Και ενώ η Ιστορία έχει τα δικά της μυστικά μελάνια, ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης ήταν αυτόπτης μάρτυρας της, δανείζοντας της, κάποτε και απ το δικό του χαρτί για να γράψει. Από το φθινόπωρο του 1918 που γεννήθηκε στη Χαλέπα Χανίων, έως τη βροχερή άνοιξη του 2017, που έσβησε όρθιος, όπως το ήθελε, ανάμεσα στους αγαπημένους του, πέρασε μια ζωή παράλληλη και συχνά δεμένη σε γόρδιους κόμπους με όλα τα ιστορικά γεγονότα της χώρας, σχεδόν σε όλο τον δραματικό 20ο αιώνα. Και είναι μια ζωή σαν σάγκα επική και πέρα από πάθη πολιτικά και εμμονές μικρόψυχες σκύλευσης, άξια να θαυμαστεί για την σαν λογοτεχνία περίτεχνη και ευφάνταστη ανατρεπτικότατά της, σχεδόν απ την αρχή της, γιατί…
Παιδικά χρόνια
Ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης ήταν παιδί ενός ζευγαριού που αγαπήθηκε πολύ, σε μια Κρήτη όλο παράδοση και αγέλαστη τιμή, όπου δυο δεύτερα ξαδέλφια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Σταυρούλα Πλουμιδάκη, παντρεύονται με ειδική άδεια του δεσπότη. Ιστορική οικογένεια, αρχοντικό σπίτι, υπέροχης θέας πρώτα χρόνια, με τα μπαλκόνια να κοιτάνε από ψηλά όλο τον κόλπο της Σούδας, σαν προϊστορικοί, αιώνιοι μινωίτες προύχοντες. «Εγώ πιστεύω ότι από το περιβάλλον ο χαρακτήρας διαμορφώνεται ήδη στα παιδικά σου χρόνια. Θα μπορούσα να σου πω ότι όταν έφυγα από τα Χανιά, παιδί δεκαεπτά χρονών, γιατί τελείωσα νωρίς το λύκειο, είχα διαμορφωμένο τον χαρακτήρα μου. Ήμουν αυτός που έμεινα μετά στην επόμενη ζωή» έχει παραδεχτεί εντελώς φροϋδικά ο ίδιος. Έμοιαζε στη μάνα του, στην εμφάνιση. Της έμοιασε και στον χαρακτήρα. Μεγαλωμένος από εκείνη με τις βάσεις για να κάνει αυτό που νομίζει σωστό και να μην τον ενδιαφέρει ούτε το κόστος, αλλά ούτε και η γνώμη των άλλων, να έχει αυτοκυριαρχία, να μη τον λυπούνται ποτέ, να αισθάνεται το χρέος του απέναντι σε οικογένεια, πατρίδα, αρχές, να διαβάζει για να μεγαλώνει ο νους του και να ναι σκληρός με τον εαυτό του, αλλά όχι με τους άλλους. Το σπίτι είχε πάντα κόσμο, φωνές, γέλια, φιλοξενούμενους και την αίσθηση πως οφείλουν εκείνοι που είχαν πολλά να φροντίζουν και όλους όσοι δεν είχαν. Και η πολιτική δεν ήταν καριέρα, αλλά καθήκον. Ο παππούς Κωσταντίνος ήταν ο ιδρυτής του Κόμματος των Ξυπόλητων. Ο συγγενής από μάνα και πατέρα συνάμα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κληρονόμησε την παράταξη και την μετονόμασε σε Κόμμα των Φιλελευθέρων. Κρητικοί δωρικοί και ανυπάκουοι σε πρέπει δοτά όλοι τους, έμαθαν τον Κωνσταντίνο να μην σκύβει κεφάλι σε εξουσίες αλλά στα δικά του πιστεύω.
