Ο Ιωάννης Δημ. Τσόλκας γράφει για τον Πολιτικό Δάντη και την Πολιτική «Κωμωδία» – ΜΕΡΟΣ Α’

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΟΛΚΑ

Στα χρόνια της ζωής του Δάντη (1265-1321), η εναντίωση μεταξύ Παπισμού και Αυτοκρατορίας φτάνει σε σημείο καμπής. Τα εθνικά κράτη γεννιούνται και, εντός των ιταλικών κοινοτήτων, δημιουργείται μια νέα πολιτική κατάσταση, που βρίσκει στην διακυβέρνηση πλούσιες αστικές οικογένειες. Ορισμένα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής είναι σαφώς προσδιορισμένα: Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τρόφιμα η οποία αυξάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα. Έτσι, δημιουργούνται νέες καλλιεργητικές μορφές και τεχνικές, καθώς και ανάπτυξη της μεταποιητικής βιομηχανίας, τα προϊόντα των οποίων προωθούνται σε ολοένα και περισσότερες περιοχές. Οι πόλεις ανακαινίζονται και τα τείχη μεγαλώνουν. Τα τείχη της Φλωρεντίας, για παράδειγμα, ρωμαϊκής προέλευσης, έχουν διευρυνθεί το 1173 και εν συνεχεία το 1284. Τόσο οι δραστηριότητες μικρής κλίμακας όσο και οι τραπεζικές δραστηριότητες εντατικοποιούνται εντός του άστεως. Η ζωή των μεγάλων κέντρων δεν προσελκύει μόνο ομάδες ευγενών, αλλά και τη “μικρή αριστοκρατία”, η οποία χρησιμοποιεί τις προσόδους της από εμπορικά περιουσιακά στοιχεία και όχι με τη διατήρηση ιδιοκτησίας γης. Αυτό είναι το πλαίσιο για την ανάπτυξη του κοινοτικού πολιτισμού αλλά και του αγώνα μεταξύ της Αυτοκρατορίας και του Παπισμού, των θεσμών με πολιτικό χαρακτήρα, που βρίσκονται σε βαθιά κρίση. Ο πάπας Βονιφάτιος VIII το 1302 εξέδωσε την Παπική Βούλα “Unam Sanctam” (Ο Ένας Άγιος) επιδιώκοντας την τελική υπεροχή της παπικής αρχής επί της  αυτοκρατορικής εξουσίας. Την ίδια στιγμή, η κάθοδος στην Ιταλία του Ερρίκου (Arrigo) VII (1310-1313) είναι η ακραία αλλά μάταιη προσπάθεια ώστε οι Γερμανοί να επαναβεβαιώσουν την αυτοκρατορική οικουμενική ισχύ επί της αυξανόμενης αυτονομίας των Κοινοτήτων. Στην πορεία των γεγονότων διαπιστώνεται ότι η εξουσία των νέων οικογενειών είναι εδραιωμένη στην κοινοτική πραγματικότητα, και αυτό περιλαμβάνει την προοδευτική μετατροπή σε signorie, που διέπεται από προσωπικότητες οι οποίες συχνά απολάμβαναν ευρεία συναίνεση και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να έχουν ακόμα μεγαλύτερη αυτονομία.

