Ο Φοίβος Γκικόπουλος μας παρουσιάζει ένα ανέκδοτο ποίημα του Πιέρ Πάολο Παζολίνι

ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΙΒΟ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟ

Έτρεχα στο λασπωμένο δειλινό

Πάνω στην ξηλωμένη  

άσφαλτο, μες από μπαλώματα αψιάς

απ’ τις ακαθαρσίες χλόης κι αλάνες

μαυρισμένες απ’ τη λάσπη –που η βροχή τους ξέθαβε

μια μολυσμένη ζεστασιά- οι ποδηλάτες

που άλλαζαν δρόμο, τα φορτωμένα με ξυλεία

βαριά καμιόνια, χανόντουσαν

κάθε τόσο στα βάθη προαστίων,

όπου τα μπαρ είχαν ανάψει κιόλας

τις φωτεινές επιγραφές τους, και κάτω απ’ το λείο

τοίχο μιας εκκλησίας τεντώνονταν, προκλητικοί οι νεαροί.

Γύρω από τους λαϊκούς  

ουρανοξύστες, που ‘χαν γεράσει κιόλας, τα σάπια περιβόλια

και οι φάμπρικες γεμάτες γερανούς σταματημένους

ακινητούσαν σε πυρετώδη μέσα σιωπή.

Μα λίγο πιο πέρα από το φωτισμένο κέντρο,

πλάι στη σιωπή αυτή, ένας μπλε ασφαλτοστρωμένος

δρόμος, ολάκερος φαινόταν βυθισμένος

σε μια ζωή αποξεχασμένη κι έντονη

όσο και παλιά.

Αν κι αριά, λάμπανε

τα φανάρια μ’ ένα φως διαπεραστικό,

και τα παράθυρ’ ανοιχτά ακόμα

λευκάζαν από τ’ απλωμένα ρούχα –που σάλευαν

απ’ τις εσωτερικές φωνές.

Γριές γυναίκες

καθόντουσαν στα κατώφλια, και καθαρά

μες στις φορμίτσες και στα παντελονάκια

που γιορτινά θα τα ‘λεγες, τ’ αγόρια αστειεύονταν

αγκαλιασμένα ωστόσο μεταξύ τους, με φιληνάδες

πιο ώριμες από αυτά.

Όλα ανθρώπινα

στο δρόμο τούτο, κι οι άνθρωποι σαν να γαντζώνονταν

γερά από κάτι, απ’ τα δωμάτιά τους μέχρι έξω,

με τα κουρέλια τους, με τα δικά τους φώτα…