Για περίπου ένα χρόνο, ο μέγας Ελευθέριος Βενιζέλος, ο θείος του, έμενε στο σπίτι τους, όσο επέβλεπε τα έργα στο δικό του πατρικό. Είχε έννοια την παιδεία του Κωνσταντίνου και είχε αναλάβει στο μέλλον, ο ίδιος να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του. Αρίστος μαθητής ο μικρός Μητσοτάκης, καμάρι των οικογενειών που δένονταν με δεσμούς κρητικούς ανά τους αιώνες, δεν ήξερε τι να πρωτοσπουδασει. Ο Βενιζέλος είχε μανία με τη γη ήθελε η Ελλάδα να φτιάξει οικονομία πρώτα και μετά όλα τα άλλα θα έρχονταν. «Μη γίνεις δικηγόρος και γιατρός, μονάχα» νουθετούσε τον μικρό, «γεωπόνος να γίνεις». Μεγαλώνοντας ο Κωσταντίνος, φυσικά και δεν ακούει και σπουδάζει στη Νομική! Από κείνα τα μυροβόλα χρόνια, νοσταλγεί το «ανεμοδαρμένο σπίτι» και λυπάται που δεν έζησε σε εκείνο περισσότερο καιρό ως ενήλικας. Κρητικός πάντα του, αναστατώνεται με τον ήχο της λύρας, τα λόγια του Ερωτοκριτου, τα ριζίτικα τραγούδια. Κρατά πάντα στην οικογένεια του, την νταντά των πρώτων χρονών του. Τότε δεν είχαν μπορέσει να βρουν Αγγλίδα ή Γαλλίδα παραμάνα και μια κοπέλας 24 χρονών, Γερμανίδα, που έμεινε ανύπανδρη εξαιτίας ενός άτυχου έρωτα, ήρθε να αναλάβει τα μικρά του Κυριακού Μητσοτάκη, μαθαίνοντας τα απταίστως τη γλώσσα της και κάνοντας προσπάθειες για γερμανική πειθαρχία στις ανυπότακτες κρητικές ψυχές τους! Η γυναίκα αυτή θα βοηθήσει όχι μόνο στην ανατροφή των παιδιών του Κωσταντίνου αργότερα, αλλά και σε εκείνη των παιδιών της Ντόρας, στην Αλεξία και στον Κώστα, για να σβήσει σε πολύ μεγάλη ηλικία, ως μέλος της οικογένειας και να ταφεί από αυτούς, με την φροντίδα τους και την αγάπη τους για πάντα.
Ο Μεγάλος Πόλεμος – Αντίσταση
1940: Σύρος, Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Μετά το πτυχίο στην Νομική, η θητεία! Αρχηγός του λόχου του, είναι ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Εκεί και ο ακαδημαϊκός αργότερα, Κωσταντίνος Δεσποτόπουλος. Η Ιστορία ετοιμάζεται να ποτιστεί με αίμα και φρίκη. «… Νιώθαμε τον πόλεμο να ‘ρχεται. Ατέλειωτες συζητήσεις τα βράδια ίσα με τα ξημερώματα. Οι νέοι εκείνης της εποχής περιμέναμε πλέον τι θα γίνει με την Ελλάδα και πότε θα μπει στον πόλεμο. Ήμαστε προετοιμασμένοι ψυχολογικά. Τον περιμέναμε τον πόλεμο». Δεκαπέντε μέρες στο στρατό και οι καμπάνες στη Σύρο αρχίζουν να σημαίνουν την εισβολή και την αρχή του μεγάλου κακού. Όλοι αυτοί οι νέοι άνδρες ετοιμάζονται εντατικά για θυσία. Η νιότη τους τελειώνει βία. Πολεμικό Μέτωπο. Ο Κωσταντίνος της αυτοκυριαρχίας από φόβο ίσως, μη την διαρρήξει για πάντα, δε μιλά για τις σκοτεινιές της μάχης, τον όλεθρο, το αίμα, τον χαλασμό, τους νεκρούς συμπολεμιστές τους, το σκοτάδι. Και ο πόλεμος χάνεται για την Ελλάδα. Ο παλιός στρατιώτης, μεγαλωμένος πρόωρα, παίρνει τον δρόμο της ηττημένης επιστροφής. «Περπάτησα όλη την Ελλάδα κατά μήκος! Πέρασα