
Το όνομα της είναι εμβληματικό στο χώρο της παγκόσμιας μόδας και η ύπαρξη της πολιτισμικό σύμβολο του Παρισιού. Οι τσάντες, τα αρώματα, τα ταγιέρ και τα τουΐντ μπουφάν της είναι πολυπόθητα, αναφορές ονείρου, ενώ τα αρχικά της CC αποτελούν σημεία κοινωνικής καταξίωσης. Πανάκριβα κλασσικά ρούχα, αδιανόητες τιμές για μικρές τσαντούλες καπιτονέ, αφόρητες τιμές για πολυφορεμένα αρώματα! Μα, η πολυτέλεια και η φινέτσα φέρουν το όνομα της: Choco Chanel! Κοκό Σανέλ! Πίσω απ τη φίρμα – ονοματεπώνυμό, βρίσκεται μια κανονική γυναίκα, δημιουργική, ευφάνταστη, φιλόδοξη και αποφασισμένη, όσο ζούσε, να κυριαρχήσει με κάθε κόστος. Και έτσι έγινε κατάσκοπος των Ναζί, ερωμένη και συγκάτοικος αξιωματικών των SS, στο πολυτελές ξενοδοχείο Ritz, στη διάρκεια του πολέμου. Εγινε και η πιο πλούσια γυναίκα στον κόσμο χάρη στην κατάσχεση των εβραϊκών ιδιοκτησιών και επιχειρήσεων από τον Χίτλερ και την εγκληματική παρέα του…

«Πλαγιάζοντας με τον εχθρό: Ο μυστικός πόλεμος της Κοκό Σανέλ»
Με την απελευθέρωση του Παρισιού και την ήττα των Ναζί από τους Συμμάχους, αρκετά μετα την λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρχαν φήμες και μνήμες και αποτροπιασμός για την συνεργασία της Σανέλ με τους εγκληματίες κατακτητές της ίδιας της, της πατρίδας. Μια σωρεία δημοσιευμάτων, άλλωστε αποκάλυπτε την δράση της. Και οι δημόσιες σχέσεις της, οι ισχυροί της -σε κάθε καθεστώς!- φίλοι και η ίδια αντέκρουαν αγανακτισμένα, ώσπου τον Αύγουστο του 2011, ο συγγραφέας Hal Vaughan, Χαλ Βον στα δικά μας, κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Sleeping with the Enemy: Coco Chanel’s Secret War», δηλαδή «Πλαγιάζοντας με τον εχθρό: Ο μυστικός πόλεμος της Κοκό Σανέλ». Ο συγγραφέας με αυτό το βιβλίο ζωής, παρέθεσε στοιχεία και αποδείξεις, πως ωραίες οι σκούφιες και οι μπερέδες, τα λούσα και τα στριφώματα, αλλά η ευφάνταστη μετρ της μόδας, ήταν ένα πλάσμα αδίστακτα εγωιστικό, αν όχι μοχθηρό και εγκληματικό. Όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε, η μαντάμ Κοκό, γεννημένη ως Γκαμπριέλ Μπονέρ, Σανέλ είχε ήδη από τον Ιανουάριο του 1971 αποδημήσει σε τόπο χλοερό -μάλλον- και είχε αναλάβει η CHANEL® να υπερασπιστεί την φήμη της και φυσικά το οικονομικό μεγαλείο του μπραντ. «Περισσότερα από 57 βιβλία έχουν γραφτεί για την Κοκό Σανέλ. Για να αποφασίσετε μόνοι σας, θα σας παροτρύνουμε να συμβουλευτείτε μερικά πιο σοβαρά απ αυτό το πόνημα», σημείωσαν οι δημόσιες σχέσεις του κολοσσούς της μόδας, εννοώντας πως ο Χαλ Βον όχι μόνο «σοβαρός» συγγραφέας δεν ήταν, αλλά και πως οι σελίδες του ήταν για τα σκουπίδια. Παρ όλα αυτά, ο άνθρωπος αυτός, που πέθανε το 2013, είχε πλήρη γνώση του αντικειμένου του βιβλίου του, ως Αμερικανός συγγραφέας με έδρα το Παρίσι. Είχε διατελέσει αξιωματικός της Υπηρεσίας Εξωτερικών των ΗΠΑ, πριν γίνει δημοσιογράφος σε αποστολές στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Ασία. Έχει επίσης υπηρετήσει στον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών τόσο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και στην Κορέα και συμμετείχε σε μια σειρά από μυστικές δραστηριότητες πληροφοριών ως αξιωματικός της υπηρεσίας Εξωτερικών των ΗΠΑ στο Καράτσι και τη Γενεύη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η Γαλλίδα σύζυγος του, Δρ. Φουόνγκ Τζία, που πέθανε πριν απ τον ίδιο, εργαζόταν στην αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ στη Γενεύη και ο Βον είχε βαθιά γνώση των μυστικών, διεθνών επιχειρήσεων. Μιλούσε εκτός από αγγλικά, άπταιστα Γαλλικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Ουρντού και Αραβικά. Για το βιβλίο του βασίστηκε σε αποχαρακτηρισμένο γαλλικό, αμερικανικό, βρετανικό και γερμανικό υλικό πληροφοριών, της κατασκοπίας δηλαδή, των χρόνων του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Κοινώς ο μακαρίτης, είχε πλήρη επίγνωση όλων των μυστικών και των σχεδιασμών της κατασκοπίας σε διεθνές και ποικίλο ιστορικά επίπεδο.