Στη Φλωρεντία, οι Λευκοί και οι Μαύροι

Τα διεθνή γεγονότα είχαν αντανάκλαση στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Φλωρεντίας με τις αντιθέσεις ανάμεσα στην παλιά αριστοκρατία της πόλης και τη νέα αριστοκρατία των πλουσίων αστών, που ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες. Όπως και όλες οι άλλες ιταλικές πόλεις έτσι και η Φλωρεντία την εποχή του Δάντη διχάστηκε από τη σύγκρουση, συχνά πολύ βίαιη, δύο φατριών: Των Λευκών, των οποίων ηγείτο η οικογένεια Cerchi, και των Μαύρων, καθοδηγούμενη από την οικογένεια Ντονάτι. Το 1300 οι Λευκοί, έχοντας τον έλεγχο της Φλωρεντίας, κι όταν οι Μαύροι προσπάθησαν να εξεγερθούν, αντέδρασαν πολύ βίαια. Ο Δάντης συνδέθηκε με τους Λευκούς, που δεν ήταν τόσο φανατικά αντι-γιβελίνοι (των υποστηρικτών του Αυτοκράτορα), και εξελέγη για δυο μήνες 15/6 – 15/8 στο δημόσιο αξίωμα ενός από τους επτά Μαγίστρους της Φλωρεντίας.  Πρότεινε, με αμεροληψία, να αποβληθούν οι πιο ταραχοποιοί και από τις δύο πλευρές.  Η βία, όμως, του πολιτικού αγώνα στη Φλωρεντία έγινε πιο έντονη ακόμη λόγω και της, εκτός Φλωρεντίας, πίεσης. Στην πραγματικότητα, ο Πάπας Βονιφάτιος VIII υποστήριξε τις προσπάθειες των Μαύρων να αναλάβουν τον έλεγχο της πόλης και τον Corso Donati, ο οποίος ακολούθησε την πολιτική του Πάπα. Ο Πάπας ζήτησε από τον Γάλλο πρίγκιπα Κάρολο του Βαλουά να μπει στη Φλωρεντία, ως “ειρηνοποιός”, αλλά ο ιστορικός των γεγονότων της Φλωρεντίας, τον απεικονίζει με σαρκασμό και περιφρόνηση: “Ήρθε στην Τοσκάνη για ειρηνοποιός αλλά έκανε πόλεμο και αυτή την επαίσχυντη ειρήνη”. Με την υποστήριξη του Κάρολου Βαλουά, οι Μαύροι ανέλαβαν τη διοίκηση της Φλωρεντίας, εξέδωσαν μια σειρά μέτρων για να εδραιώσουν τη δύναμη της φατρίας τους, συμπεριλαμβανομένων των ποινών για εξορία των πιο διακεκριμένων μελών των Λευκών, μεταξύ των οποίων και ο Δάντης.

Το πολιτικό σχέδιο στο «ιερό ποίημα»

Στην Πραγματεία Περί Μοναρχίας, το πολιτικό ιδεώδες του Δάντη, το οποίο είναι και δεοντολογικό, καταχωρείται με την έκφραση “Felicità terrena e felicità celeste επίγεια ευτυχία και ουράνια ευτυχία” · Το πολιτικό ζήτημα είναι παρόν σε όλο το ποίημα, που είναι γεμάτο επινοήσεις, αποστροφές και προφητείες.  Για να εμβαθύνουμε στην πολιτική συζήτηση του Δάντη στην Κωμωδία, σημαντικά είναι κυρίως τα έκτα άσματα κάθε βασιλείου, σε μια προοδευτική εξέλιξη από το τοπικό (θα έλεγα προσωπικό) στο οικουμενικό πεδίο: Στο έκτο τραγούδι της Κόλασης, παρουσιάζεται η πολιτική διάσταση της πόλης (Φλωρεντίας) · στο έκτο άσμα του Καθαρτηρίου η ιταλική διάσταση και στο έκτο άσμα του Παραδείσου η οικουμενική που συνδέεται με τη θεία πρόνοια της Αυτοκρατορίας. Παραλήπτες των δαντικών επινοήσεων είναι η Φλωρεντία, οι πόλεις της κεντρικής Ιταλίας που εναντιώθηκαν στην αυτοκρατορική αποστολή του Άρριγκο VII, οι κακοί πάπες και οι κακοί βασιλιάδες. Κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι η καταδίκη της διαφθοράς των σύγχρονων τότε ηθών, η οποία διαφθορά των ηθών αποτελεί σύμπτωμα παρακμής και απομάκρυνσης από μια αρχαία ξεχασμένη αριστοκρατικότητα, αλλά είναι και αποτέλεσμα μιας παράλληλης διαφθοράς των πολιτικών και εκκλησιαστικών θεσμών. Σε ολόκληρο το ποίημα, η σημασία της παρακμής τονίζεται με τον παραλληλισμό των αντιθετικών διώνυμων αρχαίος / νέος και πολιτισμός / βαρβαρότητα και – όπως η ομιλία του Marco Lombardo στην καρδιά του ποιήματος διασαφηνίζει, συνδέοντας στο 16ο τραγούδι του Καθαρτήριου το πολιτικό θέμα και το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης – οι άνθρωποι αναγνωρίζονται ως οι μόνοι υπεύθυνοι για την πολιτική αποσύνθεση: Η ηθική και η πολιτική είναι επομένως αχώριστες.

