Ο Γούλιαμ Ντ’ Άλτον Μανν και το περιοδικό του Town Topics που εκβίαζε την βαθύπλουτη ελίτ της Νέας Υόρκης

ΑΠΟ SPOTLIGHTPOST TEAM

Ήταν βετεράνος του Αμερικάνου Εμφυλίου Πολέμου, απ τους άτυπους πατέρες του σύγχρονου αμερικανικού έθνους. Τον αποκαλούσαν ο «πασάς της Χρυσής Εποχής». Υπήρξε εκδότης του πρώτου «κίτρινου εντύπου» στην Ιστορία των ΜΜΕ και θεωρείται ο πλέον ρυπαρός και επικίνδυνος για ζωές και υπολείψεις, άνθρωπος πάνω απ τον νόμο, που περπάτησε σ αυτην την αχανή και επιβλητική αμερικανική ήπειρο.

Ο συνταγματάρχης Γούλιαμ Ντ’ Άλτον Μανν (William d’Alton Mann),  ήρθε απ το πουθενά, πολέμησε τους Νότιους, άρπαξε πολύ γη και έγινε γαιοκτήμονας, επιχειρηματίας και εφευρέτης πριν γίνει μυθικά πλούσιος απ τις ζωές των άλλων. Παιδί απ ότι φαίνεται της εργατικής τάξης, με μια υποτυπώδη εκπαίδευση μηχανολόγου, έζησε στην εποχή του Πυρετού του Χρυσού και βρήκε το δικό του κοίτασμα κίτρινης πολυτέλειας, παρακολουθώντας, εκβιάζοντας, χρησιμοποιώντας, απειλώντας τους πλούσιους της εποχής του, μέσα απ τις σελίδες του περιοδικού του Town Topics. Το περιοδικό κυκλοφόρησε -που αλλού;- στη Νέα Υόρκη! Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο παλιός τίτλος του αγοράστηκε από τον αδερφό του Γουίλιαμ Μάνν, αλλά τον συνέλαβαν γιατί τα έντυπα που έστελνε μέσω ταχυδρομείου θεωρούνταν αισχρά. Έτσι το περιοδικό, όσο ο αδελφός ήταν φυλακή, πέρασε στα χέρια του. Κακοτυπωμένο, απρόσεχτο, φτηνιάρικο το έντυπο, μίλαγε για τους ηθικά ξεπεσμένους της της Νέας Υόρκης, έκανε περιστασιακά πολιτικά σχόλια και αναφέρονταν επιφανειακά σε λογοτεχνικά και πολιτιστικά θέματα της σειράς. Ο απώτερος στόχος όμως του Φουίλιαμ Μάνν ήταν να εκβιάσει, να απειλήσει και να τρομάξει ηδονικά, τους πιο πλούσιους και επιφανείς ανθρώπους Νέας Υόρκης. Και το κατάφερε!

Η πρώτη εφαρμογή των δημοσιογραφικών τακτικών εκβιασμού και τα βαθύπλουτα θύματα  

Ο Μανν άρχισε να πληρώνει αδρά και σε τακτική βάση οικονόμους, μπάτλερ, οικιακές βοηθούς, μαγείρισσές, σοφέρ, ακόμη και δασκάλους μουσικής που έμπαιναν στα πλουσιότερα αρχοντικά της πόλης και είχαν ακόμη και την στοιχειώδη επαφή με εκείνους που βρίσκονταν στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνίας του Μανχάταν. Τα στόματα άνοιγαν πρόθυμα. Οι λεπτομέρειες των ζωών που φυλάγονταν πίσω από τοίχους, ανάμεσα σε πολυτελή έπιπλα και έργα τέχνης, αποκαλύπτοντας με σκανδαλιστικά προσβλητικούς τίτλους. Ο Μανν ύφανε έναν ιστό, διαρκούς παρακολούθησης και παγίδευσης των 400 ισχυρότερων οικογενειών της εποχής. Τακτική του ήταν να ταχυδρομεί πάντα ένα αντίγραφο του επερχόμενου υπό έκδοση τεύχους στα θύματα του Town Topics, πριν αυτό σταλεί στα πιεστήρια. Ρωτούσε εάν θα ήθελαν να «κάνουν αλλαγές» ή να αφαιρεθεί από την ύλη, με αντάλλαγμα την αγορά κάποιας διαφήμισης στην εφημερίδα, που φυσικά ήταν εντελώς επουσιώδης για την τιμή της και την διεισδυτικότητα της στην κοινωνία. Οι ειδήσεις που αφορούσαν στους πλούσιους και τους ευυπολήπτους, ήταν συχνά καταστροφικά για τις υπολήψεις τους και χυδαία, ενώ δημοσιεύονταν πάντα με ψευδώνυμα. Ο μυθικά πλούσιος Βάντερμπιλτ πλήρωσε το τεράστιο ποσό των 25.000 δολαρίων στην Town Topics, ενώ ο κουνιάδος του ο Δρ Σούαρντ Γουέμπ κατέβαλε 14.000 δολάρια. Ο εμβληματικός μεγιστάνας Τζι. Πι. Μόργκαν σε τακτά χρονικά διαστήματα έδινε το ποσό των 2.500 δολαρίων για συνεχή διαφήμιση και ο βαθύπλουτος επιχειρηματίας Γουίλιαμ Γούτνεϊ, 1.000. Η τότε πλουσιότερη γυναίκα των ΗΠΑ, Αραμπέλλα Χαντιγκτιν, κατέφυγε μόνιμα στην Ευρώπη, για να αποφύγει νομικές εμπλοκές, όταν ανακαλύφθηκε πως κατέβαλε ετήσια συνδρομή στον Μάνν της τάξεως των 10.000 δολαρίων, αλλά και για να ξεφύγει απ την φτωχοποίηση του. Οι γιοι του μεγιστάνα των σιδηροδρόμων Τζέισον Γκουλντ πλήρωσαν 5.500 δολάρια και ο μεγιστάνας του χάλυβα Τσαρλς Μ. Σουάμπ κατέβαλε 10.000 δολάρια. Τα πόσα που απέσπασε ο Μανν απ τους εκβιασμούς της δημοσίευσης κουτσομπολιών στη δεκαετία του 1910, υπολογίζονται σήμερα, στα 20 εκατομμύρια δολάρια!