Μίσος για τους Εβραίους, εκδικητικότητα για τους εργαζόμενους και πολυτελής ζωή στο Κατοχικό Παρίσι
Στα αρχεία πληροφοριών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που ανακαλύφθηκαν από τον Βον ένα έγγραφο της γαλλικής αστυνομίας περιγράφει τη Σανέλ ως «δημιουργό υψηλής ραπτικής και αρωματοποιό με το ψευδώνυμο: Γουεστμίνιστερ (Westminster), αναφορά πράκτορα: F 7124», συνδέοντάς τη με κατασκοπευτική δραστηριότητα σε συνεννόηση με τον στρατηγό Βάλτερ Σέλμπεργκ (Walter Schellenberg), αρχηγό πληροφοριών των SS. Και πριν την κήρυξη του πολέμου και την ναζιστική κατοχή της Γαλλίας, η Σανέλ δεν έκρυβε την «ακραία απέχθεια της για τους Εβραίους». Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος είχε ήδη μια ρομαντική σχέση με τον Γερμανό αριστοκράτη Γούνταρ Φον Ντιγκάγκλατζ, ο οποίος «ανέφερε απευθείας στον υπουργό προπαγάνδας των Ναζί Γτζότζεφ Γκέμπελς», το δεξί χέρι του Χίτλερ. Η ομάδα δημοσίων σχέσεων της Channel προσπάθησε να ανασκευάσει, δηλώνοντας: πως «η συγκυρία αυτού του ειδυλλίου με έναν Γερμανό ήταν ατυχής, ακόμα κι αν η μητέρα του Βαρόνου Φον Ντίνκλατζ ήταν Αγγλίδα και η σχέση τους ξεκίνησε πριν από τον πόλεμο». Μόλις ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη άρχιζε να μαίνεται, η Κοκό Σανέλ έκλεισε τα καταστήματά της, με αποτέλεσμα τρεις χιλιάδες γυναίκες να χάσουν τη δουλειά τους τη στιγμή που τις είχαν περισσότερο ανάγκη, «δηλώνοντας πως δεν ήταν καιρός για μόδα». Εικάζεται ότι ήταν μια μοχθηρή κίνηση εναντίον του εργατικού δυναμικού της που είχε αναγκάσει τη Σανέλ, να κλείσει και να χάσει πολλά χρήματα, αρκετά χρόνια νωρίτερα κατά τη διάρκεια μιας γενικής, μεγάλης απεργίας για τα εργασιακά δικαιώματα. Το μεγαλύτερο μέρος των Παριζιάνων είχε εκδιωχθεί από τα σπίτια του για να γινεται χρήση τους απ τους Ναζί κατακτητές, αλλά εκείνη μεταφέρθηκε στο θρυλικά πολυτελές ξενοδοχείο Ritz, όπου ζούσε σε μια τεράστια σουίτα, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, χάρη στη σχέση της με τον Γερμανό Αριστοκράτη και αξιωματικό της ναζιστικής προπαγάνδας Βαρόνο Φον Ντίνκλατζ. Φυσικά στο ίδιο ξενοδοχείο ζούσαν οι σημαντικότεροι αξιωματικοί του Τρίτου Ράιχ, αλλά και πράκτορες και κατάσκοποι και ανάμεσα του ο Χέρμαν Γκέριγκ και ο Τζόζεφ Γκέμπελς. Αυτοί λοιπόν, ήταν ο κύκλος της και οι άνθρωπο της καθημερινότητάς της, από επιλογή.

