
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΤΟΧΗΣ, ένας από τους τριάντα πέντε που είχαν αποσταλεί στα Κύθηρα, ήταν ο κόμης Charles Bush Hearn. Είχε γεννηθεί το 1818 και, το 1848, που ξεκίνησε η ερωτική ιστορία του με τη μανούλα μου, ήταν νέος κι εμφανίσιμος. Όταν φορούσε την μπλε σκούρα στολή του έκαναν εντύπωση τα καλογυαλισμένα κουμπιά και τα χρυσά σιρίτια, όπως και το πανταλόνι με την κόκκινη ρίγα στο πλάι. Κυκλοφορούσε στον δρόμο και, οι λίγες γυναίκες που αντάμωνε, τον κάρφωναν με το βλέμμα τους, ενώ στις κοινωνικές συναναστροφές ήταν παντού περιζήτητος. Υπηρετούσε στο 45ο Σύνταγμα πεζικού από τις 15 Απριλίου του 1842, με έδρα το Γιβραλτάρ. Είχε βρεθεί τρία χρόνια αργότερα στα Επτάνησα και είχε ζήσει για λίγο στη Ζάκυνθο και την Ιθάκη. Τελικά, το 1846 μετατέθηκε στην Κέρκυρα, την έδρα του βρετανού αρμοστή. Τον Απρίλιο του 1848, ο Hearn τοποθετήθηκε στα Κύθηρα, το πιο μακρινό από τα νησιά. Είχαν ξεσπάσει ταραχές στην Κεφαλληνία και, σχεδόν ταυτόχρονα, στα Κύθηρα. Η φρουρά χρειαζόταν ενίσχυση και μάλιστα χειρουργό, καθώς οι τραυματισμοί ήταν πολύ πιθανοί στο επαναστατημένο νησί. Ο Charles Hearn είχε ουσιαστικά προσόντα. Είχε τελειώσει, όπως όλοι οι άρρενες πρόγονοί του, το Trinity College το 1839 και στη συνέχεια είχε παρακολουθήσει, πάντοτε στο Δουβλίνο, το Royal College of Surgeons. Είχε ήδη λάβει την ειδικότητα του χειρουργού και, έξι χρόνια μετά την κατάταξή του, ήταν ο παλαιότερος ιατρός στο Σύνταγμά του.

O έρωτας των αταίριαστων
Η γνωριμία των δύο νέων, του Charles Hearn και της Ρόζας Κασιμάτη, έγινε σ’ έναν χορό στην κατοικία του άγγλου τοποτηρητή, στο Κάστρο. Σύστησαν έναν κόμη, έναν ευγενή και φιλότεχνο νέο, που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στις ελεύθερες ώρες του, στην απόγονο μιας ευγενούς οικογένειας. Η κοπέλα θαμπώθηκε κι αμέσως σκέφθηκε: «Επιτέλους! Ένας ωραίος νέος, με παιδεία, με μόρφωση, με καλό και σίγουρο επάγγελμα! Και διπλό επάγγελμα, και στρατιωτικός και γιατρός! Είναι κι αριστοκράτης! Στη χώρα του, βέβαια. Αλλά δεν με πειράζει. Του αρέσει το νησί, θα μάθει κι ελληνικά. Αυτόν, ναι, τον θέλω για άνδρα μου!». Ταυτόχρονα, όμως, συλλογιζόταν κι ο Charles: «Νοστιμούλα είναι. Μικροσκοπική, αλλά νοστιμούλα. Πολύ μελαχρινή για τα έως τώρα γούστα μου, αλλά ανήκει σε μιαν από τις δώδεκα ευγενείς οικογένειες του νησιού. Πάνε επτά χρόνια σχεδόν που υποχρεώθηκα να αποχωριστώ την αγαπημένη μου Alicia και έως τώρα δεν έτυχε να γνωρίσω κάποια, που να μου αρέσει και να έχει το προσόν της ευγενούς καταγωγής. Πολύ θα ευχαριστηθεί η μητέρα, τα ίδια και η θεία Sally! Θα πρέπει να διαθέτει και χρήματα η συγκεκριμένη! Όλοι οι ευγενείς εδώ έχουν κτήματα, υποτακτικούς, μεγαλεία! Όχι τίποτα άλλο, αλλά η προσωπική μου περιουσία έχει ροκανιστεί. Της είναι απαραίτητη μια σωτήρια μετάγγιση!». Οι προϋποθέσεις υπήρχαν, ήταν και οι δύο ενημερωμένοι από την αρχή ότι είχαν κάνει μιαν αριστοκρατική γνωριμία. Ήταν ωστόσο μόνον θεωρητικές οι προϋποθέσεις. Κανένας από τους δύο δεν εξομολογήθηκε στον άλλον ότι, ναι μεν ήταν ευγενής, αλλά ότι ουσιαστικά ήταν «ξυπόλυτος».

