Γόησσα με φινέτσα! Μάγκισσα με κλάση! Επαναστάτρια με φυσικότητα και χωρίς ρήξη! Σύμβολο και εικόνα για το στυλ, τον τρόπο ζωής, τη βραχνή φωνή και την αβίαστη διάθεση της, ραφινάτα να συναναστρέφεται με όλα τα κοινωνικά στρώματα, χωρίς να χάνει, αλλά ούτε να διατρανώνει την αστική αγωγή της καλών τρόπων, την Κολωνακιότικη. Σ αυτή τη πλατεία, άλλωστε, βρισκόταν το σπίτι της και εκεί, έπαιξε, μεγάλωσε, πήγε σχολείο.

Σα στο σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα, αλλά στο Κολωνάκι
Ω, μα ήταν ένα Κολωνάκι αλλιώτικο! Όλο μονοκατοικίες και περιποιημένους κήπους. Έπαιζε. Έκλεβε με τα άλλα παιδιά τζάνερα, μανταρίνια, λουλούδια και πατούσε τα κουδούνια του κόσμου, έτσι, για πλάκα. Το αγαπημένο της παιχνίδι ήταν το «κλέφτες και αστυνόμοι». Δεν έντυνε και νανούριζε κούκλες, ούτε έπαιζε τις κουμπάρες, αλλά στάκαμαν, κυνηγητό και βόλους. Χαμηλού προφίλ παρά την δημοφιλία της, δεν μίλησε μέχρι τέλους για τα προσωπικά της. Ούτε για τα οικογενειακά της. Μόνο κάποτε παραδέχτηκε πως το σπίτι της ήταν περίεργο, μητριαρχικής δομής, όλο γυναίκες «σαν το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» από το θεατρικό του Λόρκα. Ήταν καταπιεσμένη ως παιδί. Μόλις που έκφρασε αφού έζησε 8 δεκαετίες, πως ως κοριτσάκι ζούσε κάτω από το καθεστώς απόλυτης βίας και τρόμου. Είχε Γερμανίδα νταντά. Οι κανόνες καλής συμπεριφοράς, η αυστηρότητα και συχνά η σκληρότητα ήταν το φόντο της μνήμης των παιδικών χρόνων. Επαναστάτησέ, αρκετά μεγάλη. “Ε όχι του κερατά θα προχωρήσω όπως θέλω εγώ”, είπε και έτσι έκανε. Η μητέρα της, η αρχοντικής καταγωγής και ανατροφής Αικατερίνη Χαϊμαντά κατάγγελλέ στην αστυνομία, πως το παιδί της έμπλεξε και εξαφανίστηκε από το σπίτι. Η Μαίρη ήταν 29 χρονών και οι αστυνομικοί ψάχνανε το ανήλικο. Δεν είπε ποτέ έναν καλό λόγο, για τα όσα πέτυχε στο θέατρο απαιτήσεων και στον κινηματογράφο εμπορικό ή αυστηρώς σινεφίλ. Το όνειρο για το μοναδικό της παιδί, τη Μαίρη, που είχε αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο, ήταν να γίνει τραπεζικός υπάλληλος και να παντρευτεί όχι έναν νεαρό, αλλά έναν καταξιωμένο κύριο, κατά προτίμηση στρατηγό. Φυσικά και η Χρονόπουλου δεν της έκανε χατίρι. Εκείνη δεν αποδεχόταν τις προσκλήσεις για τις πρεμιέρες της κόρης της, αλλά συνήθιζε να αγοράζει κανονικά εισιτήριο και να πηγαίνει να την βλέπει, χωρίς να την έχει ειδοποιήσει. Δεν σχολίαζε ποτέ της, το τι είδε. Η Μαρία, όπως επέμενε να τη φωνάζει πάντα η μητέρα της, θεωρούσε πως η δική της σκληρότητα της, ήταν η αιτία για την εγκατάλειψη του πατέρα της όταν ήταν μόλις 8 χρονών. Και όταν ήταν η Μαίρη 65 χρόνων, η μητέρα της της είχε δώσει άγριο ξύλο, φτάνοντας στο σημείο να την πετάξει κάτω από τη μεγάλη, ξύλινη, εσωτερική σκάλα!