Τα «Άρια δικαιώματά» και πως έγινε η πιο πλούσια γυναίκα του κόσμου
Μέχρι τέλους η Σανέλ δεν έκρυβε την πεποίθησή της ότι οι Εβραίοι αποτελούσαν «μπολσεβίκικη απειλή για την Ευρώπη» και για αυτό, όπως αποκαλύφθηκε, χρησιμοποίησε τα «Άρια δικαιώματά» της για να εκμεταλλευτεί πλήρως την κατάσχεση των εβραϊκών ιδιοκτησιών και επιχειρήσεων από τους Ναζί! Άλλωστε, το πιο κερδοφόρο προϊόν της, το άρωμα Chanel No. 5, είχε χρηματοδοτηθεί πλήρως από μια εβραϊκή οικογένεια, τους Βερτάιμερς (Wertheimers). Στις 5 Μαΐου του 1941, λοιπόν, η μαντάμ Κοκό Σανέλ έγραψε στο κυβερνητικό τμήμα που ήταν υπεύθυνο για το χειρισμό των εβραϊκών οικονομικών περιουσιακών στοιχείων, αυτά: «Η Parfums Chanel εξακολουθεί να είναι ιδιοκτησία Εβραίων και έχει «εγκαταλειφθεί» νομικά από τους ιδιοκτήτες. Έχω αδιαμφισβήτητο δικαίωμα προτεραιότητας. Τα κέρδη που έχω λάβει από τις δημιουργίες μου από την ίδρυση αυτής της επιχείρησης είναι δυσανάλογα». Ως θύμα λοιπόν Εβραίων, αυτή η “Αρια”, κατάφερε να λαμβάνει τα κέρδη εν καιρώ πολέμου από την πώληση του αρώματός της, συμπεριλαμβανομένου του μεριδίου δύο τοις εκατό των πωλήσεων που ισοδυναμούσε με 25 εκατομμύρια δολάρια ετησίως σε σύγχρονο νόμισμα. Αυτό την έκανε την πλουσιότερη γυναίκα στον κόσμο εκείνη την εποχή χάρη στους Ναζί! Αν και η νίκη της ήταν για λίγο, κατάφερε όλα τα έξοδο για όσο ζούσε να πληρώνονται απ την περιουσία του Πιέρ Βερτάιμερ, που ως αμερικανικής καταγωγής, με την εξάπλωση των Ναζί είχε επιστρέψει στην Νέα Υόρκη. Η εβραιοαμερικανική οικογένεια Βερτάιμερ είχε την Bourjois, που ήταν τη δεκαετία του 1920 η μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη εταιρεία καλλυντικών και αρωμάτων στη Γαλλία, ενώ με τεχνικές εγκαταστάσεις τους στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης κατασκεύαζαν και διένειμαν τη σειρά καλλυντικών Helena Rubinstein. Το 1924, η δαιμόνια Σανέλ, κατάφερε όχι μόνο να γνωρίσει αλλά και να συνάψει συμφωνία με τους Βερτάιμερ δημιουργώντας μια εταιρική οντότητα, την Parfums Chanel και να κάνει το άρωμα της ικανό για μαζική παραγωγή, αλλά και να λανσαριστεί στην αμερικανική αγορά. Ετσι, το Chanel No. 5, αντί να πωλείται μόνο στο μοναδικό τότε, κατάστημα της σε λίγες πελάτισσές, μπήκε σε περίοπτη θέση στα ράφια της Galeries Lafayette. Η Σανέλ απομάκρυνε τον εαυτό της από τη συμμετοχή σε όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, του «Parfums Chanel». Με την κατάκτηση της Γαλλίας απ τους Ναζί, αποφάσισε ως «Άρια» να το διεκδικήσει και να το κερδίσει, αλλά για λίγο. Γιατί οι Βερτάιμερς, έχοντας αντιληφθεί εγκαίρως τις προθέσεις των Ναζί εναντίον των Εβραίων, είχαν λάβει μέτρα για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Πριν φύγουν από τη Γαλλία για τη Νέα Υόρκη το 1940, είχαν παραδώσει νόμιμα τον έλεγχο του «Parfums Chanel» σε έναν χριστιανό, Γάλλο επιχειρηματία και βιομήχανο τον Φελίξ Αμιότ, που στο τέλος του πολέμου, τους επέστρεψε ό,τι τους ανήκε.

