Θυμήσου τον ηθοποιό, θυμήσου τον Βασίλη Λογοθετίδη

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Ρίχνει για πάντα, σκανταλιάρικα, «ένα βότσαλο στη λίμνη» και είναι τρυφερός, πληγωμένος, γενναίος, ευαίσθητος, αυτός, ο «ένας ήρωας με παντούφλες», ενώ κρατά στα γόνατα του την μεσόκοπη αδελφή του και της τραγουδά για τα «ώχου ώχου τα μικρούλια, που χουν μείνει μοναχούλια» στο «Δεσποινίς ετών 39», όταν δεν παλεύει να επιβιώσει με την κάθε ελαφρόμυαλη «Σάντα Τσικίτα» ή συμφωνεί με τους τρελούς και τους φοβισμένα γενναίους και όχι με τους γνωστικούς και όλο έριδα φανατισμένους στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και αλλοίμονο μας! Βασίλης Λογοθετίδης! Να παίζει με κάθε ανάσα, βλεφάρισμα, ή μάλλον να μη παίζει αλλά να είναι, να σε κάνει να γελάς και ταυτόχρονα να βουρκώνεις, να χει αγνότητα, τρυφερότητα, αυθορμητισμό  και συνάμα αγωνιστικότητα, κακοτυχία και να βγάζει γέλιο. Ένα γέλιο με ποιότητα από τότε που ο κόσμος ήταν μεν ασπρόμαυρος αλλά όλο αποχρώσεις και αθωότητα!  

Έλληνας του διωγμού και της προσφυγιάς

Τον έλεγαν Βασίλη Ταυλαρίδη και γεννήθηκε το 1898 στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και για να μεγαλώσει και να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη. Το 1919 θα βγει θριαμβικά στο θέατρο και θα αλλάξει το επώνυμο του σε Λογοθετίδης. Θα παίξει σε περισσότερα από 200 ξένα θεατρικά έργα, σε 110 κωμωδίες Ελλήνων συγγραφέων και μόλις 12 κινηματογραφικές ταινίες, για να τον θυμόμαστε όλοι οι επόμενοι του, όσο εκείνοι που τον λάτρευαν στο θέατρο! Ο Βασίλης Λογοθετίδης, όταν βρισκόταν στη σκηνή, ήταν ο ρόλος του και αρκούσε ένα βλέμμα, μια αναπάντεχη σιωπή, μια αδιόρατη σχεδόν γκριμάτσα για να κάνει το κοινό να ξεκαρδιστεί και τον αποθεώσει. Ο σημαντικότατος συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ποιητής, κριτικός και εκπαιδευτικός Ι.Μ Παναγιωτόπουλος έγραψε για τον Βασίλη Λογοθετίδη την ευτυχέστερη επιγραμματική κριτική που μπορεί να τιμήσει ηθοποιό, πως  «υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε το λαό και που έπαιξε για το λαό»…

Μια ζωή μοναχική, σιωπηλή, με λίγες χαρές εκτός από το θέατρο

Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν απέκτησε παιδιά. Αγάπησε με θυελλώδη τρόπο την συμπρωταγωνίστρια του Ιλια Λιβυκού, εκείνη την ξεχωριστή για την εποχή γυναίκα που από διακεκριμένη αθλήτρια, σπούδασε Νομικά και έγινε ηθοποιός, τελειώνοντας κόντρα στις επιθυμίες της οικογενείας της, με άριστα την σχολή του Εθνικού. Κόντρα στις επιθυμίες όμως, όχι μόνο της οικογένειας αλλά και μιας κοινωνίας ολόκληρης η Ιλια Λιβυκού, χώρισε από τον σύζυγο της με τρία παιδιά και δεν μίλησε ποτέ δημόσια για τα αισθήματα της για τον Βασίλη Λογοθετίδη. Εκείνος, έμενε στο Παλιό Φάληρο. Πάντα μοναχικός! Πάντα ιδιαίτερα σιωπηλός. Εκτός κι αν βρισκόταν στη σκηνή. Δεν του άρεσαν οι κοσμικότητες ακόμα και στην απλούστερη κοινωνική σύμβαση τους. Είχε δυο αδέλφια. Μια αδελφή στην Αμερική και έναν αδελφό, πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Κάθε μέρα έτρωγε μοναχός του, σιωπηλά και τελετουργικά σχεδόν, σε ένα εστιατόριο κοντά στο σπίτι του. Είχε την καρδιά του. Οι γιατροί του είπαν να μη πίνει και να μη καπνίζει. Τα μείωσε και τα δυο. Του είπαν να μη παίζει θέατρο. Αδύνατον! Γιατί για εκείνον τον μοναχικό, μικροσκοπικό, όλο ευαισθησία άνδρα «η ώρα της πικρής μοναξιάς κάνει πιο ανθρώπινη την άλλη  ώρα, εκείνη του γέλιου», όπως έγραφε ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ξανά. Και έπαιζε συνεχώς. Ετοιμαζόταν μες στη σιωπή και ανέβαινε απ το Φάληρο στο κέντρο της Αθήνας να συναντήσει, κάθε απόγευμα, ένα κοινό που τον λάτρευε. Και καμία φορά, ξεχνιόταν και έπινε, πάλι, λιγάκι παραπάνω.

