
Αυτά τα θεσπέσια πλάσματα, τα φτιαγμένα από χαρτί, φλας, πόζα και ηδυπάθεια, σαγήνη, ιδανικό, τάχα μου προσβασιμότητα! Ω! Αυτά τα χολιγουντιανά μας, πρότυπα, που βυθίσαν την γυναίκεια αισθησιακότατα στη ντεκαπάζ, τις κυματιστές μπούκλες και τους -αποκαλύπτοντας, πάνλευκους γυαλιστερούς ώμους και μπούστα- δήθεν αυστηρούς κότσους, τα μετάξια και τις γούνες, τις λεπτές μέσες και τα τονισμένα στήθη με τις στρογγυλεμένες περιφέρειες, την απαράμιλλη κομψότητα, τα μισάνοιχτα χείλη και τα μισόκλειστα ματιά, τις τουαλέτες, τα διαμάντια, τα μεγάλα καπέλα, το καταραμένο κάπνισμα, αλλά με στιλ και φινέτσα, πάνω σε μακριά πίπα που δεν χάλαγε τα άλικα πορφυρά κραγιόν! Και ακόμα οι ψεύτικες -φορητές- ελίτσες, για ξελόγιασμα υπογραμμισμένης τελειότητας της απόλυτης λευκότητας, οι αργόσυρτες, βραχνές, συχνά γατίσιες ομιλίες, τα κοσμήματα, τα ψηλά τακούνια, οι μεταξωτές κάλτσες με ραφή, τα έξωμα φουστάνια και τα αυστηρά αλλά σα γάντι εφαρμοστά ταγιέρ, οι μακριές βλεφαρίδες για βλέμματα βαριά, μέσα από κουρτίνες, μεταξωτής τρίχινης έκστασης ! Αρχέτυπα! Εμβληματικές, περίτεχνες κατασκευές των εαυτών τους ή των μεγάλων στούντιο, που ακόμα δεσπόζουν στους λόφους του LA σαν κάστρα τοπικής, μεσαιωνικές δύναμης, υπέρτατης ηγεμονίας. Κάθε ξανθιά και μια γυναίκεια θεότητα, με βωμούς ανά τον πλανήτη και δια μέσου του χρόνου, ώστε να λατρεύονται μέσα από απόλυτη μίμηση. Παλιός αιώνας και γενεσιουργός η δύναμη του!

Η ύπαρξη των θεοτήτων του Χόλυγουντ, υπήρξε όχι μόνο απ τη προσωπικότητα αυτώ των γυναικών και το σύστημα καθιέρωσης τους και κάποτε κατασκευής τους απ τα στούντιο, αλλά κυρίως απ το τι ήταν τότε το σινεμά και η εποχή! Η ανάγκη για όνειρο. Η σκοτεινή αίθουσα. Το μυστήριο της ύπαρξης της εξωκοσμικής ομορφιάς. Η έλλειψη πληροφορίας. Η ανέγγιχτη τελειότητα, που δεν ήταν προσβάσιμη με κινητά, κομπιούτερ, μια κοινωνία share και photoshop για όλους. Και για εκείνες, τις ξανθές μοιραίες τις φτιαγμένες από όνειρο, πλατινέ μπογιά και μεταξωτές κάλτσες με ζαρτιέρες, ήταν μια κυνική αποδοχή μέτρων και κανόνων, που υποκρίνονταν πως αποδέχονταν απόλυτα, προστατεύοντας, μια αθωότητα σε αντίθεση με τον μόνιμο αγώνα της για επιβίωση. Και ναι! σκάνδαλα, μόδα, ωραίες καμπύλες, άψογα πρόσωπα και αυτοελεγχόμενη, πυρακτωμένη, απασφαλισμένη θηλυκότητα. Τελικά, είναι αυτές οι γυναίκες του σινεμά, που λατρεύτηκαν από όλο τον πλανήτη που μαζί τους ονειρεύτηκε και ερωτεύτηκε το σινεμά, τη θηλυκότητα, την δύναμη, το χιούμορ, τις ξανθιές, τις γυναίκες από σελιλόιντ, τους θρύλους που είχαν φωτογένεια στο ασπρόμαυρο και στο έγχρωμο φιλμ, που επιβίωσαν, που μας έκαναν συλλογικά να μαγευτούμε, να φαντασιωθούμε, να σαγηνευθούμε, να μιμηθούμε και να αποδεχθούμε. Στις γυναίκες που επιβίωσαν και δεν έπαιξαν το παιχνίδι των άλλων αλλά επέβαλλαν το δικό τους. Με όποιο κόστος! Πίσω στον ασπρόμαυρο χρόνο, που ολοένα και ξεθωριάζουν οι αντιθέσεις του…

Και πρώτη απ όλες η Μαίη Γουέστ!
