Εις Μνήμην διότι ηθοποιός –ότι κι αν πεις- σημαίνει Δημήτρης Χορν

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΆΝΔΡΑ ΤΣΌΛΚΑ

Δημήτριος – Ελευθέριος Χορν: 9 Μαρτίου 1921 – 16 Ιανουαρίου 1998. Ήταν σπουδαίος ηθοποιός όσο ζούσε και θρυλικός απ όταν πέθανε. Πατέρας του ήταν ο γνωστός στρατιωτικός και θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν. Νονά του η μεγάλη ηθοποιός Κυβέλη Ανδριανού. Μικρός όταν η Ελλάδα διχάζονταν σε βασιλικούς και βενιζελικούς. Οι διχασμοί έβρισκαν  πάντα αφορμές να υπάρχουν και όταν μεγάλωσε και όταν, ακόμα, έκανε έξοδο απ τη σκηνή.

Η Ρίτα, η Ελλη, η Εντίθ, η Αννα…

Παντρεύτηκε δυο φορές. Τη μια με τη Ρίτα Φιλίππου και τη δεύτερη και τελευταία με την Άννα Γουλανδρή, τη πρώην σύζυγο του πρέσβη και αυλάρχη του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄, του Λεωνίδα Παπάγου, γιό του Αλέξανδρου. Για εφτά χρόνια εκστασίαζε το κοινό, δίνοντας του υλικό για προσωπικά όνειρα, μέσα απ τον παράφορο έρωτα του με την Έλλη Λαμπέτη. Παθιασμένα τον αγάπησε και η Εντίθ Πιάφ, που ερωτικά της γράμματα προς τον ηθοποιό δόθηκαν στην δημοσιότητα πριν λίγα χρόνια. Ίδρυσε με την δεύτερη σύζυγο του το Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, με σκοπό την μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Δεν απέκτησε παιδιά. Γλέντησε, αγάπησε, ξενύχτησε, μελέτησε, γέλασε, έκανε θέατρο σπουδαίο.

«Φοιτητές» του Ξενόπουλου,  πρόβες, ένας διάλογος:

Είναι 1948 και ο μέγας Ροντήρης βάζει στη σκηνή τον Δημήτρη Χορν με την Ελλη Λαμπέτη. Τσακωμοί. Μα τι συμβαίνει;

–  Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο κύριος Χόρν δε θέλει να παίξει μαζί μου. Δεν έχω καμία αντίρρηση, αλλά τουλάχιστον να μου το πει.

– Δε θες, Τάκη, να παίξεις με την Έλλη, ρωτάει ο Ροντήρης.

– Αν θέλω, και βέβαια θέλω;

– Τότε γιατί δεν με κοιτάει στα μάτια; Δεν μπορώ να παίζω με έναν άνθρωπο που κοιτάει πάνω από το κεφάλι μου; Τι κοιτάει; Τα περιστέρια;

– Με συγχωρείτε, δεν το κάνω επίτηδες. Όπως ξέρετε, δεν βλέπω καλά.

-Τότε αφού δεν βλέπετε καλά, πως σημαδεύετε πάντα επάνω από το κεφάλι μου; Δεν μπορείτε να σημαδεύετε δέκα πόντους πιο κάτω;

-Μπορώ.

Το Σπουργιτάκι αγαπά παράφορα και γράφει ερωτικά γράμματα

Ηταν 1946. Η σπουδαία Εντίθ Πιάφ γράφει μια παθιασμένη ερωτική επιστολή στον Δημήτρη Χορν. Εκείνος, φυσικά, κύριος, δεν το ομολόγησε ποτέ. Ούτε, μάλλον, την αγάπησε το ίδιο. Με τα χρόνια μαθεύτηκε εκείνος ο σπαρακτικός, γυναικείος έρωτας, με το Σπουργιτάκι της γαλλικής τέχνης να γράφει σα να τραγουδά, απελπισμένα: “Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη, μη μου πληγώσεις την καρδιά! Μπορεί να έρθεις στο Παρίσι με την Ειρήνη, αλλά μάλλον δεν το βλέπω, έτσι θα έρθω εγώ κοντά σου το Νοέμβριο, κανείς στον κόσμο δεν θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα, όμως αυτό που πρέπει να κάνεις χωρίς δισταγμό είναι να έρθεις στην Αμερική το Δεκέμβριο, έτσι θα ξανασμίξουμε εκεί και από κει ελπίζω να σε φέρω στο Παρίσι, που όταν το γνωρίσεις θα το αγαπήσεις όσο κι εγώ, αν πας στο Λονδίνο μετά την Αμερική θα πάω κι εγώ, θα ‘θελα να ζω πολύ κοντά σου, νομίζω πως θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και πιστεύω επίσης πως σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω πως είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα…».

