Η Ιταλική λογοτεχνική απεικόνιση του Μύθου του μέγα Γκαριμπάλντι

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΟΛΚΑ

Ο Giuseppe Garibaldi, ο οποίος γεννήθηκε το 1807 στη Νίκαια της Γαλλίας, ταυτίστηκε με το πρότυπο του ρομαντικού ήρωα στα ιδανικά του, στην πολιτική και στρατιωτική δραστηριότητά του όπως και «η ιταλική ενοποίηση» ταυτίστηκε με αυτόν. Η μορφή και η δράση του απέκτησαν διαστάσεις μέσα και έξω από τη χώρα του και μυθοποιήθηκαν. Για την Ιταλία ο Γαριβάλδι ενσάρκωνε τους ευρύτερους λαϊκούς πόθους για μια πατρίδα ελεύθερη όπου θα επικρατούσε δικαιοσύνη… Σαν άγγελος τροπαιοφόρος εμφανιζόταν κάθε φορά που η πατρίδα βρισκόταν σε κίνδυνο για να εξαφανιστεί πάλι στη θάλασσα… Ο λόγος του ήταν απλός και επιγραμματικός… Το στυλ της ζωής του, το ντύσιμό του, οι τρόποι του δεν είχαν τίποτα κοινό με τα παροδικά πρότυπα της εποχής του. Σε σύγκριση με τους πολιτικούς ήταν ο αγνός πατριώτης· σε αντιπαράθεση με τους επαγγελματίες στρατιωτικούς ο στρατός του στηριζόταν στον ενθουσιασμό, στην τόλμη, στην αγάπη για την ελευθερία. Όλοι αυτοί ζούσαν στη χλιδή, αυτός όπως οι απλοί αγρότες. Ο καθένας τον ένιωθε απόμακρο αλλά ταυτόχρονα και οικείο, όπως τους πόθους του… Ο Γαριβάλδι … δεν συμβόλιζε την πατρίδα όπως ήταν, με τις αθλιότητές της, αλλά όπως ο καθένας την επιθυμούσε.» .

Η μεστή και ουσιαστική παραπάνω περιγραφή του «ήρωα των δύο κόσμων»  και της μυθοποίησής του ταιριάζει με την παρουσίαση και προσωπική μαρτυρία του φημισμένου Ιταλού ιστορικού και δύο φορές πρωθυπουργού της Ιταλίας Giovanni Spadolini (1925 – 1994). Ο Spadolini περιγράφει τη γοητεία που του άσκησε ο πολιτικός Γκαριμπάλντι, μετά την ενοποίηση της Ιταλίας, όταν ίδρυσε το 1879 την Lega – Ομοσπονδία της Δημοκρατίας, ως προμάντης του ριζοσπαστικού κόμματος και τη σημαντική, στην ύστερη Ιταλία, επίδρασή του στο ρεύμα της αφοσίωσης στις δημοκρατικές αρχές,  για να καταλήξει: «ο μύθος του αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενωμένη Ιταλία χωρίς το συνθετικό στοιχείο του Γκαριμπάλντι. Ο μύθος του είναι, πραγματικά, ο εθνικός κορμός της σύγχρονης ιστορίας μας» .

