Ο Ιωάννης Τσόλκας γράφει για τον θαυμαστό Cesare Pavese και την ποιητική του

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΔΗΜ. ΤΣΟΛΚΑ

Στη χρονική περίοδο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, στην πιο εντυπωσιακή, ποσοτικά, καταστροφή ολόκληρης της παγκόσμιας ιστορίας, ο αριθμός των νεκρών μέχρι το έτος της αυτοκτονίας του Pavese, το 1950, ήταν σχεδόν το τριπλάσιο του αριθμού των νεκρών, από πολέμους, όλων των προηγούμενων δεκαεννέα αιώνων. 40 εκατομμύρια ήταν οι νεκροί στο σύνολο τους μέσα σε 19 αιώνες και 105 εκατομμύρια ήταν οι νεκροί μέσα σε πενήντα χρόνια, μέχρι το τέλος του πολέμου στην Κορέα, δηλαδή 80 εκατομμύρια στους δύο παγκόσμιους πολέμους και 25 εκατομμύρια στον πόλεμο της Κορέας. Αυτή την εποχή χαρακτηριστικό λογοτεχνικό ρεύμα είναι ο Decadentismo που καταγράφει τον παραλογισμό, την έλλειψη επικοινωνίας, την κρίση ταυτότητας, τον σολιψισμό, δηλαδή εκείνη τη φιλοσοφική θεωρία του άκρατου υποκειμενισμού, τον υπεράνθρωπο. Το σύνολο των υπαρξιακών προβλημάτων συνθέτει και την περίπλοκη πραγματικότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε τη ζωή του Pavese μέσα από μερικά βασικά γεγονότα:

1) την εμπειρία της αγροτικής ζωής που διαπλάσθηκε πλάι στους ανθρώπους των Langhe, στην περιοχή του Piemonte

2) τη μοναξιά μετά από το θάνατο των γονιών του και τις σπουδές του στο λύκειο D’Azeglio του Τορίνο όπου εντρύφησε στο ηθικό παράδειγμα και την πολιτική αντιφασιστική επίδραση του Augusto Monti,

3) το πτυχίο με μια διατριβή πάνω στον Αμερικάνο ποιητή Walt Whitman (1819 – 1892)  και τη συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο Einaudi,

4) τη σύλληψη εξαιτίας της υποψίας για αντιφασιστική δράση και την εξορία του στο Brancaleone της Καλαβρίας,

 5) τη διπλή απογοήτευση στον ερωτικό τομέα, πρώτα όταν βγήκε από τη φυλακή και βρήκε παντρεμένη τη γυναίκα που αγαπούσε και μετά εξαιτίας της αδυναμίας να συνάψει σχέση με μια Αμερικανίδα ηθοποιό, την Constance (Connie) Dowling , την τελευταία γυναίκα που αγάπησε ο Pavese,

6) τελικά την αυτοκτονία, που συνέβη την 27η Αυγούστου του 1950, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Roma κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τορίνο.