Για την Ρίτα

Εκείνος, ο ωραίος, ο σαγηνευτικός, ο αριστοκράτης είπε: «Την πρώτη μου γυναίκα, τη Ρίτα Φιλίππου, την απατούσα συνεχώς και της το έλεγα. Και δεν την ένοιαζε καθόλου. Μου λέει: «Αφού σου αρέσει, θέλω να κάνεις ό,τι σου αρέσει». Ο Χορν ήταν μόλις 26 ετών, και ερωτευμένος με μια νεαρή και όμορφη Ελληνίδα, γόνο της γνωστής οικογένειας επιπλοποιών της εποχής, που την δουλειά τους συνέχισε η συγγενική οικογένεια Εγγλεζάκη, τη Ρίτα Φιλίππου. Η γνωριμία τους έγινε μετά από μια παραστάσεις, όταν εκείνη τον πλησίασε με τη δίδυμη αδελφή της, Λέλα, για να τον συγχαρεί. Παντρεύτηκαν το Αύγουστο του 1942. Χώρισαν, μετά το 1953 επειδή το είχε απαιτήσει η Έλλη Λαμπέτη, αλλά κανείς τους δεν ζήτησε ποτέ από τον άλλον διαζύγιο και άργησαν πολύ να επισημοποιήσουν το τέλος του γάμου τους.   

Για την Αννα

“Είχαμε γνωριστεί πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμασταν πολύ νέοι. Θυμάμαι πως το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το αστραφτερό χαμόγελο της». Ο γάμος τους έγινε αθόρυβα, το 1967, στο παρεκκλήσι Αμαλιείου. Έζησαν μαζί 20 ευτυχισμένα χρόνια. Ο ίδιος δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατό της από καρκίνο το 1988. “Την αγάπησα πάρα πολύ” έλεγε για εκείνη μέχρι το δικό του τέλος, στις 16 Ιανουαρίου του 1998.

Για την Ελλη

“Ήμασταν μαζί επτά χρόνια. Αφόρητη ζηλιάρα. Δεν τολμούσα ούτε βλέμμα να ρίξω σε άλλη γυναίκα. Γινόταν χαλασμός. Ζήλευα κι εγώ ελεεινά. Όταν με άφησε, ήμουν σαν ταύρος εν υαλοπωλείω. Πληγώθηκε ο εγωισμός μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν την αγάπησα. Και τη θαύμαζα πολύ ως ηθοποιό. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου”.

«Συγνώμη! Δεν ήμουν καλός»!

Μέχρι τέλους βασανιζόταν με το θέατρο. Μια φορά, στο τέλος μιας παράσταση του ζήτησε απ το κοινό συγγνώμη, γιατί ήταν «άθλιος» στην ερμηνεία του. Τον χειροκρότησαν, επευφημώντας τον…  Όπως πάντα… Κάποτε είπε: «Ποτέ δεν έπαψα να πιστεύω ότι ήταν λάθος μου να γίνω ηθοποιός». Αναμετριόταν με το ταλέντο του και τα όρια… Βασανιζόταν…

Θυμήθηκε, κάποτε, τη φτώχεια

Δημήτρης Χορν: «… Έζησα πολύ φτωχικά στα παιδικά μου χρόνια. Νομίζω πως έπαιξε ρόλο θετικό. Θυμάμαι ότι υπήρχε μια εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου και έβαζα χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Πιστέψτε με, δε με έβλαψε σε τίποτα αυτό. Παιχνίδια είχα πολλά. Μου έφερνε η νονά μου, η Κυβέλη. Όμως έπαιζα και πολύ στο δρόμο. Μπάλα, ξυλίκι…»…

