσάρου, που δεν το ήθελε ο πατέρας του
Η Μίσα γεννήθηκε ως Μαρία Ζόβια Όλγα Ζενάτζα Γκοδέμπσκα το 1872, λίγο έξω από την Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, σε ευκατάστατη, καλλιτεχνική οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν ο επίσημος γλύπτης των προτομών και των αγαλμάτων της τσαρικής οικογένειας και αγαπημένος καλλιτέχνης του τσάρου. Η καλλονή μητέρα της, με τις τέλειες αναλογίες και την σλάβικη πυρακτωμένη ματιά, που έκανε έναν τελειομανή με συμμετρία καλλιτέχνη να την ερωτευτεί παράφορα, πεθαίνει στη γέννα της Μίσα. Εκείνος, απαρηγόρητος, χρεώνει το θάνατο στη νέα ζωή και δεν ενδιαφέρεται για να μεγαλώσει το παιδί του. Έτσι η Μίσα, μόλις λίγων μηνών ζωής πλάσμα, μεταφέρεται στο Βέλγιο για να ζήσει με τη γιαγιά και τον παππού της. Εκεί βρίσκει απολυτή αγάπη, χάδια, τρυφερότητα και είναι ηλιαχτίδα και η χαρά της ζωής των ηλικιωμένων και αλλά κοσμικών παππούδων της. Μεγάλωσε παίζοντας πιάνο στα γόνατα του οικογενειακού φίλου Φραντζ Λιστ και στην εφηβεία της για την καλύτερη μόρφωση της στέλνεται εσωτερική σε παρθεναγωγείο στο Παρίσι.
Ο πρώτος σύζυγος και οι Ντεμπισί, Ρενουάρ, Προυστ, Τουλούζ-Λαουτρέκ, Ραβέλ…
Η Μίσα κάποτε αναφέρει, ότι εκείνη είχε «μόνο συζύγους, ποτέ εραστές». Και ο πρώτος από τους τρεις συζύγους της, ήταν ο Πολωνός Θαδαίος Ναντάνσον, δημοσιογράφος, όπου στο σπίτι τους μαζευόταν η αφρόκρεμα της Παρισινής κοινωνίας όπως ο Ντεμπισί, ο Ρενουάρ, ο Προυστ, ο Τουλούζ-Λαουτρέκ. Ο τελευταίος αναλάμβανε τα κοκτέιλ, ειδικός στο καλύτερο Pousse-Café, ένα κοκτέιλ στα χρώματα του ουράνιου τόξου με πολύχρωμα ποτά σε στρώσεις, που κάναν εκρηκτικό συνδυασμό αλκοόλ. Η Μίσα αναδείχτηκε σε σούπερ σταρ της κοινωνικής ζωής της υψηλής αλλά καλλιτεχνικής κοινωνίας και μια πρόσκληση για φαγητό στο σπίτι της ήταν πολυπόθητη. Ο σύζυγος της εκδίδει το περιοδικό Revue Blanche και μια σειρά από νεαρούς καλλιτέχνες που εργάζονται για αυτό, την ερωτεύονται παράφορα, όπως ο Πικάσο η ο Έντουαρντ Βιλαρντ, επίσης ζωγράφος και τρελός και παλαβός για την Μίσα.
Για το υπόλοιπο της ζωής του, οι πίνακες του είχαν ως θέμα τους την ωραία Ρωσίδα, με πινελιές τρυφερές, όλο ζεστασιά, καλύπτοντας την με απαλότητα και ένα χρυσαφί φως, καθισμένη τις περισσότερες φορές στο αγαπημένο της πιάνο. Ούσα μούσα και μοντέλο για τόσους σπουδαίους είναι ασημείωτο να κατανοήσουμε ποιο ήταν εκείνο το χαρακτηριστικό της, εκτός απ τη φυσική καλλονή, που την έκανε τόσο ακαταμάχητη. Για την Κοκό Σανέλ στο μελλον, ήταν το χάρισμα που είχε η Μίσα της δοτικότητας. Μιας δοτικότητας τόσο γεμάτης ζεστασιά και όλο αποδοχή που γινόταν φωτοστέφανο γύρω της. Ο Μορίς Ραβέλ της αφιέρωσε το La Valse, για να κάνει τη μνήμη της αθάνατα στροβιλιζόμενη σε ένα μελαγχολικό πάθος.
Ένα δάνειο στον κατεστραμμένο οικονομικά πρώτο συζύγο, με αντάλλαγμα στον δεύτερο, την… Μίσα!