Ο Παβέζε, Η δουλειά κουράζει και η Αμερικανική Λογοτεχνία

Το έργο του Παβέζε εμφάνισε από την έναρξή του πολεμικά κίνητρα, σχεδόν επαναστατικά. Στην εποχή του Ερμητισμού, από το 1930 – 1940 περίπου, ακραία αντικειμενική και «ουσιαστική», ο Παβέζε στην ποιητική συλλογή  Η δουλειά κουράζει – Lavorare stanca πρότεινε μια φόρμα ποίηση – αφήγηση, πλούσια και με ένα ευρύ πλέγμα αφηγηματικό, με στόχο την απεικόνιση του καθημερινού κόσμου της πόλης του Τορίνο με τους δρόμους της, τα τσιμεντένια σπίτια και τα φωτεινά φώτα, το πλήθος, τις αδύνατες και ξανθές κοπέλες, και τον κόσμο των λόφων της Langhe, την ύπαιθρο, τις ψησταριές, την εξοχή και τις κατοικίες της, τον τρύγο , με ένα λεξιλόγιο απλό και καθομιλούμενο, σε αντίθεση με εκείνο της prosa d’ arte. Ταυτόχρονα η δραματική αίσθηση της σιωπής και της μοναξιάς, της περασμένης ζωής που γίνεται αντικείμενο ανάμνησης και πρωταρχικό στα βιβλία της ωριμότητας, το κίνητρο της επιστροφής: «όταν κάποιος επιστρέφει, όπως εγώ στα 40 μου χρόνια – βρίσκει τα πάντα καινούρια». Το έργο λοιπόν Η δουλειά κουράζει – Lavorare stanca εξέφραζε αυτό το πείραμα του Παβέζε. Ήταν ποιητικό στο εξωτερικό του ένδυμα αλλά αφηγηματικό στο περιεχόμενο και στον ρυθμό. Αυτή η νέα ποίηση πραγματοποιούταν μέσα από ένα συνεχές εκφραζόμενο πέρασμα από την αφήγηση στον εσωτερικό μονόλογο, από την περιγραφή του τοπίου στην αλληγορική του ερμηνεία που κατ’ αυτόν τον τρόπο έφερε τη μείωση της απόστασης από τη σύγχρονη ιταλική ποίηση. Ο Παβέζε με το Lavorare stanca – Η δουλειά κουράζει, είχε προσδιορίσει το Πιεμόντε ως λογοτεχνική περιοχή και την είχε απεικονίσει, ιδιαίτερα στα πρώτα γραπτά του, με ένα λεξιλόγιο άμεσα επικοινωνιακό. Λεξιλόγιο που ήταν επίδραση της επαφής του Παβέζε με την Αμερικάνικη λογοτεχνία, καθώς οι πολυάριθμες μεταφράσεις του, ιδιαίτερα ο Moby Dick του Melville, και μια σειρά δοκιμίων υπήρξαν σημαντικότατες. Οι σχέσεις όμως του Παβέζε με την Αμερική είναι πραγματικά πιο σύνθετες αφού δεν ήταν αποτέλεσμα άμεσης επαφής και εμπειρίας αλλά αποκλειστικά σχέση μέσα από ποιητικά και αφηγηματικά κείμενα. Ο μύθος της Αμερικής, της πρωτόγονης και βάρβαρης κοινωνίας και γι’ αυτό εκρηκτικής, ο αισιόδοξος μύθος μιας χώρας στην οποία θριάμβευε μια βρυχώμενη δημοκρατία, ήταν η συγκεκριμενοποίηση μιας επιθυμίας, η προσγείωση ύστερα από ένα μακρύ ταξίδι για να βρεθεί διαφυγή από μια βαρετή και καταπιεσμένη κατάσταση. Επομένως ήταν μια αυτοβιογραφική προβολή παρά μια επιστημονική ανακάλυψη. Άλλωστε ο Παβέζε το 1949, όταν πλέον δεν υπήρχε ο νεανικός ενθουσιασμός, δήλωνε ότι οι Αμερικανοί συγγραφείς δεν είναι ρεαλιστές και ότι το μήνυμά τους δίνει «την έννοια μιας μυστηριώδους πραγματικότητας κάτω από λέξεις – Il senso di una misteriosa realtà sotto le parole». Και αυτή τη μυστηριώδη πραγματικότητα που τον ενδιαφέρει και τον γοητεύει, αυτόν τον ερεβώδη βυθό από τον οποίον αναδύονται τα πράγματα και η συνείδηση που κυριαρχεί, αποτέλεσε το αρχέτυπο και οριστικό γεγονός στο οποίο ο Παβέζε θα δώσει το όνομα του μύθου.