Είπε κάποτε πως…

Ο Δημήτρης Χορν κάποτε έλεγε: «Δεν αρκεί να θέλεις κάτι. Πρέπει να είσαι και έτοιμος να παλέψεις γι’ αυτό», «δεν είναι κακό να βασανίζεσαι. Κακό είναι να βαριέσαι», «η επιτυχία είναι εξίσου δύσκολη να τη χειριστείς, με την αποτυχία», «μη φοβάσαι το τρακ. Πηγαίνει πάντα εκεί, όπου υπάρχει ταλέντο»…

Εγραψε, κάποτε για την ύβρι, την Νέμεσι και την ερείπωση της γλώσσας…

Ο Δημήτρης Χορν κάποτε έγραψε: «… Οι ποιητές και οι λογοτέχνες δίνουν την φυσιογνωμία του έθνους. Αυτή λοιπόν τη φυσιογνωμία επιχειρούν σήμερα να την παραμορφώσουν. Δεν έχουμε φυσιογνωμία ελληνική. Υπάρχει μια νοοτροπία που θέλει να τα απλοποιήσει όλα. Κι αναρωτιέμαι γιατί; Γιατί οι άνθρωποι δεν πρέπει να μοχθούν; Γιατί ο καρπός του μόχθου περιφρονείται τόσο πολύ, ενώ  τόσο ανάγκη τον έχουμε τώρα ειδικά που ανήκουμε στην Ευρώπη και χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε τα πνευματικά όπλα; Αυτή ἡ νοοτροπία της απλοποιήσεως μας έχει οδηγήσει στο σημείο να κακοποιούμε και να εκχυδαΐζουμε τα πάντα. Είναι απελπιστικό, οδυνηρό, γι να μην πω θανατηφόρο. Αναρωτιέται λοιπόν, κανείς τι θα παραλάβει και από ποιούς η νέα γενιά με την οποία τόσο πολύ ασχολείται η παρούσα κατάσταση. Τι σκοπό έχουν άραγε οι υπεύθυνοι που μεταχειρίζονται τόσο άσχημα την γλώσσα; Τί τέλος πάντων θέλουν να παραδώσουν και από ποιούς το παρέλαβαν; Ύβρις και τίποτε άλλο χαρακτηρίζει την παρούσα κατάσταση. Ύβρις και, δυστυχώς, της ύβρεως, πάντοτε έπεται ἡ Νέμεσις. Τώρα βέβαια μιλάμε περί πολιτιστικού κόσμου, περί πολιτιστικών εκδηλώσεων. Τί θα πει πολιτιστικό; Παίζουμε με τις λέξεις. Λέμε λέξεις. Και βεβαίως πίσω απ’ αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά ένας μοναδικός σκοπός: Η ερείπωση της γλώσσας, η κατάργηση των εννοιών, ώστε οι άνθρωποι ούτε να συνεννοούνται, ούτε να μπορούν να σκέφτονται. Γιατί μόνον έτσι θα μπορούν ορισμένοι να κάνουν την δουλειά τους: Να θάψουν τον τόπο…  Είμαι Έλληνας, γι’ αυτό πονώ και υποφέρω για ότι βλέπω μπροστά μου. Για ότι αισθάνομαι να έρχεται…».

Είπαν για εκείνον

Θόδωρος Κρίτας: «Ο Χορν αγάπησε τους ανθρώπους, τη ζωή, έκανε πολλούς φίλους, στους οποίους πολλαπλά συμπαραστάθηκε. Όμως και οι άνθρωποι τον αγάπησαν όχι μόνο για την υπέροχη τέχνη του αλλά και για την ανθρωπιά που κουβαλούσε μέσα του. Όταν βρισκόταν με κάποια συντροφιά είτε την αποτελούσαν επώνυμα και σπουδαία πρόσωπα είτε απλοί ανώνυμοι φίλοι, εκείνος ήταν το κέντρο της. Κρεμόντουσαν όλοι απ’ τα χείλη του. Νόμιζες πως είχε κάποιον μαγνήτη που τραβούσε τον κόσμο γύρω του…».

Δέσποινα Γερουλάνου: «… Είχε μεγάλη αδυναμία και μεγάλο θαυμασμό στον Καραμανλή. Βγαίνανε, τρώγανε μαζί, ο Καραμανλής, ο Χατζιδάκις, ο Μινωτής, αλλά τον Καραμανλή του είχε μία ιδιαίτερη αδυναμία και τρομερό θαυμασμό, δηλαδή δεν μπορούσες να πεις κουβέντα για τον Καραμανλή, ήτανε το ίνδαλμά του…»…