Μ. Καραγάτσης: Και τελικά τι μάθαμε από τον -άλλον έναν!- δημόσιο άγριο καβγά

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Μπορεί να πέρασαν 64 χρόνια από τον θάνατο του, αλλά ο Δημήτρης Ροδόπουλος, Μ. Καραγάτσης ως συγγραφέας, συνεχίζει να προκαλεί δημόσιο πάταγο και έγινε αφορμή για τον πιο άγριο διαδικτυακό καβγά. Και -μάλλον- πολύ θα το απολάμβανε. Βέβαια να τσακωνόμαστε στα social media αλλά και δημοσίως σε site και εφημερίδες, για τη λογοτεχνία, καλό θα το λέγαμε, αν δεν ήταν πρόφαση για να εξαπολυθεί μίσος και εσωτερική σκοτεινιά, με αδυσώπητη επιθετικότητα, προς κάθε κατεύθυνση. Ο Μ. Καραγάτσης θεωρείται ως ένας τους σημαντικότερους συγγραφείς της λογοτεχνικά πολύ σημαντικής «Γενιάς του ’30», ανάμεσα στους Βενέζη, Μυριβίλη, Καρκαβίτσα, αλλά και Εμπειρίκο, Ελύτη, Σεφέρη.  Δημοτικιστές όλοι, αφήναν πίσω τους την ηθογραφία και ξεκινούσαν να ανιχνεύσουν ψυχολογικές καταστάσεις, με πλαίσιο την Ιστορία, τα κοινωνικά και ανθρώπινα προβλήματα. Δεν είμαστε ειδικοί, ούτε οι κατάλληλοι για την οποία επιστημονική ανάλυση, αλλά ως αναγνώστες, λέμε ναι, σημαντικοί όλοι τους, σημαντικότατοι και χωρίς αυτούς τι θα είχαμε απογίνει και πως θα γράφαμε σήμερα, αλλά για αυτό και μόνο πρέπει να μας αρέσουν όλοι;  Και οφείλουμε να σταθούμε ποτέ κριτικά σε παραδεδεγμένες απόψεις για αυτούς, λες και μιλάμε με όρους δόγματος για τη Βίβλο ή το Κοράνι; Ούτε τοτέμ συγγραφείς, υπάρχουν. Ακόμη και τα πιο σημαντικά έργα, αφού εμείς, σήμερα, τα διαβάζουμε, τα αναλύουμε με τα κριτήρια του καιρού μας, υπολογίζοντας, βέβαια, το πότε έζησε και έγραψε κάθε συγγραφέας. Φυσικά και κρίνουμε δημιουργικά αυτό που διαβάζουμε, ακόμα κι αν δίνουμε Νεοελληνικά Κείμενα, στο Λύκειο και πρεπει να βαθμολογούμε! Άσε που θα έπρεπε να χαιρόμαστε για όποια παθιασμένη ή έστω αναθεωρητική ματιά -άσχετα απ το αν συμφωνούμε ή όχι- επιχειρείται γιατί οξύνει το λογοτεχνικό μας κριτήριο και κάνει ναι, την Τέχνη σημείο αισθητηριακής αναφοράς στην καθημερινότητας. Μα όμως, στην περίπτωση Καραγατσιστών και Καραγατσομάχων σα να ξεφύγαμε λιγάκι. Και η λογοτεχνία, έγινε η πρόφαση για ατόφιο, απεχθές μίσος, πασπαλισμένο με πολύ πολύ τοξικότητα…

Ο Μ. Καραγάτσης ως Δημήτρης Ροδόπουλος

… Ομορφάντρας – «Χόλυγουντ», τον αποκαλούσε περιπαικτικά ο πατέρας του!  Ελιτιστής. Καβγατζής, που έδερνε, με ευκολία, ανθρώπους. Αστός από επιφανή οικογένεια, τόσο κοινωνικά, όσο και οικονομικά. Καλομεγαλωμένος και καλό – σπουδασμένος σε Ευρώπη αλλά και Αθήνα. Σε μια εποχή όπου τα μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα της ανθρωπότητας, πολιτικά χύνανε αίμα, εκείνος κράτησε αποστάσεις, ας πούμε κρίνοντας την κοινωνική εγκληματικότητα του Τσάρου της Ρωσίας, αλλά κατακεραυνώντας και τους κομμουνιστές. Πολιτεύτηκε βέβαια, δυο φορές, με δεξιότατα κόμμα, ένα του Σπύρου Μαρκεζίνη, αλλά για να εκνευρίσει τον αδελφό του, όπως είχε πει, που ήταν υποψήφιος με την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή.  Ο Τάκης -Κωνσταντίνος- Ροδόπουλος, που ως πολιτικός διατέλεσε, βουλευτής, πρόεδρος της Βουλής και υπουργός μάλιστα, του είχε διαμηνύσει «να αποσύρει την υποψηφιότητα γιατί του έκανε προσωπικά κακό». Αλλά ο λογοτέχνης αδελφός δεν έδειξε κατανόηση.