όλα τα βουνά, της Πίνδου, τ΄ Άγραφα, τα Βαρδούσια. Κατέβηκα από την Ερατεινή στο Αίγιο και από ‘κει, υπό δραματικές συνθήκες, έφτασα τελικά και κατέληξα σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Ήμουν στο Βέλο Κορινθίας. Αποκομμένος από την Κρήτη. Αποκομμένος…»… Ποιος να ξέρει τις νύχτες, τα όνειρα, τους εφιάλτες, τις προσευχές, τις αναμονές εκείνου του είκοσι και κάτι ετών άντρα, σε ένα άγνωστο χωριό, σ έναν άλλον τόπο, με παρελθόν χωρίς αντιστοιχία στο άγνωρο, κατεκτημένο από ναζί, μέλλον. Ένα χρόνο μετά θα φτάσει στα Χανιά και από μακριά, πάνω απ το πλοίο θα αγκαλιάσει με το βλέμμα, βουρκωμένα, σα σκεπή τα βουνά της Κρήτης, σάμπως να κρέμονται απ τον γαλανό ουρανό της. Αντίσταση! Ανυπακοή! Κίνδυνος! Συλλήψεις! Δύο φορές! Ανάμεσα τους, δεν συμμορφωνόταν «με τας υποδείξεις», αλλά αντί να γυρνά σπίτι στις 8 όπου έπαυε η κυκλοφορία, επέστρεφε μετά τις 12. Απάνω του είχε πάντα όπλο. Δεν ήθελε να ξαναπιαστεί ζωντανός! Η μάνα του, το διαισθανόταν και ξενύχταγε πίσω απ τη πόρτα περιμένοντας να ακούσει το χτύπο απ τα στιβάνια του στο δρόμο. Ο πατέρας του, βουλευτής, μακεδονομάχος, αγωνιστής και με ποινή φυλάκισης δίπλα στον Βενιζέλο, είχε, ήδη, πεθάνει. Την πρώτη φορά που συνέβαλαν το παιδί του οι ναζί, έπαθε εγκεφαλικό και κατέληξε. Ο Κωνσταντίνος κατηγόρησε τον εαυτό του. «Πέθανε από την αγωνία του για μένα» παραδεχόταν, αυτός ο λιγομίλητος για προσωπικά θέματα, μια ζωή μετά, σε συνεντεύξεις του. Παρ όλα αυτά, δεν σταμάτησε ούτε τον αγώνα, ούτε απέφυγε την επόμενη σύλληψη του.
«Την πρώτη φορά συνελήφθην και δικάστηκα σε θάνατο», θυμόταν, «πήρα χάρη από τον Μπρόγερ, τον τότε Γερμανό στρατηγό, επ’ ευκαιρία της εθνικής εορτής, στις 25 Μαρτίου του 1944, μαζί με αρκετούς άλλους Έλληνες. Μας έδωσε χάρη. Και στη συνέχεια, έμεινα, αρνήθηκα να πάω στη Μέση Ανατολή, όπως πιεστικά με παρότρυναν οι πάντες, ακόμα και οι κομμουνιστές, με τους οποίους συνεργαζόμασταν τότε και οι σύμμαχοι, βεβαίως, μου το ζητούσαν, γιατί εκινδύνευα πολύ, ήμουνα ο πρώτος στόχος». Σε ένα μέλλον που ετοιμάζεται, άγριων, σαρκοφαγικών πολίτικων παρασκηνίων, ακόμη και εκείνες οι πέτρινες εποχές της Κατοχής, θα φάνε λάσπη. Δημοσιεύσεις προπαγάνδας, όπου πες – πες, κάτι θα μείνει, τον θέλουν συνεργάτη των Γερμανών. Αυτόν, που ακόμα και οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον αγώνα του ενάντια στους Ναζί, αλλά και την ουσιαστική συμβολή του με τη σύναψη της Συμφωνίας του Θερίσου, τον Ιούλιος του 1943, με την οποία συνέβαλε στην αποτροπή του εμφυλίου πολέμου στην Κρήτη, όχι μόνο δεν την αμφισβήτησαν ποτέ, αλλά αντίθετα την θαύμαζαν και την εκτιμούσαν. Μάλιστα, τα αρχεία της βρετανικής MI6, που άνοιξαν το 2003 αποκάλυψαν πως ήταν και πράκτορας των Βρετανών, στους οποίους μετέδιδε σημαντικές πληροφορίες υπέρ των Ελλήνων αγωνιστών.
