Κυβέλη, Ζερβός, Αυλωνίτης, Παπαγιαννόπουλος, Λογοθετίδης: οι θλιμμένες ζωές εκείνων που σκόρπιζαν γέλιο

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΆΝΔΡΑ ΤΣΌΛΚΑ

Δεξαμενές χαώδεις και αβυσσαλέες, χωρίς πάτο και με υπόγεια σύνδεση σε ωκεανούς, οι ψυχές των ανθρώπων και πόσο περισσότερο εκείνες των καλλιτεχνών, που παίζουν με το υστέρημα σε πίκρα και συχνά φθονερή από το θείο εκδίκηση για τις υπόλοιπες τους χάρες. Σα να ισορροπεί το ζύγι την αγάπη του κόσμου, τα ταλέντα, την εμφάνιση, την ευγένεια της μορφής με το χτύπημα απ την μοίρα. Και σαν οι καλλιτέχνες να μπορούν να γεννηθούν μόνο μέσα απ το δράμα και ποτέ απ την χαρά και το περίσσευμα. Αν πάμε πίσω σε εποχές ασπρόμαυρες και σέπια, που σήμερα σε λεύκωμα εκδοτικά θεματικά ή σε ταινίες μοιάζουν όλο νοσταλγικά, αθώα, αυθόρμητα, ίσως ανάμελα, μέσα απ την παραπλάνηση του χρόνου και την απατηλότητα της νοσταλγίας, στέκεται τόσο πικρά αντιφατικό, θλιμμένο, αλμυρό σαν βούρκωμα το γεγονός πως άνθρωποι που μας χάρισαν γέλιο, εκείνοι οι ταλαντούχοι της κωμωδίας, έζησαν τεράστιες τραγωδίες, απ αυτές που δεν αντέχει ο άνθρωπος να τις σηκώσει, τον συνθλίβουν σα βράχια, σα βουνά ολόκληρα που πάνε και χτίζονται στο στήθος του. Ο Παντελής Ζερβός, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Κυβέλη ακόμα ακόμα, ο Λογοθετίδης, έζησαν ανείπωτα δράματα και ερημιά, πριν μοιράσουν γέλιο, χαρά, όνειρο στο κοινό και σφραγίσουν την συναισθηματική εκπαίδευση της γενιάς του. Και έμαθαν καλά, αυτό που ο Όμηρος από κείνη την άκρη του καιρού, σ αυτή τη γη έλεγε παρηγορώντας μας: «… σε τίποτα δεν ωφελούν τα κλαψουρίσματα. Οι Θεοί έκλωσαν έτσι το νήμα της ζωής των δυστυχισμένων ανθρώπων, που αυτοί ζούνε μέσα στα βάσανα, ενώ εκείνοι μένουν αμέριμνοι. Δύο δοχεία βρίσκονται κοντά στην πόρτα του Δία: το ένα γεμάτο από κακά δώρα και το άλλο γεμάτο από δώρα καλά. Αυτά ο κεραυνοβόλος Δίας τ’ ανακατώνει και δίνει σ’ άλλον κακά και σ’ άλλον καλά…» και ίσως το μετανιώνει μετρά και δίνει κι άλλα. Σε θείο ζύγι οι ζωές όλων, σα πραγματάκια για εμπόριο…