Πρωταγωνίστρια της βοντβίλ, του θεάτρου και του κινηματογράφου, τραγουδίστρια, σεναριογράφος, κομεντιέν και απονεχοποιημένο, καθοριστικό και εμβληματικό σύμβολο του σεξ. Γεννημένη το 1893 ήταν τόσο επαναστατική για την εποχή της, που οι κυρίαρχοι πουριτανοί Αμερικανοί την είχαν χαρακτηρίσει ως την πιο επικίνδυνη γυναίκα των ΗΠΑ! Με ατάκες που «τρόλαραν» όλο το σύστημα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, των σχέσεων ανδρών – γυναικών, που αποκάλυπταν κυνικά και με χιούμορ κάθε σταρ – χρυσοθήρα για περιουσίες και δόξα. Ήταν εκείνη που έμπνευσε τον Νταλί, αλλά και το μπουκάλι της Coca Cola με τις καμπύλες της! Παρά το ότι είχε μικρό ανάστημα, ήταν εκρηκτική, φυσικά κατάξανθη και βαφτίστηκε «άγαλμα της λίμπιντο» και «βασίλισσα του κόσμου». Υπερασπίστηκε έντονα τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, της σεξουαλικής απελευθέρωσης των γυναικών. Φυλακίστηκε. Το 1927 έπαιξε στο Μπρόντγουεϊ, τον ρόλο μιας πόρνης, στο θεατρικό «Σεξ», που οδήγησε την ίδια και όλο το θίασο της στη φυλακή για το αδίκημα της προσβολής της δημοσίας αιδούς. Με την αποφυλάκιση της, άφησε τη θεατρική Νέα Υόρκη, για το νεοσύστατο Χόλυγουντ στο Λος Αντζελες και τον κινηματογράφο, αναζητώντας ελευθέρια έκφρασης. Δεν την βρήκε. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών επέβαλε στο Χόλυγουντ ένα πιστοποιητικό ηθικής διαγωγής που επί 38 χρόνια ήταν απαραίτητο για την προβολή οποιασδήποτε ταινίας. Απαγορευόταν γυμνά κορμιά, υπαινικτικοί χοροί, λάγνα φιλιά, μοιχείες, ομοφυλοφιλία και ό,τι θεωρούταν πως απειλούσε τον ιερό γάμο και την αμερικανική οικογένεια. Η Μέι Γουέστ όμως αποφάσισε πως θα αλλάξει τον κόσμο! Έγραφε τα έργα της και παρουσίαζε σε σκηνές μόνη της. Επιβλήθηκε. Κάποτε, στα 38 της, ενώ ήταν απ τα 14 στο θέαμα, έπαιξε και σε Χολιγουντιανή παραγωγή. Στο «Night After Night» ζητά να ξαναγράψει η ίδια το μικρό της ρόλο της. Χάρη σ αυτό το μικρό ρολάκι, η ταινία απογειώθηκε, μαζί και η κινηματογραφική της καριέρα. Ο συμπρωταγωνιστής της Τζορτζ Ραφτ σχολίασε: «Δεν έκλεψε μόνο τις εντυπώσεις. Τα έκλεψε όλα, εκτός από τις κάμερες». Στα διακριτικά γλυκά κορίτσια, σαν την Μαίρη Πίκφορντ που λάτρευε μέχρι τότε η Αμερική, η Μέι Γουέστ αντέταξε μια αγρία σεξουαλική φύση και μια γυναίκα έξυπνη, σαρκαστική και συμφιλιωμένη με καμπύλες και αισθησιασμό. Είχε μια ήρεμη προσωπική ζωή. Ανάμεσα στις διάσημες ατάκες έχει πει τα «πιστόλι είναι αυτό που φουσκώνει στην τσέπη σου ή απλά χάρηκες που με είδες;», «ξεκίνησα Χιονάτη, αλλά λερώθηκα», «δώσε στον άνδρα ένα χέρι να στο βάλει όπου θέλει», «ένας άνδρας στο σπίτι αξίζει όσο δύο στο δρόμο», «αφαίρεση είναι να έχεις έναν άνδρα με εκατό δολάρια και να τον αφήσεις με δύο», «ανάμεσα σε δύο κακά, θα επέλεγα εκείνο που δε δοκίμασα ποτέ», «με περιμένουν δέκα άντρες στην πόρτα; Στείλε τον ένα στο σπίτι του, είμαι κουρασμένη», «ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσεις έναν άντρα είναι στα χέρια σου», «όταν είμαι καλή, είμαι πολύ καλή, όμως όταν είμαι κακιά, γίνομαι ακόμα καλύτερη»! Πέθανε στο σπίτι της, Λος Άντζελες στις 22 Νοεμβρίου 1980 σε ηλικία 87 ετών. Έκανε πάντα ότι γούσταρε. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει 15η στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.