Καλοπαντρεύτηκε γυναίκα, πολύ όμορφη, από ευκατάστατη οικογένεια, εφοπλιστική και πολύ σημαντική ζωγράφο τη Νίκη Καρυστινάκη και απέκτησε μια κόρη, αρχαιολόγο και λογοτέχνιδα, επίσης, την Μαρίνα και έναν εγγονό, τον ηθοποιό Δημήτρη Τάρλοου και τρία δισέγγονα τον Φίλιππο, την Μανιώ και την Φιλιώ. Φίλοι του ήταν ο Εμπειρικός, ο Ελύτης, που ήταν μάλιστα και συμφοιτητές στη Νομική Αθηνών, πολύ ο Καββαδίας και στα τελευταία του, ο Νίκος Πολίτης, γιος του μέγα Φώτου, που τις Κυριακές παίζανε σκάκι. Ο Καραγάτσης απαξίωνε τη σύζυγο του ως ζωγράφο και την εκτίμησε μόνο μόνο όταν αποφάσισε να κάνει την πρώτη της έκθεση και πήρε πολύ καλές κριτικές.

Η ζωή του με τους άλλους

«Μέσα από τη μητέρα μου γνώρισα και την καθημερινότητα του Καραγάτση» έχει πει σε συνέντευξη του ο Τάρλοου, «δεν ήταν φυσιολογική, ήταν ιδιαίτερη και περίεργη. Κι αυτό λειτούργησε ως ανάσχεση. Για πολλά χρόνια φοβόμουν να τον αγγίξω. Υπήρξε ένα φόβητρο. Εκτός από άνθρωπος με χιούμορ, με πολύ ενδιαφέρον, έκανε και καλή παρέα. Είχε έντονη προσωπικότητα. Ταυτοχρόνως υπήρξε και ένα φόβητρο για την οικογένειά του, και για τη γιαγιά μου και για τη μάνα μου. Κι αυτό πέρασε και σε μένα. Τον φοβόμουν με έναν τρόπο». Ο Δημήτρης Τάρλοου, θα παρουσιάσει θεατρικά το μυθιστόρημα του παππού του «Η μεγάλη Χίμαιρα», με τεράστια επιτυχία, απανωτά sold out και με περισσοτέρους από 80.000 θεατές να το έχουν παρακωλήσεις αλλά θα πει και αλλού για τον παππού τους πως «ήταν ευχάριστος στις παρέες και με δαιμονικό χιούμορ, αλλά βαρύθυμος στο σπίτι του κι ευερέθιστος – συχνά αφόρητος. Δεν πίστεψε ποτέ στην αγάπη».

Μια αποκαλυπτική εικόνα για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπιτικό των Ροδόπουλων τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια είχε δώσει κι ο Μένης Κουμανταρέας στο διήγημά του «Οδός Σπάρτης 14» -το πραγματικό σπίτι της οικογένειας!- από τη συλλογή «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα». Είχε γνωρίσει μια παλιά δασκάλα της Μαρίνας, η οποία μίλησε μαζί του, για το σοκ που είχε δεχτεί  βλέποντας από κοντά την τυραννική για τους οικείους του, πλευρά του σημαντικού συγγραφέα.

«Το ευχαριστημένο»