Η κατάσκοπος των Ναζί, πράκτορας 7124, με τον κωδικό Γουεστμίνιστερ
Κάποια στιγμή, η Σανέλ έπαψε να είναι η λαμπερή συνοδός, η κομψή παρέα με την παρισινή φινέτσα των στρατηγών και ισχυρών Ναζί του Ritz και πέρασε η ίδια, στη δράση. Σύμφωνα με την αρχειακή έρευνα για το βιβλίο του Βον, που μετα ξεκίνησε ένα μπαράζ δημοσιότητας, έως και ντοκιμαντέρ για την κρατική γαλλική τηλεόραση, η Κοκό ήταν αμειβόμενη πράκτορας του στρατηγού Βάλτερ Σέλμπεργκ, αρχηγού των πληροφοριών των SS, ο οποίος αργότερα, στη δίκη της Νυρεμβέργης, θα καταδικαζόταν για εγκλήματα πολέμου. Η μυστική της ταυτότητα στην χιτλερική Αμπβερ ήταν πράκτορας 7124, κωδική ονομασία «Westminster» ως φόρος τιμής στον επί 10 χρόνια πρώην εραστή της, τον δούκα του Γουεστίμινισετρ. Αυτός ήταν ένας πλούσιος βρετανός αριστοκράτης, ένθερμος αντισημίτης που διασκέδαζε αποκαλώντας το πιο άγριο απ τα κυνηγητικά του σκυλιά, «Εβραίο». Απ αυτόν τον αριστοκράτη εραστή, είχε γνωρίσει και κάνει συχνά διακοπές με σημαντικούς Βρετανούς, όπως ο μελλοντικά πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ. Ήταν 1943, δύο χρόνια πριν τελειώσει ο πόλεμος, όταν η Σανέλ ταξίδεψε με τον Ναζί εραστή της και Γερμανό αριστοκράτη στο Βερολίνο, Βαρόνο Φον Ντίνκλατζ για την «Επιχείρηση Modellhut». Σκοπός τους ήταν να συναντηθεί η εμβληματική Γαλλίδα με τον φοβερό και τρομερό Χάινριχ Χίμλερ, επικεφαλής της Γκεστάπο, έναν από τους ισχυρότερους άνδρες στη Ναζιστική Γερμανία και καταδικασμένο, αργότερα, για το Ολοκαύτωμα, αυτην την εξωανθρώπινη θηριωδία που παραμένει αποτρόπαια φρικιαστική. Η Κοκό Σανέλ ανέλαβε να μεσολαβήσει, ώστε να πιεστεί η Βρετανία να τερματίσει τις εχθροπραξίες με τη Ναζιστική Γερμανία, παραδίδοντας μια καλομελετημένη επιστολή στον φίλο της Τσόρτσιλ, μέσω της βρετανικής πρεσβείας στη Μαδρίτη. Δεν είναι ξεκάθαρο γιατί οι Ναζί πίστευαν ότι μια επιστολή από τη Chanel θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο τους με τους Βρετανούς, αλλά θεωρείται πως υπήρχε ένα πολύ καλά οργανωμένο και καταχθόνιο σχέδιο που είχε ως στόχο να βλάψει τον Τσώρτσιλ. Σύμφωνα με τα αρχεία ένας αξιωματικός των SS έλαβε εντολή να «παραδώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στη μαντάμ Σανέλ στη Μαδρίτη». Η Κοκό είχε, ήδη, εξαπατήσει μια παλιά φίλη της, τη Βέρα Λομπάρντι, ώστε να την χειριστεί για τους σκοπούς της. Την είχε πείσει να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να εξερευνήσει τις δυνατότητες της λειτουργίας καταστήματος και ατελιέ υψηλής ραπτικής Chanel στη Μαδρίτη. Όμως, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, η αποστολή απέτυχε μόλις η δεσποινίς Λομπάρντι κατάλαβε τον πραγματικό της σκοπό της Σανέλ στην