Φλωρεντία “Πόλη Διχασμένη-Città partita και η πολιτική παρακμή της Φλωρεντίας

Στο έκτο τραγούδι της Κόλασης ο Ντάντε μπαίνει στον τρίτο κύκλο, όπου τιμωρείται το “αμάρτημα της λαιμαργίας”. Εδώ συναντά έναν ανώνυμο φλωρεντινό, τον Τσιάκο, με τον οποίο συζητάει την πολιτική κατάσταση στη Φλωρεντία, τη “Διχασμένη Πόλη-Città partita”, που σπαράζεται από εσωτερικές έριδες και διαιρέσεις: Στον Τσιάκο ο ποιητής εμπιστεύεται την προφητεία για την ήττα των Λευκών. Ο Τσιάκο επιστρέφει στο πλήθος των άλλων κολασμένων και το άσμα κλείνει με το θέμα της ανάστασης των σωμάτων την ημέρα της Κρίσης που πραγματεύεται ο Δάντη και σε διάφορα άλλα μέρη της Κωμωδίας. Θα εξετάσουμε τον πυρήνα  της συζήτησης Δάντη και Τσιάκο. Από εκεί που ο ποιητής ρωτάει να μάθει την ταυτότητα του συνομιλητή του (46-90). Μέσω της συνάντησης με τον Τσιάκο, πιθανώς άνθρωπος της αυλής και συνεργάτης των ευγενών οικογενειών της Φλωρεντίας, ο Ντάντε καταγγέλλει την κατάσταση του πολιτικού και ηθικού εκφυλισμού στη Φλωρεντία, μια πόλη διαιρεμένη από εσωτερικές διαμάχες, στην οποία οι αρχαίες αξίες έχουν εκπέσει. Η παρουσίαση των σωστών ανθρώπων περιορίζεται σε δύο μόνο περιπτώσεις, των οποίων δεν αναφέρονται ούτε τα ονόματα: “Οι σωστοί είναι δύο” (στ. 73). Έτσι, επιβεβαιώνεται η παρακμή μιας παρελθούσας περιόδου αρετής, με την εισαγωγή της αντίθεσης αρχαίας / νέας αξίας, που διατρέχει όλο το ποίημα: Η αριστοκρατικότητα της αρχαίας Φλωρεντίας έχει πλέον ξεχαστεί. Η καταδίκη της κατάστασης της Φλωρεντίας συνοδεύεται, εμμέσως, με την καταδίκη του Βονηφάτιου VIII (στ. 69), εικόνα, για τον Δάντη, της διαφθοράς και των κακών της Εκκλησίας, που εδώ εκπροσωπούνται με τον διττό κίνδυνο της ουδετερότητας από τη μια πλευρά και από την άλλη με την αποφασιστική υποστήριξη που προσφέρθηκε στους Μαύρους.

