Διονύσης Παπαγιαννόπουλος: Μια προαποφασισμένη μοναξιά

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Ήταν το όγδοο παιδί απ τα δέκα μιας οικογένειας στο Διακοφτό, που αγωνιζόταν να επιβιώσει. Άριστος αθλητής, στο ακόντιο και στο ποδόσφαιρο, λάτρευε τα αρχαία, που τα χε γνωρίσει διαβάζοντας Ηρόδοτο σε μια εφημερίδα που χαν τυλίξει ψάρια για να τα πάει στο σπίτι. Μια ερασιτεχνική παράσταση στο σχολείο, ένα κορίτσι που τον φίλησε για συγχαρητήρια και το φιλί της ήταν ότι πιο γλυκό και ευωδιαστό του χε συμβεί! Ψέματα στους γονείς και νάτος στο ελληνικό θέατρο, σπουδαίος, ξεχωριστός, αγαπημένος και τόσο μοναχικός! Αυτός που σκόρπιζε το γέλιο, γελούσε ο ίδιος στη ζωή του και απέφευγε την μεμψοιρία και την μιζέρια, είχε ζήσει τον μεγάλο πόλεμο στο Αλβανικό μέτωπο.

Πολέμησε στη Χιμάρα. Είδε νέους άνδρες, σχεδόν αγόρια, να πεθαίνουν διπλά του. Έζησε το χαλασμό, τη τρέλα και τέλος, την ήττα. Με τα πόδια γύρισε απ την Αλβανία στο Διακοφτό και στον μοναχικό, όλο πείνα και κατεβασμένα κεφάλια, ατέλειωτο σχεδόν δρόμο του, ήξερε ήδη πως θα μείνει μόνος στη ζωή. Το είχε αποφασίσει. Όταν η Ελλάδα βρισκόταν πλέον υπό γερμανική κατοχή και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, επιστρέφει στο θέατρο, για επιβίωση και για παρηγοριά σε ένα κοινό που υπέφερε σα να μην ξημέρωνε πια και όλα ήταν νύχτα.

Η παράσταση που πρωταγωνιστούσε, κάνοντας τον Βρουμ, που θα πει σκουλήκι, έκανε τεράστια επιτυχία.  Ένα βράδυ, ανάμεσα στο κοινό βρέθηκε και ο Γερμανός διοικητής της Βορείου Ελλάδας, ο διαβόητος Μαξ Μέρτεν, ένας εγκληματίας πολέμου, που έστειλε στο Άουσβιτς 50.000 Έλληνοεβραίους της Θεσσαλονίκης αφού, λεηλάτησε τις περιουσίες τους, που η συνολική τους αξία ξεπερνούσε τότε τα 125.000.000 χρυσά φράγκα. Ο φρικαλέος αυτός εγκληματίας,  κάποια χορδή ανθρωπιάς, ζωντανή, ένιωσε να πάλλεται εντός του, βλέποντας την ερμηνεία του Παπαγιαννόπουλου. Όταν έπεσε η αυλαία, ο «δήμιος της Θεσσαλονίκης» θέλησε να συγχαρεί τον ηθοποιό, που του είχε τραβήξει την προσοχή. Οι προσπάθειες του απεσταλμένου του Μέρτεν να έρθει σε επαφή με τον Παπαγιαννόπουλο, έπεσαν στο κενό. Αρχικά ο ηθοποιός ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του, γιατί άλλαζε ρούχα. Ο γερμανός απεσταλμένος επέμεινε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μεταδώσει προφορικά το μήνυμα του Μέρτεν προς τον Παπαγιαννόπουλο. Το μήνυμα του ναζί έλεγε: «Τον ρόλο αυτό στη Γερμανία τον παίζει ο καλύτερος ηθοποιός που έχουμε, αλλά σε ορισμένες σκηνές ο δικός σας, δηλαδή ο Παπαγιαννόπουλος, ήταν καλύτερος. Και αυτό έγκειται στην πονηριά και στην καπατσοσύνη την οποία έχει ο Έλληνας». Η απέχθεια του ηθοποιού φάνηκε με το μην ανοίξει ποτέ η πόρτα του για τον κατακτητή με κάθε κόστος για τον ίδιο, που είχε γνωρίσει ήδη, πόλεμο, ήττα, πίκρα και μια ζωή αγέλαστη στην κατάκτηση.

Κάποτε ερωτεύτηκε την καλλονή, την μοιραία Άννα Καλουτά. Την ερωτεύτηκε με σφοδρότητα, με πάθος, με λατρεία στα όρια της θρησκευτικής αφοσίωσης. Μα εκείνη ζούσε το πάθος της με τον γόη Λάμπρο Κωσταντάρα. Κλείστηκε στον εαυτό του. Δεν την διεκδίκησε. Δεν έβαλε εμπόδια. Καμία άλλη δε θα υπήρχε ποτέ εκτός απ αυτή! Όταν τον ρωτούσαν γιατί δε παντρεύτηκε απαντούσε πως ροχάλιζε και καμία δε τον ήθελε, γελώντας. Σχέσεις πολλές υπήρξαν στη ζωή του, αλλά η απόφαση της μοναξιάς του δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.  Και έτσι μόνος, έσβησε στο δυαράκι του, στον δεύτερο όροφο μια πολυκατοικίας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Να πόνεσε λίγο πριν; Να ζήτησε βοήθεια; Να κατάλαβε πως τελειώνει μονάχος, εκείνη τη μέρα, στις 13 Απρίλη του 1984, λίγο πριν τον Πάσχα; Ήταν  Μεγάλη Τρίτη όταν τον βρήκαν. Αυτός που όταν τέλειωνε το έργο είχε συνηθίσει να δέχεται χειροκροτήματα, έφυγε μέσα στη σιωπή για άλλο ένα εντελώς μοναχικό, οριστικό ταξίδι…