Το ζεύγος Νάντανσον μπορεί να είναι ηγεμονικό στην καλλιτεχνική ζωή του Παρισιού, αλλά το διμηνιαίο περιοδικό La Revue Blanche δεν ήταν φθηνό αλλά μεγαλεπήβολο και πολυτελείας και τον πέταξε οικονομικά σύντομα στην πλήρη απελπισία. Τότε εμφανίστηκε ο μεγιστάνας του τύπου Άλφρεντ Έντουαρντς, ο οποίος θέλησε να βοηθήσει τον Νάντανσον με αντάλλαγμα την… Μίσα! Μόνο με το διαζύγιο θα εκταμίευε λεφτά για τον σώσει. Το χειμώνα του 1905, λοιπόν, η Μίσα έγινε η κυρία Εντουαρτς, αντικείμενο ανταλλαγής, τρόπαιο και έμψυχο ζητούμενο μιας ανδρικής συναλλαγής. Άραγε τι να αισθάνθηκε με όλο αυτόν τον οικονομικό διακανονισμό που είχε ως αντικείμενο την ίδια; Γεγονός είναι πως έχει δικό της, ένα λαμπερό διαμέρισμα στην καλύτερη γειτονιά του Παρισιού, στη Rue de Rivolis, με καταπληκτική θέα, οργάνωσε και πάλι τον κοινωνικό της κύκλο της και ξεφευγε απ την πικρία της συναλλαγής των κυρίων, αλλά και απ τις συνέχεις και απροκάλυπτές εξωσυζυγικές σχέσεις του νέου της συζύγου. Ώσπου ερωτική της αντίζηλος έγινε η Ζενεβιέβ Λάντιλμε, μια ανερχόμενη ηθοποιός, που, εκείνη την εποχή συγκρινόταν με την μεγάλη Εθελ Μπάριμορ, της τεράστιας οικογένειας στην υποκριτική σε Αγγλία και Αμερική των Μπάριμορ και θεία της σημερινής σταρ, της Ντριού. Έχοντας ζήσει σε μεγάλη ανέχεια αποφάσισε να διεκδικήσει με νύχια και με δόντια τον Εντουαρντς και φυσικά, στο τέλος, να είναι αυτός το τρόπαιο της.
Μια σταρ ερωτική αντίζηλος, το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ και το τραγικό τέλος της άλλης γυναίκας
Όμως η Μίσα ήξερε, επίσης, καλά να επιβιώνει. Και ενώ δεν ήθελε αυτόν τον γάμο έφτασε να μάχεται για την αξιοπρέπεια του. Δεν ήταν φυσικά σταρ του θεάτρου, αλλά ήταν μια πολιτιστική μούσα και μια κοσμική, περίκομψη οικοδέσποινα. Όταν ο Ναμπίς απαθανάτιζε τη μορφή της Λάντιλμε με φωτεινά καπέλα, η Μίσα αγόραζε ακόμη πιο φωτεινά. Όταν η Λάντιλμε λάνσαρε τις μπούκλες στα μαλλιά, εκείνη έκανε ακόμα πιο βελτιωμένο το ίδιο χτένισμα και όταν η πρώτη φορούσε κάτι κάνοντας μόδα, η Μίσα βιάζοντας να το ξεπεράσει ακόμη πιο κομψά. Το κοσμικό Παρίσι ασχολείται με αυτην την αναμέτρηση καλλονών. Ο Προυστ χρησιμοποίησε τον γεμάτο ζήλια ανταγωνισμό μεταξύ τους, ως έμπνευση για τους χαρακτήρες του στο εμβληματικό «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Τελικά η Μίσα δίνει διαζύγιο στον Έντουαρντ για παντρευτεί την Λάντιλμε, αλλά λίγες μέρες πριν τον γάμο, εκείνη γλιστράει απ το υπερπολυτελές γιοτ του μεγιστάνα και σκοτώνεται.