«Καλές Πράξεις – Ben far» και καταδίκη

Η επίκληση ονομάτων διάσημων φλωρεντινών, που αναφέρονται με λύπη και πόνο για τις «καλές πράξεις» τους, για τη θετική χρήση της «ευφυΐας» τους στο πλαίσιο της πολιτικής ζωής, εισάγει ένα θεμελιώδες θέμα του ποιήματος: Το χάσμα μεταξύ της επίγειας και της ουράνιας κρίσης. Οι Farinata, Tegghiaio, Iacopo Rusticucci και άλλοι «ζωντανεύονται» λόγω της σοφίας του πολιτικού τους έργου, για την αμεροληψία τους: Θα περιμέναμε να ήταν σωσμένοι. Και παρόλα αυτά όλοι τους, λέει ο Τσιάκο, είναι καταδικασμένοι στην κόλαση. Μεταξύ μιας επιγείου και μιας ουράνιας προοπτικής, ανοίγεται ένα χάσμα λόγω του γεγονότος ότι το «ευ πράττειν» δεν είναι αρκετό για σωτηρία, η οποία δεν είναι εφικτή μόνο με ανθρώπινες δυνάμεις. «Η βαθιά διαφορά μεταξύ των δύο αξιακών κανόνων (στον άλλο κανόνα έχουν αξία η ταπεινοφροσύνη και η πίστη), η οποία είναι εδραιωμένη εδώ […] κατέχει όλη τη θεωρία των χαμένων και της σωσμένων στην Κωμωδία” (A. M. M. Chiavacci Leonardi.). Στο έκτο άσμα της Κόλασης, ούτε ο Τσιάκο ούτε ο Ντάντε κάνουν μια πολιτική ανάλυση της κατάστασης στη Φλωρεντία: Περιορίζονται σε έναν δεοντολογικό και ηθικό τύπο. Ο ένας μιλάει για “φθόνο”, ο δεύτερος για τις “διαιρέσεις μεταξύ των κομμάτων” (σήμερα θα μιλούσαμε για “ποινικοποίηση του αντίπαλου”, για παραπληροφόρηση-fake news). Και μαζί προσθέτουν δύο ακόμη επίθετα: “υπεροψία” και “απληστία”. Ο Δάντης, ο οποίος αν και είχε υποστηρίξει τους Γουέλφους εναντίον των Γιβελίνων, είχε βιώσει στο πετσί του τι σήμαινε να είναι κάποιος δηλωμένος “Καθολικός” στην πολιτική. Στην πραγματικότητα, οι Μαύροι ήθελαν να είναι μόνο αυτοί ολοκληρωτικά οι «καθολικοί»: Ο δικός τους δεν ήταν ένας “δημοκρατικός”, αλλά “θεοκρατικός” ή “ιεροκρατικός” Καθολικισμός, όπου το πολιτικό βάρος του Πάπα (και του κλήρου γενικά) θα ήταν τεράστιο.  

