Ο πραγματικός Ματωμένος Γάμος, που έκανε τέχνη ο Λόρκα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

«Είμ` ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι, είμ` ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά, και μες στις φυλλωσιές, φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής. Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα! Ποιος κρύβεται; Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο; Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα, που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα. Αφήστε με να μπω! …»

Είναι ένας ζεστός, χρυσός, Ισπανικός Ιούλιος, στα 1928. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, με το πυρακτωμένο βλέμμα και τις ακόμα πιο φλεγόμενες λέξεις, απολαμβάνει τις καλοκαιρινές του διακοπές στο πατρικό του στη Γρανάδα. «Αν μπορούσες να δεις πώς είναι στ’ αλήθεια η Ανδαλουσία!» γράφει σε κάποιον φίλο, «μόνο για να περπατήσει κανείς πρέπει να ανοίξει λαγούμια μέσα στο χρυσό φως, όπως οι τυφλοπόντικες στο σκοτεινό τους περιβάλλον. Τα λαμπερά μεταξωτά δίνουν μια υφή αγαλμάτων του Μιχαήλ Αγγέλου στα οπίσθια των γυναικών. Τα κοκόρια καρφώνουν πολυτελείς μπαντερίγιες στον λαιμό της αυγής κι εγώ μαυρίζω από τον ήλιο και την πανσέληνο». Ο ποιητής, ο ζωγράφος, ο δραματουργός,  ο θεατρικός σκηνοθέτης, ο επαναστάτης Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, έχει γεννηθεί από ένα αγρότη και μια δασκάλα πιάνου, στην πολύχρωμη, φωτεινή, φτωχική Ανδαλουσία και έχει μεγαλώσει στην Γρανάδα. Λάτρεψε τη λαϊκή μουσική της Ισπανίας, τις παραδόσεις της τσιγγάνικης μουσικής, τους παραδοσιακούς στίχους των τραγουδιών. Θεωρούσε δε, πως αυτά ήταν η βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημά του, εκείνη την εποχή, ήταν το Ποίημα Του Κάντε Χόντο, λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται από τσιγγάνους με συνοδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκίνησε να γράφει το Ρομανθέρο Χιτάνο, έργο που ολοκλήρωσε τελικά το 1927, σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας από τις αρχαιότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνέθεσε και την Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί ενώ παράλληλα έγραψε το θεατρικό έργο Μαριάνα Πινέδα, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί, σημειώνοντας επιτυχία. Τώρα, φτάνει στα αφτιά του εκεί, στο μπαλκόνι, το γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια, και ίσκιο, μια ιστορία για ένα έγκλημα, όλο έρωτα, πάθος, απαγόρευση και την παράφορη αλήθεια των ανθρώπων της Ισπανικής υπαίθρου, που αρνείται κοινωνική ή ερωτική ισότητα και ελευθερία. Θα γίνει ο Ματωμένος Γάμος, θεατρικός, ποιητικός λόγος, που θα αγγίξει ψυχές, θα ανέβει σε παραστάσεις ξανά και ξανά σε όλο τον κόσμο και σπουδαίοι ηθοποιοί θα μετρηθούν με τις λέξεις και τους χαρακτήρες του…