Και η Ζαζά Γκαμπόρ
Ουγγαρία στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα! Μίξη από νομάδες Μαγυάρους, Τάταρους, της Χρυσής Ορδής των Μογγόλων και οι όλο συγκρούσεις, πολέμους, εχθρικές επιδρομές και ότι αφήνουν πίσω τους, κάτοικοι της ωραίας χώρας Ουγγαρίας, ζουν τη φρίκη του αιώνα των δυο παγκοσμίων πολέμων, της μιας επανάστασης, του φασισμού και του ναζισμού. Μετα την κυριαρχία των σοβιέτ του 1919 στη χώρα και το γκρέμισμα τους απ την «Λευκή τρομοκρατία» εκείνων που συντάχτηκαν με την Ναζιστική Γερμανία και πολέμησαν στο πλευρό της, η Ζαζά Γκαμπόρ μεγαλώνει σε ένα τόπο ήττας, φόβου, πείνας, διωγμού. Μόνο της όπλο όσο μεγαλώνει; Ο εαυτός της. Ενα αθώο, αγγελικό πρόσωπο και ένα αμαρτωλών, κολασμένων καμπυλών, σώμα. Καλλιστεία, το 1936, με την Ναζιστική μπότα στο σβέρκο των μη άριών. Αυτή η κούκλα των 18 χρόνων, είναι Εβραία! Βγαίνει η πιο ωραία της Ουγγαρίας. Με διαβατήριο τον τίτλο των καλλιστείων φεύγει για μια νέα γη, αφήνοντας πίσω της τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα αστεράκια του Δαβίδ ραμμένα σε παλιοκαιρισμένα παλτό, τους νεκρούς από πείνα, το θάνατο και το φονικό, τις βόμβες, τα σκοτάδια κάτω από αεροπορικές επιδρομές. Φεύγει και δε μιλά ποτέ για τον εφιάλτη! Δε κοιτάζει πίσω, παρά μόνο για να θυμηθεί, κάποτε, προς το τέλος της, πως όπως ξεκινούσε, έκανε πολύ κρύο! Βλέπει πρώτη της φορά θάλασσα. Φτάνει στην Αμερική! Θα επιβιώσει! Ναι! Μπορεί! Μαζί της και η αδελφή της Εύα, ομοίως καλλονή και διωγμένη από την πατρίδα των λόγω φυλής και θρησκείας. Και ναι, μαζί παίζουν το παιχνίδι. Η Ζαζά, που έχει ίνδαλμα την Μέι Γουέστ, με τις πύρινες ατάκες της, δυναμιτίζει ύπουλα, τα θεμέλια του αμερικανικού επαρχιωτισμού που ανακαλύπτει τον πλούτο. Όλοι θέλουν εκείνη την ομορφιά της Μαγυάρας νεαρής, αλλά η ίδια δεν εκχωρείται ακόμα κι όταν διατρανώνει πως το κάνει.