Και οι δύο «αριστοκράτες» είχαν απόλυτη ανάγκη από χρήματα, καθώς οι οικογενειακές τους περιουσίες είχαν κυριολεκτικά εξανεμιστεί. Όχι από δικά τους λάθη, αλλά από σφάλματα που είχαν σωρευτεί από γενιές και γενιές των προγόνων τους. Ανήξεροι για την πραγματική κατάσταση, οι δύο νέοι αντάλλαξαν μια ματιά και κεραυνοβολήθηκαν. Η έλξη ήταν αμοιβαία. Το σημείο, όπου ζούσε η κοπέλα, ακριβώς στην είσοδο ή την έξοδο του Κάστρου, βοηθούσε να βλέπονται τακτικά οι δύο νέοι, δίχως να δίνουν λαβή σε σχόλια. Ματιές μόνον αντάλλασσαν στην αρχή. Ίσως και να μην είχαν μιλήσει ποτέ. Δεν κατάλαβα, απ’ όσα μου είπαν, εάν είχαν συνειδητοποιήσει αρχικά ότι δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Μήπως, όμως, χρειάζεται συζήτηση για να φουντώσει ο έρωτας;

Ένας άλλος έρωτας ανάμεσα σε κατακτητή και Ελληνοπούλα
Η Ρόζα ήταν άτυχη. Ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα τον μοναδικό άνδρα, με τον οποίο δεν έπρεπε να δημιουργήσει σχέσεις. Ή, μήπως, αυτό ήταν το «γραμμένο» της; Πάντοτε θα με απασχολούσε αυτό το ερώτημα. Δεν είχε αδελφές, δεν είχε μητέρα να της υπενθυμίσουν ότι ο καλοστεκούμενος νέος ανήκε στο στράτευμα κατοχής του Τσιρίγου· δεν έπρεπε να μπλεχτεί μαζί του, πρόδιδε την οικογένεια, μαζί και τον τόπο της. Ποιος, όμως, να τη συμβουλεύσει να μην γλυκοκοιτάζει τον όμορφο Ιρλανδό; Ποιος να της μιλήσει για τη διαφορετικότητά τους; Για τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε μια σχέση ανάμεσά τους; Ακόμα κι αν της μιλούσε κάποιος, λες να τον άκουγε; Ο όμορφος νέος συμβόλιζε για τη νέα κοπέλα τον από μηχανής θεό. Πολύ σύντομα απόθεσε τη ζωή και το μέλλον της στα χέρια του. Είχε κι επιχειρήματα εξάλλου, όλοι τα ψιθύριζαν. Όταν, διοικητής των Κυθήρων και τοποτηρητής του ύπατου αρμοστή ήταν ο μηχανικός του στρατού John Macphail, στη δεκαετία 1820-30, η πρόοδος των δημοσίων έργων υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. «Πώς συνέβη αυτό;» θα ρωτήσεις. Μα για καθαρά προσωπικούς λόγους. Είχε ακουστεί εκείνα τα χρόνια ότι, παρά τη ρητή απαγόρευση των σχέσεων ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους, ο ισχυρός άνδρας του Τσιρίγου είχε ερωτευθεί μία κοπέλα από το Κάτω Λιβάδι. Επειδή δεν ήταν εύκολο να την επισκέπτεται, εξαιτίας της έλλειψης οδικού δικτύου, αποφάσισε να κτίσει το 1826 ένα γεφύρι· θα επιτηρούσε την περιοχή και θα έβλεπε και την αγαπημένη του. «Το τερπνόν μετά του ωφελίμου», σχολίαζαν μεταξύ τους οι ντόπιοι, προσέχοντας να μην ακουστούν οι παρατηρήσεις τους, γιατί οι κατακτητές δεν ανέχονταν την κριτική. Όπως έλεγε η μανούλα μου, το έργο ήταν εντυπωσιακό για την εποχή, καθώς ήταν το μεγαλύτερο που κατασκευάστηκε· έχει μήκος εκατόν δέκα μέτρα και για τη στήριξή του έγιναν