Η χορεύτρια που δεν τέλειωσε δραματική
Η επαναστατημένη όμως σταρ μας, πίσω στο χρόνο, ονειρεύεται να γίνει πρίμα μπαλαρίνα και ας είναι ψηλή. Για να κάμψει τις αντιδράσεις της μαμάς για το μπαλέτο, πηγαίνει στο το Λύκειο Ελληνίδων, όπου μάλιστα είχε μάθει 105 ελληνικούς χορούς από την ίδια, την κεφαλαιώδη στην ιστορία της ελληνικής τέχνης, Δώρα Στράτου. Λιτή, δωρική, ψηλή, ευθυτενής, με ένα πρόσωπο όλο γωνιές που λατρεύουν τα φωτά αλλά και οι σκιές των προβολέων, θα προσληφθεί, νωρίς, στο Εθνικό για να συμμετέχει στους Χορούς των Δραμάτων. Επίδαυρος και Ηρώδειο και οι αρχαίοι τιτάνες του λόγου. Τις κοπέλες απ τις Σχόλες Χορού τις πλήρωναν με 1700 δραχμές και τις κοπέλες απ τη Δραματική του Εθνικού, που κάνανε την ίδια δουλειά, με 2.200. Σιγά που θα το ανεχόταν η Μαίρη τέτοιο άδικο. Θυμωμένη μαζί με την Μάρω Κοντού και τη Φλωρέττα Ζανα, όλες τους χορεύτριες, πήγανε και δώσανε στα εξαιρετικά ταλέντα και πήραν όχι μόνο την άδεια των ηθοποιών και την μισθολογική τους αύξηση αλλά σύντομα τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η Μαίρη βρίσκεται στο πλευρό της σπουδαίας Κυβέλης και του μέγα Βασίλη Λογοθετίδη. Της έδωσαν τα δεκαπλάσια χρήματα, από εκείνα που έπαιρνε στο χορό!

Τόλμη και διαφορά
Τόλμησε, πρώτη αυτή γυναίκα, να καπνίσει σε ταινία! Έπαιξε κομπολόι. Χόρεψε ζεμπεκιά, όπως παραγγέλλει στο μαέστρο, να ρίξει και όχι αποδεκτό τσιφτετέλι γυναίκειο. Έγινε μια Κυρία στα Μπουζούκια, κάνοντας μάλιστα η ίδια επιθετικό κόρτε στον Φαίδωνα Γεωργίτση, που έριχνε τα καταγάλανα του μάτια χαμηλά. Και εκείνη τον κάρφωνε και του έλεγε ολοκάθαρα πως «του αγοριού απέναντι, πείτε του πως το θέλω, να μου ‘ρθει τα μεσάνυχτα και δίπλα μου να πέσει. Και ως τα ξημερώματα να καίνε τα πατώματα». Ωπα σου Μαίρη! Ωπα σου, με το εμβληματικό φόρεμα με την βαθιά μαχαιριά που τολμάς και φοράς, όταν όλες οι άλλες ακόμα αρκούνταν στα κορδελάκια και στις τονισμένες μεσούλες! Το φόρεμα αυτό, είχε σχεδιάσει ο μετρ Γιάννης Βούρος, που παίρνοντας να της ευχηθεί κάποιο 15Αυγουστο, απ τους τελευταίους, την άκουσε να του ζητά να της το ξαναράψει. Ήθελε, του είπε, να είναι το τελευταίο φόρεμα που βάλει φεύγοντας από τον κόσμο. Εκείνος αρνήθηκε. Να της ευχηθεί χρόνια πολλά είχε πάρει ο άνθρωπος και η Χρονόπουλου έκανε μακάβριες παραγγελιές. Τρία μόλις μιούζικαλ που πέρασαν στην ιστορία. Η ίδια παίζοντας πάντα σε δραματικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους στο σινεμά, ζήτησε απ τον Δαλιανίδη, που δεν πολύ ήθελε στην αρχή, να παίξει σε μουσική ταινία. «Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες» και «Έκλαψα χθες». Σούπερ σταρ πια, τραγουδά το «Είμαι Γυναίκα του Γλεντιού». Στο «Γοργόνες και Μάγκες», σαγηνεύει όχι μόνο υποκριτικά και χορευτικά, αλλά ερμηνεύοντας και το μεγάλο σουξέ «Καμαρούλα μια σταλιά». Και πάλι τα φουστάνια της γίνονται σημείο αναφοράς. Το ροζ φόρεμα με τα ανοίγματα στο πλάι και τις παγιέτες στο στήθος. Το πορτοκαλί εκείνο, που φορέσουν με τον Λάκη Κομνηνό, το «Τόσα καλοκαιρία», στο πρώτο βιντεοκλίπ που γυρίστηκε ποτέ, γιατί ο Δάκης δεν μπορούσε να φτάσει στην Ύδρα για το γύρισμα. Θυμάται χρόνια μετά, πως έπαιρνε από την ταινία 180.000 δραχμές και έδινε 250.000 για τα ρούχα, γιατί πλήρωναν μόνες τους οι πρωταγωνίστριες. Τα ρούχα ήταν τόσο μοναδικά και συμβολικά που δεν μπορούσε να τα ξαναβάλει σε άλλη ταινία ή στην κανονική ζωή. Έτσι, τα χάρισε σε φίλους της τρανς για τις δικές τους εμφανίσεις και “έβγαλαν τα λεφτά τους”, χαίρονταν.