Περιμένοντας για το εκτελεστικό απόσπασμα
Ενα κομμάτι του έμεινε για πάντα, ακίνητο στο χρόνο της αναμονής για το εκτελεστικό απόσπασμα. «Όποιος έχει περάσει από το κελί των μελλοθανάτων, ξέρει την ψυχολογία του νέου ανθρώπου, που δεν μπορεί εύκολα να συμφιλιωθεί με τον θάνατο, αλλά που ταυτόχρονα είναι αποφασισμένος να πεθάνει όρθιος» παραδέχτηκε. Και μίλησε για τον χρόνο που δεν υπάρχει, στις ατέλειωτες, διαρκείς νύχτες της απομόνωσης. «Einzelhaft». Ένα μικρό κελί, χωρίς φως, χωρίς ρολόι, χωρίς εποχές. Φωνή και άνθρωπος κανένας. «Εζούσες μέσα σε έναν εφιάλτη. Οι ώρες τρέχανε. Έχανες τις ώρες, τις μέρες. Τρελαινόσουν. Ήτανε μια δεινή δοκιμασία. Εκεί το βράδυ, ξημερώματα, ερχότανε το εκτελεστικό απόσπασμα για τις εκτελέσεις. Θα σου διηγηθώ μόνο αυτή τη σκηνή: Ήμαστε στην Αγιά – η Αγιά είναι στον κάμπο των Χανίων. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σπίτια γύρω. Ήτανε έρημη περιοχή. Εγώ κοιμόμουνα τα βράδια κανονικά. Μάλιστα, είχα πάθει τύφο πρωτύτερα. Είχα αδυνατίσει. Ήμουνα εβδομήντα πέντε κιλά και είχα χάσει τα δώδεκα και είχα σηκωθεί εξήντα τρία κιλά, 1,92 – φαντάσου τα χάλια μου. Αλλά παρά ταύτα στη φυλακή μέσα άντεχα κι είχα κανονίσει, έτσι για να μην τρελαθώ, την ώρα που έσβηνε το φως, στις οχτώ η ώρα κοιμόμουνα και μέχρι την άλλη μέρα το πρωί στις οχτώ. Όταν όμως γινόταν εκτέλεση, άκουγα το μουγκρητό των φορτηγών αυτοκινήτων, που έφερναν το απόσπασμα από την πόλη στην ησυχία της νύχτας και ξυπνούσα. Και ντυνόμουν και περίμενα πίσω από την πόρτα… Άκουγα το απόσπασμα να ανοίγει την πρώτη σιδερένια πόρτα, τη δεύτερη σιδερένια πόρτα. Μετά τις μπότες απάνω στο λιθόστρωτο – ήτανε τσιμέντο κάτω, δεν υπήρχε ξύλο και περίμενα ποια πόρτα θα ανοίξει! Όταν δεν άνοιγε η πόρτα η δική μου, γύριζα, γδυνόμουνα και κοιμόμουνα ίσα με το πρωί…»… Και κάπως έτσι γίνονται οι άνθρωποι ατσάλι, όταν η Ιστορία, συνθλιβεί ζωές…
Χούντα
21η Απριλίου του 1967, νύχτα: «Άρπαξα την τελευταία στιγμή ένα παντελόνι το οποίο είχε μέσα και μερικά χρήματα κι έτσι ήμουν προνομιούχος στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδί που μας πήγανε, είχα τουλάχιστον ένα παντελόνι να βάλω. Οι υπόλοιποι, και εννοώ όλη την πολιτική ηγεσία της εποχής, δεν πρόλαβαν. Ο Λεωνίδας ο Κύρκος παρουσιάστηκε με το βρακάκι του κι ένα μικρό κασκορσέ σαν παλαιστής. Όλος ο καλός κόσμος -αριστεροί, κεντρώοι, δεξιοί- όλοι ήμασταν παρέα εκεί. Εμένα με πήγαν από τη μεριά όπου είχαν πάει και τον Γεώργιο Παπανδρέου. Απέναντι ήταν ο Ράλλης, ο Παπαληγούρας, ο Ανδρέας ο Παπανδρέου. Εγώ δεν βρέθηκα στον ίδιο χώρο με τον Ανδρέα. Ήμουν παρέα όμως με τον Λεωνίδα τον Κύρκο, με τον Γλέζο και αρκετούς άλλους αριστερούς. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήρθε στο τέλος. Αλλά αυτόν τον έφεραν ντυμένο, ήταν και πυρέσσων, είχε μία μικρή γριπούλα και τον πρόσεξαν. Τον πλησίασα πρώτος, τον χαιρέτησα και του λέω, «κύριε Πρόεδρε, καλώς ορίσατε, αλλά όπως βλέπετε εμείς οι προδότες προηγήθημεν!». Γύρισε αλλού τα μούτρα του και προχώρησε. Αργότερα το βράδυ πάντως, ο Γεώργιος Παπανδρέου που έψαχνε κάποιον για κουβέντα, άρχισε να συνομιλεί μαζί μου. Πιάσαμε την κουβέντα και σε δέκα λεπτά ήμασταν σαν να μην είχαμε χωρίσει ποτέ.