Ένα μωρό αφημένο στο δρόμο, η μυθική Κυβέλη…

 Υπήρξε μια θεότητα της αθηναϊκής σκηνής, πορσελάνινης ομορφιάς που οι θαυμαστές της έλυναν τα αλόγα απ την άμαξα της και την έσερναν οι ίδιοι ως το σπίτι της. Λατρεύτηκε απ την εποχή της, σε ρόλους κωμικούς και δραματικούς, γυναικείους και ανδρικούς και έζησε μια σχεδόν μυθιστορηματική ζωή, με τέσσερα παιδιά και τρεις γάμους, ένας απ τους οποίους ήταν με τον Γέρο της Δημοκρατίας, τον Γεώργιο Παπανδρέου. Όλα όμως ξεκίνησαν από  εγκατάλειψή, ορφάνια, έκθεση. Ήταν εκείνες οι εποχές, οι γεμάτες αίμα τόσο που να θολώνει το κόκκινο το βλέμμα και να μη διακρίνει άλλα χρώματα παρά μόνο το μαύρο του τίποτα. Είναι 1887. Στην Ελλάδα εκλέγεται πρωθυπουργός ο Χαρίλαος Τρικούπης, στην Κυανή Ακτή πεθαίνουν κάπου 600 άτομα από σεισμό, στο Λονδίνο οι δρόμοι βάφονται με αίμα, κάποια Κυριακή, από συγκρούσεις του στρατού και της αστυνομίας με Ιρλανδούς αγωνιστές, η Belle Epoque χτίζει μέρες και κυρίως νύχτες με τη μεγάλη χίμαιρα του τέλους των πολέμων και την ανεμελιά της καλής ζωής, αγνοώντας πως τα λάβαρα, ήδη, ράβονται για να υψωθούν στους δυο μεγαλύτερους που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Και η Ιστορία συνεχίζεται δίχως να κοιτάει την ανθρώπινη οδύνη της επιβίωσης κάθε καιρού. Ένα πλασματάκι, λίγων ημέρων, ντυμένο μες στη δαντέλα με πολυτελή υφάσματα το έχουν παρατήσει στο δρόμο, έκθετο και αφημένο στη μοίρα του, τόσο στολισμένο σα κάποιος να το αγάπησε πολύ, μα πια να μη μπορούσε, άλλο. Στο λαιμό του ένα χρυσό κομματάκι γραφεί το όνομα του και έχει ανάγλυφη την εικόνα της θέας με την Μικρασιατική καταγωγή, την Κυβέλη, την μάνα όλων των θεών, την παντοδύναμη μητριαρχική μορφή. Φτάνει 2,5 ετών σε βρεφοκομείο στην Αθήνα, για να χαϊδευτεί, να φιληθεί, να υιοθετηθεί από ένα ζευγάρι, φτωχών άλλα γεμάτων αγάπη ανθρώπων, τον παπουτσή Αναστάση  Αδριανό και την λίγο μοδίστρα και οικιακή βοηθό Μαρία. Το κοριτσάκι μεγαλώνει με αγάπη και γεμίζει φως όχι μόνο τη ζωή των γονιών του, άλλα και όποιων τη συναντήσουν. Ζαχαρένια, όμορφη, χαϊδεμένη έχει το αγγελικό χάρισμα να σαγηνεύει όποιον τη πλησιάσει. Κάποτε η μαμά Μαρία την παίρνει μαζί της στο σπίτι του σπουδαίου  δικηγόρου Λεονάρδου, στο μεγάλο αρχοντικό, στην Πλάκα, που έχει μέσα φίνα αντικείμενα και οι κάτοικοι του ζουν όλο χάρη, ανάμεσα σε πορσελάνες, κρύσταλλα, βελούδα και κουρτίνες σαν σύννεφα. Η «Κυβελίτσα», θαυμάζει όλο παιδική χαρά την ομορφιά γύρω της. Απ τους χωμάτινους δρόμους του Αγίου Παντελεήμονα που ζει όλο και πιο συχνά σκορπίζει ήλιο στο μεγάλο αρχοντικό, που είναι βουτηγμένο σε θλίψη, οδύνη, σπαραγμό. Η οικογένεια έχει χάσει το μονάκριβο γιο, κάπου σε ατύχημα περιπλάνησης,  στην Βραζιλία. Οι μέρες δεν έχουν σκοπό για τους σακατεμένους γονείς. Και ένα κοριτσάκι σα πεταλούδα, όλο αθωότητα, κάποτε αφημένο σε ένα δρόμο, παρατημένο, ανεπιθύμητο, βρίσκει πια άλλους δυο, στους οποίους φωτίζει τη ζωή. Τους λέει ιστορίες και κάνει αστεία για να τους βλέπει να γελούν και να χάνουν τα μάτια τους εκείνη τη συννεφιά της τεράστιας μελαγχολίας. Τους χορεύει, τους σκαρώνει θεάματα φαντασμαγορικά τάχα, άλλα τόσο υπέροχα στην αφέλεια τους.

Πολλοί γονείς για το ορφανό που είχε ένα φίλημα του Θεού στο μέτωπο

Οι Αδριανού θέλουν να τη κάνουν μοδίστρα, γιατί έχει σπάνιο γούστο και αγαπά κάθε τι ωραίο. Συνδυάζει χρώματα και υλικά και πάντα κάτι καινούργιο βρίσκει το πολυμήχανο μυαλουδάκι της για να στολίσει και το πιο ταπεινό φορεματάκι. Θα ναι ανεξάρτητη, θα μπορεί να βιοποριστεί, θα χει δύναμη τα χέρια της. Οι Λεονάρδου πάλι βλέπουν στην μικρή ένα σπάνιο ταλέντο, μια μεγάλη δύναμη τέχνης, ένα φίλημα του Θεού στο μέτωπο της για τα υψηλά και τα ιδανικά. Θα μορφωθεί όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, θα τελειώσει τη σχολή Χιλ και οι κορυφαίοι της απαγγελίας, της ορθοφωνίας και της μουσικής θα την αναλάβουν σε ιδιαίτερα. Θα γίνει ηθοποιός. Βραβεία απ τη πρώτη της εμφάνιση. Θρίαμβοι σε κάθε παράσταση. Μια γενιά σαγηνευμένη από τη μοναδική της χάρη. Η Κυβέλη που κάποτε δεν αγαπούσε κανείς, είχε πια όλου του κόσμου την αγάπη. Λένε, πως τα ορφανά κορίτσια, τα υιοθετεί ο ίδιος ο Θεός και τα προσέχει. Στην μεγάλη περίπτωση εκείνης που ο μέγας Κωσταντίνος Χρηστομάνος, έλεγε πως η φωνή και οι κινήσεις της έκλειναν υπόσταση την ιδιά των ψυχών, όμως, υιοθετήθηκε από τον Θεό του θέατρου…  Στα χρόνια της τεράστιας λάμψης, εκείνη η περίκομψη καλλονή, που παντρεύτηκε έναν σπουδαίο πρωθυπουργό,  που πιο πριν εγκατέλειψε τα πάντα για να ακολουθήσει έναν άλλον ερωτά στο Παρίσι, που οι βενιζελικοι με αυτή μούσα, σκοτώνονταν στους δρόμους με τους αντιβενιζελικους και μούσα τους την Μαρίκα Κοτοπουύλη, που δέχτηκε ύμνους απ τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής, που ράπισε τους χουντικούς, όταν αρνήθηκε να κηδέψουν τον Γιώργο Παπανδρέου με δικά τους έξοδο, αυτή λοιπόν, εκείνη λοιπόν, πάντα μέσα της, ήταν ένα παρατημένο κοριτσάκι, που φοβόταν πως μπορεί να μείνει, ξανά, χωρίς αγάπη. Ξεκίνησε ανεπιθύμητη, για να είναι η πιο ποθητή μιας εποχής, αλλά αν πράγματι, οι επιστήμονες έχουν δίκιο και ο χρόνος διαρκεί πάντα, σε μια άκρη του, ένα παρατημένο μωρό κλαίει για πάντα, σε κάποιο δρομάκι…