Η Μαίρη, πρωταγωνίστρια και ο «αδελφός της» ο Νίκος Κούρκουλος
Ξεκίνησε το 1954 σαν ένα κορίτσι σε ένα όνειρο, στο «Χαρούμενο ξεκίνημα». Συνέχισε με «Το τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, σαν φίλη της Χλόης, της Έλλης Λαμπέτη, δηλαδή. Μετα ήρθε η απογείωση της. Πρωταγωνίστρια σε 40 ταινίες. «Πολύ αργά για δάκρυα». «Όταν η πόλις πεθαίνει». «Οι αδίστακτοι». «Κοινωνία ώρα μηδέν». «Η λεωφόρος του μίσους». «Ορατότης μηδέν». Μεγάλες εμπορικές επιτυχίες και συνεργασία με τους πιο σημαντικούς. Φώσκολος, Δημόπουλος, Κατσουρίδης. «Τα κόκκινα φανάρια». Βασίλης Γεωργιάδης. «Το αίμα βάφτηκε κόκκινο». Υποψηφιότητες για Όσκαρ. Πολύ θέατρο και η ίδια θιασάρχης. Σινεμά άλλου είδους. «Οι κυνηγοί» και «Ταξίδι στα Κύθηρα» του μέγα Θόδωρου Αγγελόπουλου. Καταπλήσσει και κερδίζει βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την ταινία «Τα παιδιά της χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου. Έπαιξε με όλους τους αρχετυπικά ωραίους. Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Λάκης Κομνηνός, Αλέκος Αλεξανδράκης, Φαίδων Γεωργίτσης, Νίκος Βόγλης, Κώστας Πρέκας. Με τον Μπάρκουλη υπήρξε αρρεβωνιασμένη επισήμως για 3 χρόνια. Δεν μιλούσε για αυτά. Με τον Νίκο Κούρκουλο, όμως, η κινηματογραφική τους χημεία, ήταν εκρηκτική. Και στη ζωή και στην δουλειά υπήρξαν σαν φίλοι ψυχής, για 52 χρόνια. Ήταν ο «αδελφός της» έλεγε. Και ο κουμπάρος της, ήταν, μια και είχε εκείνη, βαφτίσει το γιό του, τον Άλκη. Με τον Νίκο συμπορευτήκαμε για 52 ολόκληρα χρόνια, τόσο στη ζωή, όσο και στη δουλειά. Εκείνος ήξερε τα πάντα για αυτή. Την προστάτευε, την φρόντιζε, την μάλωνε. «Ήταν ό,τι πιο κοντινό είχα στη ζωή μου» έχει πει για εκείνον, που όταν έφυγε απ την ζωή, η Μαίρη αρρώστησε.