Μα και η ίδια, η κόρη, η Μαρίνα Καραγάτση, στο βιβλίο της, «Ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι», που σε θεατρική διασκευή ανέβασε ο Δημήτρης Τάρλοου, ο γιος της, στο θέατρο Πορεία, αποκαλύπτει μια δύσκολη πλευρά του. Γράφει για τις αϋπνίες του φημισμένου γονιού της, που τον εξουθένωναν, τα τεντωμένα νεύρα του, τα σεξουαλικά του παραστρατήματα, ακόμα και με τη γυναίκα που είχαν στο σπίτι για χρόνια, τη Λασκάρω, την οποία η Μαρίνα λάτρευε και της αφιέρωσε και το βιβλίο της, ή την «κυρία Γιώτα», που είχαν σχέση 6 χρόνων. «Στη συμπεριφορά του ο Καραγάτσης» είχε δηλώσει, η γυναίκα που έφυγε αυτόν τον Ιούλιο απ την ζωή, «είχε και σαδιστικές πλευρές αλλά μετά το μετάνιωνε. Σαν να του ερχόταν μια τρέλα και μετά να του περνούσε». Στο βιβλίο της η Μαρίνα, που ήταν και διαχειρίστρια του έργου του, γράφει ως η γιαγιά της, η πεθερά του Καραγάτση, την άποψη εκείνης: «… Ο γαμπρός μου -είναι κωμικοτραγικό αλλά αυτή είναι η πραγματικότης- πιστεύει ακραδάντως ότι διαθέτει εξαιρετικά επιχειρηματικά προσόντα και ότι αν του εδίδετο η ευκαιρία θα ημπορούσε να γίνει μέγας εφοπλιστής… Προ μηνών που έλεγε ότι σκοπεύει να γράψει ένα μυθιστόρημα όπου ο ήρως είναι μέγας συγγραφεύς -έχει πάρει και το βραβείο Νομπέλ- είναι και μεγαλοβιομήχανος, είναι και μεγαλοεφοπλιστής. “Μπράβο Δημητράκη μου, πολύ ωραία η ιδέα σου” του είπα εγώ. Ας βγάλει κι αυτός ο κακομοίρης το άχτι του στα βιβλία, μήπως και ηρεμήσει, και μας αφήσει και εμάς λιγάκι στην ησυχία μας…»…

… Και κάτι ψιλά

Μια δημόσια σύγκρουση με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που είχε να κάνει με τις περίοπτες οικογένειες τους και το πως ο ίδιος ο Καραγάτσης χρησιμοποίησε ψευδώνυμο, για να μην κάνει κακό όπως ο Λαπαθιώτης στον πατέρα του. Εντάσεις με ηθοποιούς και σκηνοθέτες για τις κριτικές του στην Βραδινή. Αντιλήψεις πως η το έργο του Ιψεν «Νόρα ή το Κουλόσπιτο» θα κλείσει σπίτια με την θέση του για τις γυναίκες. Μα, ο Καραγάτσης λάτρευε καθώς φαίνεται να προκαλεί και να γινεται θέμα -και το πετυχαίνει και μετά θάνατον. Άλλωστε ο ίδιος ειρωνικά σημείωνε: «Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο κι είμαι συμπαθητικότατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θ’ αποδειχθεί στην κηδεία μου, όπου θα ‘ρθει κόσμος και κοσμάκης, να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει απ’ το νεκροταφείο, ο κόσμος κι ο κοσμάκης, βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης»… 