Η ώρα περνούσε, είχα βολευτεί κάπως, είχα φορέσει και το παντελόνι μου και λένε οι υπόλοιποι «ας κοιμηθούμε λιγάκι, αν μπορούμε». Πού να κοιμηθείς όμως; Τότε εγώ πρότεινα «βρε παιδιά, δεν παίζουμε καμιά πρεφίτσα, ποιος παίζει πρέφα;» Και παίξαμε χαρτιά με τον Γεώργιο Παπανδρέου μέχρι το πρωί…». Λίγο μετα τη σύλληψη του θα διαφύγει στην Τουρκία. Είναι Αυγούστου του 1968. Με ένα σκαφάκι 10 μέτρων, φτάνει στη Σμύρνη, μέσα από ένα αγριεμένο όλο φουρτούνα Αιγαίο. Τον έκρυψαν σε ένα ξενοδοχείο στον Βόσπορο και από την μπροστινή πόρτα του αεροπλάνου, αυτή του πληρώματος, τον επιβίβασαν στην πτήση για Γενεύη. Στο Παρίσι, αυτοεξόριστος. Επτά χρόνια. Απ όλα αυτά μνημόνευε μια εκδρομή στη Νορμανδία με την οικογένεια του και τον Κωσταντίνο Καραμανλή. Ποιος ξέρει! Μπορεί η θάλασσα η σκούρα, οι ακτές, τα μεγάλα κύματα να του θύμισαν για λίγο την Κρήτη…
Η Μαρίκα
1950: Η ωραιότατη 20χρονη Μαρίκα Γιαννούκου, κόρη πολύ πλούσιας, ευυπόληπτης και δυνατής οικογένεια της μεσοπολεμικής Αθήνας, επισκέφθηκε με μια φίλη της την Βουλή των Ελλήνων. Εκεί, στο ασανσέρ, συναντά έναν πολύ ψηλό, μελαχρινό, νεαρό βουλευτή. Ρώτα και μαθαίνει ποιος είναι. Το 1952, εκείνος ο 34 ετών πια, Κώστας Μητσοτάκης, νομίζει πως κάνει το πρώτο βήμα. Είναι η βραδιά των καλλιστείων, μέγιστο κοσμικό γεγονός της εποχής, αλλά ο νεαρός βουλευτής δεν θα προσέξει καν τις διαγωνιζόμενες μιας και έχει ματιά μόνο για την Μαρίκα, που εκείνο το βράδυ λάμπει νιότη και ζωντάνια. Την πλησιάζει και της ζητά ένα ουίσκι με πάγο, αλλά δύο ποτήρια. Δυο; Μα, ναι! Ένα για τον ίδιο και ένα για εκείνη. Η Μαρίκα πάρα το ότι είχε μεγαλώσει μεταξωτά, δεν ήταν κανέναν κακομαθημένο κοριτσάκι, αλλά μια αγωνίστρια που είχε ήδη, παλέψει για την ζωή της. Στα 9 της χρόνια, ως ταλαντούχος κολυμβήτρια που έκανε πρωταθλητισμό, κολλάει πολιομυελίτιδα στην πισίνα. Είναι το τρίτο κρούσμα που έχει εμφανιστεί στη χώρα και η ιατρική εδώ, δεν είναι ικανή να το αντιμετωπίσει. Φεύγει με παρέμβαση του Ρούσβελτ που είχε την ίδια ασθένεια για να χειρουργηθεί με πολύωρη επέμβαση για τη ζωή της, στην Ουάσιγκτον. Ζει. Και διαψεύδει τους γιατρούς. Ενώ αποκλείουν πως θα περπατήσει ξανά, εκείνη έξι μήνες αργότερα, τα καταφέρνει. Αυτή η αγωνιστικότητα, το πείσμα, η θέληση, είναι που θα την χαρακτηρίσουν για πάντα. Και το πλατύ της, όλο ζεστασιά χαμόγελο! Οι γονείς της δε θέλουν γαμπρό τον Κρητικό. Την στέλνουν για να ξεχάσει στην Αμερική. Εκείνος