Κατοχή και ο αυτοσχεδιασμός του σώζει απ το αιματοκύλισμα των Ναζί

Η ηθοποιός Ολυμπία Παπαδούκα, στη διάρκεια της κατοχής έκρυβε στο θέατρο Ρεξ, όπου έπαιζε στο έργο «Φουσκοθαλασσιές» του Μπόγρη, με τον Βασίλη Λογοθετίδη, έναν μικρό πολύγραφο στον οποίο τύπωνε προκηρύξεις με κίνδυνο για τη ζωή της, αλλά και για όλους τους συντελεστές της παράστασης. Στο βιβλίο «Γυναίκες στην Αντίσταση» διηγείται πώς ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1944 το μεγάλο ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό του  Λογοθετίδη, έσωσε την ίδια και τους ηθοποιούς: «Έπρεπε να βγω στη σκηνή με ένα δίσκο που είχε μέσα γράμματα. Εγώ στο καμαρίνι μου τύπωνα τις προκηρύξεις ξένοιαστη και ήσυχη, όπως πάντα, ότι ο τσιλιαδόρος θα με ειδοποιήσει. Εκείνο το βράδυ τσίλιας ήτανε ο συνάδελφος Νάσος Κεδράκας. Ο τσίλιας όμως ξεχάστηκε, δεν με ειδοποίησε και γίνεται στη σκηνή ένα τεράστιο χάσμα που μόνο ο έμπειρος Λογοθετίδης – με αυτόν είχα σκηνή – μπορούσε να το καλύψει, λέγοντας δικά του λόγια έξω από το κείμενο του έργου. Για πόσο όμως; Κάποια στιγμή ακούω έντονες σιγανές φωνές, μα πολύ έντονες.

– Παπαδούκα … Παπαδούκα. . .

Κατάλαβα τι είχε γίνει. Είχα προξενήσει χάσμα! Με το «Παπαδούκα» που έφτασε στ’ αυτιά μου πετιέμαι τρέχοντας και κουτρουβαλώντας τα σκαλοπάτια (τα καμαρίνια ήτανε ψηλά) για τη σκηνή, ενώ συγχρόνως, όπως κατέβαινα, έβαζα τα τρικάκια στο στήθος μου και με τα χέρια μου – που ήτανε γεμάτα από το τυπογραφικό μελάνι και από την ταραχή μου δεν το είχα προσέξει – διόρθωνα τα μαλλιά μου και φρεσκάριζα το πρόσωπο να στρώσω τις πούδρες του μακιγιάζ. Παίρνω το δίσκο με τα γράμματα που μου ‘δωσε ο φροντιστής που με περίμενε στην κουΐντα και λαχανιασμένη βγαίνω στη σκηνή… Από την ταραχή μου όμως, δεν ξέρω κι εγώ πώς, ανοίγει ο μπούστος μου, ξεχύνονται τα τρικάκια από το στήθος μου κι απλώνονται χάμω στη σκηνή, χωρίς να μπορέσω ούτε λέξη να πω από το ρόλο μου. Είχα χάσει τη μιλιά μου από το πάθημά μου. Ο Λογοθετίδης, έκπληκτος από το θέαμα που παρουσίαζα και τα τρικάκια σκόρπια στη σκηνή, σκύβει, τα μαζεύει λέγοντάς μου:

– Εσύ με τα ραβασάκια σου θα μας κάψεις. Κι εσύ θα καείς και θα μας κάψεις. Τι ραβασάκια και κακό ειν’ τούτο. Άλλη δουλειά δεν κάνετε, γράφετε γράφετε…Για ξεκουράστε και λίγο τα χεράκια σας, μην το μάθει η κυρά και χάθηκες και χαθήκαμε όλοι! Ερωτιάρηδες! Θα σας το φάει το κεφάλι ο έρωτας!

Είπε και άλλα σχετικά δε θυμάμαι. Μου τα ξαναβάζει στο στήθος

– Κρύφτα. Κρύφτα μην τα δει η «κυρά»!

Με κοιτάζει στο πρόσωπο:

-Τι χάλια ειν’ αυτά μωρή; Άε πλύσου. Χάσου και πλύσου!

