Η ζωή της Σοφίας Βέμπο με 16 τραγούδια της είναι πολύ προσωπική μας υπόθεση

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

«Τι μου τη χάρισες αυτή τη ταμπακιέρα, για να μου γίνει και το κάπνισμα βραχνάς;»… Η μάνα μου είχε στο δεύτερο συρτάρι της ντουλάπας -αυτό με τα μαντήλια της- που μύριζαν πάντα ροζ πούδρα, ανάμεσα τους, μια κασέτα με τραγούδια της Σοφίας Βέμπο. Όχι με τις άλλες κασέτες και τους δίσκους από βινύλλιο, στο ειδικό έπιπλο στο σαλόνι! Όχι. Ήταν κατάδική της! Προσωπική υπόθεση! Η μεγάλη της αδυναμία, το σκίρτημα εκείνο, που έπρεπε να κρυφτεί, πως εκτός από μαμά, ήταν η γυναίκα στις δίκες της κρυφές σκέψεις. Της άρεσε «η ταμπακιέρα». Δεν κάπνιζε, δεν κάπνισε, δεν καπνίζει! Βραχνά όμως πρεπει να χε! Δεν μας τον είπε ποτέ της…

«Να με παίρνανε τα σύννεφα, οι άνεμοι τα κύματα να με παν σ’ ένα έρημο νησί»… Η μάνα μου, με έχει πάει θέατρο να ακούσουμε -ε, ποια άλλη;- την Βέμπο. Μετά έμαθα πως ήταν η τελευταία φορά που εμφανίστηκε. Η μάνα μου ήταν σε έξαψη φαν, εγώ πάλι ήθελα να πάω να δω την Αλίκη. Πολύ μικρή είδα μια μεγάλη κυριά χωρίς ξανθά μαλλιά σαν της Αλίκης που λέγαμε, που φόραγε φακιόλι. Ο κόσμος χειροκροτούσε όρθιος. Εκείνη κάθισε σιωπηλή στο τέλος, με τα χέρια ανοιχτά, και μετρά έκανε έναν ήχο παράξενο. «Γιατί κάνει έτσι μαμά;». «Συγκινήθηκε! Λυγμός είναι! Τελευταία φορά». Να την παίρνανε τα σύννεφα…       

«Τσιγγάνα μαυρομάτα, αντάμωσα στη στράτα, με λόγια μαγεμένα γι’ αγάπη μου μιλεί»… Στο πρώτο μου βιβλίο, στο «Σημείο Επαφής» χρόνια ποοοοοολλά πίσω, γραφω για εκείνες τις μοιραίες στιγμές που αλλάζουν τις ζωές. Για την Έφη Μπέμπου, αυτό συνέβη στο καράβι που την πήγαινε απ τον Βόλο, στον αδελφό της, στην Θεσσαλονίκη. Είχε την κιθαρίτσα της μαζί, προσφυγοπούλα, από οικογένεια πολύτεκνη, παιδί που δούλεψε μικρό, ταξίδευε στα κύματα, τραγούδαγε χαρούμενη και ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω της μαγεμένος. Όλο χειροκροτούσαν και ζηταγαν κι άλλο. Ήταν στο καράβι ένας καλλιτεχνικός παράγοντας, της έκλεισε συμβόλαιο. Όπου τραγούδαγε, αποθεώνονταν. Έφτασε στην Αθήνα. Ήταν 1933 και  εμφανίστηκε στη σκηνή του θεάτρου Κεντρικόν, στην επιθεώρηση »Παπαγάλος 1933». Ήταν ντυμένη τσιγγάνα και είχε την κιθάρα της σωσίβιο στον κόσμο. Τώρα την λέγανε Σοφία Βέμπο, καλλιτεχνικά όταν στα παρασκήνια, οι άλλοι ηθοποιοί της φώναζαν, «Σοφία; Βέμπο; Ε; Βέμπο; Που πας, δεν ακούς τον κόσμο που σου φωνάζουν «μπιζ», εκείνη ούτε στο Βέμπο άκουγε, ούτε τι ήταν το μπιζ ήξερε! Τέσσερις φορές χρειάστηκε η Μπέμπου να επαναλάβει αυτό το τραγούδι κατά τη πρεμιέρα προκειμένου να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί μαζευτήκαν γύρω τους, να λένε «μπράβο» και «ήσουν υπέροχη» και «τι φωνή». Ανάμεσα τους ο Ορέστης Μακρής, η Μαρίκα Νέζερ, ο Φώτης Αργυρόπουλος… Οι σπουδαίοι!

«Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει! Και θα δούμε απ τους δυο μας που θα χάσει». Το 1939 η Σοφία Βέμπο έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Η κινηματογραφική της εμφάνιση στο «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί», για το ελληνικό κοινό της Αμερικής, όπου συμμετείχε με δύο τραγούδια σπάει κυριολεκτικά τα ταμεία των αμερικανικών κινηματογράφων όπου αποθεώνεται όχι μόνο απ τους Έλληνες μετανάστες, αλλά και τους Αμερικανούς, ενώ ζητούνται κόπιες στη Λατινική Αμερική.

«Στ’ Λάρισ’ βγαίν’ ο αυγερινός». Ηθελε να πει τραγούδια με τοπικό ιδίωμα γιατί τα τραγουδούσε η μάνα της και ήθελε, έτσι να τη θυμάται και να τη τιμήσει. Κανείς δεν της έγραφε τέτοια τραγούδια. Κάθισε και έφτιαξε ένα μόνη της. Με χαρά και ενθουσιασμό και συναισθηματικη φόρτιση για τη μάνα της, το έδωσε στον Κώστα Γιαννίδη, λίγο για να το παίξει σε πρόβα, εκείνος διαβάζοντάς το αρνήθηκε έντονα λέγοντάς της πως «Δεν είσαι καλά Σοφία μου που θα παίξω εγώ αυτό το βλαχοτράγουδο. Παραιτούμαι». Με τα παρακάλια εκείνης και τις απειλές του θεατρικού επιχειρηματία σπουδαίος αυτός μουσικός ο Κώστας Γιαννίδης με κρύα καρδιά άρχισε να το παίζει. Στη πρώτη παράσταση που ακολούθησε έγινε χαλασμός. Το θεατρικό κοινό τέσσερις φορές υποχρέωσε τη Σοφία Βέμπο να ξαναβγεί στη σκηνή και να το επαναλάβει. Ακόμα η ερμηνεία της έχει αυθεντικότητα, αίσθημα και ειλικρίνεια και αθωότητα, τόσο που να σε σφίγγει στην καρδιά, είτε είσαι απ τη Λάρισα, είτε απ το Μεσολόγγι, όπως εγώ, που όσο να ναι το ιδίωμα αυτό το ομιλούμε! Όταν μετά την παράσταση, λοιπόν, που η Βέμπο αποθεώθηκε, ρώτησε ο επιχειρηματίας τον Κ. Γιαννίδη τη γνώμη του, εκείνος απάντησε: «Μα δεν είδατε; Μας το τραγούδησε με σκέρτσα που δεν την έφτανε ο χώρος της σκηνής! Μας το τραγούδησε ακουμπισμένη στο πιάνο, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη πάνω στη κουΐντα, μας το τραγούδησε με την πλάτη στο κοινό! Μόνο ανάσκελα που δεν μας το τραγούδησε»!

«Βάζει ο ντούτσε τη στολή του». Εμείς όλοι αυτό το τραγούδι, το τραγουδήσαμε, στις σχολικές γιορτές, από τα νήπια, μπορεί και μέχρι το μάστερ στα Πανεπιστήμια. Εκείνη πάλι, ήδη το 1939 είναι σούπερ σταρ! Θεωρείται θεότητα και όχι σάρκινο πλάσμα! Και κηρύσσεται ο πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου 1940. Το ίδιο βράδυ, η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες, τα αγόρια που φεύγουν για το μέτωπο. Την ίδια εποχή, σε μία συμβολική πράξη, προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Πάει η ίδια και συναντά τα στρατεύματα. Είναι η Σοφία των φαντάρων. Είναι η εθνική Βέμπο. Είναι η τραγουδίστρια της νίκης. Δεν είναι πια σούπερ σταρ, όμως. Είναι μύθος!

«Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά, Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά, παιδιά στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλες να ‘ρθετε ξανά». Η Σοφία Βέμπο έχει γίνει σύμβολο του αγώνα πια. Η Ελλάδα όμως περνά στη φασιστική και ναζιστική κατοχή. Και ένα βράδυ, την ώρα που η Βέμπο επέστρεφε από τη βραδινή της παράσταση στο θέατρο, την πλησίασε ένας Ιταλός και τη χτύπησε δυνατά με μια σιδερένια γροθιά. Παρόλο που η τραγουδίστρια τραυματίστηκε πολύ, δεν το έβαλε κάτω. Όταν την ενημέρωσαν με ανώνυμο μήνυμα ότι τη χτύπησαν για να την παραμορφώσουν και να μη μπορεί να εμφανιστεί στο θέατρο, εκείνη απάντησε «θα τραγουδάω στο ραδιόφωνο».

«Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου κι όσο μπορείς κρατήσου και στα παλιά παπούτσια σου, γράψε όσα λέν’ οι εχθροί σου. Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά, οι σύμμαχοι στη μοιρασιά, κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις, γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις». Τον Αύγουστο του 1941 η Βέμπο οδηγήθηκε στην Αστυνομία Αθηνών, όπου ο διευθυντής Άγγελος Έβερτ, την ενημέρωσε ότι δεν θα μπορούσε να ξανατραγουδήσει και να εμφανιστεί στο θέατρο. Η εντολή ήταν του Ιταλού συνταγματάρχη, Κ. Μεόλι και μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η Διεύθυνσις Αστυνομίας παρακαλείται να καλέσει την καλλιτέχνιδα Βέμπο να παύση την δράσιν της εις το τραγούδι, εις όλα τα θέατρα της Ελλάδος. Εις την ιδίαν θα αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής». Ο κόσμος ξεσηκώθηκε και η απόφαση άλλαξε. Η Βέμπο επέστρεψε στο θέατρο και το τραγούδι με αυστηρούς όρους για το ρεπερτόριό της. Η ζωή της όμως είχε αλλάξει. Βρισκόταν συνεχώς υπό παρακολούθηση και οι έφοδοι στο σπίτι της έγιναν συχνές. Ιταλοί και Γερμανοί έμπαιναν μέσα και διέλυαν ότι έβρισκαν μπροστά τους για να την τρομοκρατήσουν. Τελικά την συλλάβανε και την φυλακίσανε στις φυλακές Αβέρωφ. Στο τέλος του 1942, η υπηρεσία αντικατασκοπείας της Αθήνας, μετά από εντολή του Γενικού Επιτελείου Στρατού που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, κατάφερε να τη φυγαδεύσει. Η Βέμπο και ο αδελφός της Τζώρτζης στις 8 Οκτωβρίου του 1942 μεταμφιεσμένοι σε ηλικιωμένους, ξεκίνησαν το περιπετειώδες ταξίδι για τη Μέση Ανατολή. Η τραγουδίστρια είχε εφοδιαστεί με πλαστό διαβατήριο με το όνομα Σοφία Βαμβέτσου. Μετά από δεκαήμερη κατασκήνωση σε ένα βουνό της Εύβοιας, επιβιβάστηκαν σε ένα σαπιοκάραβαο που τους οδήγησε στην Τουρκία. Από εκεί συνέχισαν για τη Συρία, πέρασαν τη Δαμασκό, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη και μετά από σχεδόν ένα μήνα, κατάφεραν να φτάσουν στην Αίγυπτο. Η Βέμπο συνέχισε τις εμφανίσεις της όπου υπήρχαν Έλληνες και διέθετε σχεδόν όλες τις εισπράξεις για τις ανάγκες του αγώνα. Υπολογίζεται ότι οι προσφορές της υπέρ πατρίδος ανέρχονταν σε 18.000 χρυσές λίρες, ποσό τεράστιο για την εποχή.

