Μελίνα, σε θυμάμαι να γελάς…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Ήμουν απ την εφημερίδα η δευτερότριτη που κάλυπτε Υπουργείο Πολιτισμού. Ήμουν και σε ένα μικρούλι κανάλι και συνδύαζα τη κάλυψη της θεϊκής, γεμάτης σταριλίκι υπουργού Μελίνας Μερκούρη! Την θυμάμαι σε εγκαίνια νομίζω στο Εργατικό Κέντρο Αθηνών. Ψηλή! Λυγερή! Φυσικά μελένια ξανθιά στην ίδια απόχρωση με εκείνα τα μάτια της τα σαν λύκαινας, άμα θύμωνε! Φορούσε μακριά φούστα, αέρινη και από το ίδιο ύφασμα φουλάρι γύρω απ το λαιμό της! Κάτι της λένε και γελάει, σα Μελίνα, δυνατά, βραχνά, ρίχνοντας το κεφάλι πίσω της! Κάθε κίνηση, σαν από ρόλο! Κάθε κουβέντα και παρόρμηση να χειροκροτήσω. Μικρό εγώ, ανύποπτο, απονήρευτο, στο χείλος της απολυτής χαζομάρας πως οι στιγμές είναι αιώνιες και διαρκούν για πάντα! Κάθεται δίπλα μου, με ρωτάει ποια είμαι εγώ και πόσο χρονών! Της φαίνεται διασκεδαστικό που είμαι τόσο νέα -έμενα τώρα, πάλι, μου φαίνεται τόσο μακρινό σαν αναίτια θλίψη! Καπνίζουμε μαζί! Μας κοιτάνε! Αυτή σε χρώματα της άμμου και όλο αέρα ρούχα και στα κατάμαυρα, μ  άρβυλα και τα μαλλιά πιασμένα σφιχτά σαν στρατιωτικά. Κοιτάω τα τακούνια της. Υπέρκομψα! Όλο λεπτές γραμμές και μαλακό, ακριβό δέρμα! Θυμάμαι τις αδιόρατες κινήσεις και την αίσθηση του αρώματος της, διακριτική αλλά ύπουλα εθιστική! Και μετά σβήνει το τσιγάρο της, που κάπνισε σε τρεις ρουφηξιές όλο. Θα σηκωθεί και θα μυρίσει φευγαλέα τα δάχτυλα της.

Πίσω της πέφτει ο ήλιος και μου φαίνεται πιο ξανθή, πιο χρυσή, πιο απόκοσμη. «Έτσι λάμπουν οι σταρ» σκέφτομαι με μια κρυφή ζήλια για εκείνους που γεννιούνται με άστρα στο πεπρωμένο τους. Θυμάμαι γύρω απ τα τραπέζια τις ενημερώσεις, να βαραίνει σιγά σιγά. Θυμάμαι στον αποχαιρετισμό, μεσάνυχτα να πάμε στη Μητρόπολη οι συντάκτες του υπουργείου να πούμε το αντίο. Πρώτη φορά έφτανα έτσι σύριζα σε νεκρό! Πρώτη φορά έβλεπα τόσο κόσμο, 12 η ώρα, παντού γύρω, να περιμένει –τι;- απ έξω.

Θυμάμαι τη φίλη της -την φίλη μου!- και συνεργάτη της, την Μαρλέν Καρέρ, να την βοηθώ να γράψει τις μνήμες της και να μου λέει ιστορίες κι άλλες ιστορίες, τόσο πολλές για την Μελίνα! Βούλιαζε το σαλόνι της στην Βασιλίσσης Σοφίας, στο σκοτάδι σιγά σιγά και δεν ανοίγαμε τα φώτα, χαμένες στις ιστορίες, κι όπως οι φωτογραφίες της Μελίνας ήταν γύρω μας, νόμιζα πως έρχονταν και κάθονταν κι αυτή στον καναπέ και οποία να θα γέλαγε δυνατά ρίχνοντας το κεφάλι πίσω…  Θυμόταν η Μαρλέν: «Έχω κόψει το τσιγάρο και η Μελίνα είναι ήδη, σε θεραπείες γιατί έχει τα συμπτώματα σε κορύφωση, αλλά καπνίζει. Την βλέπω στο γραφείο της και της βάζω τις φωνές που καπνίζει και που δε σκάφτεται την υγεία της και τι κάνει τώρα! Ατάραχη με ρωτάει: «Εσύ; Δεν καπνίζεις;». «Όχι. Το κόψα» της λέω. «Ε! Είσαι ηλίθια» μου λέει και ανάβει δεύτερο… Έχει φύγει εξωτερικό, έχει αναμετρηθεί με την ασθένεια και γυρίζει. Την συναντώ στο διάδρομο του υπουργείου, με χαιρετά, μιλάμε για τις θεραπείες της, αν είναι αισιόδοξη, αν θα προσέξει, προσπερνάει και γυρνά πάλι πίσω. «Συνεχίζεις να το χεις κομμένο το τσιγάρο;» με ρωτάει πονηρά. «Ε, ναι βέβαια! Όχι σαν μερικές μερικές, με το τσιγαράκι τους, που καταστραφεί τα πάντα και εκεί αυτές, να καπνίζουν! Κομμένο το χω ακόμα!». «Ε! Ηλίθια παραμένεις, ακόμα» της είπε και έφυγε από τον χώρο…»…

Ένα βράδυ, πολύ πριν την υπουργοποιήση της, πολύ νέα και πιο πολύ ακόμα σταρ, ήταν έξω με μεγάλη παρέα. Ένας κύριος με πολλά λεφτά, εργοστασιάρχης ελαίων, την φλέρταρε όλο το βράδυ επίμονα, χαλώντας συνεχώς χρήματα. «Τον καημένο!» ψιθυρίζει στη Μαρλέν, κρυφογελώντας στ’ αφτί της, «να νομίζει πως τα λεφτά του θαμπώνουν! Νομίζει πως θα άφηνα ποτέ τον Ντασέν για τον λαδέμπορα και τα λεφτά του»! 