Όταν η σφαίρα δε βρήκε τον Βασίλη Αυλωνίτη

Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννήθηκε στο Θησείο στα 1904. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά κι από μικρό παιδί, υποχρεώθηκε μαζί με τον αδελφό του Αντώνη, για να επιβιώσουν, να κάνουν δουλειές του ποδαριού. Λέγεται ότι δεν ήξερε να διαβάζει και γι’ αυτό σπάνια έπαιζε πρόζα και βγήκε στο μουσικό θέατρο, ενώ οι περίφημοι αυτοσχεδιασμοί είχαν ως αιτία πως επειδή δεν ήξερε ανάγνωση, ξεχνουσε τα λόγια που του διάβαζαν άλλοι. Ήταν ένα αυθεντικό ταλέντο που ευτυχώς διασώθηκε μέσα από πάρα πολλές κινηματογραφικές συμμετοχές. Υπήρξε, ως νέος, ένας από τους πλέον ωραίους άνδρες της Ελλάδας. Παντρεύτηκε νωρίς, μια καλλονή, την χορεύτρια, την Πόπη Εξηνταβελώνη. Όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν καλά για το κάποτε εγκαταλειμμένο αγόρι, που έγινε πρωταγωνιστής και ωραίος της Αθήνας. Και όμως…

Η απόπειρα δολοφονίας του πάνω στη σκηνή

… Ήταν 1931. Τέλειωνε ο καιρός του Ελευθερίου Βενιζέλου, στην εξουσία. Ο λαός αντιμετώπιζε τεράστια οικονομική κρίση. Πείναγε. Φορολογούνταν. Ώσπου κηρύχτηκε χρεοκοπία! Οι εξουσιαστές του και οι πολιτικοί του ήταν μπλεγμένοι σε σκάνδαλα και η σκανδαλολογία, κυριαρχούσε στις εφημερίδες όπου κάτι ταλαίπωροι δημοσιογράφοι έκαναν τη δουλειά τους και κυρίως έκαναν ισχυρούς εχθρούς. Στο θέατρο Περοκέ, ο κόσμος όμως, έτρεχε να ακούσει τα νούμερα, που κάθε μέρα σχεδόν ανανεώνονταν και να ξεφωνίζουν τους πολικούς, στην «Κατεργάρα». Μεγάλη επιτυχία έκανε ο 27χρονος Βασίλης Αυλωνίτης, με το νούμερο του «απ’ τους πολιτικούς βγήκαν τα κολοκύθια». Μίλαγε για τα σκάνδαλα, έλεγε ονόματα, κυρίως τα βάζε με έναν υπουργό, τον Γαλόπουλο και το «σκάνδαλο της κινίνης». Μέσα φώτα και λούσα και καταγγελία αστεία, ικανά να ρίξουν κυβερνήσεις. Έξω; Σκοτάδια, παρακράτος και αιώνιοι Εφιάλτες – Κοτζαμπάσηδες με το φόνο στα μάτια. Πρώτη σειρά στο νούμερο του Αυλωτή, κάθονται οι τέσσερις άντρες. Απ την πρώτη σειρά, σηκώνονται και ανεβαίνουν στην σκηνή. Το όπλο, πριν καλά κρυμμένο, στοχεύει τον ηθοποιό στο κεφάλι. Ρόπαλα σπάνε τη σκηνή. Ο κόσμος χειροκροτεί. Λέει στο νούμερο θα είναι! Ένας 35χρονος, άντρας, τεχνικός, ο Παναγιώτης Μωραΐτης, βγαίνει να δει τι γίνεται στη σκηνικό. Ο Αυλωνίτης σκύβει και τρώει αυτός την σφαίρα, μοιραία, να κάνει αυλαία στην ζωή του. Οι τέσσερις πυροβολούν πια τύφλα. Το κοινό ουρλιάζει και σπρώχνεται προς την έξοδο. Ο Αυλωνίτης συγκλονίζεται. Χάθηκε μια ζωή και φταίει, λέει. Δε θέλει να ξανανέβει στην σκηνή. Η επιθεώρηση είναι χαρά και γέλιο, όχι θάνατος, όχι αιματοβαμμένη η αυλαία της. Οι συλλήψεις αργούν. Το κουτί της Πανδώρας ανοίγει, στα δικαστήρια και δεν έχει στο βάθος του, δώρο στους ανθρώπους, ελπίδα, αλλά μόνο φόβο. Σχέδια δολοφονιών, λίστες με ονόματα, ηθοποιοί, διευθυντές εφημερίδων, οι ταλαίπωροι δημοσιογράφοι, διανοούμενοι. Δυο αθωώθηκαν και δυο δικάστηκαν για εφτά χρόνια. Βγήκαν νωρίτερα!  Επίσημα η δικαιοσύνη και οι ανακριτικές αρχές απάντησαν πως υπεύθυνη ήταν η σάτιρα και όχι οι δράστες! Τότε εκδόθηκε και ο γνωστός νόμος “περί τύπου” που περιελάβανε και το θέατρο στην επακόλουθη λογοκρισία. Ο 27χρονος Βασίλης Αυλωνίτης, δεν θέλει να ξαναβγεί στη σκηνή. Εγκαταλείπει το θέατρο και τη σύζυγό του, την Πόπη…