Στην επαρχιακή πόλη Νίχαρ της ανατολικής Ανδαλουσίας, ετοιμάζονταν για γάμο! Και εκεί τα παραδοσιακά γαμήλια γλέντια διαρκούσαν δύο μερόνυχτα. Μέσα στις όλο απαγορεύσεις καθημερινότητα, στην υπακοή σε εκκλησία και κυβερνήσεις και παράδοση και τιμή, οι γάμοι που ξεκινούν απ την παραμονή και συνεχίζονταν έως τα ξημερώματα της επομένης, όταν το ζευγάρι είχε πλέον παντρευτεί, ήταν ευκαιρία για συναντήσεις με συγγενείς που έμενε μακριά, για να ξεδώσουν όλοι, να χορέψουν, να αστειευτούν και ίσως να μεθύσουν. Στις 23 Ιουλίου, μες στην καρδιά του καλοκαιριού, παντρευόταν η Φρανσίσκα Κανιάδα με την μεγάλη προίκα, τον φτωχό Κασιμίρο Πέρεζ Πίνο. Με τι χαρά, με τι προσμονή έχουν όλα καθαριστεί κα στολιστεί, εχουν φτιαχτεί γλυκά και φαγητά και εχουν στρωθεί τραπέζια για να υποδεχτούν, από το γλυκό σούρουπο της προηγούμενης του γάμου τους καλεσμένους, που, νατους, κατά ομάδες και οικογένειές έρχονται, στο σπίτι της νύφης. Στο μεγάλο υποστατικό της Φρανσίσκα Κανιάδα, ή όπως την φωνάζει κάθε άλλο παρά διακριτικά το χωριό, η «Πακίτα η κουτσή». Η Πακίτα η κουτσή! Γεννήθηκε κανονικά όπως όλα τα μωρά, αλλά συχνά έκλαιγε με διαπεραστική φωνούλα. Η μάνα είχε πολλά παιδιά, δεν προλάβαινε να παρηγορήσει το μωρό. Και όρμαγε, κουρασμένος απ τα χωράφια και ίσως πιωμένος ο πατέρας έδερνε άγρια το μωρό στην κούνια, να σωπάσει. Το παιδί μεγάλωνε και κάποτε είδαν ότι απ το πολύ ξύλο, ο πατέρας το είχε αφήσει ανάπηρο από το ένα ποδαράκι. Ο Φράσκο Κανιάδα, μόλις είδε την καταδίκη που όρισε το κορίτσι του, βυθίστηκε σε ενοχές και τύψεις. Είχε άλλα πέντε παιδιά, αλλά η Πακίτα έγινε το κέντρο της ίδιας του της ύπαρξης.

Εκείνη δε μπορούσε να δουλέψει στα χωράφια και έτσι ενώ τα αλλά του παιδιά, καίγονταν στον ήλιο και στα χωράφια του, κρύωναν ή υπόμεναν τη βροχή, η Πακίτα, στην θαλπωρή της αγροτικής κατοικίας, έκανε κέντημα, επέβλεπε την κουζίνα, τραγουδούσε, διάβαζε συνέχεια και αχόρταγα βιβλία, είχε γλυκιά καρδιά και ο πατέρας της την είχε πάντα προστατευμένη και χαϊδεμένη, πια. Και αποφάσισε να αφήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε εκείνο το κουτσό κορίτσι του, να το προικίσει έτσι καλά και να παντρευτεί, γιατί ποιος θα έπαιρνε αλλιώς μια κοπέλα, παραμορφωμένη στο σώμα, κουτσή, πλήρως ανίκανη για σωματικές εργασίες; Ήταν λένε άχαρη, πολύ αδύνατη, με σκληρά, ατίθασα, θαμπά μαλλιά, πεταχτά δόντια και ίσκιο βαρύ, που δεν άφηνε περιθώριο να τρυπώσει η χαρά και το γέλιο κοντά της. Τα αδέρφια έδειξαν κατανόηση στην επιλογή του πατέρα τους να κάνει τις τύψεις του να σωπάσουν, δίνοντας στην Πακίτα, χωράφια, αμπέλια, σπίτια και χρήματα. Όμως, η αδελφή, η Κάρμεν Κανιάδα, μεγαλύτερη από την Πακίτα, που είχε παντρευτεί από έρωτα και όχι από προίκα έναν φτωχό αγρότη, τον Χοσέ Πέρεζ Πίνο, ένιωθε αδικημένη και γέμιζε φθόνο για την μικρή της αδελφή. Ακούς εκεί, η κουτσή, να παίρνει τα πάντα και εκείνη, ο άντρας της τα δυο της παιδιά, να ζουν μοχθώντας και βγάζοντας τα πέρα με στέρηση, δουλεύοντας ασταμάτητα και ζώντας και σε ένα φτωχικό, που ίσα που χωρούσανε αγροτόσπιτο! Και είχε φόρτωμα και τον αδερφό του άντρα της, ένα στόμα παραπάνω, τον Κασιμίρο, που δεν μίλαγε πολύ, μόνο δούλευε και ήθελε την ησυχία του.