Ο μύθος της παιδικής ηλικίας

Ο μύθος, έγραφε, «είναι ένα γεγονός που έχει συμβεί άπαξ δια παντός, που γι’ αυτό είναι γεμάτος με έννοιες που πάντα τις συμπληρώνει, εξαιτίας της όχι πια ρεαλιστικής σταθερότητας… αυτό συμβαίνει πάντα στις αρχές, όπως στην παιδική ηλικία. Είναι εκτός χρόνου». Ο μύθος συμπίπτει επομένως με την παιδική ηλικία σαν βιογραφική στιγμή και σαν αιώνια ιδεατή και αγνά φανταστική στιγμή, όταν ο άνθρωπος βλέπει τα πράγματα για «πρώτη φορά» σε μια ζοφερή κατάσταση έλλογης αγνότητας στην οποία δομούνται τα σχήματα εντός των οποίων οι διαδοχικές αποκαλύψεις των πραγμάτων – ιδωμένες τη «δεύτερη φορά» με το φως της λογικής – θα ανεβούν στη σφαίρα των μυθικών και απόλυτων γεγονότων. Ο μύθος της παιδικής ηλικίας – καθ’ όλα ίδιος με το μύθο του πρωτόγονου που είχε τροφοδοτήσει ο αμερικάνικος μύθος – είναι βέβαια ο θεμελιώδης μύθος στον Παβέζε. Είναι ο πόθος μιας συνθήκης ελευθερίας, μιας προ της λογικής κατάστασης κατά την οποία το άτομο δεν είναι ακόμα αιχμάλωτο της λογικής και της ιστορίας. Στο πλάι βαδίζουν οι άλλοι μύθοι της ιδεολογίας του Παβέζε, ο μύθος του σεξ, ο μύθος του αίματος, ο μύθος του θανάτου, και μάλιστα του «παράλογου βίτσιου» του θανάτου και της «αυτοκαταστροφής», ο μύθος, τελικά, της εξοχής και των λόφων. Όλα τα παραπάνω θα μας δώσουν την ικανότητα να εννοήσουμε την αληθινή έννοια αυτής της μυθολογίας και να αναστρέψουμε την πιθανή πρώτη εντύπωση: ο μύθος της εξοχής (φύση, αγαθοπιστία, βία, απομόνωση, προϊστορία) που ολοκληρώνεται με μια διαλεκτική σχέση με την πόλη (λογική, μόρφωση, πολιτισμός, κοινωνία, ιστορία). Μέχρι ο Παβέζε να εξυμνήσει τη στιγμή της αγριότητας και του πρωτογονισμού σαν μοναδικό ερμηνευτικό σχήμα του πραγματικού, ανακαλώντας τα ονόματα των D’Annunzio και Nietzsce, εμφανίζει την ακρότητα και την ανησυχία της Παρακμής – Decadentismo. Όμως υπάρχει μια διαδρομή που είναι, όπως γράφει ο Παβέζε, «η περιπέτεια του εφήβου που, περήφανος για την ύπαιθρό του -οι λόφοι όπου ο συγγραφέας έζησε παιδί και όπου είχε την πρώτη και ποτέ λησμονημένη αποκάλυψη του κόσμου και του πεπρωμένου-, φαντάζεται παρόμοια την πόλη, αλλά εκεί βρίσκει τη μοναξιά και τη γιατρεύει με το σεξ και το πάθος που εξυπηρετούν μόνο στο να τον ξεριζώσουν και να τον πετάξουν μακριά από ύπαιθρο και πόλη, σε μια πιο τραγική μοναξιά που είναι το τέλος της εφηβείας». Σε αυτές τις εικόνες υπάρχει όλη η ιστορία του, που αυτός την αισθάνθηκε σαν ιστορία όλων των ανθρώπων: το ζην σαν στενοχώρια, μετά την κοινωνία πανικού της εφηβείας, η νοσταλγία της νεανικής αίσθησης της περιπέτειας και του απείρου, μοιραία μαστιγωμένου από την πραγματικότητα, η αποκάλυψη της ύπαρξης σαν μοναξιά και σαν κενό, η βία και το κακό σαν συνέπεια της ανημποριάς της αληθινής κοινωνίας των ανθρώπων, που είναι κλεισμένοι στην απύθμενη δίνη του αίματος τους και της μοίρας τους.

Το δράμα του πολιτισμού και της συνείδησης της Ευρώπης με φόντο τους Παγκόσμιους Πολέμους