Ισπανία. Την κατήγγειλε στη βρετανική πρεσβεία καθώς και όλους τους άλλους εμπλεκόμενους στη συνομωσία, ως κατασκόπους των Ναζί. Η ομάδα δημοσίων σχέσεων της Chanel αντέκρουσε, τονίζοντας πως: «Γνωρίζουμε ότι Κοκό Σανέλ και ο Ουίνστων Τσόρτσιλ, ο Βρετανός πρωθυπουργός κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν στενοί φίλοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Προφανώς τον πλησίασε για να ενεργήσει ως ενδιάμεσος μεταξύ των Συμμάχων και των Γερμανών για μια ειρηνευτική διευθέτηση γνωστή ως Επιχείρηση Modelhut. Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα τι ακριβώς συνέβη ή ποιος θα ήταν ο ρόλος της. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές και αναμφίβολα θα παραμένει πάντα μυστήριο». Σύμφωνα με την βρετανική και την αμερικανική αντικατασκοπία, πάντως, όχι και πολύ!

Δύο ανακρίσεις και γιατί δεν δικάστηκε η Κοκό Σανέλ;
Με όλα αυτά σχεδόν φανερά, εκείνα τα χρόνια, γιατί λοιπόν, η Κοκό Σανέλ δεν διώχθηκε ποτέ; «Πολλοί άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο δεν θέλουν να καταστραφεί η εμβληματική φιγούρα της Γκαμπριέλ Κοκό Σανέλ, ενός από τα μεγάλα πολιτιστικά είδωλα της Γαλλίας», σημειώνει ο Χαλ Βον και ως υπογραμμιστική ειρωνεία, πράγματι, τίποτα δεν αποκαλύφθηκε μέχρι που ο ίδιος έβαλε το συγγραφικό του χεράκι. Γεγονός είναι, πως η Σανέλ κλήθηκε για ανάκριση, μια φορά από την Επιτροπή Ελεύθερων Γαλλικών Εκκαθαρίσεων το 1944 και άλλη μια φορά για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες που της απαγγέλθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης του εγκλήματος πολέμου του βαρόνου Λουι Ντε Βολφρελαντ, ενός Γάλλου αριστοκράτη που είχε αυτομολήσει στις μυστικές υπηρεσίες των Ναζί. Και τις δύο φορές, αφέθηκε ελεύθερη χάρη στην έλλειψη «τεκμηριωμένων αποδεικτικών στοιχείων για τη συνεργασία της» και με την βοήθεια φίλων της σε υψηλές θέσεις. Σύμφωνα με την ανιψιά της Σανέλ, Γκαμπριέλ, όταν η θεία της επέστρεψε στο σπίτι από τις ανακρίσεις το 1944 είπε, ανακουφισμένη πως «Ο Τσόρτσιλ με άφησε ελεύθερη». Όταν η πραγματική έκταση της φρίκης του Ολοκαυτώματος άρχισε να αποκαλύπτεται στο τέλος του πολέμου, οι πολυάριθμες στενές σχέσεις της Σανέλ με Βρετανούς αξιωματούχους, αριστοκράτες και μέλη της βασιλικής οικογένειας, ιδεών αντισημιτικών, που συμπαθούσαν τους Ναζί, έγιναν μεγάλη απειλή. Ο Ουίνστων Τσόρτσιλ φέρεται να έβαλε τον Βρετανό πρεσβευτή στο Παρίσι να εξασφαλίσει την «προστασία» της Σανέλ, ώστε να μη πάει σε δίκη και ανοίξει το στόμα της εναντίον των σημαντικών Άγγλων αριστοκρατών. Και έτσι η Κοκό, ούτε προδότρια, ούτε κατάσκοπος των Ναζί φανερώθηκε, αλλά συνέχισε να κατέχει τον πιο επιτυχημένο οίκο μόδας στον κόσμο.

