Λογοτεχνία: Ο Φοίβος Γκικόπουλος γράφει για τη Διαλεκτική του ύφους

ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΙΒΟ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟ

Αν η ειλικρίνεια είναι μια ηθική ή μια ποιητική επιλογή για συγγραφείς όπως ο Φλομπέρ, ο Ρενάρ, ο Μπουκόφσκι, ο Σελίν, είναι σημαντικό σημείο αναφοράς και για τον Στίβεν Κινγκ με εκατομμύρια αναγνώστες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ειλικρίνεια στις περιγραφές των τοπίων, των πρωταγωνιστών και ακόμη περισσότερο στους διαλόγους: «Το κλειδί για να γράφεις καλούς διαλόγους είναι η ειλικρίνεια» γράφει ο Κινγκ στο On writing. Αν ανάμεσα στους προπομπούς μιας υπεράσπισης του «αληθινού» που πάντα παιδεύει τους καλλιτέχνες βρίσκεται ακόμη και ο Τσέχοφ (σε ένα γράμμα του το 1888, γράφει: «Μπορείς να πεις ψέματα στον έρωτα, στην πολιτική, στον  γιατρό σου∙ μπορείς να κοροϊδέψεις τον κόσμο, ακόμη και το Θεό∙ αλλά στην τέχνη δεν μπορείς να λες ψέματα»), στον αντίποδα βρίσκεται ο Ιταλός συγγραφέας Τζιόρτζιο Μανγκανέλλι (1922-1990), όπου σε ένα παροιμιώδες δοκίμιο, Η λογοτεχνία ως ψεύδος, υποστηρίζει την αναπόφευκτη «πλαστότητα» της λογοτεχνίας. «Είναι ίσως αλήθεια: η λογοτεχνία είναι ανήθικη, είναι βλαβερό και ανήθικο να ασχολούμαστε μαζί της».  Για να εκφραστεί η λογοτεχνία, κυνική, μοχθηρή, σκληρή, πρέπει να τσαλαβουτήσει στο δράμα, στην τραγωδία, στον πόνο.

«Διεφθαρμένη, προσποιείται την συμπονετική∙ υπέρλαμπρα  παραμορφωμένη, επιβάλλει τη σαδιστική συνέπεια της σύνταξης∙ εξωπραγματική, μας προσφέρει ψεύτικες και απρόσιτες λάμψεις ψευδαισθήσεων. Χωρίς συναισθήματα, τα χρησιμοποιεί αφειδώς. Η συνέπειά της γεννιέται από την έλλειψη ειλικρίνειας».   Όλα τα παραπάνω γιατί «το λογοτεχνικό έργο είναι μια επινόηση», επιμένει ο Μανγκανέλλι, ανελέητος στιλίστας επειδή βρίσκεται στην ίδια φόρμα ολόκληρο το περιεχόμενο της τέχνης. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι αν περιορίσεις τη Θύελλα του Μοντάλε («Η θύελλα που χτυπά στα τραχιά φύλλα / της μανόλιας οι μακρινοί κεραυνοί / του Μάρτη και το χαλάζι…»),  το πραγματικό περιεχόμενό της θα εξαφανίσει κάθε ίχνος ποιητικότητας. Οι διαφορετικές απόψεις θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με την αιώνια αντιπαράθεση ανάμεσα στο «παλιό» και το «καινούριο»: όπου το παλιό (ο Μανγκανέλλι με αναφορές, εκτός από το ιταλικό, και στο αγγλικό μπαρόκ) εννοεί την τέχνη ως «ψεύδος» και το καινούριο (ο Μπουκόφσκι) την αντιλαμβάνεται ως «αλήθεια». Αυτή η διαλεκτική λειτουργεί επίσης και ως κανόνας για τις φιγούρες του ύφους.