Τρίτος γάμος και ένα ménage à trois, με την ίδια, εκείνον και μια Ρωσίδα πριγκίπισσα
Η Μίσα έχει προχωρήσει στην ζωή της, μέσα από έναν τεράστιο έρωτα με τον Καταλανό ζωγράφο Χοσέ Μαρία Σερτ, τον οποίο θεωρεί την αληθινή και μεγάλη αγάπη της ζωής της. Μαζί του κάνει μια φιλία ζωής με τον μέγα Ιγκορ Στραβίνσκι και τον σπουδαίο χορευτή Σεργκέι Ντάγκιλιεφ, τους οποίους ουσιαστικά σώζει απ την οικονομική καταστροφή κατά τη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης. Ο Σερτ είναι ο τρίτος σύζυγός της και η ίδια από οικοδέσποινα των καλλιτεχνών, γίνεται Μαικήνας τους. Και -κοίτα ρε φίλε, πράγματα!- για άλλη μια φορά, μια ερωτική αντίζηλος διεκδικεί τον σύζυγο της Μίσα. Η νέα, ωραιότατη, πριγκίπισσα Ισαβέλλα Ρουσταντάνα ή Ρούσι Μντιβάνι από μια οικογένεια με παράδοση στους εύπορους γάμους, μια μέρα φτάνει στο σπίτι του ζευγαριού, για να ζητήσει συμβουλές απ τον Χοσέ για τις δικές της ζωγραφικές επιδόσεις. «Όταν, μετά από τρεις ή τέσσερις μέρες, συνειδητοποίησα ότι οι επισκέψεις συνεχίζονταν, αποφάσισα να συναντήσω και εγώ αυτήν την περιβόητη νεαρή Πριγκίπισσα, για την οποία ο Σερτ μιλούσε με τέτοιο ενθουσιασμό», γράφει η Μίσα στο ημερολόγιο της και συνεχίζει αποστομωτικά λέγοντας «αντικρίζοντας της συνειδητοποίησα αμέσως τι ήταν αυτό που τον είχε αιχμαλωτίσει και εντυπωσιάσει τόσο. Ήταν απλά, υπέροχη!». Για μια περίοδο, οι τρεις ζουν μαζί σε ένα μποέμικο ménage à trois, αλλά θα χωρίσουν και θα πάρει το τελευταίο της διαζύγιο το 1927 γιατί η Μίσα ζει, πια, μια παθιασμένη σχέση με την Κοκό Σανέλ…
«Αδελφές ψυχές» με την Σανέλ για πάντα
Οι δυο γυναίκες, η μούσα και η θρυλική σχεδιάστρια, πρωτοσυναντιούνται σε ένα δείπνο το 1917, που η Μίσα διοργανώνει προς τιμήν της νεαρής Σανέλ, για να χαιρετίσει το επάγγελμα του σχεδιαστή ως δημιουργία. Η Μίσα δηλώνει ότι λάτρεψε τη “ιδιοφυΐα” της Σανέλ, τη δηλητηριώδη ετυμολογία της, το πνεύμα της, τον σαρκασμό της, τη τελειομανία της και τη διάθεση να διαλύσει κάθε τι παλιό. Όλα εκείνα, δηλαδή, που είχαν τρομάξει το κοσμικό Παρίσι. Πάνω απ ‘όλα, όμως, αγαπούσε την πίστη της. Τόσο η Μίσα όσο και η Σανέλ είχαν μια σειρά από φευγαλέες σχέσεις με άνδρες και αντοχή σ αυτές αλλά γίνονται τα δυο κομμάτια του παζλ, που ταιριάζουν για συνθέσουν τη τελική εικόνα του έργου της ζωής τους.
Όταν ο εραστής και εμψυχωτής της Σανέλ, Αθούρ Καπέλ, σκοτώνεται με το αυτοκίνητο τους, ο πόνος τη δένει με την Μίσα και με την μορφίνη, την οποία μοιράζονται και οι δυο με μανία. Η Μίσα είναι η γυναίκα που τσακίζεται από τους άντρες και η Σανέλ χτίζει την εικόνα της σύγχρονης γυναίκας που τραβά πάντα το δικό της δρόμο. Οι δυο τους γίνονται συμπλήρωμα η μια της άλλη. Η Σανέλ εμπνέεται και αυτή, όπως τόσοι καλλιτέχνες πριν, απ την Μίσα για ένα πλήθος από δημιουργίες και οπτικές της. Ακόμη, στο καιρό μας, άλλωστε κυκλοφορεί ένα μυθικό άρωμα Chanel με το όνομα της Μίσα και ένα ρουμπινί κραγιόν. Οι δυο τους ήταν αχώριστες.
Συχνά έφευγαν στην αγαπημένη τους Βενετία για να αφεθούν στον ήλιο και να απολαύσουν την μοναδική ατμόσφαιρα της πόλης. Τότε τις ρωτήσαν δημοσιογράφοι για την σχέση τους και είπαν απλά και διπλωματικά πως ήταν «αδελφές ψυχές».
«Η γυναίκα έχει τα πάντα, αλλά η Μίσα έχει κάθε γυναίκα»
Η Μίσα πεθαίνει το 1950, σε ηλικία 78 ετών και η απαρηγόρητη Σανέλ, ρυθμίζει κάθε τι που αφορά στην κηδεία, οργανώνοντας μια τιμητική, αυστηρή και πολύ καλλιτεχνική τελετή. Η ιστορία της ζωής της Μίσα είναι άρρηκτα δεμένη και φωτισμένοι απ τους ανθρώπους που αγαπούσε. Αλλά αντί να την καθοριστεί από τους συζύγους της, κυρίευσε τις τέχνες και στην πραγματικότητα βρίσκεται παντού, από τα πλέον διάσημα μουσεία, μέχρι σε αφίσες δρόμου και στη υψηλή ραπτική μέχρι στο αγαπημένο μας κραγιόν και άρωμα. Ποια άλλη δηλαδή επηρέασέ τόσο την πολιτισμική μας έκφραση, χωρίς να είναι η ίδια καλλιτέχνης; Μόνο εκείνη, για την οποία η Κοκό Σανέλ είχε πει κάποτε, πως «η γυναίκα έχει τα πάντα, αλλά η Μίσα έχει κάθε γυναίκα»!