
Ω! Θρυλική, μυθική, αρχετυπική σχεδόν, η Μάτα Χάρι είναι συνώνυμη της εξωφρενικής εικόνα θηλυκότητας, του εκμαυλισμού, της λαγνείας, της σαγήνης και άλλων κολάσιμων και αμαρτωλών ποθητών ηδονικών συναισθημάτων. Υπήρξε διάσημη ερμηνεύτρια του μπουρλέσκ, κατάσκοπος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και «συλλέκτης» υψηλών εραστών. Κι όμως, ένα από τα πιο περίεργα και νοσηρά γεγονότα της ζωής της συνέβη μετά την εκτέλεση της. Σαν να μην έφτανε το κομμένο κεφάλι της που έλειπε, έχει επίσης αποκαλυφθεί ότι το υπόλοιπο σώμα της, το οποίο βρίσκονταν στο Μουσείο Ανατομίας στο Παρίσι, εξαφανίστηκε επίσης. Μα τι απέγινε λοιπόν, το όλο γοητεία κεφάλι και το πολυπόθητο κορμί της Μάτα Χάρι; Τι συνέβη με την σωρό της;

Καταρχήν, πάμε στην αρχή της ιστορίας, όταν πριν υπάρξει η Μάτα Χάρι, που στη Μαλαισία σημαίνει ήλιος, γεννήθηκε το 1876, ένα κοριτσάκι, η Μαργαρίτα Γερτρούδη Ζέλε σε μια μικρή πόλη της Ολλανδίας. Ως κόρη ενός πολύ επιτυχημένου εμπόρου καπέλων η μικρή μας, ζούσε μια πολύ άνετη και πολυτελή ζωή, μέχρι που η επιχείρηση του πατέρα της χρεοκόπησε. Οι γονείς της χωρίζουν και δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα της πέθανε. Ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε μια πλούσια αριστοκράτισσα, που θεωρούσε τα παιδιά του ανεπιθύμητα. Έτσι, η Μαργαρίτα μας, με τα αδέρφια της πήγαν να ζήσουν, ως φτωχοί πλέον συγγενείς, με έναν θείο και τη γυναίκα του. Το ζευγάρι στέλνει την 14χρονη όμορφη ανιψιά στο Λίντεν, για να σπουδάσει νηπιαγωγός. Όμως, εκείνη άρχισε να φλερτάρει με τον διευθυντή της Σχολής των Νηπιαγωγών και τελικά την τσάκωσαν γυμνόστηθη στην αγκαλιά του. Φυσικά, ο μεγαλύτερος άνδρας και υπεύθυνος για την ανήλικη, δεν είχε κυρώσεις, αλλά η Μαργαρίτα αποχαιρέτισε την σταδιοδρομία της, ως νηπιαγωγός, χωρίς καμία ιδιαίτερη στεναχώρια και βρέθηκε στην μεγάλη πόλη Χάγη, στο σπίτι ενός άλλους θείου της – ήταν μεγάλο σόι, προφανώς!

Τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ηλικία, μόλις, 18 ετών, η ωραία μας, δραπέτευε από τον ρόλο της ορφανής και ατιμασμένης φτωχούλας και ανταποκρίνεται στη αγγελία γάμου, ενός Ολλανδού λοχαγού του αποικιακού στρατού, ο οποίος έψαχνε για ένα «κορίτσι με γλυκό χαρακτήρα για να κάνουν οικογένεια». Στην αγγελία απάντησε στέλνοντας μαζί μια αθώα τάχα, προκλητική φωτογραφία της. Παρά τη διαφορά ηλικίας των 21 ετών, παντρεύτηκε τον λοχαγό Ροδόλφο ΜακΛάουντ και έφυγε για τις εξωτικές αποικίες της Ολλανδίας. Ο γάμος έφερε τη Μαργαρίτα στους αποικιακούς κύκλους της υψηλής κοινωνίας και της εξασφάλισε έναν πλούσιο τρόπο ζωής, αλλά, ήταν απόλυτα αποτυχημένος. Ο Ροδόλφος ήταν μέθυσος, βίαιος, χαρτοπαίκτης και φιλάργυρος. Εκείνη έλεγε πως της είχε μεταδώσει αφροδίσια νοσήματα από τις σεξουαλικές επαφές που είχε στα πορνεία. Την χτυπούσε με κάθε ευκαιρία και ξεσπούσε επάνω της τις δικές του αποτυχίες. Λέγεται πως όταν δεν πήρε προαγωγή, την είχε σκαμπιλίσει τόσο δυνατά, που εκείνη για μέρες δεν εμφανίζονταν στον κόσμο, κρύβοντας τους μώλωπες και τα σημάδια που της είχε προκαλέσει στο πρόσωπο. Αυτός, αδυνατούσε να κατανοήσει τη δίψα της νεαρής γυναίκας του για ζωή και απολαύσεις, πως λαχταρούσε να φλερτάρει με νεαρούς αξιωματικούς και να αρέσει, ενώ επιδίωκε την παρέα των ντόπιων και μάθαινε τη γλώσσα, τους χορούς και την κουλτούρα τους.

