Η σχέση της δημοσιογραφίας με την παραπολιτική είναι γνωστή. Είναι πολύ εύκολο να μας αρέσουν σε όλους τα «πιπεράτα», να ασχολούμαστε με το μαλλί μίας βουλευτού, αντί ν΄ ασχολούμαστε με το τι λέει. Μα, η πολιτική, όσο κι αν έχει στοιχεία πασαρέλας, πασαρέλα δεν είναι. Η πολιτική έχει στοιχεία από το θέατρο. Ένας πολιτικός μπορεί να δίνει μία καλή ή κακή παράσταση στο κοινοβούλιο αλλά θέατρο δεν είναι. Η πολιτική μπορεί να έχει στοιχεία οικονομίας αλλά οικονομία δεν είναι γιατί έχει να κάνει με ανθρώπους κι όχι μόνο με αριθμούς. Έτσι, λοιπόν κι ο καλύτερος image maker δεν μπορεί να χτίσει κάπου, αν δεν υπάρχει υπόβαθρο. Επομένως, η ιστορία που εξελίχθηκε μέσα σε λίγες ώρες με τον Γιώργο Κατρούγκαλο και την εφημερίδα «Καθημερινή», το τελευταίο οχυρό Αλαφούζου, προς την σοβαρότητα αλώθηκε βάναυσα, πυροβολώντας γι΄ άλλη μια φορά τη λέξη «δημοσιογραφία». Η περίπτωση Κασιμάτη στη δημοσιογραφία είναι γνωστή. Δεν έχει να κάνει με αφέλεια. Να επισημάνω, εδώ ότι ουδόλως είμαι υπέρ των απολύσεων δημοσιογράφων, αρθρογράφων, γελοιογράφων. Λάθη γίνονται και θα γίνονται και δεν βγάζω ούτε καν τον εαυτό μου απέξω. Είμαι, όμως, υπέρ της συγγνώμης, η οποία όμως θα πρέπει να είναι έμπρακτη, στα κείμενα κι όχι χυδαία. Γιατί ακόμη κι η συγγνώμη Κασιμάτη προς τον Γιώργο Κατρούγκαλο, επειδή σχολίασε την κόμη του, είναι τουλάχιστον ελεεινή. Δεν παίζει ρόλο καν, αν ο Γιώργος Κατρούγκαλος έχει περισσότερα ή λιγότερα μαλλιά για λόγους υγείας, κάτι που κάνει πιο τραγική την κατηφόρα. Παίζει πρωτίστως ρόλο ότι ο κ. Κασιμάτης, αντί ν΄ ασκήσει κριτική στην ουσία της πολιτικής ατζέντας ασχολείται με τις τρίχες του Γιώργου Κατρούγκαλου. Κατά το παρελθόν έχω ασκήσει δριμεία κριτική στη μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου ως προς διάφορα επιμέρους ζητήματα, όσο ήταν υπουργός Εργασίας, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη και τις συνθήκες, που έλαβε χώρα. Η ασφαλιστική μεταρρύθμισή του ήταν μία αναγκαιότητα, όταν όλα τα ασφαλιστικά ταμεία στον αέρα και με την αγχόνη της τρόικας. Το 2015 τα εσωτερικά διαθέσιμα της χώρας ήταν σχεδόν ανύπαρκτα.
Δεν κρίνεται ο πολιτικός για το αν φοράει μαντήλι ή αν φοράει κελεμπία…
Όμως, η δημοσιογραφία έχει λόγο να βλέπει λάθη και παραλείψεις της εξουσίας και να τα επισημαίνει. Η δημοσιογραφία δεν είναι για να χαϊδεύει τα αυτάκια οποιουδήποτε ανεβαίνει στο βάθρο και μιλάει. Δεν μπορεί να λέει κάτι λάθος, η κυβέρνηση και να το στρογγυλεύει. Δεν μπορεί να λέει μία κοτσάνα η αντιπολίτευση και να την περνά απαρατήρητη. Κάθε δημοσιογράφος/αρθρογράφος μπορεί να έχει μία οπτική για τα πράγματα. Όμως, είτε την «πατάτα» την κάνει η Κεραμέως, είτε ο Γαβρόγλου, είτε η Διαμαντοπούλου είτε ο Θεός ο ίδιος, οφείλει η δημοσιογραφία να τηρεί αποστάσεις ασφαλείας και να την επισημαίνει. Παρά ταύτα η πολιτική κριτική και η δημοσιογραφία έχουν όρια. Το όριο έχει να κάνει με την αξιοπρέπεια. Κι αυτό έχει καταπατηθεί βάναυσα ιδίως τα τελευταία χρόνια. Έχει να κάνει με τα πραγματικά περιστατικά. Έχει να κάνει με συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις ή την αξιολόγηση ιδεών, που εκφέρονται. Μιλάμε όμως για πολιτική κριτική επί του πρακτέου. Δεν κρίνεται ο Γιώργος Κατρούγκαλος για το μαλλί του, ακόμη κι αν δεν υπήρχαν θέματα υγείας. Κρίνεται για την πολιτική του. Για τις προτάσεις του. Για αυτά, που λέει ή δεν λέει. Για αυτά που εισηγείται ως αρμόδιος τομέαρχης Εξωτερικών Υποθέσεων. Γι΄ αυτά, που έχει υποσχεθεί κι έχει ή δεν έχει κάνει. Δεν κρίνεται για το αν φοράει μαντήλι ή αν φοράει κελεμπία. Κρίνεται μόνο αν δεν ντύνεται ευπρεπώς, εξευτελίζοντας τον θεσμό του Κοινοβουλίου. Κρίνεται για το αν είναι εδαφικά αυτά που λέει.