περισσότερα από δέκα τόξα, νομίζω δώδεκα. Δεν επιτελέστηκε, όμως, ο σκοπός του διοικητή, γιατί δεν είχε ολοκληρωθεί ο δρόμος που συνέδεε τα χωριά Λιβάδι και Κατούνι. Δεν έχω πληροφορίες για το τι ακριβώς συνέβη με την ερωτοτροπία της Ρόζας και του Charles. Υποθέτω, όμως, ότι οι γείτονες και οι συγχωριανοί έβλεπαν ότι ο στρατιωτικός ιατρός μπαινόβγαινε τακτικά στο Κάστρο κι ότι τα μάτια του ήταν μονίμως στραμμένα στο σπίτι των Κασιμάτηδων. Μπορεί ο Charles να είχε πιει κανένα ποτηράκι κρασί παραπάνω, να είχε μεθύσει και να είχε τραγουδήσει έξω από το παράθυρό της. Το φαντάζεσαι; Τον καλλίφωνο Charles να κάνει καντάδα έξω από το παράθυρο της Ρόζας; Σκάνδαλο!

Σκάνδαλο τεραστίων διαστάσεων! Ο πατέρας, ο Αντώνης Κασιμάτης, το έμαθε. Οι νεότεροι συγχωριανοί πείραζαν τον αδελφό της Ρόζας, τον Δημητράκη. Ο οικογενειακός κύκλος είχε αντιρρήσεις για οποιουδήποτε είδους ερωτοτροπία των δύο νέων. Την απαγόρευαν εξάλλου τα χρηστά ήθη της εποχής, όπως και το κοινωνικό καθεστώς. Ακόμα περισσότερο δεν ετίθετο θέμα για μελλοντικό γάμο ανάμεσά τους. Δεν γινόταν να παντρευτεί η όχι και πολύ νέα κοπέλα έναν ιρλανδό στρατιωτικό γιατρό, τον αρχαιότερο του Συντάγματός του μάλιστα, ο οποίος υπηρετούσε στην αποσπασμένη στα Κύθηρα τριακονταπενταμελή ομάδα του στρατού κατοχής. Όταν ο Αντώνης Κασιμάτης υποψιάστηκε ότι υπήρχε ενδιαφέρον κι από τις δύο πλευρές, παρακολούθησε, ενδιαφέρθηκε, ρώτησε, έμαθε και βεβαιώθηκε ότι κάτι συνέβαινε ανάμεσα στη θυγατέρα του και τον υψηλόβαθμο, αλλά νέο ακόμα αξιωματικό. Ίσως και να κλυδωνίστηκε, γιατί ούτε ήθελε ούτε τον συνέφερε να μείνει ανύπαντρη η κόρη του. Το συζήτησε μ’ έναν φίλο του, που ήταν σχεδόν μιαν εικοσαετία νεότερος, είχε, όμως, παρόμοιες εμπειρίες. Δεν ήταν από την καταγωγή του Τσιριγώτης και είχε ζήσει -μην σου πω ότι συνέχιζε να ζει- κι εκείνος έναν μεγάλο έρωτα. Ονομαζόταν Άγγελος Kavallini και ήταν γεννημένος το 1800· ήταν Ιταλός από τη Γένοβα κι έφθασε νέος στα Κύθηρα. Προερχόταν από πλούσια οικογένεια, που είχε αναπτύξει σημαντική δραστηριότητα στο εμπόριο, τη ναυτιλία και την εξόρυξη ασημιού. Καπετάνιος ήταν ο ίδιος όταν, σε κάποια συμπλοκή με πειρατές, τραυματίστηκε στο χέρι κι αποβιβάστηκε στο Καψάλι για να αναρρώσει. Νοσοκόμα του ήταν η γοητευτική Ρόζα Βίδη. Ο έρωτας τον χτύπησε κατακούτελα, σε σημείο να δεχθεί να ασπαστεί την ορθοδοξία για να τη νυμφευθεί. Ήταν ευτυχισμένοι οι δυο τους. Είχαν αποκτήσει δέκα παιδιά, πέντε αρσενικά και πέντε θηλυκά. Τα αγόρια ονομάζονταν Νικόλαος, Φωκίων, Σπυρίδων, Γεώργιος και Ιωάννης, ο Giovanni, που ήταν ο μεγαλύτερος και για τον οποίο θα σου μιλήσω στη συνέχεια. Τα ονόματα των κοριτσιών δεν είναι γνωστά, μόνον η Μαρίκα ξεχώριζε. Ο Άγγελος Kavallini ήταν άξιος. Τα προσόντα του αμέσως τον κατέταξαν ανάμεσα στους πλέον ισχυρούς της κυθηραϊκής κοινωνίας. Είχε χρήματα και ήταν αποφασισμένος να τα διαθέσει όχι μόνον για την εγκατάσταση και την τακτοποίηση της οικογένειάς του, αλλά και για την επαγγελματική του εξέλιξη. Όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν ήταν εύκολο. Στα Κύθηρα, όπως και παντού τότε, δύσκολα έβρισκες σπίτι να ενοικιάσεις.