Και όσο κι αν θέλουν να την αλλάξουν, παραμένει η Ζαζά. Ο Χίλτον, δημιουργός ενός οικονομικού κολοσσού θέλει να κρύψει την καταγωγή της. Την φωνάζει «Τζόρτζια» και της επιβάλλει αμερικανικές, καθαρές, πουρατινικές συνήθειες. Πέντε χρονιά και δεν την υπόταξε. Και εκείνη, η εξαγορασμένη, άσπιλη, μικρή σύζυγος, πριν το διαζύγιο με τον παντοδύναμο Κόνραντ Χίλτον, φροντίζει να τα «φτιάξει» με τον μεγαλύτερο γιο του από τον πρώτο γάμο του, τον Νίκι Χίλτον, μέσα στο ίδιο το μεγαθήριο σπίτι τους! Κοροϊδεύει τις αστικές συνήθειες, παντρεύεται και χωρίζει με ευκολία, βγάζει γλώσσα στον καθωσπρεπισμό των γάμων για πάντα και των μυστικών για το σεξ στους κόλπους «αγίων» οικογενειών. Αγαπά τα πάρτι, την κοσμική ζωή, επιβάλλει τον εαυτό της ακόμα και αν στις ταινίες παίζει απλά τον ίδιο. Στα παράσημα της, το Μουλέν Ρουζ με την υπογραφή του Τζον Χιούστον! Μέσα λοιπόν στα πρότυπα των ξανθών του Χόλυγουντ, εκείνη θα είναι πάντα η κυνική, δεικτική Μαγυάρα καλλονή, που βγάζει γλώσσα στους κανόνες με φλογοβόλες ατάκες: «δεν ξέρω τίποτα για το σεξ, επειδή ήμουν ανέκαθεν παντρεμένη», «ένας άνδρας δεν είναι ολοκληρωμένος μέχρι να παντρευτεί. Μετά είναι τελειωμένος», «το να πάρεις διαζύγιο επειδή δεν αγαπάς τον άντρα σου είναι σχεδόν τόσο ανόητο όσο το να τον παντρευτείς επειδή τον αγαπάς», «ένα κορίτσι πρέπει να παντρευτεί από αγάπη. Και να συνεχίσει να παντρεύεται μέχρι να την βρει»! Η γυναίκα αυτή έζησε σχεδόν εκατό χρόνια και Δαρβινικά προσαρμόστηκε σε κάθε περιβάλλον και έζησε φτιάχνοντας δραπετεύσεις και κόσμους με τους δικούς της ορούς, χωρίς να δέχεται επιβολές. Φεμινίστρια ζωής και όχι διανόησης, που έκανε πράξη την διαφορά της. Έζησε λοιπόν, εκατό χρόνια, είδε το κόσμο να αλλάζει πολλές φορές, έχασε τους ανθρώπους που αγάπησε πολύ, την αδελφή της και το μοναδικό της παιδί της, πράγμα που δεν την αποκάλυψε ο σύζυγος της -ο Νο 9- γιατί δε θέλησε να την βυθίσει στην δυστυχία πριν το τέλος. Το τέλος που την βρήκε σε πλήρη διαύγεια! Να αναγνωρίζει την αβάσταχτη ελαφρότητα μιας ματαιοδοξίας, ικανής να παίξει μέσα στα όρια της, με την σοβαροφάνεια της.

Και Μέρλιν!
