
Η σύγχρονη δημοσιογραφία επικεντρώνεται στο παρόν με τόση πιεστική ορμή που καταλήγει να το απομακρύνει από το χρόνο και να το κάνει αιώνιο. Είναι σαν ένα φωτεινό βλήμα. Κάνει ορατή την τροχιά του. Τόσο ορατή που τώρα πια, υπνωτισμένοι, κοιτάμε τις έγχρωμες παραβολές της σφαίρας και δεν ενδιαφερόμαστε για την ικανότητά της να χτυπήσει το στόχο.
Με τη μανιώδη προσήλωση στο παρόν χάθηκε και η μνήμη. Κάποτε οι εφημερίδες έριχναν διακριτικούς ανιχνευτές στο χρόνο και το χώρο κι είχαν την πολυτέλεια να επιστρέφουν στο παρελθόν ή να εξερευνούν άγνωστες ηπείρους, αναζητώντας αναμνήσεις και σημεία. Τώρα το κάνουν σπάνια. Σήμερα είναι σχεδόν απαγορευτική ακόμη κι αυτή η απλή σύγκριση των ειδήσεων του χθες με τις νέες, της ημέρας, που συχνά είναι αντιφατικές και αντίθετες. Μπορείς να πεις τα πάντα, γιατί αύριο κανείς δεν θα τα διαψεύσει. Στη χειρότερη περίπτωση, οι άλλοι θα πουν άλλα πράγματα. Όπως, εξάλλου, θα κάνουμε κι εμείς. Συνηθισμένοι να μην συγκρίνουμε πια γεγονότα, κρίσεις, ειδήσεις, στην ακολουθία τους, χάσαμε ή χάνουμε την ικανότητα συσχέτισής τους. Ο κόσμος ξαναγεννιέται μαζί μας, κάθε μέρα, διαφορετικός από το χθες (παρελθόν και μέλλον συμπεριλαμβανόμενα) και διαφορετικός από το αύριο (μέλλον και παρελθόν συμπεριλαμβανόμενα).

Ο Τύπος δεν φταίει. Απλά ερμήνευσε μια τάση της λεγόμενης πληροφορικής κοινωνίας. Παρ΄ όλ’ αυτά η απώλεια της μνήμης δεν είναι η μόνη βαριά απώλεια. Χάσαμε ή χάνουμε και το αντικειμενικό όριο, το έσχατο φράγμα, το σύνορο ανάμεσα στα πράγματα και τις ιδέες. Όποιος προσπαθεί να παρακολουθήσει τα δαιδαλώδη <<κυκλώματα>> με τα οποία τα μεγάλα πρακτορεία εξερευνούν την πραγματικότητα και τη μετατρέπουν σε είδηση (για να την περάσουν μετά στις εφημερίδες και το κοινό) όχι σπάνια τα βλέπει ν’ αρχίζουν και να τελειώνουν στην ίδια θέση: στις ίδιες τις εφημερίδες, για παράδειγμα ή τα κόμματα ή στις αίθουσες συνεδριάσεων ή στις τράπεζες ή στους απλούς ανθρώπους, που αντίθετα θα έπρεπε να είναι τα αντικείμενά τους. Συχνά ο καταναλωτής της πληροφορίας είναι στην πραγματικότητα ο σκοτεινός και ασυνείδητος παραγωγός της.

Άλλες φορές, μυστηριωδώς, τα <<κυκλώματα>> καταλήγουν στο κενό, έτσι ώστε να φαίνεται ότι οι ειδήσεις, γεννιούνται από το μηδέν, από αυτό-παραγωγή, από <<generatio aequivoca>>, όπως έλεγαν οι νατουραλιστές του 17ου αιώνα, πεπεισμένοι ότι οι ποντικοί γεννιούνται από τα σκουπίδια, τα λιοντάρια από τις πέτρες της ερήμου και τα χέλια από τα έλη. Η σχέση ανάμεσα στην κοινή γνώμη και την πληροφόρηση, όπου η μια κυματίζει πάνω στην άλλη κι οι δυο μαζί κάνουν surf πάνω στο χρονικό, διευρύνει τον ορίζοντα, ανοίγει τη σκηνή, αλλά παράδοξα, συρρικνώνει προοδευτικά την οπτική γωνία του φακού.

Το πιο σοβαρό πράγμα δεν είναι τα δελτία. Είναι ο αυτοματισμός, ακριβώς η <<κουλτούρα της πληροφόρησης>>, που παράγει έναν ακαταμάχητο αυθορμητισμό στον τρόπο δημιουργίας και χειρισμού του χωνιού. Το σοβαρό είναι ότι τώρα πια το χωνί της δημοσιογραφίας είναι το μοναδικό χωνί απ’ όπου η πραγματικότητα πρέπει να περάσει για να φτάσει στη συνείδηση. Αλλού ίσως να είναι διαφορετικά. Σ’ εμάς όμως το βιβλίο δεν μετράει πια στη διαμόρφωση της γνώμης. Όπως δεν μετράει πια η πανεπιστημιακή μόρφωση, η εκδοτική παραγωγή, τα Κόμματα και η Βουλή. Όλα αυτά μετράνε μόνο αν και όταν περνάνε μέσα από την πληροφόρηση (σ’ όλες της τις μορφές, γραπτή, προφορική ή ηλεκτρονική), που καταλήγει να είναι η τελευταία αλήθεια για εκατομμύρια ανθρώπους, δηλαδή για όλους. Η <<κουλτούρα>> της πληροφόρησης προσποιείται μια αδικαιολόγητη μετριοφροσύνη. Παρουσιάζεται σαν την παρκετίνη όπου τα γεγονότα αφήνουν επάνω της το αποτύπωμά τους, ενώ είναι εμφανές ότι αυτή είναι το αποτύπωμα κι εμείς η παρκετίνη.