Ένας έρωτας, μια εξαφάνιση, ένα μεγάλο σκάνδαλο

Συμπαραστάτρια στο σοκ και στην θλίψη του, μετά την απόπειρα εναντίον, θα σταθεί μια παθιασμένη θαυμάστρια του. Ήταν η Νίτσα Παπαδοπούλου, μια βαθύπλουτη χήρα απ την Αίγυπτο. Μαζί έζησαν ένα ανεξέλεγκτο ερωτικό πάθος που του αφέθηκαν χωρίς να υπολογίσουν κόστος. Ο Αυλωνίτης κάνει μέρες να εμφανιστεί στο σπίτι. Με μια επιστολή ενημερώνει την σύζυγο του πως έφυγε για τη Μασσαλία με το ατμόπλοιο «Πατρίς», ακολουθώντας τον μεγάλο έρωτα, που η μοίρα όρισε για εκείνον. Της ζητά να τον αφήσει ελεύθερο και να δείξει κατανόηση. Την ενημερώνει πως θα ζήσει στο Παρίσι και πως η αγαπημένη του, του έγραψε όλη της, την περιουσία της, ενώ θα την αποζημιώσει δίνοντας της, το τεράστιο για την εποχή των 100.000 δραχμών. Η Πόπη δεν πήρε ποτέ τα λεφτά, που της υποσχέθηκαν και γνωστοποίησε το θέμα στον τύπο της εποχής. Η κοσμική Αθήνα βοούσε και οι φήμες έλεγαν πως η Παπαδοπούλου είχε προκαταβάλει στον Αυλωτή 200.000 δρχ για να την ακολουθήσει στη Γαλλία. Κάποιοι άλλοι έλεγαν πως η κατάθλιψη για τον άδικο θάνατο του τεχνικού στο θέατρο και  ο φόβος της επίθεσης εναντίον, τον έκαναν να παρασυρθεί. Κανείς δεν ξέρει τι συνέβηκε στα χρονιά που έζησε στο Παρίσι και πως κατέληξε το ειδύλλιο με την πλούσια Νίτσα. Όταν θα επιστρέψει, πάντως στην Ελλάδα, θα είναι παντρεμένος με τη Γιογιό, μια Ελληνογαλλίδα η οποία έμεινε δίπλα του μέχρι το τέλος της ζωής του. Μαζί απέκτησαν και δύο παιδιά, τον Γιάννη και την Ελένη. Ο Βασίλης Αυλωνίτης επέστρεψε στην σκηνή για λόγους βιοπορισμού και πάντα προτιμούσε τον κινηματογράφο και τα στούντιο. Κι όμως κάθε κρότος, για πάντα τον έκανε να πετάγεται και να τρέχει να προστατέψει τους κοντινούς του στη σκηνή. Μη και άλλη σφαίρα ψάχνει το δικό του σώμα και ξεστρατίσει…

Ο Βασίλης Λογοθετίδης, ήταν μέχρι τέλους, ο πιο μοναχικός άνθρωπος

 Να παίζει με κάθε ανάσα, βλεφάρισμα, ή μάλλον να μη παίζει αλλά να είναι, να σε κάνει να γελάς και ταυτόχρονα να βουρκώνεις, να ‘χει αγνότητα, τρυφερότητα, αυθορμητισμό  και συνάμα αγωνιστικότητα, κακοτυχία και να βγάζει γέλιο. Ένα γέλιο με ποιότητα από τότε που ο κόσμος ήταν μεν ασπρόμαυρος αλλά όλο αποχρώσεις και αθωότητα!  Ο Βασίλης Λογοθετίδης, λεγόταν Ταυλαρίδης, Πόντιος που γεννήθηκε το 1898 στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και για να μεγαλώσει και να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη. Το 1919 θα βγει θριαμβικά στο θέατρο και θα αλλάξει το επώνυμο του σε Λογοθετίδης. Θα παίξει σε περισσότερα από 200 ξένα θεατρικά έργα, σε 110 κωμωδίες Ελλήνων συγγραφέων και μόλις 12 κινηματογραφικές ταινίες, για να τον θυμόμαστε όλοι οι επόμενοι του, όσο εκείνοι που τον λάτρευαν στο θέατρο! Ο Βασίλης Λογοθετίδης, όταν βρισκόταν στη σκηνή, ήταν ο ρόλος του και αρκούσε ένα βλέμμα, μια αναπάντεχη σιωπή, μια αδιόρατη σχεδόν γκριμάτσα για να κάνει το κοινό να ξεκαρδιστεί και τον αποθεώσει. Ο σημαντικότατος συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ποιητής, κριτικός και εκπαιδευτικός Ι.Μ Παναγιωτόπουλος έγραψε για τον Βασίλη Λογοθετίδη την ευτυχέστερη επιγραμματική κριτική που μπορεί να τιμήσει ηθοποιό, πως  «υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε το λαό και που έπαιξε για το λαό»… Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν απέκτησε παιδιά. Αγάπησε με θυελλώδη τρόπο την συμπρωταγωνίστρια του Ίλια Λιβυκού, εκείνη την ξεχωριστή για την εποχή γυναίκα που από διακεκριμένη αθλήτρια, σπούδασε Νομικά και έγινε ηθοποιός τελειώνοντας, κόντρα στις επιθυμίες της οικογενείας της, με άριστα την σχολή του Εθνικού. Κόντρα στις επιθυμίες όμως, όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και μιας κοινωνίας ολόκληρης η Ίλια Λιβυκού, χώρισε από τον σύζυγο της με τρία παιδιά και δεν μίλησε ποτέ δημόσια για τα αισθήματα της για τον Βασίλη Λογοθετίδη. Εκείνος, έμενε στο Παλιό Φάληρο. Πάντα μοναχικός! Πάντα ιδιαίτερα σιωπηλός. Εκτός κι αν βρισκόταν στη σκηνή. Δεν του άρεσαν οι κοσμικότητες ακόμα και στην απλούστερη κοινωνική σύμβαση τους.  Είχε δυο αδέλφια. Μια αδελφή στην Αμερική και έναν αδελφό, πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Δύσκολα τα ταξίδια, με τα χρόνια ξέχασε τον ήχο της φωνής τους και αν του μοιάζανε. Κάθε μέρα έτρωγε μοναχός του, σιωπηλά και τελετουργικά σχεδόν, σε ένα εστιατόριο κοντά στο σπίτι του.