Μια άγρια κακοποιητική σχέση και 8 χρόνια μοναξιάς
Αυτή είναι η ελεύθερη, μπροστά απ την εποχή της γυναίκα. Που φωτογραφήθηκε γυμνή, προκαλώντας σκάνδαλο! Που έγινε σύμβολο της θηλυκής μαγκιάς. Που έκανε σχέση με νεαρότερο άνδρα κάποτε και την υπεστήριξε με θέρμη στη κοινωνία. Αλλά βρέθηκε σε ένα φαύλο κύκλο, κακοποιητικής σχέσης. Ξύλο. Καβγάδες. Προσβολές. Ένα βράδυ τηλεφωνεί στο Κούρκουλο, να τρέξει γιατί θα την σκοτώσει αυτός που έχει σχέση. Έφτασε με τη μηχανή του εκείνος και “καθάρισε” ωραία, γενναία τον σύντροφο που είχε κακομεταχειριστεί μια κυρία. Περίμενε μάλιστα μέχρι το πρωί, μαζί της, για να φτάσει ο κλειδαράς, να της αλλάξει κλειδαριά. Μετα από καιρό, η Μαίρη είχε συγχωρήσει το πρόσωπο που την κακοποιούσε και πίνανε μαζί σε κάποιο στέκι της μόδας καφέ. Τη βλέπει ο Κούρκουλος και της λέει “βρε κούκλα μου, τον χτύπησα τον άνθρωπο, τον έβρισα, δεν του μιλάω και εσύ πίνεις καφέ μαζί του;”». Μετά πάλι τη συγχωρούσε. Και πάλι την προστάτευε. Για 8 μισή χρόνια από όταν «ξέφυγε» απ’ αυτή της ανατριχιαστικά κακοποιητικής σχέσης, έμεινε μόνη της. Δεν ήθελε κανείς άντρας να την ακουμπήσει, να της μιλήσει, να την πλησιάσει. «Απόλυτη μοναξιά» είχε πει. «Δεν είχα να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά μόνο τον εαυτό μου και την εσωτερική μου πάλη. Τίποτα άλλο»…

Καλλιτεχνικές επιλογές αντίθετες, αλλιώς θα «έπληττε θανάσιμα»
Ως άνθρωπος και ως προσωπικότητα δεν είχε καμία σχέση με την κινηματογραφική της περσόνα. Δεν ήταν ούτε μαγκιόρα, ούτε δυναμική, έχει ομολογήσει και σίγουρα όχι “λαϊκό παιδί”, αλλά «αστή του κερατά» γελούσε. Δεν ήταν γυναίκα του γλεντιού που δεν υπολογίζει. Δεν ξενυχτούσε. Δεν έπινε. Έπεφτε πτώμα στο κρεβάτι, γιατί το πρωί σηκωνόταν από τα χαράματα για να πάει στο γύρισμα και μετά είχε δύο παραστάσεις στο θέατρο και κάποτε, ενδιαμέσως, πλατό για τις 10 σειρές που έπαιξε στην τηλεόραση. Για την ίδια μόνο, στα επαγγελματικά της έκανε ριψοκίνδυνα πράγματα σκανδαλωδώς αταίριαστες επιλογές. Το 1987 για παράδειγμα παίζει με Εθνικό Θέατρο Αριστοφάνη, στην ταινία του Βρεττάκου την γερασμένη αντάρτισσα και σπάει ρεκόρ πωλήσεων με την γυμνή της φωτογράφιση στο Playboy! Πάντα δεν έκανε επιλογές αντιδιαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, παραδεχόταν πως θα έπληττε αφόρητα. Και δεν την άντεχε την πλήξη. Την μισούσε θανάσιμα.

Ο γάμος με τους 10.000 θαυμαστές να σπάνε το νυφικό αυτοκίνητο
Τον Αύγουστο του 1975 με ένα υπέροχο νυφικό της Νταίζης Αντωνοπούλου, παντρεύεται τον τότε δήμαρχο Σπάτων και μετέπειτα βουλευτή Δημήτρη Μπότσαρη. Όλοι οι στάρ της εποχής δίνουν το παρών. Ο γάμος αυτός έγινε πρωτοσέλιδος και για την ταραχή που προκάλεσε στην Αθήνα. Οι θαυμαστές της είχαν περικυκλώσει την Μητρόπολη και ήταν αδύνατον η νύφη να προσεγγίσει την εκκλησία. Η αστυνομία καταφέρνει να απεγκλωβίσει το νυφικό αυτοκίνητο να φτάσει η νύφη με την Rolls-Royce των πέντε ετών, σπασμένη και διαλυμένη. Δέκα χιλιάδες άνθρωποι δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. Ως νύφη την συνοδεύεσαι ο Κώστας Καρράς στην εκκλησία. Ο πολυαγαπημένος τη φίλος Θανάσης ο Βέγγος της φώναζε «Μαίρη, κάποτε είχες πει ότι θα παντρευόσουν έναν άντρα σαν και μένα! Αυτός που παίρνεις δεν μου μοιάζει!»! Τρεις μέρες μετά η νύφη αποφασίζει πως ο γάμος της δεν θα οδηγήσει πουθενά και αποφασίζει να φύγει για την Θεσσαλονίκη, αναζητώντας δουλειά στο ΚΒΘΕ που είχε αναλάβει τότε ο Μίνως Βολονάκης. Δυο χρόνια μετα βγήκε επισημά το διαζύγιο.