Ζούσαν, πια, στην Ιάβα που τότε βρίσκονταν υπό Ολλανδική εξουσία. Εκεί, απέκτησαν ένα αγόρι, τον Νόρμαν Τζον και ένα κορίτσι, την Ζαν Λουίζ. Το αγόρι πεθαίνει πολύ νωρίς, με τις φήμες να λένε, πως δηλητηριάστηκε από έναν υπηρέτη που ήθελε να εκδικηθεί τον Ροδόλφο γιατί τον κακομεταχειριζόταν. Η μητέρα βυθίζεται στο πένθος και ο γάμος τελειώνει έχοντας διαρκέσει μόλις 7 χρόνια. Άλλωστε ο Ροδόλφος, από νωρίς, όπως έγραφε στην αλληλογραφία του με συγγενείς του, την σιχαίνονταν και εύχονταν να βρει τρόπους και κουράγιο να την ξεφορτωθεί!

Η Μαργαρίτα είναι μόλις 25 χρόνων και αποφασίζει να επιστρέψει στην Ολλανδία, εξαναγκαζόμενη να αφήσει την κόρη της να ζήσει με τον πατέρα της και μην έχοντας καμία οικονομική πια βοήθεια απ αυτόν. Δεν ξαναείδε το παιδί της ποτέ. Για την Ζαν Λουίζ το μόνο που σώζει η ιστορία, είναι ότι πέθανε σε ηλικία 21 ετών από επιπλοκές λόγω σύφιλης, που είχε μεταφέρει ο πατέρας και στα δυο του παιδιά. Πριν από αυτά όλα, που θα συμβούν κάποτε, στο μέλλον, η Μαργαρίτα, πάμπτωχη αποφασίζει να κάνει μια νέα αρχή στο λουσάτο, φανταχτερό Παρίσι των ονείρων της. Αποφασισμένη να επιβιώσει, θυμήθηκε τους χορούς που είχε μάθει στην Ινδονησία και παρουσιάστηκε ως εξωτική και τολμηρή χορεύτρια, κόρη μιας Χαβανέζας, που είχε μάθει να χορεύει σε ιερά και μυστικά μέρη της Ασίας. Στην αρχή εμφανίζονταν ως “Λαίδη Μακλέοντ” ή “πριγκίπισσα της Ιάβα” σε ένα κακόφημο καμπαρέ της εποχής, το Σαλόν Κιρέεβσκι. Μα το επίσημο ντεμπούτο της στο μπουρλέσκ, γινεται στο θέατρο Guimet το 1905, με το εξωτικό όνομα Μάτα Χάρι, που θα μείνει θρυλικό κάνα δυο αιώνες τώρα. Έκανε σε μια μόλις νύχτα, πάταγο!

Δεν ήταν μόνο το κοινό στο Guimet που γοητεύτηκε από την ερμηνεία της αλλά και ο εκατομμυριούχου και ιδρυτής του χώρου και συλλέκτης αντικειμένων ασιατικής τέχνης, ανεκτίμητης αξίας, ο Έμιλ Ετιέν Ζιμέτ. Θα είναι ο πρώτος της σωρείας των βαθύπλουτων και ισχυρών εραστών της. Παρείχε την ερωτική της εύνοια ως εταίρα, με ιδιαίτερα ακριβό αντίτιμο. Στη διάρκεια της δεκαετούς καριέρας της ως χορεύτριας και εταίρας, είχε αμέτρητες σχέσεις με άντρες κάθε εθνικότητας και καταγωγής. Οι εραστές της περιλαμβάνουν τον βαρόνο Χένρι ντε Ρότσιλντ, τους συνθέτες Μασσανέτ και Πουτσίνι και τον εργοστασιάρχη σοκολάτας Γκαστόν Μενιέρ. Κρατούσε ενημερωμένο αρχείο, σημειώσεις και αναμνηστικά από τις παραστάσεις της, τις οικονομικές της υποθέσεις και όλους τους εραστές της σε δύο μεγάλα λευκώματα, δεμένα με δέρμα μοσχαριού, με το όνομά της γραμμένο με χρυσά γράμματα, τα οποία κουβαλούσε μαζί της στα ταξίδια της, που τώρα βρίσκονται υπό τη φροντίδα του Μουσείου της Φριζίας και είναι διαθέσιμα για προβολή στο Διαδίκτυο.