Όμως και οι τότε μαρτυρίες, συγκεκριμένα του 1859, αποδεικνύουν την εικόνα ενός μοναδικού λαϊκού ήρωα: «Η γοητεία που ο Γκαριμπάλντι ασκούσε από τότε στις λαϊκές μάζες ήταν απαράβλητη, μερικές φορές φαινόταν αδιανόητη και ήταν άξια μελέτης. Όταν ο Γκαριμπάλντι πέρναγε από ένα μέρος, αν δεν φόραγε το κόκκινο πουκάμισο, θα υπέθετες ότι δεν ήταν στρατηγός, αλλά ο ηγέτης μιας νέας θρησκείας, ακολουθούμενος από πλήθη φανατικών. Δεν ενθουσιάζονταν λιγότερο οι γυναίκες από τους άνδρες, αφού έφερναν στον Γκαριμπάλντι ακόμα και τα παιδιά τους για να τα ευλογήσει, ή ακόμα και να τα βαφτίσει!»… «Ο Στρατηγός έκανε έναν περίπατο στην πόλη, όπου μπορούσε να περάσει με το άλογό του. Ο κόσμος γονάτιζε, του άγγιζαν τους αναβολείς, του φίλαγαν τα χέρια. Είδα να σηκώνουν τα παιδιά προς αυτόν σαν σε άγιο.». Ο ίδιος ο Γκαριμπάλντι, όπως φαίνεται, είχε ως πρότυπο τον αρχαιοελληνικό ήρωα και εκείνον εξαίρει με ιδιαίτερο θαυμασμό : «Μαζί με τον Γκαριμπάλντι ήταν ο Galletti με διάφορους Ρωμαίους. Τότε ο Στρατηγός πιάνοντας από το χέρι τον Galletti αναφώνησε: – Εσείς Ρωμαίοι μπορείτε να καμαρώνετε που έχετε τον Galletti, έναν ήρωα όμορφο, παρόμοιο με εκείνον της αρχαίας Ελλάδας, θαρραλέο, έξυπνο, αφοσιωμένο στην Πατρίδα… σε μένα ο Galletti έτσι φάνηκε και ο Γκαριμπάλντι σαν κάποια θεότητα του Ομήρου». Τέτοιος ήρωας ήταν ο Γκαριμπάλντι. Αρχαιοελληνικός και συνάμα ρομαντικός. Πατριώτης αλλά και  διεθνιστής, υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών και της ειρηνικής συνύπαρξής τους και προπαντός υπέρ του σεβασμού της ελευθερίας και της ισότητας του ανθρώπου. Αυτές τις ιδιότητες εξύμνησαν οι Ιταλοί λογοτέχνες σε αυτόν: την ομορφιά, το θάρρος, την εξυπνάδα, την αφοσίωση του στην πατρίδα.

Κι αν ακόμα εισβάλλουν από τις Άλπεις,

Την κραυγή Στα όπλα! θα δώσει ο Γκαριμπάλντης:

Και στο σάλπισμα που καταφθάνει από την Καπρέρα,

Αρματώνεται των χιλίων το φουσάτο και στην Αίτνα εφορμά.

Πίσω από την κόκκινη των γενναίων εμπροσθοφυλακή

Κινούνται της Ιταλίας τα καράβια και οι στρατοί

Οι παραπάνω στίχοι αποτελούν απόσπασμα από το «Άσμα Ιταλικό – Canzone italiana» (1859), γνωστού ως «Ύμνος του Garibaldi» και εγράφησαν από τον Luigi Mercantini  (1821 – 1872), ίσως τον πλέον δημοφιλή ποιητή της πατριωτικής ποίησης της ιταλικής Παλιγγενεσίας.

Ανατρέχοντας στην ίδια περίοδο, του Β΄ πολέμου της ιταλικής ανεξαρτησίας, βρίσκουμε έναν ακόμα σπουδαίο Ιταλό πατριώτη, ποιητή και συγγραφέα, ίσως τον σπουδαιότερο της ιταλικής ποίησης της Παλιγγενεσίας, τον Francesco Dall’Ongaro (1808 – 1873), ο οποίος στο ποίημά του Ο Γκαριμπάλντι στη Σικελία – Garibaldi in Sicilia αποτυπώνει τον λαϊκό θρύλο και μύθο του Γκαριμπάλντι. Ο στρατηγός έχει καρδιά άτρωτη, αφού δεν είναι θνητός και τα ρούχα που φοράει είναι θρυλικά, αφού τα κόκκινα πουκάμισα των Γαριβαλδίνων του τα παρέδωσε η Ιταλία βαμμένα από των ηρώων της το αίμα:

Γυναίκες του Παλέρμο:   Τον είδα στο Μονρεάλε εγώ η ίδια

                                                Και είδα τις φωτιές που βγάζει από τα μάτια.

                                                Δεν είναι φτιαγμένος για θνητός,

                                                Γιατί δεν υπάρχει βόλι στην καρδιά να τον           πετύχει.

                                                Μου το είπε μια μοναχή ευλαβική

                                                Ότι αδελφός της Αγίας Ροζαλίας είναι αυτός!

                                                Η Αγία τού έστειλε ένα φυλαχτό

                                                Φτιαγμένο με τα χέρια της στον ουρανό.

                                                Ο άγγελος Μιχαήλ ήρθε να τον βρει,

                                                Κι ένα αστέρι στο μέτωπο τού τοποθετεί.