Η ωριμότητα λοιπόν είναι πόνος, είναι αγώνας και συνεχής υποδούλωση, αλλά είναι ένα καθήκον από το οποίο δεν μπορείς να γλιτώσεις, αφού θα είναι ενοχή να παραμείνεις στην ανεύθυνη ευτυχία της παιδικής ηλικίας και του πρωτόγονου. Εκεί όπου οι μεγάλοι Decadenti εντόπιζαν την πιο αυθεντική τους πραγμάτωση, στην αγνότητα του παιδιού ή στη βία του Υπεράνθρωπου, ο Παβέζε εντοπίζει το όριο, το ξεπέρασμα του οποίου μπορεί να περιέχει και τον κίνδυνο της ήττας, αλλά παραμένει μοναδική κατάσταση από την οποία μπορεί να αντλήσει την ωριμότητα, εκείνη «την ωριμότητα που είναι το παν». Δεν πρόκειται επομένως μόνο για ποιητική διαδρομή αλλά διαδρομή που έχει συγκεκριμένη και ακριβή παραβολή στη βιογραφία του Παβέζε, πάντα σπαρασσόμενη μεταξύ της γενέθλιας τάσης του έκθετου πάθους (η γυναίκα, η ποίηση, όπως αποδεικνύει το Il mestiere di vivere – Η τέχνη του ζην) και της εθελοντικής οικοδόμησης ενός κόσμου φτιαγμένου με ιστορικές αξίες και βασιζόμενου σε πολιτιστικές μάχες καθώς και στην πολιτική στράτευση. Ως άνθρωπος ο Παβέζε θα υποφέρει εκτενώς την έλλειψη ικανότητας ενός διαλογισμού ανάμεσα στους δύο όρους και σαν συγγραφέας θα αποδεικνύει πότε το ένα και πότε το άλλο. Η ανθρώπινη και λογοτεχνική πορεία του Παβέζε αποτελεί επομένως μια έκφραση τραγικά βασανισμένη λόγω του δράματος του πολιτισμού και της συνείδησης της Ευρώπης με φόντο τους Παγκόσμιους Πολέμους. Ο Παβέζε αμφιρρέπει συνεχώς ανάμεσα στο θέλγητρο του μηδενισμού και του θανάτου στο οποίο είχε οδηγηθεί από την εμπειρία του Decadentismo, που είχε βιώσει όμως με ολοκληρωτική άρνηση και είχε εξαγνισθεί από υπαινιγμούς του Υπεράνθρωπου, καθώς και την αγωνιώδη αναζήτηση ενός νέου ανθρωπισμού, βασιζόμενου στον ορθολογισμό, στην προσεκτική αναγκαιότητα μιας πραγματικής και εποικοδομητικής επικοινωνίας με τους ανθρώπους: δηλαδή μεταξύ της εμβάθυνσης της δυστυχίας και της μοναξιάς τού εγώ και της επιθυμίας να αφοσιωθεί στη δημιουργία μιας καινούριας κοινωνίας και ενός περισσότερο γνήσιου πολιτισμού. «Όλο το πρόβλημα της ζωής – έγραψε ο Παβέζε – είναι αυτό: πώς να σπάσεις την μοναξιά σου, πώς να επικοινωνήσεις με τους άλλους». Ο Pavese αναζήτησε τη λύση αυτού του προβλήματος στην τέχνη, ψάχνοντας με τη σοβαρότητα και τον ζήλο του «επαγγέλματος» του συγγραφέα, στο οποίο θυσίασε όλη τη ζωή του, για να επιβληθεί της πραγματικότητας, να «δώσει ποίηση στους ανθρώπους» και ποίηση σήμαινε, γι’ αυτόν, μια συνειδητοποίηση και γνώση πιο εμβριθής τού είναι, της ύπαρξης, και να βρει σ’ αυτό και τη δικαιολογία της παρουσίας του στον κόσμο.

Η παρακμή, η μυστικιστική παραίτηση στο μυστήριο και μια, ίσως, μελλοντική λύτρωση