Όλοι κατοικούσαν σ’ αυτό που είχαν κτίσει οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους. Όταν ακούστηκε ότι η υδραίικη οικογένεια Κουντουριώτη πουλούσε δύο σπίτια, ο Kavallini ενδιαφέρθηκε. Το ένα ήταν ένα οίκημα στο Καψάλι, στην περιοχή του Πίσω Γυαλού, που δεν τον ενδιέφερε, καθώς είχε σπίτι κοντά στο Κάστρο. Το άλλο, όμως, τράβηξε το ενδιαφέρον του, γιατί μπορούσε να στεγάσει μεγάλο μέρος της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Βρισκόταν στον Αβλέμονα και κάποτε ανήκε, για πολλά χρόνια, στην οικογένεια Δαρμάρου· όπως θυμάσαι η γιαγιά μου, η Αικατερίνη, λεγόταν Δαρμάρου πριν τον γάμο της και ήταν μέλος αυτής της ίδιας οικογένειας. Συμπτωματικά, το ακίνητο άλλαξε ιδιοκτησία λίγο πριν ή λίγο μετά τον θάνατό της, γύρω στο 1825 ή το 1826, από τους υδραίους αγοραστές, οι οποίοι κατοικούσαν εκεί αραιά και πού. Οι ντόπιοι έλεγαν ότι οι Κουντουριώτηδες είχαν αποκτήσει τα δύο ακίνητα, που τους χρησίμευσαν στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και στην Επανάσταση του 1821 ως κρησφύγετα και τόπος διαφύλαξης της περιουσίας τους. Όταν έσφιξαν οικονομικά τα πράγματα, ενώ είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται ευνοϊκή η λύση στο πρόβλημα της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, οι Κουντουριώτηδες πούλησαν το σπίτι του Αβλέμονα στον Άγγελο Kavallini. Ο τελευταίος προσέλαβε κρητικούς μάστορες για να επισκευάσει και να διαμορφώσει το κτήριο σύμφωνα με τις ανάγκες του. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1827, όπως αναγράφεται στην πλάκα, που διατηρείται στην κύρια όψη του σπιτιού· σ’ αυτήν διακρίνονται επίσης τα αρχικά D.B.F.D., τα οποία αντιστοιχούν στη λατινική έκφραση «Deus Benedicat Facta Domus», δηλαδή «Ο Θεός να ευλογεί αυτό το τελειωμένο σπίτι»· δεν ξέχασες ότι ο Kavallini ήταν ελληνοποιημένος ιταλός. Τοποθέτησε μάλιστα και ηλιακό ρολόι στο σπίτι του, το οποίο από τότε όλοι ονομάζουν «Το σπίτι με το ηλιακό ρολόι» από αυτή του την ιδιαιτερότητα. Ήταν ευρύχωρο το σπίτι στον Αβλέμονα, που ήταν ένας οικισμός στην ανατολική πλευρά, στο κέντρο του νησιού. Ήταν κτισμένο σε τρία επίπεδα, με συνολική επιφάνεια διακόσια πενήντα τετραγωνικά μέτρα, σε μεγάλο παραθαλάσσιο οικόπεδο από επτακόσια τετραγωνικά. Λιθόκτιστο ήταν το κτήριο, με μικρά παράθυρα και στενές πόρτες.