«Μισιρλού μου, η γλυκιά σου η ματιά φλόγα μου ‘χει ανάψει μες στην καρδιά, αχ γιαχαμπίμπι, αχ γιαλελέλι, αχ τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, οϊμέ»! Σε ένα άλμα στο χρόνο, η Βέμπο, μας την έχει στημένη και στα 1994 η «Μισιρλού» που άκουγε η μαμά, με την εξαιρετική εκτέλεση του Ντικ Ντέιλ, μας βρίσκει, στα προχωρημένα μας, μέσα από το «Pulp Fiction» του Ταρνατίνο, να την χορεύουν οι Τζον Τραβόλτα και την Ούμα Θέρμαν! Χα!

Η Βέμπο, στο γραμμικό της, χρόνο, κανονικά, έχει γνωρίσει πια και έχει ερωτευτεί παθιασμένα τον Μίμη Τραϊφόρο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Αλεξάνδρεια τον Απρίλιο του 1943, αρραβωνιάστηκαν. Αργήσανε πολύ να παντρευτούνε.  «Την αγάπη την βρήκα στον άντρα μου τον Μίμη Τραϊφόρο. Είναι υπέροχος, χρυσός, αλλά πιο κοντός από μένα», είπε…

 «Ας ερχόσουν  για λίγο» και «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα». Η μεγάλη  ντίβα, η Σοφία Βέμπο,  διατηρεί, λοιπόν, τον θυελλώδη δεσμό της με τον συγγραφέα και στιχουργό και ωραίο Μίμη Τραϊφόρο. Το 1948 τον εγκαταλείπει και φεύγει στην Αμερική, όπου  αποθεώνεται! Ο Μίμης Τραϊφόρος, με συντριβή ερωτικής εγκατάλειψης γραφεί και της αφιερώνει το  «Ας ερχόσουν  για λίγο», που τραγουδά η σπουδαία Δανάη, σπαρακτικά. Τη μουσική σύνθεσε ο Μιχάλης  Σουγιούλ που καταλάβανε το πάθος του Τραϊφόρου.

Το τραγούδι κάνει επιτυχία, περνά τον Ατλαντικό, το ακούει η Βέμπο, σπάει, επιστρέφει. Πέφτει στην αγκαλιά του! Ήταν για πάντα μαζί… Εκείνη, πάλι, τραγουδά «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα… που πρόσμενα καιρό! Μα πώς φοβάμαι πως ίσως μια μέρα σε χάσω… γιατί να σε ξεχάσω…ποτέ δεν θα μπορώ….»!…  

 «Χρόνια και χρόνια με τυραννάει, κι ούτε μια στάλα δεν με πονάει. Γιατί; Και ζω κοντά του μες την μιζέρια, χειμώνες τώρα και καλοκαίρια. Γιατί; Και με βαριέται και μ΄άλλες πάει και μου τα παίρνει και με χτυπάει. Γιατί; Μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου γιατί είναι βλέπεις ο άνθρωπος μου! Δεν είναι γόης, δεν είναι ωραίος και κολυμπάει μέσα στο χρέος. Γιατί; κι ένα κοστούμι μονάχα έχει που το φοράει χιονίζει, βρέχει. Γιατί; κι όλο τα πίνει κι όλο τα σπάει κι όλο σε μένα μετά ξεσπάει. Γιατί; Δεν μού μιλάει για το φεγγάρι κι ένα λουλούδι δεν μού ‘χει πάρει γιατί; Μονάχα πίκρες μού ΄χει χαρίσει ποτέ δεν μού ΄χει γλυκομιλήσει. Γιατί; Ποτέ δεν μου ΄χει χαμογελάσει κι ο έρωτάς του μ΄ έχει γεράσει. Γιατί;».  Η Βέμπο ως γυναίκα μάλλον βούτηξέ σε πάθος βαθύ, ωκεάνιο με τον Τραϊφόρο και έφτασε εκείνη η θεϊκή καλλιτέχνιδα να σπαράζει με τη φωνάρα της, με μια υποψία λυγμού και ερωτικό σπαραγμού, έναν έρωτα μαζοχιστικό και σαρκοφαγικό και αυτοκαστροφικό, όσο καμιά άλλη, μπορεί και ποτέ! -άποψη μας, αλλά τι να κάνουμε, τελικά μας μετέφερε η μαμά, το πάθος για τη Βέμπο! Γιατί;