Η Ντόρα Μπακογιάννη δεν κρίνεται για το σακάκι της. Ούτε για το αν είναι ψηλή, λιγνή ή γυναικάρα. Κρίνεται για τον θεσμικό της ρόλο. Ομοίως δεν κρίνεται η Φωτεινή Αραμπατζή, η υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης για την τσάντα της, η πρώην υφυπουργός Βιομηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ Θεοδώρα Τζάκρη για τα ρούχα της. Άπαντες κρίνονται, για το αν είναι καθαροί, όταν μπαίνουν στο κοινοβούλιο. Όχι για το αν φορούν παπούτσι ενός πόντου ή δωδεκάποντο. Δεν κρίνονται, όπως ο Κρίτωνας Αρσένης από το αν έχουν μακρύ μαλλί. Δεν κρίνονται καν από το αν είναι τηλεπωλητές, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης. Κρίνονται για το, αν ολοκληρώθηκε το έργο στο Ελληνικό, όπως υποσχέθηκαν. Κρίνονται για το αν έφεραν επενδύσεις. Κρίνονται για το αν είναι οι επενδύσεις αυτές, κακοποιούν το περιβάλλον ή φέρνουν ανάπτυξη με περιβαλλοντικό πρόσημο. Δεν κρίνονται για το αν παίζουν ωραία τένις. Καλά κάνουν. Κρίνονται, όμως, για το αν κάνουν διακοπές ενώ η χώρα είναι σε ένταση με την Τουρκία. Αν συνεχίζουν τις διακοπές ενώ καίγεται το σύμπαν.
Η παραπολιτική και το σοκ
Το πρώτο σοκ της ελληνικής κοινωνίας ήταν με το θέμα της Δήμητρας Λιάνη ενώ άπαντες γνώριζαν την αδυναμία που είχε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο ασθενές φύλο. Εκείνος φρόντισε την υποκρισία του πολιτικού συστήματος να την ξεμπροστιάσει με το δικό του ειδικό πολιτικό βάρος. Το νεύμα στη Δήμητρα Λιάνη θα καταγραφεί πάντα στο συλλογικό θυμικό ως «δεχτείτε με όπως είμαι κι αυτή είναι η κυρία, που έχω στο πλευρό μου» κι ως η στιγμή, που οι image makers υποκλίνονται. Αν καταγράφεται στη συνείδηση μεγάλης μερίδας των πολιτών, ως «μεγάλος ο Ανδρέας» δεν ήταν μόνο γιατί έκανε αλλαγή πολιτικής στην Ελλάδα αλλά γιατί τόλμησε κόντρα στην πολιτική υποκρισίας, που θέλει πάντα τους πολιτικούς «ιδανικούς οικογενειάρχες», να δώσει το δικό του στίγμα ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικής υποκρισίας και καταπίεσης, απέναντι στον ελληνικό λαό αλλά και προστασίας του ανθρώπου, που ήταν δίπλα του. Εκείνο τον καιρό φάνηκε πως ήταν «καμένο χαρτί», από κάθε λογής συντηρητικούς κύκλους. Σε δεύτερο χρόνο, όμως, κατάφερε να πείσει ότι δεν κρύφτηκε βάζοντας στην άκρη όλους όσοι υποστήριζαν πως κάνει λάθος. Η ολότελα ελεεινή οπτική της φωτογραφίας της Μιμής , όπως τη γέννησε η μαμά της, μπορεί να ξεπούλησε από άποψη φύλλων κυκλοφορίας αλλά δεν καταδίκασε τον Ανδρέα Παπανδρέου στη συλλογική λήθη. Η υπεράσπιση της συντρόφου του λειτούργησε τελικά υπό τη μορφή κάθαρσης και το νεύμα στο αεροπλάνο καταγράφηκε ως σύμβολο πολιτικής εναντίωσης απέναντι στην υποκρισία. Εξ ίσου σημαντικό είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν έβαλε νερό στο κρασί του για να γίνει αρεστός, ως προς τα προσωπικά του θέματα. Χρησιμοποίησε το σύμφωνο συμβίωσης και έφτιαξε την οικογένεια, που ο ίδιος ήθελε. Δεν άλλαξε ο ίδιος για τον πολιτικό του εγκλιματισμό και τις κατεστημένες νοοτροπίες σε μία χώρα με βαθιά θρησκευτικές ρίζες. Αυτές οι έξοδοι από το κεντρικό κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι χωρίς κόστος. Ακόμη κι ο πολιτικός όρκος σε μία χώρα, που δεν έχει σαφώς αποσαφηνίσει το πλαίσιο μερικές φορές μετρά για τους πολίτες. Το κανονιστικό πλαίσιο, όμως, δεν μπορεί να είναι ανάχωμα. Καίτοι η πολιτική είναι συνυφασμένη με τη λέξη παρασκήνιο, το βασικό ζητούμενο των πολιτών, που πολλές φορές αρέσκονται στο πιπεράτο και το εφήμερο είναι να κοιτούν την ίδια. Η πολιτική πρέπει να νικά, όχι η παραπολιτική. Η πολιτική είναι ουσία, είναι δημοκρατία, είναι τρόπος για να πάμε ένα βήμα παραπέρα ως κοινωνία.
Το κίτρινο κι η λογική
Η δημοσιογραφική ενημέρωση πάνω σε θέματα προσωπικά έχει μία βάση και μία λογική, όταν ο πολιτικός προβάλλεται ως υπερπροστάτης του δόγματος περί οικογένειας και την ίδια στιγμή έχει μία δεύτερη κρυφή ζωή. Όταν προβάλλεται ως πατριώτης αλλά καταπίνει την κάμηλο στη συμφωνία με την Αίγυπτο. Έχει νόημα, όταν το νόμο για τις συμβίωση ομόφυλων ζευγαριών βουλευτής τον καταψηφίζει στο πλαίσιο μίας βλακώδους κομματικής πειθαρχίας ενώ ο ίδιος είναι ομοφυλόφιλος. Η πολιτική κριτική πάνω στα μαλλιά του Γιώργου Κατρούγκαλου ουσιαστικά μετατρέπει σε τρίχες και την ίδια τη δημοσιογραφία, η οποία υποφέρει από κάθε τέτοιου είδους αναλύσεις. Επομένως, έχει ιδιαίτερη αξία που ο αν. υπουργός Γιώργος Κουμουτσάκος κι η πρώην υπουργός Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη βγήκαν να καταδικάσουν τη χυδαία επίθεση κατά του Γιώργου Κατρούγκαλου από τον Στ. Κασιμάτη και προφανώς κι άλλοι σοβαροί πολιτικοί από τη ΝΔ ενοχλήθηκαν. Ο πολιτικός πολιτισμός είναι ζητούμενο, για το αν θα πάει αυτή η χώρα ένα βήμα παραπάνω. Από εκεί και πέρα, η δημοσιογραφία ακόμη και σε μέσα, που έχουν μία ιστορία, καθημερινά εξευτελίζεται, τη μία με τη θανάτωση ανθρώπων, που ζουν, την άλλη με την κριτική, που σκοντάφτει και σε θέμα υγείας. Και πρέπει επειγόντως η ΕΣΗΕΑ να αναλάβει τις ευθύνες της, όχι μόνο για θέματα επιβίωσης των δημοσιογράφων, που είναι ουσιώδη αλλά και για τη θωράκιση και την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας, που θα πληρώνεται και θα διασφαλίζει επαρκή χρόνο στον δημοσιογράφο διασταύρωσης των πηγών. Αλλιώς η κατηφόρα κι η κατρακύλα μας παίρνει όλους κι η λέξη «δημοσιογραφία» τείνει ν΄ απαξιωθεί εντελώς στα μάτια των πολιτών.