Μέχρι να φτάσει στα 29 της, η Μάτα Χάρι έχει γίνει διάσημη και έχει συγκλονίσει όχι μόνο το Παρίσι, αλλά και τις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της Ευρώπης, όπου δίνει παραστάσεις. Έχοντας εφεύρει τον εαυτό της, παρουσιάζεται ως εξωτική, απαγορευμένη γόησσά, που κατέχει ανατολίτικα μυστικά λαγνείας και ηδονής, δημιουργώντας έναν περίτεχνο μύθο, που εξελίσσονταν μαζί με την φήμη και την πρωτοφανής επιτυχίας καριέρα της. Οι εφημερίδες καθημερινά ασχολούνταν μαζί της, φρίττοντας γιατί οι εμφανίσεις γίνονταν όλο και πιο τολμηρές, συνεχώς και πιο γυμνές, προκαλώντας αδημονία στο κοινό για το τι θα αφαιρέσει κάθε φορά, μένοντας στο τέλος, με περίπλοκα, φετιχιστικά εσώρουχα, που υπογράμμιζαν την γύμνια. Σε μια διάσημη παράσταση της, βγήκε στη σκηνή γυμνή πάνω σε ένα ολόλευκο άλογο προκαλώντας σοκ. Όμως το Παρίσι, οι Βρυξέλλες, το Λονδίνο, η Μαδρίτη, το Βερολίνο, η Χάγη, η Βιέννη, ακόμα και το Κάιρο και πολλές άλλες μεγάλες πόλεις την αποθεώνουν. Οι κριτικοί επέμεναν, πάντως, πως δεν ήξερε καν να χορεύει!

Όχι! Δεν ανήκε στα αφράτα, λευκά και ξανθά γυναικεία πρότυπα ομορφιάς της εποχής της. Δεν ήταν τυποποιημένη ομορφιά, προβλέψιμη, αλλά μαγνητικά ελκυστική, λεπτή πολύ και ψηλή, με την ευλύγιστη χάρη αιλουροειδούς και με κατά – μαύρα, σχεδόν μπλε, μαλλιά. Μια αυστριακή δημοσιογράφος της εποχής, γράφει παρακολουθώντας ένα γυμνό της σόου, πως ήταν «άγρια, εξαιρετικά θηλυκή, μεγαλοπρεπώς τραγική, που οι χίλιες καμπύλες και οι κινήσεις του σώματός της έτρεμαν σε χίλιους ρυθμούς». Η ίδια ήταν σίγουρη για τη σεξουαλικότητά της, την απολάμβανε και είχε αδυναμία στους πλούσιους άνδρες, κατά προτίμηση με στολή.

Η θέση της Μάτα Χάρι ως μοιραίας γυναίκας, που είχε στενή επαφή με πολλούς διεθνείς αξιωματούχους δεν πέρασε απαρατήρητη. Καθώς οι εντάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών εντάθηκαν με την έλευση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε μια ενδιαφέρουσα πιθανή παίκτρια στη σκηνή της διεθνούς κατασκοπείας. Έχοντας ξεκινήσει τη χορευτική της καριέρα σχετικά αργά στη ζωή, η Μάτα Χάρι αρχίζει να χάνει στη σκηνή τη αυτοπεποίθηση της και την σαγηνευτική της δεινότητα. Αν και δεν ήταν ακόμη 40, η Μάτα Χάρι είχε αρχίσει να παχαίνει, πράγμα που συζητούσαν οι νεότερες χορεύτριες, ποθώντας την πρωτιά της.