Η παρακμιακή καταγωγή της σκέψης του Παβέζε είναι προφανής κυρίως στη αποδοχή του παράλογου σαν θεμέλιο λίθο της αντίληψής του για τη ζωή. Από εδώ πηγάζει η ιδέα του για τον «μύθο» που γίνεται το κεντρικό θέμα της τέχνης του και της ύπαρξής του. Όμως λαμβάνοντας το μάθημα του αμερικάνικου ρεαλισμού και εμπνεόμενος από την πραγματικότητα και από τα σύγχρονα ήθη, αυτός τείνει πάντα να ελαττώνει γεγονότα και συμβάντα σε μερικές παραδειγματικές και πολύ σημαντικές εικόνες, οι «μύθοι», που γίνονται αντιληπτές σαν συνθετική έκφραση της μοίρας του ανθρώπου. Η ανακάλυψη αυτών απεικονίζει μια ανακάλυψη της εσωτερικότητάς μας, που επιτελείται με την επιδίωξη να γνωριζόμαστε, να κυριευόμαστε και να ανακαλύπτουμε τη λογική των πραγμάτων και της ζωής μας . Ο μύθος είναι, για τον Παβέζε, το αρχέτυπο στοιχείο της συνείδησης, μια εωθινή και, ταυτόχρονα, οριστική αποκάλυψη της ανεξιχνίαστης και αβυσσαλέας πραγματικότητας, που μας έρχεται, τον καιρό της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας, από το άγνωστο και προμηνάει εκείνο που θα είναι η σχέση μας με τα πράγματα, το ανθρώπινό μας πεπρωμένο. Το να γνωρίζεις λοιπόν είναι να θυμάσαι. Να ζεις πραγματικά, με μια γνήσια πληρότητα, είναι να επιστρέφεις, πέρα από το σκότωμα των ημερών και τη συνεχή κατασπατάληση σε μια ζωή παράλογη, στην απόμακρη σιγουριά εκείνης της πρώτης αποκάλυψης, όταν το εγώ αναμειγνυόταν σε μια κοινότητα ασυναίσθητη και γεμάτη με παγκόσμια ζωντάνια. Το να υπάρχεις στο χρόνο, στην ιστορία σημαίνει, αντίθετα, να λαμβάνεις ένα πεπρωμένο πόνου, μοναξιάς, βασανιστικής αδυναμίας με τους άλλους. Αλλά από την άλλη πλευρά η ανακάλυψη της αρχέτυπης αγνότητάς μας, η άθικτή μας μοναξιά είναι ένας θάνατος, μια κατακρήμνιση στο σκοτάδι των απαρχών, επειδή πίσω από τους μύθους – αποκάλυψη της παιδικής ηλικίας υπάρχει κάτι το ακατανόητο, που έχει την ίδια όψη με το μηδέν, το τίποτα. Ο Παβέζε πράγματι δεν είναι προσγειωμένος, όπως άλλοι συγγραφείς παρακμιακοί, σε μια λατρεία σολιψισμού, φιλοσοφική θεωρία άκρατου υποκειμενισμού, του εγώ του και σε μια μυστικιστική παραίτηση στο μυστήριο, αλλά προσπάθησε να ορθολογικοποιήσει τον μύθο, να εξάγει από αυτόν έννοια και σημασία γιατί έτσι θα μπορούσε να οικοδομήσει νέες και περισσότερο γνήσιες αξίες. Προσπάθησε να ξαναβρεί στην αγωνία του την έννοια του δράματος του πολιτισμού της εποχής του, που είχε ως αποτέλεσμα τη φρίκη ενός πολέμου που βεβήλωσε τον κόσμο. Από εδώ πηγάζει η προσπάθειά του να κάψει τον παιδικό μύθο, να κατέβει ανάμεσα στους ανθρώπους, να παλέψει μαζί τους για μια μελλοντική λύτρωση, για μια νέα ιστορία και μια νέα θρησκεία του ανθρώπου.

«Θα ‘ρθει ο θάνατος και θα ‘χει τα μάτια σου»

«Η τέχνη –σύμφωνα με τον Pavese – πρέπει να διδάξει νέες ανθρώπινες αλήθειες, όχι νέους θεσμούς». Σε έναν πολιτισμό ακόμα παρακμιακό και ωραιολατρικό το να επινοείς την ποίηση σαν το υπέρτατο και ως μοναδική αξία ζωής , δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Pavese, όχι μόνο ο ποιητής αλλά όλοι οι άνθρωποι έχουν το καθήκον να δημιουργήσουν νέες και πιο αυθεντικές κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις, να αποκαταστήσουν έναν αδελφικό διάλογο πέρα από την άγρια φρίκη του μίσους και του πολέμου, αποτελεί το αδιέξοδο μιας σκληρής και παράλογης εποχής. Η καταγραφή στην τελευταία, και πολύ κοντινή στον θάνατο, ποιητική δουλειά του Παβέζε Verrà la morte e avrà i tuoi occhi – θα έρθει ο θάνατος και θα έχει τα μάτια σου :

«Θα ‘ρθει ο θάνατος και θα ‘χει τα μάτια σου

αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει

 από το πρωί ως το βράδυ, ακούραστος,

σιωπηλός, σαν μια παλιά τύψη

ή ένα παράλογο ελάττωμα -Come un vecchio rimorso o un vizio assurdo-» 

Αλλά της ίδιας εποχής με αυτούς τους στίχους ήταν και η σημείωση στο Il mestiere di vivere, το ημερολόγιο του Παβέζε:

«Δεν σκοτώνεσαι για τον έρωτα μιας γυναίκας. Σκοτώνεσαι γιατί ένας έρωτας, οποιοσδήποτε έρωτας, μας αποκαλύπτει ξεκάθαρα τη μιζέρια, το απροστάτευτο, την ασημαντότητα».

Μας αποδεικνύει την ασημαντότητα του ζην αφού είχε πλέον δύσει η εποχή των αγαπημένων μύθων, οι οποίοι πλέον για τον Παβέζε δεν ήταν το ανεξάντλητο υποκατάστατο, παρά τη μεγάλη δέσμευση με την οποία τους βίωσε, ούτε ο πολιτικός αγώνας, ούτε η πνευματική και πολιτιστική εργασία, ούτε τελικά η ερωτική ζωή, η ήττα από την οποία μάλιστα τον ώθησε στην αυτοκτονία.