Εκείνη! Η απόλυτη φαντασίωση, θυσία σε βωμούς για να ξεκινήσουν τα σύγχρονα αχαϊκά καράβια της βιομηχανίας του Χόλυγουντ, με Αυλίδα τους, το αλκοόλ, τα χάπια, τους άδοξους έρωτες με ανταλλάγματα, το μύθο. Μεθυσμένη φωνή, όλο καραμέλα και ουίσκι, σειρήνας της στεριάς, για κάθε Οδυσσέα – Μίστερ Πρέζιντεντ, να τραγουδά σε προσωπική φαντασίωσης «χάπι μπέρθντεϊ». Μετα το θάνατο της θα γίνει η ίδια σειρές, ταινίες, θεατρικά έργα, πρωταγωνίστρια σε θεωρίες συνομωσίας. Δεν είναι πια σάρκα και άνθρωπος, που κάποτε υπήρξε, αλλά η Μέρλιν Μονρόε, η θηλυκή κατασκευή που το Χόλυγουντ θα συνέκρινε κάθε σταρ μαζί της εις τους αιώνες των αιώνων, ο πλανήτης θα φαντασιωνόταν με την παθιάρικη φωνή της και την ξέχειλη αλλά ανύποπτη σεξουαλικότητα της, οι γυναίκες θα έβαφαν πλατινέ τα μαλλιά τους όπως εκείνη και θα ζωγράφιζαν ελιές πάνω απ τα χείλη τους. Φτιαγμένη για χάδια, με σώμα όλο στρογγυλάδες, με χαμόγελο μες στα λακκάκια και την αθωότητα, αφημένες καμπύλες, αίσθηση διαθέσιμης σάρκας συνάμα με την ουράνια απαγόρευση του ιδιωτικού, γυναικείου Παραδείσου της. Η φαντασμαγορική γυναίκα – χάδι με τον ψεύτικο όνομα Μέρλιν και οι εκδικητικές ρωγμές της κακοποιημένης μικρούλας, με την αλήθεια της Νόρμα Τζιν.

Και η Μάνσφιλντ!
Αδικοχαμένη μόλις στα 34, θυσιασμένη μέσα στο πολυτελές της αυτοκίνητο, η «Μέρλιν των φτωχών» ή η «Μονρόε της εργατικής τάξης», με το τεράστιο στήθος! Για να τραβήξει την προσοχή, στις αρχές, όλο με το μπικίνι της ή τις τιράντες να πέφτουν δήθεν τυχαία, αποκαλύπτοντας αυτό το απίστευτό στήθος, που αποσβόλωσε και την Σοφία Λόρεν και την βασίλισσα Ελισάβετ, κάποτε. Έπαιξε τον ρόλο που ήθελαν τα στούντιο! Μια ακόμα σεξοβόμβα, πιο άτακτη από τη Μέριλιν, αλλά πιο συγκροτημένη στο σετ! «Το μόνο που κάνει είναι να με μιμείται» έλεγε η Μέρλιν, «αλλά οι μιμήσεις της είναι προσβολή τόσο για εκείνη όσο και για εμένα. Ξέρω ότι θα έπρεπε να κολακεύομαι που με μιμείται, αλλά το κάνει τόσο χυδαία. Μακάρι να είχα κάποια νομικά μέσα να της κάνω μήνυση». Η Τζέιν Μάνσφιλντ, που το χε σκάσει από έναν εφηβικό γάμο, κάπου στην εργατική Πενσυλβάνια, με ένα μωρό στην αγκαλιά, δεν είχε καμία αντίρρηση να παίζει τη χαζή ξανθιά, αν και πανέξυπνη! Είχε δείκτη ευφυΐας IQ 163, μιλούσε άψογα τέσσερις ξένες γλώσσες, ενώ είχε κυκλοφορήσει μια σειρά από δίσκους, με απαγγελίες Σαίξπηρ και Σέλλεϋ.

Και η Γκάρμπο!