Στο ισόγειο, σύμφωνα με την επιθυμία του Kavallini, είχαν κατασκευαστεί ξύλινα χωρίσματα για να δημιουργηθούν πολλά ξεχωριστά μικρά δωμάτια. Επικοινωνούσε με τα άλλα επίπεδα, τον ημιώροφο και τον πρώτον όροφο, με μια σιδερένια σκάλα. Επάνω ψηλά, βρίσκονταν το κύριο υπνοδωμάτιο, η τραπεζαρία και η κουζίνα, για την οποία είχαν ληφθεί ιδιαίτερα μέτρα και είχαν κτιστεί τα απαραίτητα: η πυροστιά, αλλά και κλειστοί φούρνοι, που τα φουγάρα τους έβγαζαν στη στέγη. Το βρόχινο νερό που συγκεντρωνόταν στο δώμα περνούσε από την καμάρα-υδραγωγείο και κατέληγε στη στέρνα. Την ιδιοκτησία περιέβαλλε ξερολιθιά κι όλος ο εξωτερικός χώρος ήταν πλακοστρωμένος. Υπήρχε ακόμα ο «λανός», το παλαιό πατητήρι, ένα εξωτερικό καθιστικό στη βορινή πλευρά και χώροι καθιστικών στον κήπο. Ο Άγγελος Kavallini χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο αυτόνομο οίκημα ως κατοικία για την πολυάριθμη οικογένειά του, αλλά και ως επαγγελματική στέγη. Χάρις στην προνομιακή παραλιακή θέση του, ήταν το τελωνείο για το λιμάνι του Αβλέμονα. Εκεί, οι εξειδικευμένοι υπάλληλοί του πραγματοποιούσαν την επίσημη καταγραφή όλων των συναλλαγών, των εμπορικών και των ναυτιλιακών. Στον ίδιο χώρο, όμως, και, επειδή είχε προβλέψει να κατασκευάσει μιαν απολύτως εξοπλισμένη κουζίνα, εργάζονταν γυναίκες, που ήταν στη δούλεψη του πανέξυπνου ελληνοποιημένου Ιταλού. Ζύμωναν κι έψηναν ψωμί, το οποίο πουλούσαν στα καράβια που αγκυροβολούσαν· το ίδιο έκαναν και με όλα τα απαραίτητα εφόδια.

Ρόζα μην τον παντρεύεσαι… Μη!
Επιχειρηματίας ήταν ο Kavallini, όμως. Δεν φοβόταν τη δουλειά κι ούτε κουραζόταν. Εκπροσωπούσε ταυτόχρονα ως πράκτορας και τον οίκο Lloyds Triestino. Και, εκτός από τις εμπορικές του δραστηριότητες, υπήρξε και υποπρόξενος της Αυστροουγγαρίας στα Κύθηρα. Η ιδιότητά του αυτή έκανε τους ντόπιους να τον υπολήπτονται ιδιαίτερα. Ψιθύριζαν μάλιστα ότι, αργότερα, εκτελούσε διπλωματικά καθήκοντα και για το ελληνικό κράτος, κάτι που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε. Ο Άγγελος Kavallini ήταν, επομένως, το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για να συζητήσει τα οικογενειακά του ο προβληματισμένος πατέρας της Ρόζας. «Καλός είναι αυτός ο Charles Hearn απ’ όλες τις πλευρές», εξομολογήθηκε ο Αντώνης Κασιμάτης στον έμπειρο Kavallini. «Η κόρη μου δεν θα πεινάσει ποτέ. Έμαθα ότι είναι καλός αξιωματικός κι ακόμα καλύτερος ιατρός. Είναι κι ευγενής στην πατρίδα του. Θα την πάρει μακριά μας και δεν θα ζητήσει προίκα. Κι εκείνη θα ζήσει μια ζωή χωρίς ανέχεια», συνέχισε ο κύρης της Ρόζας, πληροφορώντας ταυτόχρονα τον συνομιλητή του ότι τα οικονομικά του δεν ήταν ιδιαίτερα ανθηρά. Ο Άγγελος Kavallini, ωστόσο, είχε αμφιβολίες, καθώς δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον ιρλανδό στρατιωτικό. Είχε ακούσει ότι ο Charles Hearn έπινε, μεθούσε. Δεν του άρεσε καθόλου αυτό.