Πολιτικό Μίσος και Καθολική Πίστη

Επιπλέον, στο άσμα αυτό ο Δάντης αναφέρεται στις διαιρέσεις μεταξύ Γουέλφων Λευκών και Γουέλφων Μαύρων, δεδομένου ότι οι Γιβελίνοι της Φλωρεντίας έχουν ήδη ηττηθεί από την Παποσύνη με τη βοήθεια της γαλλικής παρέμβασης του Carlo De Valois. Πρόκειται περί πολιτικού μίσους στον εσωτερικό κόσμο των πολιτικά ενεργών Καθολικών, δίνοντας μαρτυρία ότι όταν διακυβεύεται η εξουσία, δεν υπάρχει (θρησκευτική) πίστη που να κρατεί. Και είναι λίγο συγκινητικό και αξιολύπητο να βλέπεις τον Δάντη να ρωτάει τον Τσιάκο πότε θα τελειώσει το πολιτικό μίσος στην πόλη του, και αν, μέσα σ ‘αυτό το μίσος, υπήρχε κάποιος που να έχει παραμείνει τίμιος. Η απάντηση έπρεπε να είχε προεξοφληθεί. Θα έπρεπε να αναρωτιόταν γιατί η θρησκευτική πίστη δεν έχει αξία όταν μπαίνει στην πολιτική αρένα, ή γιατί, όταν υπερασπίζεται ορισμένα οικονομικά συμφέροντα, η θρησκεία χρησιμοποιείται τόσο εύκολα για να χρησιμοποιηθεί, εργαλιοποιηθεί αποτελεσματικά. Αν είχε τεθεί τέτοια ερώτηση, θα είχε αποφύγει να κάνει τον Τσιάκο να πει ότι οι πιο εξέχοντες Φλωρεντινοί θα υπέφεραν πολύ χειρότερα από αυτόν στην Κόλαση, για λόγους άσχετους με την πολιτική, όπως ο αθεϊσμός (στην περίπτωση του Φαρινάτα), η Σοδομία (στην περίπτωση του Tegghiaio), κλπ. Αν κάποιος θα πήγαινε στην κόλαση, δεν θα μπορούσε απλώς να είναι για «ηθικούς» λόγους, ακόμη και αν κάνοντας μια τέτοια επιλογή, ο Δάντης, αναπόφευκτα και ίσως ακούσια, καταλήγει να δικαιολογεί το διαχωρισμό της ηθικής από την πολιτική. Το περίεργο σχετικά με αυτή τη συζήτηση με τον Ciacco είναι ότι ο Δάντης, ενώ διακηρύσσει τον εαυτό του στους Λευκούς, σκεφτόταν σαν αριστοκράτης και όχι σαν αστός. Ασφαλώς όχι ως αριστοκράτης κληρικός και ούτε ως ευγενής που έβλεπε την πολιτική μόνο ως μέσο για τη διαφύλαξη της οικονομικής δύναμης · αλλά σίγουρα ως αριστοκράτης που δεν θέλει να ωθήσει τη δημοκρατία στον λαϊκό ριζοσπαστισμό της, και ο οποίος προτιμά μια κυβέρνηση “αρίστων”, των ατόμων που είναι πάνω από το πλήθος (μάζα) και την διοικούν από πάνω, χωρίς να του δώσουν πραγματική δυνατότητα απελευθέρωσης. Στον Δάντη «ο λαός», όπως τον εννοούμε σήμερα, δεν του άρεσε. Η ευγένεια, γι’ αυτόν, δεν ήταν μόνο της ψυχής, να αντιπαραβάλλεται με τον κυνισμό και την απληστία της αστικής τάξης, αλλά και του νου, αυτό που θα καθιστούσε δυνατό να είναι πάνω από κάθε ατομικό συμφέρον. Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί ότι, αν σε αυτό το Άσμα ορισμένοι έχουν την εντύπωση ότι ο Δάντης δεν μιλάει σαν Λευκός Γουέλφος, αλλά σαν Γιβελίνος, ήταν πεπεισμένος όχι μόνο για την αξία της διαρχίας μεταξύ της παπισμού και της αυτοκρατορίας (στην οποία πίστευαν επίσης και οι Λευκοί), αλλά και για την ανάγκη ενός αυτοκράτορα που να επιβάλει με δύναμη την εξουσία του (στην παπική εξουσία και σε όλες τις πόλεις των Γουέλφων, συμπεριλαμβανομένης και της Φλωρεντίας), χαρακτηριστικό που δεν βρίσκεται στην Κωμωδία, αλλά στο έργο του Περί Μοναρχίας. Μέχρι το 1313 ο Ντάντε ήλπιζε ότι, με την κάθοδο στην Ιταλία του Ενρίκο (Αρριγκο) VII του Λουξεμβούργου, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο παπισμός θα μπορούσε να υποστεί μια αποφασιστική ήττα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ο Δάντης ως εξόριστος, αρχίζοντας από το 1302, ζητούσε συνεχώς βοήθεια, ακόμη και σε Signorie που δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν με τις πολιτικές του θέσεις.