Η Μεγάλη Χίμαιρα και ο μεγάλος καβγάς

«… Πολύτεχνε Θευθ, άλλος είναι αυτός που μπορεί να δημιουργεί στην τέχνη και άλλος κρίνει πόσο θα βλάψουν ή θα ωφελήσουν αυτούς που θα τη χρησιμοποιήσουν στο μέλλον…» βάζει ο Πλάτωνας τον Φαραώ Θαμούν να λεει στον σοφό Θευθ, στο έργο του Φαίδρος και έχει απαντήσει απ τα βαθύ της αρχαιότητας, στο καβγά του διαδικτύου. Η κυρία Ρένα Λούνα, πρωτοεμφανιζόμενη πεζογράφος και αρθρογράφος, γράφει όχι ως κριτικός λογοτεχνίας, ούτε ως φιλόλογος, αλλά ως σκεπτόμενη γυναίκα της εποχής, το πολιτιστικό κείμενο  «Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» και οι έμφυλες ταυτότητες – Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, έστω με τους λογοτέχνες, μπορεί να σταματήσει εδώ». Και ενώ πως στο έργο του εκφράζονται σεξιστικές απόψεις και ο κόσμος που περιγράφει είναι υπό το καθεστώς της πατριαρχίας, άσχετα αν επαινείται η μυθιστορηματική του δεινότητα του Καραγάτση έχει ειπωθεί και τονιστεί επανειλημμένος τουλάχιστον μισό αιώνα τώρα. Ο Κώστα Σπαθαράκης, πριν την Λούνα, στο κείμενο του «Εγκλιματισμός στον Μ. Καραγάτση» στο περιοδικό Βλάβη, σημειώνει: «… στις μπακάλικες αυτές διδαχές που μας είναι τόσο οικείες στηρίζεται όλο το ασταθές οικοδόμημα του Καραγάτση: αγοραίος αντιχριστιανισμός, βαθύς αντιδιανοουμενισμός που συνοδεύεται από τη διαρκή επίδειξη μιας αισθητίζουσας πνευματικότητας, αφελής ελληνολατρία, προσκόλληση στις έννοιες της ράτσας και του βιολογικού ντετερμινισμού, μια αγροτικής καταγωγής σκληρότητα πασπαλισμένη με νιτσεϊσμό, χυδαίος φροϋδισμός που απλώς επιβεβαιώνει τις προνεωτερικές έμφυλες αντιλήψεις, απλοϊκός οικονομισμός με μαρξίζουσα φρασεολογία που απλώς νομιμοποιεί την κοινωνική επιβίωση του ισχυρότερου, φασίζων βιταλισμός και αρρενωπή ζωτικότητα έναντι της θηλυκής διανόησης και της ερμαφρόδιτης ηθικής»! Ακόμη πιο πριν ο μέγας Μανόλης Αναγνωστάκης έβαζε μαχαίρι στο κόκκαλο κρίνοντας πως το έργο βρίθει από «μαγκιά, το ζοριλίκι και το φραστικό κουτσαβακισμό» και αναρωτιόταν «Τι εκπροσωπεί ο Μ. Καραγάτσης στην πνευματική ζωή του τόπου;», για την «άσκοπη φλυαρία 600 περίπου σελίδων υπό τον τίτλο Σέργιος και Βάκχος» το 1960. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος περιπαίζει τον Καραγάτσης για το «κακό γούστο» των σεξουαλικών  περιγραφών  του, προτείνοντας  να ονομαστεί το στιλ του ως  «αδενοπάθεια του  Καραγάτση». Γιατί μας πείραξε λοιπόν, η Ρένα Λούνα; Διότι χρησιμοποιεί νέους όρους, ασχολείται με το φεμινισμό, μιλά για πατριαρχικά πρότυπα, τον σεξισμό και τον μισογυνισμό του Καραγάτση, τη βία κατά των γυναικών και τις ενοχές τους υπό τον απόλυτο έλεγχο των αρσενικών και όλο αυτό ενοχλεί, όχι τη λογοτεχνία, αλλά στην πολιτική και στις αντιλήψεις, σήμερα. Και ενώ η Ρένα Λούνα δεν έγραψε πρώτη για αυτά -το τονίζουμε ξανά- η λεκτική βία που της εξαπέλυσαν, ήταν τρομακτική! Τόσο που απορούμε αν όλοι αυτοί που την καθύβριζαν έχουν τόσο ιερό και όσιο τον λόγο του Καραγάτση πια.

Ένας προσωπικός επίλογος:

Διάβασα Καραγάτση στην εφηβεία, όπως οι περισσότεροι. Δεν ολοκλήρωσα την Χίμαιρα του αλλά κατάφερα τα “Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου”, “Αίμα χαμένο και κερδισμένο” και “Τα στερνά του Μίχαλου”, επειδή δεν είχα εκείνο το καλοκαίρι τίποτα άλλο να διαβάσω. Δεν δικαιούμαι και μεγάλης άποψης, αλλά εγώ που διαβάζω, με τις συγκεκριμένες αντιλήψεις μου, σήμερα, τώρα, μπορώ να βαριέμαι, κάπου να θυμώνω και κάπου αλλού να γελάω απ το παλαϊκόν της αφήγησης. Και όπως έγραψε και η συγγραφέας Βίβιαν Στεργίου: «…Να ξεμπερδεύουμε, λοιπόν, και με τους Καραγάτσηδες και μ’ όλη τη μίζερη ελληνόφωνη παλιατζούρα και με τον Έλληνα-άνδρα-συγγραφέα-εικόνισμα που αν δεν το φιλήσεις καλείσαι να απολογηθείς, αν έτσι νιώθουμε. Αλλά να δούμε τους λόγους. Το να μας φαίνονται σεξιστικές αηδίες κάποιες φράσεις είναι θεμιτός λόγος να αφήσουμε ένα βιβλίο στο πλάι…»…

Αποσπάσματα που κυκλοφορήσαν στο διαδίκτυο αυτές τις μέρες, από έργα του Μ. Καραγάτση, για όποιον έχει τη διάθεση -και την αντοχή:

«… Μια κοπελίτσα, μια φίλη μου που αυτοκτόνησε με τη φωτογραφία του πάνω στην καρδιά. Η νεκροψία έδειξε πως θα γινόταν μητέρα. Τότε όλ’ η δύναμή μου η ναρκωμένη απ’ την παράξενη γοητεία της αγάπης του εξύπνησε ακατάβλητη. Όταν ήρθε και στάθηκε μπροστά μου χαμογελαστός, σεμνός, αγνός όπως πάντα άρπαξα τα μπράτσα του και του είπα:

– Γιατί αυτή κι όχι εγώ;

Αχ κύριε! Δεν ξέρετε τι υπέροχα ξετσίπωτη είναι μια ερωτευμένη παρθένα…

(απ το διήγημα «Το αριστερό χέρι»)

*

“Την άρπαξε από τον ώμο, την έσπρωξε στην άλλη άκρη της κουζίνας, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε. Εκείνη κρατήθηκε από το τραπέζι να μην πέσει, τόσο δυνατά την είχε σπρώξει. Δεν μίλησε. Δέχτηκε την βρισιά ατάραχη. Και πάλι στεκόταν ντούρα, προκλητική, περιμένοντας. Μ’ ένα πήδημα χίμηξε απάνω της κι άρχισε να την χτυπάει στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στο στήθος, στη ράχη. Το μίσος έδωσε δύναμη υπεράνθρωπη στα χέρια του. Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε. Τα χτυπήματα ηχούσαν υπόκωφα, μουγκά στο ηχείο του κορμιού της. Τα δεχόταν δίχως μια φωνή, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Είχε κλείσει τα μάτια, είχε μισανοίξει τα χείλη. Στη μορφή της είχε χυθεί η ύπουλη εκείνη έκφραση, που κυμαίνεται ανάμεσα οδύνη και ηδονή. Ένα πιο δυνατό χτύπημα στο μηνίγγι τη ζάλισε. Λύγισαν τα πόδια της, έπεσε γονατιστή.

Μη με χτυπάς τόσο δυνατά, μουρμούρισε. Θα με σκοτώσεις και δεν κάνει. Δεν κάνει για σένα…

Σταμάτησε να την χτυπάει, την κοίταξε κι ανάσαινε βαριά. Τότε εκείνη, καθώς ήταν γονατιστή, του αγκάλιασε σφικτά τα γόνατα, ακούμπησε το κεφάλι της στα μεριά του και χαϊδεύτηκε σα γάτα.

Τώρα ξέρω πως μ’ αγαπάς, μουρμούρισε.”

*

«…Έχει εντελώς αποκτηνωθεί. Δεν είναι πια παρά μια μήτρα διψασμένη για συνουσία, με πέη υποταγμένα στην ηδονική της έκρηξη. Δεν είναι παρά ένα κτήνος πορνικό. Έγινε πια πόρνη. Προκαλεί πια τους πάντες χωρίς να το θέλει, χωρίς να καταλαβαίνει πως το θέλει. Την κυβερνάει η υπερέκκριση των ωοθηκών της. Ένα σφουγγάρι ποτισμένο στην πιο χυδαία εστραδιόλη, κυνικά προκλητικό, πρόθυμο να σμιχτεί με την κάθε τεστοστερόνη που θα συναπαντήσει μπροστά του…»

«Ήσουν ένας Τρίτωνας, κεντρισμένος από οχεία τυραννική. Το δέρμα σου ευώδιαζε αρμύρα αχιβάδας και ιώδιο του φυκιού. Το κορμί σου ήταν σκληρό και χρυσό, σαν τους βράχους των νησιών της πατρίδας του. Είχες μαζέψει στα σπλάχνα σου όλο αυτό τον καυτερό ήλιο. Και τον έχυσες στα σπλάχνα μου· και ζωντάνεψες τα νεκρωμένα σπλάχνα μου…»

«Έτσι προστάζει η φύση για τη γυναίκα· να ρυθμίζει τη βιοθεωρία της ανάλογα με τις εκκρίσεις των ωοθηκών της, που είναι παθητικά υποταγμένες στην κυριαρχία της συγκεκριμένης τεστοστερόνης που τις ερεθίζει».

«Ο αέρας ολόγυρά της κορεζόταν αφροδισιασμό· αχτινοβολούσε η ύπαρξή της γονιμικές προσκλήσεις».

(από την περιβόητη Μεγάλη Χίμαιρα)

Το κείμενο δημοσιεύτηκε -κάπως έτσι- στο έντυπο Down Town που κυκλοφορεί κάθε μήνα σε επιλεγμένα σημεία σε όλη την Αθήνα.