Στα ιδιότυπα εικονοστάσια των προσωπικών, ιδιωτικών αγίων, καρφώνεται στον τοίχο δίπλα στον Άσιμο, τη Γώγου, τη Βέμπο, τον Σιδηρόπουλο, τη Μπίλι Χόλιντει, την Τζόπλιν. Άλλωστε «δική μας Τζάνις Τζόπλιν» τη βάφτισε ο Σταμάτης Κραουνάκης. Και είναι σαν αυτούς, αυτοελεγχόμενη όταν τραγουδούσε, ικανή σε ύπαρξη μόνο στην άκρη της φωνής της, αδιάφορη οντότητα σε δόξες, χαϊδεμένη από το κοινό της, που την ακολουθεί σε υπόγεια, κατάφωτα κέντρα, σκοτεινές σκηνές, πάντα εκεί, στα σκοτάδια της νύχτας. Χρόνια πορεία στα τραγούδια, στο πλάι της Βέμπο, της Μαρινέλλα, του Βοσκόπουλου, της Βάνου. Την λέγαν οι ίδιοι «η Φωνάρα» και αναγνώριζαν το ένθεο εκείνο πράγμα, που φώλιαζε μέσα σε ένα μικροσκοπικό, σαν ξωτικού σώμα, όλο μακριά μαλλιά, κόκκαλα και νεύρα και μια αμυδρή μυρωδιά κουφέτου, που είναι χωρίς ηλικία, άχρονη στα 60 και βαλε έτη τραγουδιού της. Άνοιγε το στόμα και η φωνή της έκανε σαν Σεβάς Χανούμ, όπωςγράφει ο Χρονάς, ή σαν φυσικό φαινόμενο δύναμης και παλλομένου πάθους, σχεδόν χειροπιαστού, υπαρκτού. Σαν να ματώνανε οι νότες, να ιδρώνανε, να αναστενάζαν, να υπήρχαν σαν πλάσματα ξεχωριστά γύρω της. Ένα βράδυ, ελαφρά μεθυσμένο αλλά και μεθυστικό το ίδιο, όλο φθινόπωρο και μυρωδιά βρεγμένου χώματος και ξύλου. Ένα βράδυ νοτισμένο, λοιπόν, στα ξαφνικά στο Χυτήριο, ενώ τραγουδά η Μαριαλένα Οικονομίδου, η κόρη του μυθικού Γιώργου Οικονομίδη και εγγονή του Χρηστού και της Νίτσας Τσαγανέα δίνει στη Γιώτα Γιάννα το μικρόφωνο.

Εκείνη τραγουδά και γονατίζει, τινάζεται, πιάνει την φυσαρμόνικα της και βγάζει αναστεναγμούς, χορεύει, κοιτάζει τους μερακλήδες που χορεύουν στα μάτια και ψάχνει να βρει το ντέρτι και το μαράζι που τους καίει για να κινούνται έτσι. Τους σφίγγει τα κεφάλια μες στα χεριά της και τους κοιτά ενώ τραγουδά. Χειροκροτεί. Ξεσηκώνει τον πόνο και τον εκτονώνει, μαγικά, ενώ συμμετέχει, τον ενορχηστρώνει και τον σκηνοθετεί. Κάνει ροκ με τραγούδια λαϊκά, σαν performing artist χωρίς ιδιοτέλεια, μελέτη ή εκζήτηση.

«Τις αμαρτίες μου, εγώ στις είπα, απ’ την αρχή. Το παρελθόν μου σου το φανέρωσα απ’ την αρχή προτού στο πλάι σου να προχωρήσω, την θέση μου έτρεξα να καθαρίσω και την συγγνώμη σου να σου ζητήσω, απ’ την αρχή. Έστω κι αν έζησα σε τρικυμία είχα δικαίωμα στην ευτυχία, διότι ότι σ’ αγάπησα και σ’ εμπιστεύτηκα απ’ την αρχή»… καίγεται το μαγαζί από ντέρτια, με βουνά τις αμαρτίες και την ρακιά της Γιάννα να συναντά σε λίγο τον Μανώλη Αγγελόπουλο, σε πιο μέταλ εκδοχή. «Εμένα μ’ έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά. Εγώ γεννήθηκα πάνω στο χώμα στης γης κοιμήθηκα την αγκαλιά. Φτερά του έρωτα είχα για στρώμα και με νανούριζαν γλυκά βιολιά. Εμένα μ’ έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά. Φτερά του έρωτα είχα για στρώμα και με νανούριζαν γλυκά βιολιά. Εμένα μ’ έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά».

Το μύθο της Γιώτα Γιάννα τον αποκατέστησε ο Γιώργος Χρονάς στη δική του δουλειά «Με τα μάτια της Γιώτας Γιάννα». Το τσιγάρο που κρατάει στα χείλη χωρίς να καπνίζει και η ταμπακιέρα που γέρνει στα δάχτυλα της. Στη μνήμη του 19χρονου αδελφού Δημήτρη που σκοτώθηκε στην Κύπρο, τότε, με την εισβολή, φαντάρος από την Αθήνα. Για πάντα της πήγαινε στην Κόρινθο, χρόνια τόσα μετά τον χαμό για να χαρίσει τσιγάρα και αναπτήρες και γλυκά στους φαντάρους για να διατηρεί την προσδοκία πως πίσω απ την σκοπιά μπορεί εκείνος, σαν άγγελος να φαίνονταν και να της χαμογέλαγε φευγαλαία. Η αδιαφορία της να πει δικά της τραγούδια –όλα δικά της τα έκανε άλλωστε- ή να αναγνωριστεί ως σπουδαία. Την ένοιαζε μόνο να την θυμούνται ως η «τραγουδίστρια με την φυσαρμόνικα» και να την κοιτούν με θαυμασμό στα μάτια. Άχρονη γόησσα να ναι, σα φακίρισσα όπου η αχνιστή καψούρα, το ντέρτι, ο πόνος, ο χωρισμός, το τέλος σε όποια οριστική του μορφή, υπακούει σαν δηλητηριώδες φίδι στην φωνή της και μόνο. Κύριες και κύριοι: η Γιώτα Γιάννα, μπορούσε να μας παρασύρει στην σκοτεινή πλευρά των στεναγμών. Μας έλεγε take a walk on the wild side, αν δε φοβόμασταν. Τώρα, μακάρι, να παίζει τη φυσαρμόνικά της σε άλλους γαλαξίες, ανάλαφρη και η ίδια σα τις νότες της να διαλύονται στο άπειρο και στο αιώνιο…

