Μίκης Θεοδωράκης! Μόνο! Γιατί δεν χωρούν οι απλές λέξεις μας, όλη αυτή την μουσική, τη ζωή, τη δράση, το έργο, την μορφή, την ανησυχία, τον αγώνα για ειρήνη, δικαιοσύνη, ομορφιά και ανθρωπιά. Ίσως μόνο οι παύσεις να μπορούσαν. Και αυτές με σιωπή τεράστια, ως τελευταία ένδειξη μεγάλης θλίψης, σπαρακτικής αναγνώρισης ενός τεράστιου κενού. Γιατί η Ελλάδα μπορεί μόνο ταπεινά ευχαριστεί και για σε ένα μέρος της να ζητά συγγνώμη. «Ποιος τη ζωή μου, ποιος τη κυνηγά να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα» όπως έκανε τραγούδι ο Θεοδωράκης τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Μεγάλο το κόστος της πατρίδας, για εκείνον, που πιο ψηλός απ τους άλλους, αρνιόταν να τεμαχιστεί για να χωρέσει.
Μια αρχή από το τέλος. 2 Σεπτεμβρίου 2021. Ο Μίκης Θεοδωράκης κλείνει για πάντα τα μάτια. Τελευταίο ταξίδι με το πλοίο. Να χαιρετίσει η σωρός του το Αιγαίο, με θέα τον Ψηλορείτη καθώς θα φτάνει στο λιμάνι, στα Χανιά. Ύστατος προορισμός ο Γαλατάς. Ο τόπος του πατέρα του. Τον περιμένουν 96 βρακοφόροι, όσα και τα χρόνια του. Τρεις μέρες η Ελλάδα πενθεί. Και μετά αρχές, εξουσίες, διασημότητες, πολιτικοί εκφράζουν παρουσία στην μεγάλη απουσία. Ήταν και αυτοί, εκεί. Μόνο ο λαός της Κρήτης χαιρετά όπως πρεπει. «Τον αντρειωμένο μη τον κλαις». Το προαιώνιο ριζίτικο τον ακουμπά δίπλα από τον αδελφό, στην αγκαλιά της μάνας, στο πλευρό του πατέρα. Ξεκούραση. Κρήτη ναι, αλλά και όλη η οικουμένη και πριν σταθμοί μέσα του, η Ελλάδα. Η Χίος που γεννήθηκε. Η Κεφαλονιά και ο έρωτας της με τη μουσική. Η Πάτρα που πρωτοπήγε σε ωδείο. Ο Πύργος που αγαπούσε τα γράμματα.
Και η Τρίπολη, που τον διαμόρφωσε. Πήγε εκεί στη Τετάρτη Γυμνασίου. Μεγάλωνε και είχε να αναμετρηθεί με την πείνα. Η οικογένεια έτρωγε μόνο χόρτα. Έφτιαχνε μελάνι και πήγαινε και το αντάλλασσε με πατάτες. Οι Ναζί. Ο Αγώνας. Η Κατοχή. Ο αγώνας. Η Αθήνα πια και ο Εμφύλιος. Ο αγώνας. Η Δικτατορία. Ο αγώνας. Φυλακίσεις, εικονικές εκτελέσεις, απόπειρες αυτοκτονίας, εξορίες. Και πάντα η μουσική. Και πάντα η οικουμένη όλη, στα νησιά της απομόνωσης και η ομορφιά τους να πληγώνει πιο πολύ. Η Ικαρία. Η Ζατούνα Αρκαδίας με όλη του την οικογένεια. Ο Ωρωπός. Το εξωτερικό. Παρίσι, Λονδίνο, Αργεντινή, Κούβα. Η μεγάλη μουσική. Ο Μίκης των Λαών. Κάντο Χενεράλ και Νερούντα και Χιλή και Γελαστό Παιδί και Ιρλανδία και ο Μίκης στο Χόλυγουντ με το Σέρπικο και φυσικά Ζορμπάς και Ζ. Βραβεία, αναγνώριση, τιμές.
Και οι διεθνείς εκτελέσεις από Beatles και Τζόαν Μπαέζ, σε Εντίθ Πιάφ, ή Σίρλεϊ Μπάσεϊ, σε Αλ Μπάνο, Μίλβα, Δαλιδά, Χένρυ Μαντσίνι, Πέρι Κόμο και τόσους άλλους, να σκύβουν με δίψα στην πηγή της δημιουργίας του. Και ως το τέλος, με μουσική από το Μαουτχάουζεν, προελαύνουν οι δυνάμεις της Βόρειας Συμμαχίας στην Καμπούλ το 2001, με μουσική από Ζ εμψυχώνονται και Κούρδοι μαχητές ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος κατά την πολιορκία του Κομπάνε το 2014. Ελευθερία. Ο αγώνας. Και τόση χαμένη νιότη! Όλα αυτά τα όνειρα για ένα δικαιότερο κόσμο είχαν τεράστιο κόστος.
«Για ένα πράγμα δεν έχουμε δικαίωμα» έλεγε, «να είμαστε δυστυχισμένοι. Πρέπει να διεκδικούμε παντού την ευτυχία μας». Μίκης Θεοδωράκης! Μόνο! Γιατί δεν χωρούν οι απλές λεξούλες μας, εκείνον που έκανε τραγούδι λαϊκό τους σπουδαίους ποιητές, που ‘χαν σαν ανάσα το ένθεο του λόγου. Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης και άλλοιαθάνατοι. Και όταν ακούσανε οι διανοούμενοι της εποχής τον «Επιτάφιο», με το μπουζούκι του Χιώτη και τη φωνή του Μπιθικώτση, γέλαγαν και του λέγαν «δε το κάνεις αυτό στα σοβαρά, ε;».
Σε μια σπάνια συμπαντική συγκυρία συναντήθηκαν από τα 20 τους χρόνια, την εποχή του αγώνα κατά των Γερμανών κατακτητών, με τον Μάνο Χατζιδάκι. Μαζί μας ψήλωσαν, γίγαντες αυτοί και εμάς λιγάκι. Παράπονο κράτησε το 1994, όταν έφυγε ο Μάνος πως δεν του επέτρεπαν να τον δει. Για άλλη μια φορά δεν υπάκουσε. Πήγε και τον βρήκε στα υπόγεια του Ευαγγελισμού. Μόνος, του έκλεισε το στόμα, τον κοίταξε στα μάτια, του χάιδεψε τα μαλλιά και του μιλούσε. Τέλος, του έκλεισε τα βλέφαρα για πάντα.
Μαζί με τους 96, όσους τα χρόνια του, βρακοφόρους Κρητικούς, αχ, όλοι εμείς σα να χαϊδεύουμε τα δικά του μαλλιά, σα να κλείνουμε τα δικά του βλέφαρα, με ένα ψιθυριστό, πνιχτό από δάκρυα «ευχαριστώ» και ακόμα πιο σιγά… «συγνώμη». Έλεγε «ζούμε στην εποχή των μικρών ανθρώπων. Όλοι οι εκπρόσωποί μας είναι μικροί, κι όσοι θυμίζουν την εποχή των μεγάλων πρέπει να φύγουν, να πεθάνουν». Πράγματι! Κι όμως! Κι όμως! Τον αντριωμένο μη τον κλαις.