Μια καρδιά που πονούσε και η αυτοκαταστροφή

Είχε την καρδιά του. Οι γιατροί του είπαν να μη πίνει και να μη καπνίζει. Τα μείωσε και τα δυο. Του είπαν να μη παίζει θέατρο. Αδύνατον! Γιατί για εκείνον τον μοναχικό, μικροσκοπικό, όλο ευαισθησία άνδρα «η ώρα της πικρής μοναξιάς κάνει πιο ανθρώπινη την άλλη  ώρα, εκείνη του γέλιου», όπως έγραφε ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ξανά. Και έπαιζε συνεχώς. Ετοιμαζόταν μες στη σιωπή και ανέβαινε απ το Φάληρο στο κέντρο της Αθήνας να συναντήσει, κάθε απόγευμα, ένα κοινό που τον λάτρευε. Και καμία φορά, ξεχνιόταν και έπινε, πάλι, λιγάκι παραπάνω.  Ο μέγας και αναντικατάστατος θεατράνθρωπος Δημήτρης Μουράτ έγραψε για τον Βασίλη Λογοθετίδη, τον φίλο του, στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, που αρθρογραφούσε τον Μάρτιο του 1963 : «… Ο Λογοθετίδης δεν ήταν, φυσικά, αλκοολικός, αλλά έπινε πολύ, κι όταν ακόμα του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι φεύγαμε μαζί από το θέατρο Μουσούρη. Είχεν εγερθή κάποια διαφορά μεταξύ του Κώστα Μουσούρη και της τριάδας Λαμπέτη – Παππά – Χορν για τη «Λουίζα Μίλερ» του Σίλερ. Την είχαν αναγγείλει και τη διεκδικούσαν και οι δύο θίασοι. Αποφασίσαμε να λύσουμε τη διαφορά με διαιτησία και οι αντίδικοι δέχτηκαν τον μακαρίτη, την Κατερίνα και μένα. Φεύγοντας απ’ το θέατρο της πλατείας Καρύτση, σταθήκαμε στου Αγαλλιώτη, γιατί του είχε κοπεί λίγο η ανάσα. Είχε πιει πολλά ούζα στη διάρκεια της συνεδριάσεως και τον είχε λίγο πειράξει. Τότε, με το θάρρος της παλιάς φιλίας, τον ρώτησα γιατί αυτοκτονεί… «Το είπες, αυτοκτονώ» μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς ίχνος ρομαντικής διαθέσεως. Λίγοι, στενοί κοινοί φίλοι, πληροφορήθηκαν αυτή τη στιχομυθία. Και ξέραμε πια πως κάθε προσπάθεια να τον πείσουμε να ξεκουραστεί κανένα καλοκαίρι θα ήτανε μάταιη, αφού είχαμε μαντέψει πως ήθελε να πεθάνει στη σκηνή. Πώς μπορούσε να συνταιριαστεί η ηθελημένη αποχώρηση από τη ζωή με μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, τη θρησκευτικότητα, δεν κατάλαβα. Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια, να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξη που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν. Ίσως αυτός ο αργός θάνατος να μην του φαινότανε, έξω από τις λίγες στιγμές που το συνειδητοποιούσε από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, πραγματική αυτοκτονία. Ποιος ξέρει; Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο, αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώσει τη βαρημένη ψυχή του…»…