την ακολουθεί. Αρρεβωνιάζονται οι δυο τους, εκεί, στην άκρη του κόσμου. Είναι ερωτευμένοι! Το 53 παντρεύονται στα Χανιά. Η καλομαθημένη Μαρίκα χωρίς να σβήσει ποτέ της το χαμόγελο απ το πρόσωπο της, ζει σχεδόν φτωχικά, σε ένα σπίτι χωρίς θέρμανση. Δε παραπονιέται ποτέ. Θα ταξιδέψουν με ένα μικρό αυτοκινητάκι στην Ευρώπη. Νέοι, όμορφοι, ευτυχισμένοι, ερωτευμένοι! Η ζωή είναι ωραία και το κακό έχει νικηθεί -προς το παρών! Μαθαίνουν πως ο Νίκος Καζαντζάκης είναι στη Κυανή Ακτή. Είναι ο αγαπημένος συγγραφέας εκεινού. Οδηγούν χωρίς ύπνο, χωρίς στάσεις, χωρίς φαγητό και καφέ για να τον συναντήσουν από κοντά. Για λίγο, μόλις, δεν τον προλαβαίνουν. Η δική τους ιστορία να τη λένε και να γελάνε τα 55 χρόνια που πέρασαν μαζί, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος, εκείνης! «Ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, η Μαρίκα είχε πολλή ζωή, πληθωρική, περίσσευμα αγάπης προσέφερε. Πολλή εξυπνάδα και προπαντός απόλυτη ειλικρίνεια, δεν χάριζε σε κανέναν κάστανα». Στα χρονιά που έζησαν χωρίς δικαίωμα επιστροφής στην Ελλάδα, στο Παρίσι, ο Κωσταντίνος Καραμανλής, στενός συνεργάτης και φίλος του Μητσοτάκη, την Μαρίκα την απέφευγε γιατί του έλεγε ότι άλλοι δε τολμούσαν! «Με τη Μαρίκα δεν τα πήγαινε καλά, γιατί η Μαρίκα είναι γλωσσού, δεν του χάριζε και ο Καραμανλής ήταν δύσκολος. Αλλά ερχόταν πολύ συχνά στο σπίτι μας να φάει απ τα χέρια της».
Όταν εκείνη, στη δύση της, νοσηλεύεται σε ένα κέντρο μακριά από το σπίτι, εκείνος, κάθε πρωί, ξυπνά, ντύνεται με το κοστούμι και τη γραβάτα του, διασχίζει όλο το λεκανοπέδιο και πηγαίνει κοντά της. Της λέει «καλημέρα», κάθεται δίπλα της, της κρατά το χέρι. Δεν δείχνει να τον καταλαβαίνει, αλλά σ αυτές τις σχέσεις ζωές, ποιος να ξέρει τι μονοπάτια βρίσκει η αγάπη να απλωθεί! Μετά από 4 παιδιά, 13 εγγόνια, 5 δισέγγονα, μια εξορία, άλλη μια σύλληψη του άνδρα της, πολιτικές συγκρούσεις, δημοσιεύματα, χτυπήματα απ τον τύπο, πολλές ασθένειες και μάχες για υγεία η Μαρίκα Μητσοτάκη φεύγει απ τη ζωή. Είναι 6 Μαΐου του 2012, ανήμερα των βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα. «Δυστυχώς, η Μαρίκα προηγήθηκε από μένα, δεν το περίμενα. Περίμενα ότι θα έρθει δεύτερη. Είναι πάρα πολύ δυσάρεστο και πάρα πολύ βαρύ… Ο σύντροφος, η σύζυγος δηλαδή στην περίπτωσή μου, σου γεμίζει τη ζωή ολόκληρη, είναι δίπλα σου διαρκώς. Όταν είσαι μόνος, όπως είμαι εγώ τώρα, έχω φυσικά παιδιά, εγγόνια, φίλους, ό,τι θέλεις, αλλά ορισμένες ώρες νιώθεις και είσαι μόνος. Νιώθεις την απουσία ενός ανθρώπου που σε καταλαβαίνει, που σε αγαπά, που μοιράζεσαι μαζί του τις στενοχώριες σου και τις χαρές σου. Είσαι μόνος…»… Μόνος…