Ωραία και φτιαγμένη από κρύσταλλο σαν απόμακρος πλανήτης! Αινιγματική! Μυστηριώδης! Θρυλική! Το Βιβλίο Γκίνες, στα 1950 της έδωσε το ρεκόρ της ομορφότερης γυναίκας που έζησε ποτέ. Το γεννημένο στη Στοκχόλμη από πολύ φτωχούς γονείς, που στα 14 έχασε τον λατρεμένο πατέρα της, εγκατέλειψε το σχολείο για να μπορέσει να βοηθάει την οικογένεια της. Η πρώτη της δουλειά ήταν σε ένα κουρείο, όπου ήταν υπεύθυνη να ετοιμάζει τον αφρό για το ξύρισμα. Πανέμορφη, θα γίνει μοντέλο, ηθοποιός στο θέατρο, στο σουηδικό σινεμά και τέλος -ή αρχή- σταρ του Χόλυγουντ. Θα επαναστατήσει στη MGM. Θα επιβάλλει τους όρους της. Για τα λεφτά, την ελευθερία, τους ρόλους της. Θα παίξει σε σπουδαία έργα! Δεν θα της δώσουν, τιμωρώντας ποτέ Οσκαρ! Δεν την νοιάζει. Δεν δίνει συνεντεύξεις. Δεν υπογράφει αυτόγραφα. Δεν εμφανίζεται σε κοινωνικές και κοσμικές εκδηλώσεις. Δεν απαντά στην αλληλογραφία των θαυμαστών της. Δεν παίζει το παιχνίδι. Κάποτε η Ακαδημία νιώθοντας ενοχές, της απονέμει ειδικό Όσκαρ για τις «αξέχαστες ερμηνείες της». Δεν εμφανίστηκε καν να το παραλάβει. Θεώρησαν πως είπε στα μεγάλα στούντιο το θρυλικό «θέλω να μείνω μόνη». Η ίδια δήλωσε πως τους είπε «θέλω να με αφήσετε ήσυχη». Η τελευταία της σχεδόν συνέντευξη, καταγράφηκε από τον διάσημο δημοσιογράφο της Daily Mail, Πολ Κάναν, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών. Συναντήθηκαν στο λόμπι ενός πολυτελούς ξενοδοχείου και εκείνος ξεκίνησε τη συνέντευξη, λέγοντας της: «Αναρωτιέμαι…». «Γιατί αναρωτιέσαι;» και έκοψε εκείνη και έφυγε αγέρωχη, κατακτώντας άλλο ένα ρεκόρ, αυτό της πιο σύντομης δημοσιευμένης συνέντευξης, που έγινε ποτέ. Ήταν 36 χρόνων, στο απόγειο της δόξας της, όταν αποφάσισε να απομονωθεί στο επτά δωματίων διαμέρισμα της στη Νέα Υόρκη, στην 52η Λεωφόρο. Ζει μέχρι τα 84 της, μέσα στην σιωπή προς τον κόσμο, κάνοντας μεγάλους περιπάτους στο Μανχάταν, φορώντας, πάντα, τεράστια γυαλιά ηλίου και, αποφεύγοντας τα αδιάκριτα βλέμματα, τους παπαράτσι και την προσοχή του κόσμου.

Και η Ντίντριχ!
Μακριά σαν τα πόδια της, απόκοσμη σα τα τέλεια ζυγωματικά της, απαγορευμένη και συμπαντική όσο η έτη φωτός απόσταση της από κάθε τι γήινό. Μοιραία. Η πρώτη βαμπ του ομιλούντος κινηματογράφου. Εξεζητημένος, μπλαζέ αισθησιασμός. Για πάντα Λόλα – Λόλα και «Γαλάζιος Αγγελος» βυθισμένος στην κουρασμένη επίγνωση της φθαρτότητας και του ξεθωριάσματος των αποχρώσεων και της λάμψης. Απόκοσμη. Σχεδόν επουράνια! Κάποτε τολμά να φορά φράκο και ημίψηλο καπέλο. Και να φιλά γυναίκες! Γίνεται lesbian symbol σε εποχές που αυτό ήταν αιτία για φυλάκιση και λιθοβολισμό. Επιβάλλεται. Κερδίζει. Θα γραφεί για αυτήν πως «Ο ανδρισμός της αγγίζει τις γυναίκες και η σεξουαλικότητά της τους άνδρες». Θα γίνει η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου. Θα γίνει για τους Ναζί, πίσω στην χώρα της την Γερμανία και η «προδότρια της πατρίδας». Αντιστάθηκε στον Χίτλερ, στο φασισμό, στο ναζισμό, στο μίσος. Άλλαξε την υπηκοότητα της. Έγινε Αμερικανίδα. Προσφέρει τις υπέρογκες αμοιβές στους διωκόμενους απ τους Ναζί, Εβραίους της Γερμανίας. Βρίσκεται στη πρώτη γραμμή με τα στρατεύματα των συμμάχων.Κάνει το τραγούδι της Lili Marleen, αντιπολεμικό ύμνο. Ο Γκέμπελς το απαγορεύει στη Γερμανία. Κάποτε είπε τέλος στο Χόλυγουντ. Έκανε μόνο θέατρο και καμπαρέ στις μεγάλες πόλεις του κόσμου. Ζούσε στο Παρίσι. Ήταν φίλη των Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Εντίθ Πιάφ, Ζαν Κοκτώ, Νόελ Κάουαρντ, Ντέιβιντ Μπόουι. Προσπάθησαν μια φορα, μεγάλη πια, να την φωτογραφήσουν. «Όχι, όχι» αρνήθηκε, «με έχουν φωτογραφίσει μέχρι θανάτου. Δεν θέλω άλλο». Πέθανε 90 χρονών, έχοντας κάνει παιδιά, εγγόνια, ταινίες, θεατρικά έργα, τραγούδια και αλλάζοντας τον κόσμο. Ζήτησε να ταφεί στο Βερολίνο, σε ένα κοιμητήριο κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε, στην Γερμανία που οι εθνικιστές της, ποτέ δεν την συγχωρέσαν. Στο τάφο της γραφεί μόνο ένα στίχο του Θίοντορ Κόρνερ: «Εδώ στέκομαι στα σημάδια των ημερών μου».