                                                – Αυτό στην ανοιχτή θάλασσα θα σε οδηγεί,

                                                Και ο σωστός δρόμος στα βουνά θα σου αποκαλυφτεί. –

                                                Όταν μετακινείται και μπροστά σου φεγγοβολά

                                                Σπιρούνισε το άλογο και τους φαντάρους προχώρα,

                                                Όταν στην ύπαιθρο σταματά

                                                Ήχησε τις σάλπιγγες και η νίκη σίγουρη είναι τώρα…

                        … Εθελοντές:           Ω καλόκοσμε της ιταλικής εσχατιάς,

                                                Αφήστε αγίους και δαιμόνια

                                                Ο Γκαριμπάλντι δαίμονες δεν τρέμει,

                                                Όπως ότι οι άγιοι όλοι δεν είναι καλοί ξέρει

                                                Η αγία που γέννησε είναι η όμορφη Ιταλία,

                                                Το άστρο του είναι της Ιταλίας η ελευθερία.

                                                Η Ελευθερία είναι το αστέρι που τον οδηγεί,

                                                Που γι’ αυτήν παλεύει, νικά ακόμα κι όταν γκρεμισθεί!

                                                Και τα ρούχα του η Ιταλία τού τα παρέδωσε

                                                Βαμμένα στων μαρτύρων της το αίμα:

                                                Αλλά η πίστη του είναι σαν κρίνο αγνή,

                                                Και η συντροφική ομάδα του ηρωική .

Τα ποιήματα αυτά, που γράφηκαν την εποχή των πολέμων της ιταλικής ανεξαρτησίας, αποδεικνύουν το τεράστιο ανάστημα του Γκαριμπάλντι, την παλικαριά, τη λεβεντιά, την αυταπάρνησή του.

Τι άλλαξε όμως στη Σικελία μετά την αποστολή των χιλίων του Γκαριμπάλντι και την ενοποίησή της με την Ιταλία; Πως έβλεπε η παλιά καθεστηκυία τάξη της Σικελίας τον ερχομό του Γκαριμπάλντι και την απελευθέρωση του νησιού; Σ’ αυτά τα ερωτήματα απάντησε, ως προάγγελος του Γατόπαρδου του Tomasi di Lampedusa, ο Federico De Roberto (1861 – 1927) στο έργο I Vicerè – Οι Αντιβασιλείς (1894). Στο παρακάτω απόσπασμα περιγράφεται η είσοδος του Γκαριμπάλντι στην πόλη της Κατάνιας και ο λαϊκός ενθουσιασμός: Ο Γκαριμπάλντι ήταν ήδη στη Σικελία, δεν ήξεραν γιατί, ή καλύτερα ήξεραν πάρα πολύ καλά: για να πάει ενάντια στον Πάπα . Στην πορεία του μια καταπιεσμένη ανατριχίλα αναδυόταν τριγύρω, στις πόλεις και την ύπαιθρο, ενώ οι αρχές απέφευγαν να απαντήσουν μη γνωρίζοντας σε ποιόν άγιο να ταχθούν, και προσποιούνταν λίγο ότι ήταν αντίθετες, αφήνοντάς του χώρο να περάσει. Όταν ο Γκαριμπάλντι παρουσιάστηκε στα περίχωρα της Κατάνιας, η φρουρά που έπρεπε να τον συλλάβει είχε ήδη φύγει από την πόλη και ο νομάρχης κατέβηκε στο λιμάνι για να επιβιβαστεί σε ένα πολεμικό πλοίο. Ο στρατηγός πέρασε με τους εθελοντές του ανάμεσα από δύο σημεία, όπου πλήθος κόσμου τον χειροκροτούσε και φώναζε έξαλλα, μέσα σε ένα ντελίριο ενθουσιασμού, που εκείνο του 1860 έμοιαζε χλιαρό και χλομό. Από ένα μπαλκόνι του Συλλόγου των εργαζομένων, δέσποσε της τεράστιας αυτής πομπής του λαού, που ήταν σαν ποτάμι πλημμυρισμένο, και εξήγησε τον σκοπό του νέου εγχειρήματος, κηρύσσοντας με γλυκειά φωνή την ιαχή του νέου πολέμου: « Ή Ρώμη, ή θάνατος!…» . «Roma o morte – Ή Ρώμη, ή θάνατος» και ο Νομπελίστας ποιητής «της τρίτης Ιταλίας» Giosuè Carducci (1835 – 1907) εμπνεόμενος από αυτό το σύνθημα σκιαγράφησε το μεγαλείο του Γκαριμπάλντι και την εποποιία της Ιταλικής Παλιγγενεσίας, «την κοινολόγηση της δόξας που εμφανίστηκε στην παιδική μας ηλικία, την εποποιία της νιότης μας» όπως τόνισε στον λόγο που εκφώνησε την 6η Ιουνίου 1882 στο θέατρο Brunetti της Μπολόνια για το θάνατο του Γκαριμπάλντι.