Μια εκτέλεση
Απ όλες τις δραματικές στροφές της ζωής του Κώστα Μητσοτάκη, μοιάζει να τον πλήγωσε βαθιά, εκείνη η εν ψυχρώ εκτέλεση του γαμπρού του, του Παύλου Μπακογιάννη, στα γραφείου του στην οδό Ομήρου, το πρωί της Τρίτης 26ης Σεπτεμβρίου 1989. Η κόρη του στα μαύρα! Τα δυο του εγγόνια ορφανά! Ένας νέος άνδρας, με γέλιο στο βλέμμα και περίσσευμα ονείρων, νεκρός από σφαίρες τόσο δα, μικρούλες, σε μια άσφαλτο που έμοιασε με ωκεανό πικρίας! Η γνωστή αυτοκυριαρχία κλονίζεται αλλά δε χάνεται, πάρα μόνο όταν στην νεκρώσιμη ακολουθία του Μπακογιάννη, πάνω στα άγρια βουνά της Ευρυτανίας, η μικρή του εγγονή Αλεξία, φωνάζει με λυγμό, μόλις τον βλέπει: «παππού; Παππού; Ο μπαμπάς μου!»… Ακόμη και τα πιο μεγάλα δέντρα, ραγίζουν απ το κεραυνό! «Να είναι το δικό του, το τελευταίο αίμα που χύνεται άδικα σε αυτόν τον τόπο» λέει στην Βουλή, λίγες μέρες πιο μετά. Και η ζωή -μερικές φορές- συνεχίζεται…
Είπε:
Για την Αποστασία του 1965: «Εκείνο το βράδυ βρέθηκα ενώπιον του σκληρότερου διλήμματος της ζωής μου, εάν δεν ορκιζόμουν, ήταν βέβαιο ότι θα πηγαίναμε σε εμφύλιο».
«Μπήκα στη μάχη με αφροσύνη, πήγα να βοηθήσω να γλιτώσει ο τόπος και φορτώθηκα όλη αυτή την περιπέτεια της χώρας».
Για τις αρετές των πολιτικών: «Ο πολιτικός πρέπει να έχει τη δύναμη να αντέχει την αδικία. Αλίμονο αν δεν αντέχει την αδικία στην πολιτική. Και στο τέλος-τέλος, έτσι κρίνεις εσύ. Μπορεί οι άλλοι να κρίνουν αλλιώτικα. Δεν υπάρχει απόλυτο μέτρο. Πότε σε αδικεί ο λαός και πότε δεν σε αδικεί. Πρέπει να έχεις περιθώριο ψυχής».
«Για μένα το βασικό πράγμα είναι να μην είμαι σκλάβος της πολιτικής. Να μη σε καταντήσει η πολιτική να μην μπορείς να λυτρωθείς και πάλι να είσαι άνθρωπος. Όταν είσαι δούλος της πολιτικής, είσαι κακός πολιτικός. Πρέπει να έχεις πάντα τη δύναμη να φύγεις την ώρα που πρέπει».
Για τον Ανδρέα Παπανδρέου: «Προτέρημα δεν είχε κανένα ο Ανδρέας, γιατί αυτό που έκανε για την Ελλάδα ήταν η καταστροφή της. Ήταν ένας άνθρωπος με πολλά χαρίσματα, ήταν ένας άνθρωπος έξυπνος, γρήγορος, αποφασιστικός, αλλά και τελείως αμοράλ και άξιος για οτιδήποτε, ο οποίος έβαλε συγκεκριμένους στόχους και τους πέτυχε. Αναμφίβολα όσο ζούσε έδινε στην παράταξη που εκπροσωπούσε ένα επίπεδο».