Η τελευταία παράσταση

Παλαιό Φάληρο. 20 Φεβρουαρίου 1960. Ο ηθοποιός δεν είναι μόνος στο σπίτι. Ανάσα κοντά, στην στέγη του από κάτω η γυναίκα που έκανε τις οικιακές δουλειές. Ετοιμαζόταν στο μπάνιο ώρα για να πάει στο θέατρο. «Ο τελευταίος τίμιος». Αυτή ήταν η παράσταση που έπαιζε. Η τελευταία παράσταση! Την ώρα που ξυριζόταν, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η γυναίκα, καθώς ξεσκόνιζε και έκανε τις δουλειές της, άκουσε έναν γδούπο. Έτρεξε στο μπάνιο. Ο ηθοποιός ήταν, ήδη, νεκρός… Δεν πρόλαβε να πεθάνει στο θέατρο μέσα, στο σανίδι επάνω όπως σε όλους έλεγε πως επιθυμούσε. Πέθανε όμως ενώ ετοιμαζόταν για αυτό… χωρίς χειροκρότημα… με την προσμονή άλλης μιας, της τελευταίας αυλαίας… Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ζητά η σωρός του Βασίλη Λογοθετίδη να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα και η κηδεία του να γίνει δημοσία δαπάνη. Το κοινό είναι απαρηγόρητο και ο θεατρικός κόσμος της χώρας σε πένθος!… Η Μαίρη Αρωνη είπε πως στη γενιά της δε θα υπάρξει άλλος, ο Κουν μίλησε για το θρύλο της σκηνής, ο Ηλιόπουλος αναγνώρισε μεγαλείο… 50.000 Αθηναίοι, εκείνο το κοινό που για χάρη του γινόταν όλα, ήταν εκεί, στο Α Νεκροταφείο σε ένα αντίο με το οποίο ελάχιστοι θεατρίνοι στον κόσμο έχουν  τιμηθεί. Λουλούδια, στεφάνια, υπουργοί, το Παλάτι, πρωταγωνιστές, σπουδαίοι καλλιτέχνες. Και ανάμεσα σ όλα ένα μεγάλο αλλά λιτό, λευκό στεφάνι: «ανώνυμος θεατής απ’  την πλατεία». Ήταν 62 ετών. Ήταν ο μεταπολεμικός Έλληνας, που πάλευε την μιζέρια και κοιτούσε μπροστά, όλο ελπίδα. Ήταν σαν το παππού, σα τον μπαμπά μας, σαν εμάς. Ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Και επειδή δεν είχε κανέναν στον κόσμο οι πολιτικοί και οι μεγαλόσχημοι δεν είχαν σε ποιον να δώσουν συλλυπητήρια στην κηδεία. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία πλησίαζαν τους άλλους ηθοποιός που δέχονταν τα συλλυπητήρια τους. Πενθούσαν… είχαν χάσει άνθρωπο… Μόνος του ξανά…

Ο Παντελής Ζερβός και το κοριτσάκι του που θάφτηκε ζωντανό

 Ο Παντελής Ζερβός, έζησε πίκρα και απώλεια από νωρίς στη ζωή του, από όταν γεννήθηκε, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1908 στη Περαχώρα Λουτρακίου. Την μάνα του, την έχασε 4 μόλις χρόνων, χωρίς  προλάβει να χει ανάμνηση της. Ο πατέρας του, που ήταν παπάς, πέθανε, όταν ο Παντελής ήταν 8 ετών, σε ηλικία που καταλάβαινε τι σημαίνει να χεις σπίτι και να το χάνεις, γονιό που σε φροντίζει και να σε κλείνουν σε ορφανοτροφείο. Οι συγγενείς δεν είχαν χώρο για εκείνον. Τον έβαλαν στον Τζάνειο. Θα διαλέξει να φύγει και να αγωνιστεί μονάχος, δουλεύοντας και διαβάζοντας, μικρό παιδάκι αυτό σε έναν μεγάλο, σκληρό κόσμο. Θα πηγαίνει στο Σχολαρχείο, θα το τελειώσει, θα κάνει ότι δουλειά βρίσκει χωρίς να βαρυγκωμά. Μαθαίνει τέλεια αγγλικά, μελετώντας μόνος του. Θα υπηρετήσει στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό. Με τη στολή του ναυτικού, αφού διακριθεί σε διαγωνισμό ταλέντων της Λυρικής, γιατί είχε σπουδαία φωνή, θα πάει να δώσει εξετάσεις στο νέο και πολλά υποσχόμενο Θέατρο Τέχνης.  Ο Κουν θα ακούσει ένα γάργαρο νεανικό γέλιο, ενώ εξετάζει. Θα βγει να δει ποιος γέλασε τόσο ιδιαίτερα. Ένας ναύτης! Θα γίνει από τους θεμέλιους λίθους του Τέχνης. Επίδαυρος πολύ! Κλασσικό ρεπερτόριο και δύσκολοι ρόλοι. Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης,  Ελληνική Σκηνή του σπουδαίου Ροντήρη, δικό του θίασος και κάποτε και μέχρι το τέλος της ζωής του, πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου! Ήταν θερμός οπαδός του Παναθηναϊκού. Κάπνιζε και του άρεσε η παρέα και το καλό φαγητό. Πήρε βραβεία, παράσημα απ το ελληνικό έθνος, γνώρισε τιμές. Και σακατεύτηκε για πάντα η ζωή του, από τη θέληση μιας κακής μοίρας, που τον βάραινε πάντα με απώλειες, απόγνωση και ορφάνεια.

Ο μεγάλος σεισμός της Σαντορίνης και ο σπαραγμός της τσακισμένης στα συντρίμμια Ευδοξίας 