Και οι ψυχρές συντηρητικά ντυμένες ξανθιές του Χίτσκοκ!
Θηρευτές και θηράματα μαζί σε λάμψη πλατινέ επικινδυνότητας! Αίσθηση είχαν κάνει οι αυθεντικές ξανθιές καλλονές του Χίτσκοκ από τη δεκαετία του ΄50 και μετά. Οι καημένες πέρναγαν τα πάνδεινα! Μαχαιρώνονται ενώ κάνουν ντους. Τις καταδιώκουν πουλιά με τα μυτερά τους ράμφη. Τις καταπιέζουν σύζυγοι. Τις σκοτώνουν σπρωγμένες από καμπαναριά και γέφυρες. Τρελαίνονται. Στραγγαλίζονται. Πνίγονται. Δηλητηριάζονται. Και ο ίδιος; Περιφρονητικά για τις σταρ του και μάλλον το ίδιο το γυναικείο φύλο θα πει σε συνέντευξη του: «Γιατί διαλέγω πάντα ξανθές και εξεζητημένες ηθοποιούς; Γιατί αναζητώ κυρίες του καλού κόσμου, αληθινές κυρίες που στο κρεβάτι γίνονται πόρνες; Η φουκαριάρα η Μέριλιν Μονρόε είχε το σεξ γραμμένο σε όλο της το πρόσωπο. Το ίδιο και η Μπριζίτ Μπαρντό. Δεν το βρίσκω καθόλου φίνο. Οι Αγγλίδες, οι Σουηδέζες και οι Βόρειες Γερμανίδες είναι πιο ενδιαφέρουσες από τις Λατίνες, τις Ιταλίδες και τις Γαλλίδες γιατί δεν διατυμπανίζουν το σεξ. Μια νεαρή Αγγλίδα με αυτό το δασκαλίστικο ύφος που έχουν όλες είναι ικανή να μπει μαζί σου σε ένα ταξί και χωρίς να το περιμένεις να σου κατεβάσει το φερμουάρ». Η Γκρέις Κέλι, μεγάλη μούσα του, θα γίνει πριγκίπισσα του Μονακό. Η Ντόρις Ντέι, που δεν περνά καλά στα χέρια του Χίτσκοκ, δυσφορεί που πρεπει να πει το παιδικό τραγουδάκι «Que Sera, Sera», αλλά θα κάνει διαχρονική επιτυχία και θα λάβει και Όσκαρ τραγουδιού.

Και η Κιμ Νόβακ!
