Κάποτε, ένα τόσο μακριά που σαν το ‘χω δει όνειρο δηλαδή, περάσαμε, ένα καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη. Δεν ήρθαμε κοντά. Εκείνη, ήταν πολύ αποστασιοποιήμενη από ένα γεμάτο έπαρση νεότητας κορίτσι και βαριότανε να ασχοληθεί. Και εγώ -το κορίτσι ντε!- πολύ ερευνητική, περίεργη και κριτική. Αλώστε ήταν εποχή που με γοήτευαν τα ολόκληρα πολυσύλλαβα ονόματα όπως Καρυοφυλλια ή Φιλαρέτη και πολύ μικρό μου πέφτε το δισύλλαβο Μάρθα! Ήταν συγκαταβατική μαζί μου, αλλά της άρεσε που ήμουν κάπου εκεί κοντά, ανάμεσα σε άτομα που μου ρίχνανε, κατά μέσο όρο, κάπου τρεις δεκαετίες χρόνια. Είχα δεδομένο τότε, την νεότητα, την στιλπνότητα του δέρματος και αγνοούσα την δύναμη της βαρύτητας. Όλα ήτανε μπροστά, τα πολύ μεγάλα και τα θεσπέσια. Που να καταλάβω πως είναι να σε ποθεί μια γενιά και να ‘χεις χορτάσει πρωταγωνιστιλικι σε ονειρώξεις αγνώστων, που μένουν πίσω σου, οριστικά παρελθόν! Και έμοιαζε δε, τώρα, που το σκέφτομαι σαν εκείνη η Καραγιάννη των μπατμάν, των μπικίνι, των κολλητών φτερών στο δέρμα, των τέλειων κοιλιακών, των αφισών στα λαδωμένα και καπνισμένα συνέργεια, των συνθημάτων σε γήπεδα, να μην της έλειπε καθολου. Σα να τηρούσε κι από εκείνη, όσο κι από την 19χρονη εμένα, αποστάσεις χιλιομέτρων αδιαφορίας. Δε με ένοιαζε και εμένα εκείνη η Καραγιάννη όμως, αλλά μια γήινη, απλής γυναίκας εκδοχή της. Πηγαίναμε μαζί βράδια αργά σε ταβερνάκια από κείνα τα Σαλλονικιώτικα και χωρίς καμία ενοχή χτύπαγε τζιγεροσαρμάδες και λαχαμτζούν και μυδοπίλαφα. Πηγαίναμε και στο Ακρόαμα που τότε έγραφε ιστορία στη νύχτα. Δεν έπινε. Έλεγε πως είχε δει κόσμο να χάνεται στη διαδρομή απ το σκοτεινό παρασκήνιο και ένα ποτήρι βότκα για το τρακ μέχρι τη κατάφωτη σκηνή. Δεν βαφόταν. Πίστευε πως άμα βάλεις σκιές και μεικ απ στη ρυτίδα την κάνεις γκροτέσκο θέαμα. Φορούσε περούκα στη σκηνή και μαντήλια, δεμένα σαν τουρμπάνια στη ζωή της. Δεν φόραγε τακούνια. Δεν γελούσε και ήταν πάντα σοβαρή. Ήταν Παναθηναϊκός. Θυμάμαι σα προχθεσινό όνειρο σε χάσιμο, αποσπασματικές κουβέντες της. Τι όμορφη που ήταν η Ζωή Λάσκαρη, πως δεν την ένοιαζε πια να έχει σχέσεις ερωτικές, πόσο θαύμαζε τον Σταύρο Ξαρχάκο. Έκανε και σχεδίαζε ταξίδια. Της είχαν λείψει στη ζωή και τότε, μόνο αυτά της δίνανε ευχαρίστηση. Να τα χορτάσει όσο μπορεί. Πόναγε για τη μάνα της. Ήταν η ζωή της ίδια. Μια τεράστια, κεφαλαιώδης αγάπη που είχε κάνει επίκεντρο της και φοβόταν το τέλος και την ερημιά που θα της άφηνε.
Μάθαινε δύσκολα λόγια! Πως αλλιώς; Χορεύτρια ξεκίνησε, το σώμα της αισθανόταν πιο πολύ απ τις λέξεις! Όταν τα κατακτούσε όμως και με πολλούς αυτοσχεδιασμούς, είχε μια αιφνίδια αίσθηση του χρόνου του αστείου που κατέπλησσε. Μαζί με τον Μιχαλόπουλο, που παίζανε το ζευγάρι, η αμεσότητα τους ήταν τόση που θαρρείς πως έπαιζαν λιγότερο από την ίδια τη ζωή τους, στην οποία κάποτε ολίσθαιναν στο να περιπαίζουν τους παλιότερους εαυτούς τους. Μοσχοβόλαγε πάντα. Ευωδίαζε σαν σαπουνά κι αρωματικό και καθαρό βαμβακερό. Και περπάταγε, με το σαρίκι της και κάτι μαλακά παπούτσια σα παντούφλες, όλο χάρη, μια αιλουροειδής πρωταγωνίστρια, που θα έπαιρνε θέση για να χορέψει πρίμα μπαλαρίνα μόλις έφτανε εκεί που πήγαινε. Φορούσε σκούρα χρώματα. Κάπνιζε. Δεν έκρινε κανέναν. Δεν κουτσομπόλευε. Ένα βράδυ μου είχε πει μια ιστορία από τα παιδικά της χρόνια. Ήταν σε εκείνες τις πατρίδες του διασκορπισμένου ελληνισμού της Ανατολής που είχε μια λίμνη μεγάλη. Από την πίσω πλευρά είχε θιβετιανικά μοναστήρια. Στις όχθες εκείνης της παγωμένης, χειμωνιάτικής λίμνης, παιδάκι εκείνη είχε δει τους Βουδιστές μονάχους, τυλιγμένους με τα πορτοκαλιά, μεταξωτά τους ράσα, να διαλογίζονται στην άκρη των κρυσταλλιασμένων από το χιόνι τόπων. Και ορκίζονταν πως μες στη σιωπή και την απορροφημένη τους μακαριότητα, άχνιζαν! Και ήταν τόσο δυνατή η αφήγηση της, που δεκαετίες μετά τη θυμάμαι και κάποτε, μπερδεύομαι και λέω, πως μπορεί να το ζήσα κι εγώ! Αλλά όχι! Η Καραγιάννη των μπατμάν, των κοιλιακών και των ανδρικών φαντασιώσεων, ήταν η Μάρθα που το χε κομμάτι της και που πάντα νοιάζονταν για την ανατολική φιλοσοφία, τα όρια του νου, τη φύση της Νιρβάνα, την Αλήθεια της Οδύνης και τον τερματισμό της. Τι κρίμα, που νικημένες από την απόσταση στον χρόνο, δεν γίναμε φίλες ποτέ!