Έτσι, όταν η μικρή έφτασε σε ηλικία γάμου, η Κάρμεν έπιασε τον πατερα της και έκανε προξενιό τον Κασιμίρο για την Πακίτα. Με τον τρόπο αυτό, η μεγάλη περιουσία θα παρέμενε στην οικογένεια του άντρα της και τους αδελφού του, άρα στα δικά της. Ο πατέρας είπε το ναι, αμέσως. Που θα βρισκόταν καλύτερος απ τον Κασιμίρο  για την καημένη την κόρη που ο ίδιος είχε σακατέψει! Όμως κι αλίμονο, όσο κι αν δεν το χάνε καταλάβει, ούτε καν που τους περνούσε απ το μυαλό, η Πακίτα ήταν ερωτευμένη μ’ άλλον. Όταν έπεσε το σούρουπο της πρώτης μέρας του γάμου και γλεντιού, έφτασαν χαρούμενοι οι καλεσμένοι, οι συγγενείς και τα συμπεθεριά και πήραν θέση στα πλούσια τραπέζια για να ξεκινήσει το παραδοσιακό δείπνο και έκαναν τις προπόσεις και δώσανε ευχές και κάνανε ότι πρεπει, η εμφανώς θλιμμένη Πακίτα, που δεν συμμετείχε στη χαρά της γιορτής του γάμου της, απότομα και πριν να τελειώσει το δείπνο, είπε πως δεν ένιωθε καλά και έφυγε στο δωμάτιο της για ξεκουραστεί. Τα χάσανε όλοι, μα, θα ναι απ την συγκίνηση δικαιολογήσαν την ασυνήθιστη για νύφη συμπεριφορά. Όταν η Κάρμεν μπήκε στο δωμάτιο της, λίγο αργότερα για να τη φέρει πίσω στο τραπέζι να χορέψει ως νύφη τον πρώτο της χορό με τον γαμπρό, η Πακίτα, φορώντας το νυφικό της το χε σκάσει. Η Κάρμεν κατάλαβε την αλήθεια. Μια θεία που δεν είχε έρθει στον γάμο, ένας μακρινός ξάδελφος, ο γιος της, ένα μορφονιός, που μεγάλωσε παίζοντας με την  Πακίτα. Ο Φρανσίσκο Μόντες Κανιάδα! Από όταν ήταν παιδιά κοροϊδεύουν την Πακίτα πως ήταν ερωτευμένη με τον ωραίο Φρανσίσκο. Άραγε από ερωτά αληθινό; Από υπολογισμό για την προίκα της Πακίτα;

Το πρώτο βράδυ των εορτασμών, παραμονή του γάμου, ο ωραίος Φρανσίσκο, στάθηκε κάτω από τα παράθυρα της νύφης κρατώντας μια καραμπίνα, ζητώντας της να ιππεύσει μαζί του και να φύγουν μακριά. Με το νυφικό και το πέπλο της, εκείνη τον ακολουθήσε και χάθηκαν μαζί στο σκοτάδι. Εξοργισμένη η αδελφή της Κάρμεν και ο θυμωμένος άνδρας τους πήραν στο κυνήγι. Τους πρόλαβαν 8 χιλιόμετρα από το σπίτι. Είχαν ντροπιάσει τις οικογένειές τους και γι’ αυτό, στο όνομα της τιμής, η τιμωρία τους θα τανε ο θάνατος! Ο Χοσέ πυροβόλησε τον ωραίο Φρανσίσκο τρεις φορές με την καραμπίνα του. Η Κάρμεν, όρμηξε στο λαιμό της ίδιας της αδερφής. Ύστερα άφησαν τα σώματά τους σωριασμένα κι έφυγαν…