Έτσι, με τους σωτήριους αυτοσχεδιασμούς του Λογοθετίδη και με μια χτυπιά στον πισινό, παίχτηκε η σκηνή και καταχειροκροτήθηκε – φτιάχτηκε επί σκηνής, μα ήταν «αληθινή» αυτή η σκηνή. Οι θεατές, βέβαια, ούτε πήρανε είδηση απ’ ότι είχε πραγματικά γίνει. Φάνηκε σα να ήτανε στο έργο η κωμικοτραγική – για ‘κείνη την εποχή – σκηνή. Στην περίσταση εκείνη αποφύγαµε λοιπόν χτυπήματα από τους καταχτητές χάρη στην ετοιμότητα, την εξυπνάδα και την πείρα του μεγάλου εκείνου κωμικού, του Λογοθετίδη, που ήξερε τις εαµικές δραστηριότητες των ηθοποιών του θιάσου, όπως και όλων των ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου, που τίποτα δεν μπορούσε να τις αναχαιτίσει». …

«Το είπες, αυτοκτονώ»

Ο μέγας και αναντικατάστατος θεατράνθρωπος Δημήτρης Μυράτ έγραψε για τον Βασίλη Λογοθετίδη, τον φίλο του, στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, που αρθρογραφούσε τον Μάρτιο του 1963 : «… Ο Λογοθετίδης δεν ήταν, φυσικά, αλκοολικός, αλλά έπινε πολύ, κι όταν ακόμα του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι φεύγαμε μαζί από το θέατρο Μουσούρη. Είχεν εγερθή κάποια διαφορά μεταξύ του Κώστα Μουσούρη και της τριάδας Λαμπέτη – Παππά – Χορν για την «Λουίζα Μίλερ» του Σίλερ. Την είχαν αναγγείλει και τη διεκδικούσαν και οι δύο θίασοι. Αποφασίσαμε να λύσουμε τη διαφορά με διαιτησία και οι αντίδικοι δέχτηκαν τον μακαρίτη, την Κατερίνα και μένα. Φεύγοντας απ’ το θέατρο της πλατείας Καρύτση, σταθήκαμε στου Αγαλλιώτη, γιατί του είχε κοπεί λίγο η ανάσα. Είχε πιει πολλά ούζα στη διάρκεια της συνεδριάσεως και τον είχε λίγο πειράξει. Τότε, με το θάρρος της παλιάς φιλίας, τον ρώτησα γιατί αυτοκτονεί…

«Το είπες, αυτοκτονώ» μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς ίχνος ρομαντικής διαθέσεως. Λίγοι, στενοί κοινοί φίλοι, πληροφορήθηκαν αυτή τη στιχομυθία. Και ξέραμε πια πως κάθε προσπάθεια να τον πείσουμε να ξεκουραστεί κανένα καλοκαίρι θα ήτανε μάταιη, αφού είχαμε μαντέψει πως ήθελε να πεθάνει στη σκηνή. Πώς μπορούσε να συνταιριαστεί η ηθελημένη αποχώρηση από τη ζωή με μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, τη θρησκευτικότητα, δεν κατάλαβα. Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια, να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξη που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν. Ίσως αυτός ο αργός θάνατος να μην του φαινότανε, έξω από τις λίγες στιγμές που το συνειδητοποιούσε από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, πραγματική αυτοκτονία. Ποιος ξέρει; Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο, αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώσει τη βαρημένη ψυχή του…»…