Καθαρτήριο, VI: Ιταλία, «Χωρίς πλωρίτη σκάφος – nave sanza nocchiere»

Στον πυρήνα του αντι-καθαρτηρίου, εκεί όπου βρίσκονται εκείνοι που είχαν μετανοήσει μόνο τις τελευταίες στιγμές της ζωής, ο Δάντη συναντάει τον Τροβαδούρο Sordello da GOITO, που καταγόταν από την Μάντοβα, όπως και ο Βιργίλιος. Η επιλογή του Σορδέλλο από τον Δάντη φαίνεται να υποκινείται από την ευρεία διάδοση που είχαν εκείνη την εποχή τα έργα του με πολιτικά και ηθικά θέματα, και έτσι ο Σορδέλλο ήταν ιδανικός για να εισαγάγει τη μακρά και διάσημη δαντική πολιτική σύλληψη που καταλαμβάνει ολόκληρο το δεύτερο μέρος του άσματος.

Έλλειψη ηγεσίας και παρακμή της Ιταλίας

Σε αυτή την ιστορική περίοδο, φυσικά, δεν μπορεί να μιλήσεις για την Ιταλία ως έθνος · ωστόσο, αυτή είναι μια ιδέα που ακριβώς στα λόγια του Δάντη φαίνεται να προβάλει για πρώτη φορά. Στα εδάφια του Καθαρτήριο VI, υπάρχει κάτι περισσότερο από μια καθαρά γεωγραφική και γλωσσική αντίληψη της Ιταλίας. Αν το 6ο τραγούδι της Κόλασης επικεντρώθηκε στην κατάσταση στη Φλωρεντία, το VI του Καθαρτήριο διευρύνει το βλέμμα στην κατάσταση της Ιταλίας στο σύνολό της, και καλεί τις δύο αρχές που ο Δάντης θεωρεί, για διαφορετικούς λόγους, άμεσα υπεύθυνες για την αποσάθρωση της πολιτικής και πολιτικής κατάστασης: Την Αυτοκρατορία και την Παποσύνη. Καθώς ανακοινώθηκε η νέα αυτοκρατορική προοπτική, με την εκλογή του Ενρίκο (Άρριγκο) VII, στην οποία ο Δάντης είχε στηρίξει τόσες ελπίδες, ο ποιητής εδώ καταγγέλλει την έλλειψη ενδιαφέροντος των αυτοκρατόρων του Οίκου του Αψβούργων, του Αλμπέρτο Α΄ της Αυστρίας και του πατέρα Ροντόλφο, για την Ιταλία, τον «κήπο της αυτοκρατορίας» που εγκαταλείφθηκε στα του οίκου της μόνη της και στο αναπόφευκτο αποτέλεσμα του “Χωρίς πλωρίτη σκάφος – nave sanza nocchiere”. Αλλά η παρακμή της Ιταλίας, που παρουσιάζεται ως νευρικό άλογο, χωρίς καθοδήγηση και επομένως χωρίς νόμο, αποτελεί επίσης ευθύνη της Παποσύνης, η οποία εκμεταλλεύτηκε την απομάκρυνση του αυτοκράτορα για να επεκτείνει τη δύναμή της και τα συμφέροντά της σε μια διάσταση όλο και περισσότερο κοσμική. Η εικόνα του λαού που «ο ένας τον άλλο τρώει – si rode» (83) εκφράζει την αποκτήνωση της λύσσας και της οργής που κάνει τους μεν αγριότερους εναντίον των άλλων, προβάλλοντας την αντίθεση, κυρίως, μεταξύ της ανθρωπότητας και της αποκτήνωσης, η οποία αποκαλύπτει πλήρως την ηθική εμπλοκή και επίπτωση του Δαντικού πολιτικού λόγου.

* Οι μεταφράσεις των στίχων από την Κωμωδία του Δάντη είναι του Νίκου Καζαντζάκη.