Στο ποίημα «Roma o morte» όταν η Ρώμη φωνάζει για την Ελευθερία της  

Την άκουσε πρώτα ο καρτερικός

Λέων από την Καπρέρα: με ένα βρυχηθμό

Οσμίζοντας τη μάχη σήκωσε το κεφάλι,

Και έξω πήδηξε. Οι άγιες

Σκιές τρέχοντας στον δικτάτορα  ερημίτη

Τον έζωσαν με καταιγίδας βρόντο.

Τα ένδοξα ανδραγαθήματα

κάθε νεανικό μυαλό τριβελίζουν: προσκλητήριο

Πάλι καλεί

Κάτω από τη Μαρσάλα σάλπιγγας χαρούμενος παιάνας

Που αντηχεί στους ιταλικούς αέρηδες.

Και στο σονέτο το αφιερωμένο στον Γκαριμπάλντι η νεανική καρδιά αψηφά τους κινδύνους και τρέχει στον στρατηγό – ηγέτη:

Για σένα τα νεανικά και ατρόμητα στήθη

Είναι χαρά να ξεσπούν την ορμή,

Για σένα ριζικό πολλαπλό

τους χίλιους συγκινεί,

κι ο σίγουρος Θάνατος

με αφοσιωμένες κι απτόητες ψυχές   

από πάνω σφιχταγκαλιάζει τον τελειωμένο εχθρό.

Στον Carducci βρίθουν οι αναφορές και οι εμπνεύσεις για την Ιταλική Παλιγγενεσία και για τον Γκαριμπάλντι. Σημαντική είναι η πρώτη στροφή του σονέτου «Ora e sempre» που αποτέλεσε το σύνθημα της οργάνωσης «Giovine Italia» , Ora e sempre per l’Italia – Τώρα και πάντα για την Ιταλία:

Τώρα – : και το χέρι ο νεαρός ξανθός Νικαιώτης 

Έτεινε με σπινθηροβόλο μάτι,

Και σαν τη λεοπάρδαλη στη λεία

Έτρεχε η σκέψη του στο μέλλον.

Και πάντα – : με το χέρι σταθερό το βλέμμα

Ο άτεγκτος γενοβέζος  ανταπέδωσε.

Ενας ακόμα μεγάλος Ιταλός ποιητής ο Giovanni Pascoli (1855 – 1912) εμπνεύσθηκε και έγραψε για την Ιταλική Παλιγγενεσία. Ωδές και ποιήματα τα οποία εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με θέματα τον Γκαριμπάλντι, τον Ματσίνι και τους καρμπονάρους. Από τα ποιήματα της Παλιγγενεσίας αξιόλογο είναι του Γκαριμπάλντι γέρου στο νησί Καπρέρα, βόρεια της Σαρδηνίας, εκεί όπου ήταν η γη, το σπίτι και το καταφύγιο του Γκαριμπάλντι. Ο Πάσκολι τον κάνει να αναπολεί στιγμές από τη Νότια Αμερική και τα τοπία της. Ενώ ξαναθυμάται βλέπει ένα άλογο, ατίθασο κι ελεύθερο, που δεν ανέχθηκε ποτέ αναβάτες και σπιρούνια, καταλήγοντας ο Πάσκολι με παροιμιώδη τρόπο:

Άντε, κάλπασε! Ελεύθερος και περήφανος

στη μοναξιά σου εσύ!