Ο Παντελής Ζερβός είχε νέος ερωτευτεί την ωραία Μαρία του, μια μελαχρινή καλομεγαλωμένη Σαντορινιά. Κάναν τρείς κόρες. Τρεις χαϊδεμένες μικρούλες που έμοιαζαν να ζουν μόνο καλοκαιριά σε Φάληρο και Σαντορίνη. Ταξίδια, παιχνίδια, βιβλία, κούκλες, μεγάλοι λευκοί φιόγκοι στα μαλλιά, ελευθερία στα βράχια της Θήρας, μπλε και πορτοκαλί. Όπως η θάλασσα και ο ήλιος. Ο Παντελής στις τέσσερις γυναίκες του, χατίρι δε χαλάει! Σίγουρος πως διασκεδάζουνε το καλοκαίρι τους στην Σαντορίνη, εκείνος δουλεύει πυρετωδώς για άλλη μια μεγάλη παράσταση στην Επίδαυρο. Είναι Ιούλιος του 1956. Ο φονικός σεισμός, πρωί Δευτέρας, ζηλεύοντας το νησί, το ισοπεδώνει όλο! Χαλασμός και ερείπια, μέσα σε στιγμές. Το μικρό κορίτσι, η Ευδοξία, θάβεται στο σπίτι των παππούδων της, τσακισμένο κορμάκι στα χαλάσματα, θαμμένο κάτω από τόνους σκόνης, ξύλου, ασβέστη. Δεν πρόλαβε, μικρό αυτό, να πηδήξει έξω όπως η μάνα του και οι αδελφές του! Πρωί χάθηκε το κορίτσι, που για άλλους ήταν 8 ετών και για άλλους 11. Τι σημασία έχει, αστεράκι ήταν και έσβησε και πάει… Βράδυ, λίγο πριν βγει ο πατέρας στην σκηνή, να μετρηθεί με τους ρόλους και το κοινό, να ιδρώσει για την τέχνη, να περάσει πάθη για τους ανθρώπους, για την κάθαρση τους, τα νέα απ τη Σαντορίνη έχουν φτάσει. «…Σκοτώθηκε η Ευδοξούλα», του ψιθυρίζουν, ενώ πατάει το σανίδι. Σαν υπνωτισμένος, βγαίνει στο φως της παράστασης. Παίζει. Τελειώνει. Υποκλίνεται. Το κοινό δεν ξέρει… το κοινό μόνο θέλει… Οκτώ φορές, εκείνο το βράδυ, τον ζητάνε στη σκηνή για τον χειροκροτήσουν. Σε ύπνωση βαθιά σχεδόν και τις οκτώ φορές υποκλίνεται μπροστά τους! Σαν σωπάσουν τα παλαμάκια, γυρνά στο καμαρίνι του. Η ύπνωση τελειώνει. Σωριάζεται λιπόθυμος στο πάτωμα. Πότε πια δεν θα είναι ο ίδιος. Όμως, το βάσανο δεν τέλειωσε εδώ. Σαν τους τραγικούς ήρωες που έβλεπε τα παθήματα τους στην Επίδαυρο, οι θεοί είχαν και άλλον, περισσότερο πόνο για αυτόν… Η Μαρία σακατεμένη, μοιάζει να μην αντέχει άλλον σπαραγμό. Εκείνη βγήκε, σώθηκε. Και άφησε πίσω το παιδί! Ποιος ξέρει σε τι βάθη ωκεανών θλίψης βυθιζόταν η ψυχή της. Δεν ξαναπήγε στην Σαντορίνη! Να προστατεύει ότι μπορεί, παλεύει ο Παντελής Ζερβός και τρία χρόνια μετά το θάνατο του παιδιού, πήγαινε εκείνος στο νησί για την εκταφή. Και εκεί, στα ηφαιστειώδη βράχια της Θήρας, η τραγωδία κορυφώνεται καταστροφικά. Το παιδί είχε θαφτεί ζωντανό! Ο σκελετός της δεν ήταν ανάσκελα, αλλά στο πλάι, γιατί το κορμάκι γύρευε να βρει διέξοδο και να σωθεί και το στόμα ήταν ανοιχτό στην εναγώνια προσπάθεια για να πάρει ανάσα. Το σήκωσαν απ τα ερείπια, το κοίταξαν, τραυματισμένο και χωρίς αισθήσεις και το έθαψαν βιαστικά γιατί οι αρχές φοβόταν τις μολυσματικές ασθένειες απ τις σωρούς των σκοτωμένων. Τα τραύματα της Ευδοξούλας δεν ήταν θανατηφόρα. Άνοιξε τα μάτια, προσπάθησε να γεμίσει τα πνευμονία της, πάλεψε για λίγο και τελικά παραδόθηκε, από ασφυξία, στο σκοτάδι.

Το μεγάλο μυστικό του πως το παιδί θάφτηκε ζωντανό

Ο Παντελής Ζερβός κράτησε, αυτή την αποτρόπαιη και ασήκωτη για γονιό αλήθεια, μυστικό απ την Μαρία του και από τον κόσμο όλο. Μόνο λίγο πριν το θάνατό του εξομολογήθηκε αντί για παππά σε δημοσιογράφο ένα δειλό, σκεπτικό:  «…εκείνες τις τραγικές μέρες στη Σαντορίνη, όποιον σκουντούσαν και δεν σάλευε, τον έθαβαν αμέσως για λόγους υγείας καθώς τα μέσα ήταν ανύπαρκτα…». Συνέχισε να παίζει, να παίρνει υμνητικές κριτικές, να συναντιέται με τα ιερά τέρατα της εποχής σαν ίσος, να δημιουργεί, να ζει, να λαμβάνει βραβεία και παράσημα. Και πριν κλείσει τα μάτια του, έναν βαρύ χειμώνα, ήξερε πως είχε από καιρό πεθάνει, εκεί στο βράχο της Σαντορίνης, σκύβοντας πάνω από ότι είχε απομείνει από το παιδικό κορμί του παιδιού του. «Ο Χρόνος τα παίρνει στο τέλος όλα, είτε μας αρέσει, είτε όχι», λοιπόν, αλλά τώρα, όσες φορές κι αν δούμε τον Ζερβό στις ταινίες του στις τηλεόραση, πώς να μη σταθούμε σε εκείνη την αδιόρατη μελαγχολία στα μάτια του, σαν οι σκιές μέσα του να παλεύουν για ανάσες…

Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, πεθαμένος καιρό πριν τον αναζητήσουν