Μια ωραίος, βαθιά καλλιεργημένη, ψαγμένη και πάντα ερωτική γυναίκα
Αγάπησε την Αθήνα βέβαια, την Θεσσαλονίκη και λάτρεψε την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Προκάλεσε άθελα της διαζύγια. Είχε αμέτρητους θαυμαστές. Για εκείνη «δεν είχε δίχως έρωτα σκοπό η ζήση». Ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη όλων. Το βασικό καύσιμο. Και ναι, παραδέχονταν πως ήταν βαθιά ερωτικό άτομο. Μα όλα έχουν ηλικία. Κι ο έρωτας είναι προνόμιο των νέων, έλεγε. Πέρασε βαριές αρρώστιες και μεγάλα ατυχήματα. Πάντα τα ξεπερνούσε όλα και επέστρεφε στην αγάπη του τεράστιου κοινού νικήτριά και όμορφη. Τις δεκαετίες ήμουν πολύ βαριά άρρωστη και δεν έδινε σημασία στα χρόνια που περνούσαν. Κρίση είχε περάσει όταν έκλεισε τα τριάντα και αισθάνθηκε πως έφευγε από την νεότητα και γινόταν κυρία. Σέρφαρε στο Ίντερνετ και ήταν ενεργή στα social media. Η πιο σοφή επένδυση που έκανε στη ζωή της ήταν οι φίλοι της. Τα οικονομικά δεν την αφορούσαν ποτέ. Χάρισε όλη της την περιουσία και το σπίτι της στο Χαμόγελο του παιδιού. Θεωρούσε στην ηλικία της πολύ ανόητο και τραγικά ματαιόδοξο να έχει τίτλους ιδιοκτησίας. Ήταν πλέον φιλοξενούμενη στο ίδιο της το σπίτι. Και έλεγε «Τι πιο όμορφο όμως να αισθάνομαι πως σ’ αυτά τα δωμάτια και τον κήπο, κάποια στιγμή θα ζουν, θα παίζουν και θα τρέχουν παιδιά; Η τελική μας περιουσία είναι δυο τετραγωνικά μέτρα που όλοι δικαιούμαστε. Το βρίσκω αστείο να γαντζώνεσαι στην ύλη» έλεγε στον αγαπημένο της Μάκη Δελαπόρτα.

Δεν φοβόταν κανέναν. Ούτε τον θάνατο…
Όχι! Δεν φοβόταν τον θάνατο. Παραδεχόταν μια περιέργεια για το τι θα δει, «αν φύγει από εδώ». Με τη Μάρθα Καραγιάννη στα γυρίσματα, πάντα λέγανε πάντα “τι θα βρούμε εκεί, όταν πάμε;”. Έμπαινε ο Δαλιανίδης, τις άκουγε και έλεγε «τίποτα, αηδίες. Σαν τα ραδιόφωνα είμαστε. Τραβάμε την πρίζα, σβήνει το ραδιόφωνο». Στενοχωριόντουσαν και οι δύο. Όχι. Όχι. Δεν μπορεί! Θα θέλε, λοιπόν, να υπάρχει μετεμψύχωση. Και θα θέλε να την κάψουν. Δεν άντεχε την ιδέα της σήψης. Πίστευε στο σύμπαν πάρα πολύ, με έναν δικό της, αιρετικό τρόπο. Αισθάνονταν ευλογημένη. Πως ανταμείφθηκε από τόση αγάπη που ήταν πλούσια, σαν προίκα, χρυσά φλουριά, μέλι, γλυκό και ζαχαρωτά… Δανείζονταν την φράση του Καζαντζάκη και έλεγε: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα…είμαι λέφτερη»! Όπως πάντα! Όπως για πάντα!