Σήμερα, μπορεί να θεωρείται η αρχιερέα των ξανθών του στον «Δεσμώτη του ιλίγγου», αλλά ο μέγας Χίτσκοκ, σχεδόν τη βασάνιζε στα γυρίσματα. Ο Τίτος Βανδής κάποτε έλεγε πως εκείνη, που χαρακτήριζε ως σπουδαία ηθοποιό, γυναίκα και επαγγελματία, φοβόταν τη θάλασσα επειδή δεν ήξερε κολύμπι και φοβόταν πως θα πεθάνει, κάποτε από πνιγμό. Γνωρίζοντας το αυτό, ο Χίτσκοκ, την έβαλε να πέφτει στα νερά της Golden Βridge του Σαν Φρανσίσκο, αμέτρητες φορές, χωρίς κανένα λόγο. Εκείνη αγόγγυστα βουτούσε στο νερό πάντα. Διάλεγε τα ρούχα της και της φόραγε άχαρα μοντέλα και χρώματα που δεν ταιριάζουν σε ξανθές. Γενικά έκανε ότι μπορούσε για να την ταλαιπωρήσει, ενώ της τόνιζε πως δεν την ήθελε, ήταν κραυγαλέα σέξι και αναγκάστηκε να συνεργαστεί μαζί της, γιατί έμεινε έγκυος η πρώτη του επιλογή, η Βέρα Μάιλς. Τελικά η ταινία θεωρείται από τις κορυφαίες στην ιστορία του κινηματογράφου, όπως και η ερμηνεία της Νόβακ, θρυλική. Είναι παντρεμένη, με έναν γιατρό τον Ρόμπερτ Μαλόι για πολλές δεκαετίες και ζει στη φάρμα της στο Ορεγκον, χωρίς να θέλει πολλά – πολλά ούτε με το Χόλυγουντ, ούτε με τις ταινίες του. Δεν έχει κοντά της θάλασσα.

Και η Τίπι Χέντρεν!
Αυτή ναι, τη μαμά της Μέλανι Γκρίφιθ και γιαγιά της Ντακότα Τζάκσον, φαίνεται να την βασάνισε για τα καλά ο μέγας Αλφρεντ. Στα γυρίσματα στο «Τα Πουλιά» εκείνος χρησιμοποίησε αληθινά πουλιά στη θέση των μηχανικών σε μια δύσκολη σκηνή, δένοντας τα με λάστιχα στα χέρια της. Όταν διαμαρτυρήθηκε ο Χίτσκοκ της είπε πως δεν του άρεσε ποτέ, αλλά «καμία διάσημη ηθοποιός δεν θα δεχόταν να περάσει από ανάλογες δοκιμασίες». Ματωμένη, σκισμένη από τα νύχια των πτηνών η Τίπι Χέντρεν κατέρρευσε, ξέσπασε σε λυγμούς και έπαθε υστερία. Από παλιά είχε μια παράξενη εμμονή απέναντί της. Την παρακολουθούσε διαρκώς. Άνοιγε σαμπάνια μόλις τέλειωνε κάποιο γύρισμα. Διάλεγε όπως σε όλες τις πρωταγωνίστριες του, ο ίδιος τα ρούχα της. Είχε μια μάσκα με το πρόσωπο της επάνω στο γραφείο του. Στα γυρίσματα του Μάρνι είχε ανοίξει μια κρυφή πόρτα ανάμεσα στο καμαρίνι της και στο γραφείο του. Τον έβλεπε ξαφνικά μπροστά της! Την άρπαζε και την χούφτωνε όπου μπορούσε και εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Όσο πιο έντονα τον έδιωχνε, τόσο πιο επιθετικός γινόταν. Η Τίπι ζήτησε να σπάσει το συμβόλαιό της και αρνήθηκε να συνεχίσει κοντά του. Παρέμεινε διά συμβολαίου στη Universal λαμβάνοντας 600 δολάρια εβδομαδιαίως χωρίς να της επιτρέπεται να παίξει σε ταινία άλλου σκηνοθέτη. Η σχέση τους δεν αποκαταστάθηκε ποτέ. “Ο Χίτσκοκ κατέστρεψε την καριέρα μου. Όχι όμως και τη ζωή μου” λέει σήμερα, στα 93 της χρόνια. Αφοσιώθηκε στην σωτηρία των άγριων ζώων. Ίδρυσε και ζει σε ένα εξωτικό καταφύγιο για άγρια ζώα στην Καλιφόρνια. Κάποτε συνάντησε αμερικανο-βιετναμέζες πρόσφυγες στον καταυλισμό Hope Village. Δημιούργησε αλυσίδα καταστημάτων στα οποία τους πρόσφερε δουλειά και σήμερα έχει σχολή και το Ίδρυμα Tippi Hedren Nail Scholarship Fundγια την υποστήριξη γυναικών προσφύγων που μαθαίνουν μανικιούρ.