«Σε κόρη μου, πάντως, δεν θα τον έδινα αυτόν τον γαμπρό, όσα προσόντα κι αν έχει», δήλωσε. «Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα», απάντησε ο Αντώνης Κασιμάτης στον οικογενειακό φίλο του, επειδή τον είχε στριμώξει με τις αμφιβολίες του. «Η Ρόζα μεγάλωσε», συνέχισε ο πατέρας. «Μην σου πω ότι παραμεγάλωσε κιόλας. Εγώ κοντεύω τα εβδομήντα μου χρόνια. Τι θα κάνει η κόρη μου στη ζωή της; Εάν τον θέλει κι αν την ξεχώρισε κι εκείνος, τι να πω εγώ; Ας γίνει αυτή η ένωση, να ησυχάσω κι από την έγνοια! Μεγάλες είναι οι υποχρεώσεις μου, το αντιλαμβάνεσαι. Μην ξεχνάς ότι έχω κι άλλες δύο κόρες, μικρότερες, να προικίσω. Πώς να τα φροντίσω όλα;». Ο Αντώνης Κασιμάτης ήταν βέβαιος για την καταλληλότητα του Charles Hearn ως γαμπρού, αλλά δεν ήταν η κόρη του, η Ρόζα, που τον είχε πείσει. Η δυσχερής οικονομική του κατάσταση ήταν εκείνη που τον έκανε να μην αντιδρά στην ενδεχόμενη ένωση του Charles Hearn με τη Ρόζα Κασιμάτη. Η επισήμανση του Kavallini, ωστόσο, τον έκανε να αλλάξει γνώμη, γιατί το πιοτό ήταν σοβαρό ελάττωμα. Έγινε μια συζήτηση ανάμεσα σε πατέρα και κόρη, που κατέληξε σε καυγά.«Δεν είναι κατάλληλος αυτός ο γαμπρός για εσένα, κόρη μου. Μπορεί να διαθέτει όλα τα καλά, αλλά το ένα του μειονέκτημα είναι μεγάλο. Δεν μπορείς να παντρευτείς κάποιον που πίνει, θα σου καταστρέψει τη ζωή!».

Η Ρόζα ήταν ανένδοτη:
«Μόνον τον ταγματάρχη θέλω!» απάντησε.
Ο Αντώνης Κασιμάτης έβαλε μπρος τα μεγάλα μέσα:
«Θα σε αποκληρώσω, εάν τολμήσεις να τον παντρευτείς!»
«Αποκλήρωσέ με!» απάντησε η Ρόζα.

Η Μίτση Σκ. Πικραμένου (mitsipik@yahoo.gr), γεννήθηκε, σπούδασε (διδακτορικό Πανεπιστημίου Αθηνών) και κατοικεί στην Αθήνα. Εργάστηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σε έργα υποδομής κυρίως και επιμέλειες (5.000 περίπου τυπωμένες σελίδες). Ερευνήτρια από τη φύση της, γράφει πλέον βιογραφίες όπου παρουσιάζονται νέες πληροφορίες, που δένουν αρμονικά με τα γνωστά στοιχεία και απευθύνονται στο πλατύ κοινό. Έργα της που κυκλοφορούν είναι οι βιογραφίες των Ίωνα Δραγούμη, Παύλου Μελά, Λουίζας Ριανκούρ και Πηνελόπης Δέλτα (Βιογραφία και Εργογραφία). Επίσης, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, η ιστορία του Γλυκυσματοποιείου Παυλίδη κι ένα ερωτηματικό για τη γνωριμία Ελ Γκρέκο με τον μετέπειτα Άγιο Γεράσιμο.