Γρηγορότερος είσαι εσύ από τον άνεμο,

Πιο πολύς από το χρόνο… από το χρόνο που υπήρξε…

Στην απεικόνιση αυτή του Γκαριμπάλντι από μερικούς Ιταλούς λόγιους αξιοσημείωτο είναι το απόσπασμα του Luigi Pirandello (1867 – 1936) από το έργο του L’umorismo – Η αισθητική του χιούμορ. Σε αυτό ο Πιραντέλο παρουσιάζει τον Γκαριμπάλντι ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της μυθοπλασίας, καθώς ο άτρωτος, δικός μας Γκαριμπάλντι είναι αλάνθαστος και το παραμικρό αρνητικό γι’ αυτόν μας προσβάλει. Με τον μύθο προσδιορίζεται άλλωστε σχεδόν όλο το σύστημα αφηγήσεων και πίστης που συνδέονται με τις πιο αρχαίες μυσταγωγικές δομές, με τρόπους γνώσης της προγενέστερης πραγματικότητας εκτός λογικής. Έτσι: Αν περάσει ανάμεσα (στον απλό κόσμο) ο Γκαριμπάλντι ντυμένος στα κόκ-κινα, αυτόματα θα έρθει σε σύγκρουση με τα παλαιότερα θρυλι¬κά χαρακτηριστικά που του έχουν αποδοθεί. Ο κόσμος έχει σμι¬λέψει για εκείνον ένα γλυπτό άτρωτου και αγέρωχου πολεμιστή που φυλάσσει τυλιγμένη στο σπαθί του μία τρίχα από τα μαλλιά της Αγίας Ροζαλίας, της προστάτιδας του Παλέρμου, όπως ακρι¬βώς και ο Ορλάντο  που είχε πάντα κρεμασμένη στην Ντουρεντάλα  του μια τρίχα από τα μαλλιά της Παναγίας. Εξάλλου ακόμα κι εμείς που στερούμαστε αυτής της ευλογημένης λαϊκής άγνοιας, δεν έχουμε φυλάξει στην ψυχή μας για τον Γκαριμπάλντι – του οποίου η ζωή υπήρξε μια αδιάκοπη δημιουργία – ένα θρυλικό και επικό συναίσθημα το οποίο προσβάλλεται κάθε φορά που έρχεται στο φως της επικαιρότητας το παραμικρό παράταιρο στοιχείο ή κάποιο ιστορικό τεκμήριο που θέλει να αμαυρώσει την εικόνα του; Εμείς οι ίδιοι δεν τον φανταζόμαστε πάντοτε ντυμένο μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο, πέρα και πάνω από κάθε επίγνωση της αντικειμενικής πραγματικότητας;

Αυτό που βέβαια δεν μπορεί να συμβεί σ’ εμάς είναι ν’ αρκεστούμε, στις μέρες μας, σε μια εποποιία του Γκαριμπάλντι που έχει γεννηθεί από το λαό και διαθέτει όλα τα αθώα και πρωτόγονα χαρακτηριστικά. Επίσης δεν μας ευχαριστεί να διαβάζουμε επικολυρικές συνθέσεις γραμμένες για τον εν λόγω ήρωα. Συνθέσεις δηλαδή που τείνουν ν’ αντικαθιστούν τη λαϊκή φαντασία με την ατομική. Ο ήρωας Γκαριμπάλντι έπλασε επικά τη ζωή του, με τις προσπάθειες που έκανε και τα συναισθήματα που τον διακατείχαν. Η προσωπική του ιστορία αποτελεί από μόνη της μια εποποιία και γι’ αυτό η φαντασία του κάθε ποιητή δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα περισσότερο αξιόλογο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις απίστευτες υπερβολές των μυθοπλασιών του λαού. Όλα αυτά υποβιβάζουν το γόητρο του ήρωα και το παρουσιάζουν γελοίο στα μάτια μας.

Τελευταίο απόσπασμα αυτού του μικρού αφιερώματος αποτελεί μια υπέροχη συνοπτική βιογραφική αναφορά και παρουσίαση του Γκαριμπάλντι από τον Edmondo De Amicis (1846 – 1908) στο έργο με τη μορφή ημερολογίου Καρδιά –Cuore. Ο πατέρας απευθυνόμενος στο γιό του γράφει:

3 Ιουνίου, Σάββατο, Αύριο είναι εθνική γιορτή! Γκαριμπάλντι. Σήμερα είναι εθνικό πένθος. Χθες το βράδυ πέθανε ο Γκαριμπάλντι. Ξέρεις ποιος ήταν; Είναι εκείνος που ελευθέρωσε δέκα εκατομμύρια Ιταλούς από την τυραννία των Βουρβόνων. Πέθανε εβδομήντα πέντε ετών. Είχε γεννηθεί στη Νίκαια, γιος καπετάνιου. Οκτώ ετών έσωσε τη ζωή μιας γυναίκας. Δεκατριών ετών έσυρε μια γεμάτη βάρκα σώζοντας ανθρώπους που ναυαγούσαν. Είκοσι επτά ετών από τα νερά της Μασσαλίας έβγαλε ένα νέο που πνιγόταν και σαράντα ενός σταμάτησε πυρκαγιά που είχε πιάσει σε ένα καράβι στον Ωκεανό. Πολέμησε δέκα χρόνια στην Αμερική για την ελευθερία ενός λαού ξένου, αγωνίσθηκε σε τρεις πολέμους εναντίον των Αυστριακών για την απελευθέρωση της Λομβαρδίας και του Τρεντίνο, υπερασπίστηκε τη Ρώμη από τους Γάλλους το 1849, απελευθέρωσε το Παλέρμο και τη Νάπολι το 1860, ξανά πολέμησε για τη Ρώμη το 1867, αγωνίσθηκε το 1870 υπέρ των Γάλλων και εναντίον των Γερμανών. Είχε τη φλόγα του ηρωισμού και την ιδιοφυία της πολεμικής τέχνης. Συμμετείχε σε σαράντα μάχες και κέρδισε τριάντα επτά. Όταν δεν πολεμούσε εργαζόταν για να ζήσει ή κλεινόταν σε ένα μοναχικό νησί και καλλιεργούσε τη γη. Ήταν δάσκαλος, ναυτικός, εργάτης, έμπορος, στρατιώτης, δικτάτορας. Ήταν μεγαλειώδης, απλός και καλός. Μισούσε όλους τους τυράννους, αγαπούσε όλους τους λαούς και προστάτευε όλους τους αδυνάτους. Δεν είχε άλλη έμπνευση παρά μόνο το καλό, αρνιόταν τις τιμητικές διακρίσεις, περιφρονούσε το θάνατο, λάτρευε την Ιταλία.

Όταν έβγαζε μια πολεμική ιαχή, λεγεώνες ανδρείων έτρεχαν σ’ αυτόν από κάθε μεριά: άρχοντες άφηναν παλάτια, εργάτες εργοστάσια, νέοι σχολεία, για να πάνε να πολεμήσουν στον ήλιο της δόξας του. Στις μάχες φόραγε ένα κόκκινο πουκάμισο. Ήταν δυνατός, ξανθός, όμορφος. Στα πεδία των μαχών ήταν σίφουνας, στην αγάπη παιδί, στους πόνους άγιος. Χίλιοι Ιταλοί πέθαναν για την πατρίδα, χαρούμενοι για να τον δουν από μακριά να περνάει νικητής. Χιλιάδες θα σκοτωνόντουσαν γι’ αυτόν. Εκατομμύρια τον ευλόγησαν και θα τον ευλογούν. Πέθανε. Ολόκληρος ο κόσμος τον κλαίει. Εσύ δεν καταλαβαίνεις τώρα. Αλλά θα διαβάσεις τα ανδραγαθήματά του, θα ακούσεις να μιλάνε συνεχώς γι’ αυτόν στη ζωή σου. Μεγαλώνοντας σιγά σιγά, η εικόνα του θα μεγαλώνει μπροστά σου. Όταν θα είσαι άνδρας θα τον βλέπεις γίγαντα και όταν εσύ πια δεν θα ζεις όπως και τα παιδιά των παιδιών σου και εκείνα που θα έχουν γεννηθεί από αυτά, ακόμα οι γενιές θα βλέπουν ψηλά το φωτοβόλο κεφάλι τού λυτρωτή των λαών στεφανωμένο με τα ονόματα των νικών του σαν αστεριών κύκλο, και σε κάθε Ιταλό θα ακτινοβολεί το πρόσωπο και η ψυχή του λέγοντας το όνομά του.

Ο πατέρας σου…».

Σημείωση: Οι μεταφράσεις έγιναν από τον συγγραφέα του άρθρου, εκτός του αποσπάσματος του Πιραντέλο.