Η Πακίτα σώθηκε. Είδε τον αγαπημένο της νεκρό, μες στα σκοτάδια, σύρθηκε μέχρι το χωριό, μες στα δάκρυα και στα αίματα, με το νυφικό της σκισμένο, λερωμένο, κόκκινο σκούρο απ το αίμα της αγάπης της και το λαιμό της όλο σημάδια απ τα δάχτυλα της αδελφής της. Στους αστυνομικούς είπε ότι αυτοί που τους επιτέθηκαν είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους, γιατί πάρα τα όσα είχαν συμβεί, ήθελε να προστατεύσει την αδερφή της. Όμως, η Κάρμεν και ο άντρας της, ο Χοσέ,  παραδόθηκαν στις αρχές λίγες μέρες αργότερα. Καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για τη δολοφονία του Φρανσίσκο Μόντες Κανιάδα. Η Κάρμεν εξέτισε μόλις δεκαπέντε μήνες, ενώ ο Χοσέ τρία χρόνια, αφού του δόθηκε αμνηστία. Ο Κασιμίρο παντρεύτηκε μια γυναίκα που τον ήθελε, έκανε παιδιά και έζησε μια ήσυχη ζωή κοντά στην μεγάλη αγροικία της παραλίγο πλούσιας νύφης του.

Και εκείνη; Εκείνη, η «Πακίτα η κουτσή» κλείστηκε στο σπίτι της και ποτέ, ποτέ κανείς απ το χωριό δεν την ξαναείδε!  Και ούτε με την Κάρμεν συναντήθηκαν ξανά. Η Πακίτα αποφάσισε να ζήσει σαν θαμμένη στους τοίχους, ζωντανή, μακριά απ τον έξω κόσμο και αδιάφορη για αυτόν. Όταν, ξανά, Ιούλιο, σημαδιακό μήνα στη ζωή της, στα 1987, πέθανε οι άνθρωποι στο χωριό είχαν ξεχάσει ή δεν ήξεραν καν ότι ζούσε. Θάφτηκε στη Νιχάρ, στο ίδιο νεκροταφείο όπου βρισκόταν κι ο τάφος του αγαπημένου της Φρανσίσκο. Δεν έμαθε ποτέ ότι η τραγική της αγάπη, έγινε έργο ενός από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, διατηρώντας τη μνήμη της για πάντα ζωντανή.  Έγινε ο «Ματωμένος γάμος», του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα! Το έργο που βασίστηκε στην αληθινή ιστορία της κουτσής Πακίτα, παίχτηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 1945, σε μετάφραση Γιώργου Σεβαστίκογλου και το 1948 από το Θέατρο Τέχνης, σε μια αξεπέραστη παράταση, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, μετάφραση Νίκου Γκάτσου, σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη και μουσική και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Τη Νύφη ερμήνευσε η Έλλη Λαμπέτη και το Λεονάρντο, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος.

Ο ίδιος ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, στο Βίθναρ της Ισπανίας, τον Αύγουστο του 36, είδε με σφαίρες νόμιμων δολοφόνων να γράφεται ο επίλογος σε μια ζωή όλο ορμή, πάθος και λέξεις. Ο ποιητής ενοχλούσε. Ο ποιητής εκτελέστηκε. Ο ποιητής δεν σώπασε ποτέ! Που τον έθαψαν, σε ποιο κενοτάφιο τον πέταξαν, δεν βρέθηκε ποτέ και έτσι τάφος του και μνημείο του να ‘ναι όλη η γη της Ισπανίας. Οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αγάπησαν τα έργα, την ποίηση, το βλέμμα στη ζωή και την ανθρωπιά του Λόρκα. Οι μεσόγειοι δημιουργοί επηρεάστηκαν και τον έκαναν κομμάτι τους, τραγουδώντας τον, μελοποιώντας τον, ερμηνεύοντας τα θεατρικά του και πάνω απ’ όλα θεωρώντας τον κομμάτι τους.