Αλις Ρούσβελτ: Εκείνη που δεν υπέκυψε

Ο πιο προσφιλής, εμπορικός σχεδόν στόχος του Μάνν, υπήρξε η  Άλις Ρούσβελτ, η ατίθαση κόρη του Προέδρου Θίοντορ. Οι λεπτομέρειες για την ζωή της, που δημοσιευόταν συνεχώς στο Town Topics, την είχαν κάνει λαϊκό αφήγημα που προκαλούσε τα γέλια. Κάπνιζε στη στέγη του Λευκού Οίκου. Φορούσε ένα πράσινο φίδι γύρω από το χέρι της, σα βραχιόλι στα πάρτι. Λάτρευε τα ακριβά εσώρουχα και το περιοδικό έκανε αφιερώματα στις αγορές της και στο πως ακριβώς ήταν σχεδιασμένα και από τι υλικά φτιαγμένα. Και καλά έπαιρνε διεγερτικά για να επιδίδεται σε ερωτικές ακολασίες. Δεν ακολουθούσε τους κανόνες εθιμοτυπίας, που οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου έκριναν κατάλληλους για μια Πρώτη Κόρη και έκανε τη ζωή της όπως ήθελε, προκαλώντας με την αδιαφορία τον Μανν. Κάποτε του απευθύνθηκε δημόσια, δημόσια δηλώνοντας πιστή του 12θέου του Ολύμπου, αποκαλώντας τον Χριστιανισμό «σκέτο βουντού». Έτρεχε με αυτοκίνητα στους δρόμους της Ουάσιγκτον, κάτι που θα μπορούσε να συγχωρεθεί αν δεν συνοδευόταν από ανύπαντρους νεαρούς άνδρες. Έμεινε έξω μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες για πάρτι. Έβαζε συχνά στοιχήματα σε αθλητικά γεγονότα ή ιπποδρομίες, αφού είχε εντοπιστεί να διεξάγει μια τέτοια ανταλλαγή μπροστά από τον Λευκό Οίκο. Το 1909, όταν η οικογένεια Ρούσβελτ ετοιμάστηκε να μετακομίσει από τον Λευκό Οίκο, η Άλις έθαψε μια κούκλα βουντού της νέας Πρώτης Κυρίας Νέλι Ταφτ στην μπροστινή αυλή. Κατά τη διάρκεια της παραμονής δεκαπέντε μηνών παραμονής στο Παρίσι, το Town Topics, έστειλε απεσταλμένο στο κατόπιν της, που αποκάλυψε πως εκείνη συμμετείχε σε 407 δείπνα, 350 χοροεσπερίδες και τουλάχιστον 300 απλά, ολονύκτια πάρτι, πηγαίνοντας σε δύο ξέφρενες εκδηλώσεις την ημέρα χωρίς ρεπό. Η ίδια έδειχνε πως όλοι όσοι την κατέκριναν και ο Μάνν, βέβαια, επιτίθονταν στις γυναίκες, που δεν ακολουθούσαν επιβεβλημένους κανόνες. Τελικά οι υποστηρικτές της ξεπέρασαν τους επικριτές της και η αίθουσα αλληλογραφίας του Λευκού Οίκου χρειάστηκε να προσλάβει έναν επιπλέον υπάλληλο υποδοχής αφιερωμένο στην ταξινόμηση μόνο των μηνυμάτων θαυμαστών που έλαβε η Αλίκη. Όταν ρωτήθηκε γιατί ο πατέρας της, ο Πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ, δεν έκανε περισσότερα για να συγκρατήσει την «άγρια» κόρη του, απάντησε πως «μπορώ είτε να διευθύνω τη χώρα είτε να παρακολουθήσω την Αλίκη, αλλά δεν μπορώ να κάνω και τα δύο». Η ίδια έδειχνε να απολαμβάνει αυτή τη δημοσιότητα, ακόμα και όταν γίνονταν εξαιρετικά κακή. Δεν διέψευδε ποτέ! Η γνώση της ανθρώπινης φύσης που είχε και η ανθεκτικότητας της κέρδισε το σεβασμό και την πολυπόθητη θέση της προεδρικής συμβούλου για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε διαφορετικούς Ρεπουμπλικάνους προέδρους. Αρνήθηκε να υποκύψει σε ό,τι θεωρούνταν σωστό στη ζωή της και στην πολιτική σκηνή. Η Αλίκη πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου 1980 λίγες μέρες αφότου έκλεισε τα 96. Μέχρι σήμερα, είναι το μακροβιότερο παιδί προέδρου των ΗΠΑ. Και όσο και αν ο Μανν την είχε στόχο, η ίδια, έθεσε τον κανόνα της σύγχρονης δημοσιότητας πως «δεν με νοιάζει τι λες για μένα, αρκεί να λες κάτι για μένα και να γράφεις το όνομά μου σωστά».