 Ήταν το όγδοο παιδί απ τα δέκα μιας οικογένειας στο Διακοφτό, που αγωνιζόταν να επιβιώσει. Άριστος αθλητής, στο ακόντιο και στο ποδόσφαιρο, λάτρευε τα αρχαία, που τα χε γνωρίσει διαβάζοντας Ηρόδοτο σε μια εφημερίδα που είχαν τυλίξει ψάρια για να τα πάει στο σπίτι. Μια ερασιτεχνική παράσταση στο σχολείο, ένα κορίτσι που τον φίλησε για συγχαρητήρια και το φιλί της ήταν ότι πιο γλυκό και ευωδιαστό του χε συμβεί! Ψέματα στο γονείς και νάτος στο ελληνικό θέατρο, σπουδαίος, ξεχωριστός, αγαπημένος και τόσο μοναχικός! Αυτός που σκόρπιζε το γέλιο, γελούσε ο ίδιος στη ζωή του και απέφευγε την μεμψοιρία και την μιζέρια, είχε ζήσει τον μεγάλο πόλεμο στο Αλβανικό μέτωπο. Πολέμησε στη Χιμάρα. Είδε νέους άνδρες, σχεδόν αγόρια, να πεθαίνουν δίπλα του. Έζησε το χαλασμό, τη τρέλα και τέλος, την ήττα. Με τα πόδια γύρισε απ την Αλβανία στο Διακοφτό και στον μοναχικό, όλο πείνα και κατεβασμένα κεφάλια, ατέλειωτο σχεδόν δρόμο του, ήξερε ήδη πως θα μείνει μόνος στη ζωή. Το είχε αποφασίσει.

Από ήρωας στο πόλεμο, ριψοκίνδυνος πρωταγωνιστής στη Κατοχή

Όταν η Ελλάδα βρισκόταν πλέον υπό γερμανική κατοχή και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, επιστρέφει στο θέατρο, για επιβίωση και για παρηγοριά σε ένα κοινό που υπέφερε σα να μην ξημέρωνε πια και όλα ήταν νύχτα.   Η παράσταση που πρωταγωνιστούσε, κάνοντας τον Βρουμ, που θα πει σκουλήκι, έκανε τεράστια επιτυχία.  Ένα βράδυ, ανάμεσα στο κοινό βρέθηκε και ο Γερμανός διοικητής της Βορείου Ελλάδας, ο διαβόητος Μαξ Μέρτεν, ένας εγκληματίας πολέμου, που έστειλε στο Άουσβιτς 50.000 Έλληνοεβραίους της Θεσσαλονίκης αφού, λεηλάτησε τις περιουσίες τους, που η συνολική τους αξία ξεπερνούσε τότε τα 125.000.000 χρυσά φράγκα. Ο φρικαλέος αυτός εγκληματίας,  κάποια χορδή ανθρωπιάς, ζωντανή, ένιωσε να πάλλεται εντός του, βλέποντας την ερμηνεία του Παπαγιαννόπουλου. Όταν έπεσε η αυλαία, ο «δήμιος της Θεσσαλονίκης» θέλησε να συγχαρεί τον ηθοποιό, που του είχε τραβήξει την προσοχή. Οι προσπάθειες του απεσταλμένου του Μέρτεν να έρθει σε επαφή με τον Παπαγιαννόπουλο, έπεσαν στο κενό. Αρχικά ο ηθοποιός ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του, γιατί άλλαζε ρούχα. Ο γερμανός απεσταλμένος επέμεινε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μεταδώσει προφορικά το μήνυμα του Μέρτεν προς τον Παπαγιαννόπουλο. Το μήνυμα του ναζί έλεγε: «Τον ρόλο αυτό στη Γερμανία τον παίζει ο καλύτερος ηθοποιός που έχουμε, αλλά σε ορισμένες σκηνές ο δικός σας, δηλαδή ο Παπαγιαννόπουλος, ήταν καλύτερος. Και αυτό έγκειται στην πονηριά και στην καπατσοσύνη την οποία έχει ο Έλληνας». Η απέχθεια του ηθοποιού φάνηκε με το μην ανοίξει ποτέ η πόρτα του για τον κατακτητή με κάθε κόστος για τον ίδιο, που είχε γνωρίσει ήδη, πόλεμο, ήττα, πίκρα και μια ζωή αγέλαστη στην κατάκτηση.

Ο απελπισμένος έρωτας για την Καλουτά, η επιλογή της μοναχικότητας και ένα τέλος ερημιάς

Κάποτε ερωτεύτηκε την καλλονή, την μοιραία Άννα Καλουτά. Την ερωτεύτηκε με σφοδρότητα, με πάθος, με λατρεία στα όρια της θρησκευτικής αφοσίωσης. Μα εκείνη ζούσε το πάθος της με τον γόη Λάμπρο Κωσταντάρα. Κλείστηκε στον εαυτό του. Δεν την διεκδίκησε. Δεν έβαλε εμπόδια. Καμία άλλη δε θα υπήρχε ποτέ εκτός απ αυτή! Όταν τον ρωτούσαν γιατί δε παντρεύτηκε απαντούσε πως ροχάλιζε και καμία δε τον ήθελε, γελώντας. Σχέσεις πολλές υπήρξαν στη ζωή του, αλλά η απόφαση της μοναξιάς του δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.  Και έτσι μόνος, έσβησε στο δυαράκι του, στον δεύτερο όροφο μια πολυκατοικίας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Να πόνεσε λίγο πριν; Να ζήτησε βοήθεια; Να κατάλαβε πως τελειώνει μονάχος, εκείνες τις μέρες του 1984, λίγο πριν τον Πάσχα; Ήταν  Μεγάλη Τρίτη όταν τον βρήκαν. Αυτός που όταν τέλειωνε το έργο είχε συνηθίσει να δέχεται χειροκροτήματα, έφυγε μέσα στη σιωπή για άλλο ένα εντελώς μοναχικό, οριστικό ταξίδι…