Στις 13 Μαρτίου 1915, έκανε το τελευταίο της σόου ως εξωτική χορεύτρια, ωστόσο, η φήμη, ο αισθησιασμός και ο ερωτισμός της διατηρούσαν την φήμη της ως περιζήτητης εταίρας. Είχε σχέσεις και επαφές με υψηλόβαθμους στρατιωτικούς και πολιτικούς, τόσο στη Γαλλία όσο και εκτός συνόρων. Μερικοί από αυτούς τους άνδρες ήταν Γερμανοί αξιωματικοί, κάτι που εκ των υστέρων της στοίχισε μοιραία.

Στα 40 ερωτεύεται παράφορα τον 20χρονο Ρώσο αριστοκράτη και εκπαιδευόμενο πιλότο, Βλαντίμ Μάσλοφ. Για αυτην είναι ο έρωτας της ζωής της, όπως δήλωνε και η σχέση τους είναι εκρηκτική, ενώ ζουν μαζί πλουσιοπάροχο στο Grand Hotel. Όταν ο Μάσλοφ επέστρεψε στο στράτευμα και ενώθηκε με τους 50.000 άνδρες του Ρωσικού Εκστρατευτικού Σώματος που στάλθηκαν στο Δυτικό Μέτωπο την άνοιξη του 1916, εκείνη ήταν απαρηγόρητη. Κατά τη διάρκεια μιας αερομαχίας με τους Γερμανούς, το αεροπλάνο του Μάσλοφ καταρρίφθηκε. Αν και επέζησε, τραυματίστηκε βαριά και είχε χάσει την όραση και στα δύο μάτια. Όπως ήταν φυσικό, η Μάτα Χάρι ήθελε να επισκεφτεί τον τραυματισμένο εραστή της, ωστόσο, ως πολίτισσα της Ολλανδίας, μιας ουδέτερης χώρας, δεν της επιτρεπόταν να πλησιάσει στην εμπόλεμη ζώνη. Η επιμονή της ήταν τόση που την οδήγησε σε μια συνάντηση με πράκτορες από Δεύτερο Γραφείο του Γενικού Επιτελείου. Πρότειναν στην ερωτευμένη γυναίκα να δει τον Μάσλοφ, αν, όμως, δεχόταν να κατασκοπεύσει υπέρ της Γαλλίας. Εκείνη δέχτηκε!

Συνάπτει σχέσεις με Γερμανούς πρίγκιπες με Γαλλική αμοιβή για να τους κατασκοπεύσει. Εκμεταλλευόμενη τις γνωριμίες της, πληρώνεται και από τους δύο, αφού γίνεται μια “διπλή πράκτορας”. Με το ολλανδικό διαβατήριο, μπορούσε στη διάρκεια του πολέμου να μετακινείται ελεύθερα από στις πρωτεύουσες όλων των εμπλεκόμενων χωρών. Στην τελευταία αποστολή της στην Ισπανία, “αποπλάνησε” τον Γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο, προκειμένου να του εκμαιεύσει απόρρητα σχέδια. Εκείνος με τη σειρά του υπονόησε μέσω τηλεγραφήματος στους δικούς του, ότι η Μάτα Χάρι αποδέχθηκε να δουλεύει για όφελος της Γερμανίας.

Τον Νοέμβριο του 1916, οι βρετανικές αρχές τη συλλαμβάνουν σε ένα ατμόπλοιο στο Falmouth το οποίο κατευθυνόταν από την Ισπανία στην Ολλανδία, πιστεύοντας ότι ήταν η Γερμανίδα κατάσκοπος Κλάρα Μπένεντιξ. Τη μετέφεραν στη βρετανική αντικατασκοπεία (ΜΙ5) για ανάκριση όπου κατέθεσε ότι είχε στρατολογηθεί από έναν Βέλγο αξιωματικό για λογαριασμό της βελγικής υπηρεσίας πληροφοριών. Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι ο Γάλλος πρόξενος στο Vigo της Ισπανίας, της είχε ζητήσει να κατασκοπεύσει τις ρωσικές δυνάμεις στην Αυστρία…