Το τέλος του Μανν και η κυριαρχία των τακτικών του  

Ο Μάνν δεν μηνύθηκε ποτέ για συκοφαντική δυσφήμιση. Έδωσε με τα δημοσιεύματα του στο οργανωμένο έγκλημα της Νέας Υόρκης, ασυλία και κάλυψη σε βρομοδουλειές ξεπλένοντας κοινούς εγκληματίες. Κατά κανόνα φωτογράφιζε τα θύματα του, αφήνοντας να εννοηθεί πως θα ακολουθήσουν αποκαλύψεις ώστε να αποσπάσει χρήματα. Αφού έπαιρνε τα λεφτά, με μορφή κουΐζ, έδινε στους αναγνώστες του το τι είχε συμβεί εκθέτοντας το άτομο, που δεν μπορούσε να ξεφύγει από το Town Topics , είτε πλήρωνε, είτε όχι. Ειπώθηκε ότι αν το περιοδικό τύπωνε κάτι ευγενικό για κάποιον, ή αν υπήρχε ακόμη και μια διαφήμιση που συνδέεται με την επιχείρηση ενός πλούσιου ατόμου, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι αυτό ήταν μια αμοιβή. Ανάθεμα αν το έκανες, ανάθεμα αν δεν το έκανες. Ο συνταγματάρχης Μανν, επιθυμώντας κάποτε, την κοινωνική καταξίωσέ, εκτός απ το Town Topics, προσπάθησε να εκδώσει αξιοπρεπείς τίτλους περιοδικών. Το Smart Set του, ήταν ένα από τα πιο σεβαστά λογοτεχνικά περιοδικά, που εμπιστεύονταν οι Χέμινγουεϊ, Σκοτ Φιτζέραλντ και Λουίς Σίνκλαιρ. Το 1906 οι εκβιασμοί του Town Topics  συζητιούνται πλέον απροκάλυπτα και άλλοι εκδότες τις βγάζουν στο φως. Το αναγνωστικό κοινό εγκαταλείπει το Smart Set, που χάνει σε ένα μόλις τεύχος 25.000 αναγνώστες. Ο Μανν πούλησε το αξιοπρεπές του περιοδικό το 1911 στον εκατομμυριούχο Τζον Ανταμς Τθάιλερ, που το σώζει δημιουργώντας μια συντακτική ομάδα με συγγραφείς, όπως ο Λόρενς, ο Κόνραντ και ο Γέιτς. Η φήμη του συνταγματάρχη κουρελιάζεται. Το Town Topics βυθίζεται στην  αναπόφευκτη παρακμή. Ο αδίστακτος και αποφασισμένος για πλούτο συνταγματάρχης Μάνν πεθαίνει το 1920. Η ελίτ της Νέας Υόρκης αφήνει ένα στεναγμό ανακούφισης. Δεν θα λείψει σε κανένα. Το περιοδικό κλείνει το 1930. Λήθη. Κανείς δεν θυμάται ούτε τον τίτλο, ούτε τον δημιουργό του. Οι τακτικές του πάντως δεν παύουν όχι μόνο να υπάρχουν, αλλά και να κυριαρχούν…