 «Το φεγγάρι είναι κόκκινο, το ποτάμι είναι βαθύ, κι η αγάπη μου στα χέρια σου είναι κάτασπρο πουλί. Το φεγγάρι είναι πράσινο, το ποτάμι είναι γαλάζιο, έλα αγάπη μου και χόρεψε ίσαμε αύριο το πρωί». Η  Σοφία Βέμπο στην «Στέλλα», είναι η Μαρία των μπουζουκιών του Παραδείσου και μπαίνει στα ιερά και στα όσια και στο εθνικό μας DNA, με την Μελίνα και την Ζουμπουλάκη και τον Γιώργο Φούντα και τον Κακαβά στην παρέλαση, ΥΠΟ το μοναδικό βλέμμα του Μιχάλη Κακογιάννη και τη μαγεία του Μάνου Χατζιδάκι. Είναι εκδρομή. Όλοι πάμε μαζί της σ αυτή την εκδρομή! «Μετά τη Στέλλα δεν με ζήτησαν να παίξω» έλεγε. Αχ, εμάς μας φτάνει για το συλλογικό μας όνειρο…

«Που είναι η αγάπη εκείνη; Εκείνη; Εκείνη; Στάχτη πια έχει γίνει». Η Σοφία Βέμπο έχει κάνει άλλες δυο ταινίες, την «Προσφυγοπούλα» το 1938 που δεν την έχουμε δει και το «Στουρνάρα 288», το 1959, στην αστική, καθώς πρέπει Αθήνα,  σε διπλό ρόλο, της ηλικιωμένης καθηγήτριας πιάνου κυρίας Ευγενίας, πάλαι ποτέ διάσημης Τζένης Μπλανς και της Σοφίας Βέμπο. Κλάμα ως παιδάκι, που έριχνα, κάτι Κυριακές μεσημέρια που έπαιζε την ταινία η τηλεόραση, γιατί Τζένη Μπλανς είχε τα μαλλιά της άβαφα και δεν φορούσε ωραία φουστάνια, που ακόμα θυμάμαι, ε και ψιλοβουρκώνω…  

«Παιδιά της Ελλάδος παιδιά και τα τανκς γονάτισαν κείνη τη βραδιά». Και εκείνη η βραδιά, είναι ο σπαραγμός του Πολυτεχνείου, όπου η Σοφία Βέμπο, που ζει απέναντι, βλέπει το τανκ, ζει τα δακρυγόνα, τους πυροβολισμούς, τα αίμα, ακούει το κουδούνι της να χτυπάει. Ανοίγει το σπίτι της, γεμίζει τα δωμάτια της με φοιτητές. Πιο πριν ο ραδιοφωνικός σταθμός κάνει έκκληση για τους τραυματίες και λέει πως «στο σπίτι της κυρίας Βέμπο έχει στηθεί σταθμός πρώτων βοηθειών». Βέβαια, η ασφάλεια χτυπά την πόρτα της. Είναι η Βέμπο! Αρνείται να τους παραδώσει. Είναι η Βέμπο! Τι τολμάμε να της να κάνουν; Να την συλλάβουν; Με την επάνοδο της Δημοκρατίας, εμφανίζεται, αυτή που τα χει όλα πίσω της πια, στο Καλλιμάρμαρο και τραγουδά για άλλη μια φορά για τα αγόρια. Είναι Βέμπο! Παιδιά της Ελλάδας, παιδιά, ρε γαμω το…

«Καλό σου ταξίδι κρυφή μου χαρά, αντίο στερνή μου ελπίδα». Η Έφη Μπέμπου, η Σοφία Βέμπο, η βεντέτα, η τραγουδίστρια της νίκης, το σύμβολο της Ελλάδας, εκείνη που τραγούδησε για τα αγόρια του πολέμου, πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978. Η κηδεία της έγινε μια διαδήλωση αγάπης και ελευθερίας. Ήταν η Βέμπο. Ήταν η ηρωίδα της μαμάς, η δικιά μου, όλων μας…