Η αυτοεξορία στην Ελβετία, η επιστροφή στο Παρίσι και η περιφρόνηση των Γάλλων
Οι Γαλλίδες στη μεταπολεμική Γαλλία που κατηγορούνταν ότι κοιμόντουσαν με Γερμανούς φαντάρους, σύρθηκαν στις πλατείες της πόλης, όπου τις γύμνωναν, τους ξύριζαν το κεφάλι και σημάδευαν το στήθος τους με σβάστικες, ενώ ο κόσμος τις προπηλάκιζε και τις χλεύαζε. Η Σανέλ όμως, που ήταν με στρατηγό Ναζί, όχι! Κατέφυγε για λίγα χρόνια στην Ελβετία, ώσπου ο κόσμος ήθελε να ξεχάσει και να συνεχίσει να ζει. Επέστρεψε στο Παρίσι και συνέχισε να πλουτίζει και να ευημερεί, χρηματοδοτούμενη, μάλιστα, από τους Βερτάιμερς, την ίδια εβραϊκή οικογένεια που είχε προσπαθήσει, η ίδια, να καταστρέψει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι Παριζιάνες δεν έμπαιναν στο κατάστημα της, για να αγοράσουν τις δημιουργίες της. Η επιστροφή της Σανέλ στη υψηλή ραπτική υποστηρίχθηκε ένθερμα και έτυχε θετικής υποδοχής από τους Βρετανούς, ακολουθούμενους από τους Αμερικανούς, με την Τζάκι Κένεντι και την Γκρεις Κέλι, να φορούν και να λανσάρουν τις δημιουργίες της! Και εκείνη είχε πάντα την θέληση να υποστηρίζει τους φίλους της Ναζί SS, όλα τα χρόνια. Όταν το 1946, ο στρατηγός των SS, Βάλτερ Σέλμπεργκ, καταδικασμένος στη Νυρεμβέργη για εγκλήματα πολέμου, αφέθηκε ελεύθερος και διαγνώστηκε με ηπατική νόσο, ήταν η Σανέλ που πλήρωσε για την ιατρική του περίθαλψη και τα έξοδα μιας πολυτελούς διαβίωσης με την οικογένειά του στην Ιταλία, ως το θάνατο του.

Πολιτιστικό σύμβολο μεν, ατιμώρητη δε
Πέθανε 87 ετών, πάντα μοντέρνα, πρωτοπόρος, εμπνευσμένη. Μέχρι το θάνατό της ήταν η μοναδική που καθόριζε την μόδα του καιρού της και το μόνο πρόσωπο στον τομέα της που αναφερόταν στο περιοδικό TIME ανάμεσα στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον 20ό αιώνα. Καθιέρωσε το ζέρσεϊ, το μαύρισμα, την άνεση στο γυναίκειο ρούχο, τις πλεκτές ζακέτες, το μικρό μαύρο φόρεμα, τα καμπάνα παντελόνια, τις μαρινιέρες, το κοντό μαλλί, το αθλητικό, αλλά και το εθνικ ντύσιμο. Συνάμα ήταν κυνική, με τακτική, αδιάφορη για τον ανθρώπινο πόνο, αποφασισμένη να φτάσει τους στόχους της με κάθε κόστος και βαθύτατα μοναχική. «Η μοναξιά σκλήρυνε το χαρακτήρα μου» παραδεχόταν «που είναι κακός, σφυρηλάτησε την ψυχή μου, που είναι περήφανη, και το κορμί μου, που είναι γερό». Χαλάλι της, λοιπόν, το φίνο σινιέ και ας είναι βουτηγμένο στο αίμα; Καλά λέμε για τα cancel και ότι είναι άδικα συχνά και ας μη συμβαίνουν, άκριτα, αλλά να, που τελικά, τους ισχυρούς και καλά δικτυωμένους, τίποτα δεν τους πιάνει. Ούτε καν οι τύψεις για τόσους νεκρούς και τις πίκρες της πατρίδας τους. Δε βαριέστε, αρκεί να σου πάει το ταγιέρ, να μυρίζει ωραία το άρωμα και να μοστράρεις το κάθε λογότυπο CC, με ελιτίστικη βαριεστιμάρα. Και μέσα σε τόση Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Αμερική, ας θυμηθούμε και λίγο το ελληνικό «όλα εδώ πληρώνονται». Αμ, δε! Η Σανέλ δε πλήρωσε τίποτα…