Για τους πολιτικούς αντιπάλους του: «Εγώ κάθομαι με την ίδια ευχαρίστηση στο ίδιο τραπέζι με τον Φλωράκη, όπως κάθομαι και με τον Αβέρωφ, με τον Καραμανλή, με τον Ράλλη, ανθρώπους που δεν ανήκουν στη δική μας παράταξη και δεν αισθάνομαι καμιά διαφορά. Είμαστε πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί. Μπορούμε να κουβεντιάζουμε μαζί, μπορούμε να κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι. Πρέπει να καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι».
«Ο διάλογος είναι συστατικό στοιχείο απαραίτητο, είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας και τον διάλογο τον κάνεις μέσα στη δική σου παράταξη, τον κάνεις και στον ευρύτερο χώρο, με αυτούς που ανήκουν σε άλλες παρατάξεις. Μπορώ να σε βεβαιώσω, ότι όταν καθόμαστε στο τραπέζι τώρα εγώ και ο Τζαννετάκης και απέναντί μας έχουμε τον Χαρίλαο Φλωράκη και τον Λεωνίδα Κύρκο, η συζήτηση είναι πάρα πολύ άνετη, πάρα πολύ ευχάριστη και πάρα πολύ θετική».
Για την επιτυχία: «Στην Ελλάδα είσαι επιτυχημένος όταν δεν κάνεις τίποτε! Σε αυτόν τον τόπο όσο πιο ανώδυνος είσαι, τόσο πιο δημοφιλής είσαι».
Για την δικαίωση του: «Δεν χρειάστηκε ποτέ μου να συμβιβαστώ ιδεολογικά ή πολιτικά για οποιοδήποτε αντάλλαγμα, διότι δεν άλλαξα ιδεολογία. Εγώ ξεκίνησα φιλελεύθερος και πεθαίνω φιλελεύθερος»
Για τον χαρακτήρα του: «Και όμως, ήμουν πολύ τρυφερός, πολύ ευαίσθητος και πολύ ρομαντικός ως παιδί. Σε όλη μου τη ζωή, σε όλες μου τις σχέσεις, ήλεγχα τον εαυτό μου πλήρως και κανείς δεν το καταλάβαινε…».
Για τις συνήθειες του: «Κατ’ αρχήν τρώω από όλα! Σε όλη μου τη ζωή δεν είχα πρόβλημα και όλα τα φαγητά μου αρέσουνε, όπως μου αρέσουν και όλα τα ποτά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω προτιμήσεις. Είμαι χορτοφάγος και μου αρέσουν και τα όσπρια. Παρά το γεγονός ότι πέρασα τα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα, τρώγοντας τρεις φασολάδες την ημέρα σε τρία συσσίτια, χωρίς λάδι και καμιά φορά χωρίς αλάτι. Από ποτό, πίνω ό,τι πίνεται επί γης. Όλα τα ποτά στην ώρα τους, χωρίς να υπάρξω, δεν υπήρξα ποτέ μου, αλκοολικός. Αλλά, μου αρέσει να πίνω και αντέχω το πιοτό ή τουλάχιστον το άντεχα στα νιάτα μου. Στα πρώτα χρόνια της πολιτικής, σε ένα γάμο νυχτερινό, σε μια νύχτα ολόκληρη της Κρήτης, μπορούσα να πιώ τριάντα με σαράντα τσικουδιές και τρεις με τέσσερις οκάδες κόκκινο κρασί. Άντεχα και τον ανταγωνισμό…».
Για τον φόβο: «Δεν αισθάνθηκα και ποτέ στη ζωή μου φόβο. Δεν ξέρω τι θα πει φόβος. Και δεν ξέρω τι θα πει άγχος».
Για τα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν: «Θα ήθελα να ζήσω στην Κρήτη, στο σπίτι της Κρήτης που το αγαπώ, μερικούς μήνες. Θα ήθελα να ταξιδέψω, να διαβάσω, να γράψω».
Για την υστεροφημία του: «Θα με ικανοποιούσε να με θυμούνται ως έναν άνθρωπο που είχε την ειλικρίνεια και το θάρρος να αγωνιστεί γι’ αυτά που επίστεψε, που είχε την τύχη να μην αλλάξει ποτέ του, που είπε την αλήθεια στο λαό και δεν κορόιδεψε κανένα. Αυτό θα ήταν ο μεγαλύτερος έπαινος που θα μπορούσε να μου αποδοθεί».