Το 1917 όμως η συνοχή του γαλλικού στρατού κλονίζεται από τις λιποταξίες και η Μάτα Χάρι, ως η πράκτορας με τον κωδικό Η21, θεωρείται ο εχθρός που πρέπει να εξολοθρευθεί. Αν και αυτό δεν αποδείχθηκε ποτέ, μόλις γύρισε στο Παρίσι στις 13 Φεβρουαρίου 1917, οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες τη συλλαμβάνουν στο ξενοδοχείο Ελυζέ με την κα κατηγορία της κατασκοπείας και τη φυλακίζουν στις γυναικείες φυλακές του Σαιντ Λαζάρ. Στις 25 Ιουλίου περνάει από στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο δια τουφεκισμού. Στις 15 Οκτωβρίου 1917, βρίσκεται μπροστά από το στρατιωτικό απόσπασμα στο δάσος του Βανσέν και αρνείται να της δέσουν τα μάτια ή τα χέρια. Εκτελέστηκε ως διπλή πράκτορας και υπεύθυνη για το θάνατο χιλιάδων στρατιωτών. Ήταν 41 ετών. Δεν υπάρχει καμία ενοχοποιητική απόδειξη ότι η Μάτα Χάρι εργάστηκε, πράγματι, ως διπλή κατάσκοπος. Όλα αυτά παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο, χωρίς να βοηθά το γεγονός ότι η σφραγισμένη δίκη της και άλλα σχετικά έγγραφα, συνολικά 1.275 σελίδες, διατηρήθηκαν απόρρητα από τον Γαλλικό Στρατό μέχρι πρόσφατα το 2017, εκατό χρόνια μετά την εκτέλεσή της.

Δεν γνωρίζουμε πώς το κεφάλι της χωρίστηκε από το σώμα της, αλλά σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, τον βρετανό ρεπόρτερ Χένρι Ουέλς, εκείνη πρόταξε το πρόσωπο της, για να στείλει ένα προκλητικό και απαξιώτικό φιλί στους στρατιώτες πριν πυροβολήσουν. Ο Ουέιλς έγραψε ότι μετά την ομοβροντία του εκτελεστικού αποσπάσματος, «σιγά-σιγά, άψυχα, γονάτισε, με το κεφάλι της πάντα ψηλά, και χωρίς την παραμικρή αλλαγή έκφρασης στο πρόσωπό της. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου φάνηκε ότι ταλαντεύτηκε εκεί, στα γόνατά της, κοιτάζοντας κατευθείαν αυτούς που της είχαν αφαιρέσει τη ζωή. Μετά έπεσε προς τα πίσω, λυγίζοντας στη μέση, με τα πόδια της διπλωμένα κάτω από το σώμα της». Κανείς δε βρέθηκε να ζητήσει για ενταφιασμό τη σωρό της. Ό,τι απέμεινε από εκείνη δόθηκε για ιατρική μελέτη – κάτι που μπορεί να εξηγήσει πώς αφαιρέθηκε το κεφάλι της! Το Μουσείο Ανατομίας του Παρισιού βαλσάμωσε το κεφάλι και υποτίθεται πως το φύλαξε. Χρειάστηκαν περισσότερο από 80 χρόνια αργότερα και μόλις το 2000, καταλάβαν πως το κεφάλι της διαβόητης Μάτα Χάρι, είχε εξαφανιστεί. Παρά το αρχείο από το 1918 που επιβεβαιώνει ότι το μουσείο είχε επίσης στην κατοχή της το σώμα της, ούτε η υπόλοιπη Μάτα Χάρι βρέθηκε από τους αρχειονόμους.

Η Ματα Χάρι, όπως και να χει, παγιδευμένο θύμα μια αδυσώπητης αντιπαράθεση μεταξύ των μυστικών υπηρεσιών ή μια πανούργα κατάσκοπος που δεν άφηνε ίχνη κάνοντας αριστοτεχνικά τη δουλειά της, ως θρύλος παραμένει αναλλοίωτη. Η καθηλωτική ιστορία, δεκατέσσερα, μόλις, χρόνια μετά τον θάνατό της, το 1931, γινεται ταινία απ την MGM με πρωταγωνίστρια μια άλλη εμβληματική μορφή, την Γκρέτα Γκάρμπο. Παραμένει μια ιστορική φιγούρα τυλιγμένη στο πέπλο της φαντασίας της και φαίνεται αδύνατο να γνωρίσουμε την αλήθεια της. Έχοντας εφεύρει τον εαυτό της και τυλίγοντας τον με φήμες για εξωτική καταγωγή και αλλόκοτες γνώσεις, κατόρθωσε να διατηρήσει το μυστήριο της και μετα τον θάνατο της, πέρα και πάνω απ την ίδια τη ζωή…