Στο Παρίσι αυτοεξόριστη, περιμένει τη Μαρλέν, αλλά σε εκείνη απαγορεύουν την έξοδο απ τη χώρα, για να μάθει νέα απ την Ελλάδα και να πάρει μηνύματα απ τους ανθρώπους. Στέλνει πίσω δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη, βαλμένους μέσα σε θήκες συμφωνικών έργων. Στέλνει πίσω λέξεις κουράγιου και την βεβαίωση πως είναι μαζί τους κόσμος, δε ζουν μόνοι τους στη χώρα της σκιάς…

Κάποτε η Δέσπω Διαμαντίδου, μου λέει τι όμορφη που ήταν στο Λύκειο η Μελίνα και τι επαναστάτρια. Θυμάται τι τραγουδούσε, πως περπάταγε  με τη σχολική τσάντα, πως στο δρόμο την κοίταζαν όλα τα αγόρια. Και θυμάται και τα χρόνια τους στην Αμερική. «Λέμε να βάψουμε τα μαλλιά μας, μόνες μας, ξανθά, αμερικάνικα! Και χαιρόμασταν, ότι Αμερικανοί παιδί μου, έχουν αυτοί πολύ μοντέρνα πράγματα, εξελιγμένα! Απ το Παρίσι ερχόμασταν και θαυμάζαμε τις αμερικανικές χρωμολοσιόν! Όμως, όχι, εκεί εμείς να βαφτούμε αμερικάνικα. Και βαφόμαστε! Και βγαίνουν τα μαλλιά μας… πράσινα! Πράσινα της μούχλας όμως! Και δε θα το πιστέψεις! Τα βρίσκαμε κι ωραία!».   

Σε μια συνάντηση πάλι, με τον αδελφό της, στο σπίτι στο Κολωνάκι που έμενε η Μελίνα, νιώθω την παρουσία της, πίσω απ τις κουρτίνες που φύσανε ελαφρά τη νύχτα, στα λουλούδια στις γλάστρες που μυρίζουν, στους πίνακες στο τοίχο. Ο Σπύρος Μερκούρης μου λέει πως ήταν τη πρώτη φορά στη Κατοχή που είδαν νεκρό από τη πείνα έξω απ το σπίτι τους και πως σιγά σιγά έμαθαν την εικόνα του κάρου που μάζευε εκείνους που πέθαιναν, με πρησμένες κοιλίες στο δρόμο. Θυμάται τη Μέλινα να μη κλαίει αλλά να μένει αμίλητη για μέρες και νύχτες ατέλειωτες. Σοκαρισμένο κορίτσι. Θυμωμένο. Ευάλωτο στην συνειδητοποίηση της δυστυχίας, της αδικίας, της καταστροφής. Λέμε γιατί δεν ήθελε παιδιά. Και ας έπαιζε μαζί τους και ας επικοινωνούσε σε σημείο αξιοθαύμαστο μαζί τους. Πως δεν γινόταν, πως το πήρε απόφαση, πως έτσι θα έπρεπε να γίνει, πως θα ήταν η ίδια το παιδί για πάντα! Δεν χαμογελούσε, όμως στις συζητήσεις για παιδί! Ποτέ της!

Γράφονται και θα γράφονται και όλα λέγονται και όλα ανείπωτα είναι! Και η Μελίνα Μερκούρη, σε φόντο γαλανόλευκο, φωνάζει με σηκωμένη γροθιά πάντα «εγώ Ελληνίδα γεννήθηκα, Ελληνίδα θα πεθάνω. Εσείς φασίστες γεννηθήκατε, φασίστες θα πεθάνετε»! Και πάθη, και λαίμαργο, άγριο χαμόγελο και δακρυσμένα, χρυσά μάτια και πέφτει πάνω στο μαχαίρι του Μίλτου, μια Στέλλα αυτή, με κόκκινα γάντια… μετά ζωντανεύει τα παιδιά της Μήδειας για να πάνε στην παραλία, γιατί της αρέσουν μόνο τα happy end, πριν τραγουδήσει για εκείνα τα χιλιολατρεμένα «Παιδιά του Πειραιά», στροβιλίζεται σε έναν χορό με τον Μάνο Χατζιδάκι να κοιτάζονται στα μάτια, φιλάει στα χείλη τον Μίκη Θεοδωράκη, υποκλίνεται ενώ κλείνει η κατακόκκινη αυλαία στο Μπρόντγουεϊ  με το κοινό να την χειροκροτεί όρθιο, χαμόγελα στα φλας με το βραβείο της στις Κάννες, πιάνει απ το χέρι τον «Τζούλι» της, τον Ζιλ Ντασέν και χάνεται σε εκείνο το χρυσό που ένα απόγευμα την είδα να διασχίζει. Χρυσό σαν φωτοστέφανο βυζαντινών αγίων, χρυσό σαν τα μάτια της, χρυσό σαν την λάμψη του αστεριού της…