Και τα πράγματα γερνούν και πεθαίνουν και απομένουν άθαφτα κουφάρια, ή στοιχειώνουν τους τόπους τους και αν περάσεις από κοντά τους, σούρουπο, ακούς σαν έναν ψίθυρο απόκοσμο, να σου λέει όχι για τα λάθη σου ή τα σωστά σου, αλλά για κείνα που δε χόρτασες.
Είναι παράλογες βάρκες στη στεριά, άσκοπες και μοιάζουν ερπετά που σύρθηκαν στο χώμα, χρόνια προϊστορικά, πριν προλάβουν γίνουν φάλαινες και είναι σκάλες που πάνε στο πουθενά, σε χαλάσματα χωρίς σκεπές, σε γκρεμισμένους ορόφους, που μοιάζουν να μην υπήρξαν ποτέ.
Είναι και τα παράθυρα που δεν ανοίγουν πια και ακόμα, πιο φοβικά, τα άλλα, εκείνα που χάσκουν διάπλατα, σα ρουφήχτρες σκοταδιού, έτοιμα να σε γραπώσουν σα τανάλιες, έτσι και τολμήσεις να τους γυρίσεις τη πλάτη.
Είναι και αυτή η σκουριά, που σκοτώνει ύπουλα τα χρώματα και την ελπίδα τους και τις αυγές και κάνει ακόμα και την άνοιξη γλοιώδη, ικανή μόνο να έρπει όλο γλίτσα, σαν ένα κακόβουλο διαβολόχορτο.
Είναι τα ποτάμια που στέρεψαν και δίπλα τους απάνεμα λιμανάκια, όλο κοροϊδεύουν την στειρότητα και την άμμο του βυθού τους, με μια όλο επίδειξη ομορφιά, που πληγώνει και δεν συγχωράει και δεν καταλαβαίνει πως η ξηρασία την περιμένει, ανελέητη, ύπουλη και με παντοδύναμα ξόρκια μπροστά της…
Είναι και τα νεκρά, πάντα χειμωνιάτικα δέντρα που ξαφνικά βγάζουν έναν και μόνο καρπό, κατακόκκινο σα πληγή, που μπορεί να ουρλιάζει «πονάω».
Είναι και τα άλλα με τα πετρωμένα κλαδιά, σα σκελετοί επαιτείας από το πράσινο, που περιφρονεί μόνο και κάνει πως δεν βλέπει και πλαντάζει ηδονικά στον αυτοερωτισμό του.
Είναι κι αυτή η καρέκλα, που κάποιος την έσπρωξε σα να φταίει, φεύγοντας και κανείς δεν είχε δύναμη να σκύψει και να τη σηκώσει, μόνο ανάπηρη πια, είναι για πάντα καθηλωμένη στο πάτωμα, εκείνη που κάποτε έστεκε περήφανη και υπεροπτική, σε περίοπτες θέσεις, σε σάλες και τραπέζια με λινά τραπεζομάντηλα.
Είναι και ένα ποδήλατο που έχει αυτοκτονήσει εδώ και καιρό, γιατί δεν υπήρχε αναβάτης να το πάει βόλτα, ούτε να κάνει τις δουλείες του, ούτε να χτυπήσει το κουδουνάκι του σε μονότονο μεταλλικό ήχο, ούτε να το γυαλίσει, ούτε να του φουσκώσει τις ρόδες, ούτε να το χει απόκτημα μοναδικό και υπέροχο. Να, τώρα ονειρεύεται, μονάχο, νύχτες που φουσκώνουν οι κουρτίνες σα νεράιδες να κρύβονται από πίσω τους, απ το αεράκι το θαλασσινό, πως εκείνο να στέκει κατακόκκινο και ασημί, στην άκρη των μεγάλων λεωφόρων.
Γύρω απ τα νεκρά πράγματα, έχει άνεμο που φυσάει σαν αθέατους αναστεναγμούς ψυχών που χάσανε το δρόμο τους και είναι πάντα Σεπτέμβρης, ακόμα και καταμεσής στο καλοκαίρι και δεν έχει ζώα, μήτε πουλιά, ούτε φυσιολάτρες να πασαλείβονται με εντομοκτόνα.
Όλα αυτά συμβαίνουν άμα δεν υπάρχει κάνεις πια να χρειάζεται και να αγαπά τα πράγματα. Σα σε γερασμένους ανθρώπους, που όλοι τους αγνοούνε στις γιορτές και οι ίδιοι δε θυμούνται πια, πως ήταν να τους χαϊδεύουν και να τους προσέχουν και να τους φιλούν στα χείλια και να τους λένε «σ αγαπώ».
Για αυτό σου λέω, έλα να τα χορτάσουμε όλα, πριν νικηθούμε από την ατομική μας, σκουριά, εκείνη που σα σύρτης θα μας κλειδώσει εντός της για πάντα…