Αφοσιωμένος μόνο στο θέατρο και καρδιοκατακτής μέγας

«…Μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του ήτανε πολύ παράδοξη» συνεχίζει ο Δημήτρης Μυράτ, «η φεουδαρχική, τολμώ να πω, αντίληψη της θεατρικής εργασίας. Όχι πως δυνάστευε ποτέ τους συναδέλφους του, όσοι είχαν την τύχη να δουλέψουν μαζί θα τον θυμούνται με αγάπη ως τα βαθιά τους γεράματα, δυσκολευότανε ωστόσο να αναγνωρίσει τους καινούριους όρους που διέπουν τις σχέσεις εργαζομένου και εργοδότου. Την αύξηση της αμοιβής δεν ήθελε να την αναγνωρίσει σαν δικαίωμα κερδισμένο με συνδικαλιστικούς αγώνες όλων, αλλά σαν επιβράβευση της επιδόσεως, του ταλέντου, του καταβαλλομένου μόχθου. Στα χρόνια που έκανε ο Λογοθετίδης τα πρώτα του βήματα στο θέατρο, δεν υπήρχαν συμβάσεις, άδειες, δώρα, ο ηθοποιός συμφωνούσε έναν ορισμένο μισθό, μπορούσε όμως να πάρει αύξηση ένα μήνα μετά την πρόσληψή του, και αύξηση σημαντική, αν έπαιζε με επιτυχία έναν ρόλο. Αυτό ίσχυε μόνο για τους ικανούς, δεν ήταν γενικό μέτρο που συμπεριελάμβανε και τους ατάλαντους. Αλλά εκείνος ήταν προσκολλημένος στα παλιά, στα χρόνια που τον φώναξε ο πατέρας μου στο γραφείο του και του ανάθεσε τον πρώτο του κωμικό ρόλο, έναν υπηρέτη στη γαλλική φάρσα «Πανσιόν Μαρινιάν». Πολλοί νομίζουν πως το επεισόδιο συνέβη με τη Μαρίκα, δεν είναι αλήθεια, ο πατέρας μου, ο Μήτσος Μυράτ, ήταν τότε διευθυντής του θεάτρου «Κοτοπούλη», και εκείνος κανόνιζε τις διανομές. Ο Λογοθετίδης, με πολύ σεβασμό, αρνήθηκε τον κωμικό ρόλο, δικαιολογούμενος πως είναι έξω από τις δυνατότητές του, και οπωσδήποτε μακριά από τις καλλιτεχνικές του επιδιώξεις, γιατί ήθελε να γίνει δραματικός ηθοποιός. Ο πατέρας μου επέμεινε, χάλασε ο κόσμος απ’ το γέλιο στην πρεμιέρα και το άλλο πρωί διπλασιαζόταν ο μισθός του. Δεν υπήρξε ποτέ ωραίος, αλλά είναι κι αυτό ένα παράξενο χαρακτηριστικό των κωμικών, αρέσουν στις γυναίκες. Ο Λογοθετίδης είχε εξαιρετική επιτυχία. Σκυλιάζαμε οι νεότεροι του θιάσου, ο Μινωτής, εγώ, παριστάναμε τους καρδιοκατακτητές επί σκηνής, τις κατακτήσεις εκτός θεάτρου τις είχε εκείνος!…»…

Τέλος όπως η ζωή του, μες στη μοναξιά

Παλαιό Φάληρο, 20 Φεβρουαρίου του 1960. Ο ηθοποιός δεν είναι μόνος στο σπίτι. Ανάσα κοντά, στην στέγη του από κάτω η γυναίκα που έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Ετοιμαζόταν στο μπάνιο ώρα για να πάει στο θέατρο. «Ο τελευταίος τίμιος». Αυτή ήταν η παράσταση που έπαιζε. Η τελευταία παράσταση! Την ώρα που ξυριζόταν, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η γυναίκα, καθώς ξεσκόνιζε και έκανε τις δουλειές της, άκουσε έναν γδούπο. Έτρεξε στο μπάνιο. Ο ηθοποιός ήταν, ήδη, νεκρός… Δεν πρόλαβε να πεθάνει στο θέατρο μέσα, στο σανίδι επάνω όπως σε όλους έλεγε πως επιθυμούσε. Πέθανε όμως ενώ ετοιμαζόταν για αυτό… χωρίς χειροκρότημα… με την προσμονή άλλης μιας, της τελευταίας αυλαίας…

Ο «θρήνος της σκηνής», η δημοσία δαπάνη και οι 50.000 που έκανε πάντα να γελούν, έκλαιγαν

…Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ζητά η σωρός του Βασίλη Λογοθετίδη να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα και η κηδεία του να γίνει δημοσία δαπάνη. Το κοινό είναι απαρηγόρητο και ο θεατρικός κόσμος της χώρας σε πένθος!… Η Μαίρη Αρώνη, λέει, πως στη γενιά της δε θα υπάρξει άλλος, ο Κουν μιλεί για το θρήνο της σκηνής, ο Ηλιόπουλος αναγνωρίζει το μεγαλείο… 50.000 Αθηναίοι, εκείνο το κοινό που για χάρη του γινόταν όλα, ήταν εκεί, στο Α Νεκροταφείο σε ένα αντίο με το οποίο ελάχιστοι θεατρίνοι στον κόσμο έχουν  τιμηθεί. Λουλούδια, στεφάνια, υπουργοί, το Παλάτι, πρωταγωνιστές, σπουδαίοι καλλιτέχνες. Και ανάμεσα σ όλα ένα μεγάλο αλλά λιτό, λευκό στεφάνι: «ανώνυμος θεατής απ’  την πλατεία». Ήταν 62 ετών. Ήταν ο μεταπολεμικός Έλληνας, που πάλευε την μιζέρια και κοιτούσε μπροστά, όλο ελπίδα. Ήταν σαν το παππού, σα τον μπαμπά μας, σαν εμάς. Ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Και επειδή δεν είχε κανέναν στον κόσμο οι πολιτικοί και οι μεγαλόσχημοι δεν είχαν σε ποιον να δώσουν συλλυπητήρια στην κηδεία. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία πλησίαζαν τους άλλους ηθοποιός που δέχονταν τα συλλυπητήρια τους. Πενθούσαν… είχαν χάσει άνθρωπο… Μόνος του ξανά…