Έξι και βάλε, Queer παραδείγματα Αγιότητας στην Ορθοδοξία

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Πιθανόν να ξεγέλασαν όλη την υποκρισία της εποχής της τάχα ενάρετης, που μισούσε τις γυναίκες, που ήταν φτιαγμένη από άνδρες για άνδρες και που κάθε διαφορά ήταν έργο δαιμονικό. Έζησαν όπως γουστάραν, με επικαλούμενη ή υπαρκτή την αγάπη τους για τον Θεό! Ηταν γυναίκες πλούσιες, οι περισσότερες ευγενικής καταγωγής και αρχόντισσες. Είχαν επιλογές. Μπορούσαν να μορφωθούν, να ταξιδέψουν, να επαναστατήσουν στους γονείς τους, να κάνουν τις μοντέρνες ακολουθώντας τη τάση της εποχής σε θρησκείες, να τα κάνουν όλα και να δοκιμάσουν τα πάντα, να ντυθούν με χρυσά και μετάξια και μπροκάρ και βελούδα και ασημιά, να φορέσουν παπούτσια διαμαντοκεντημένα και να έχουν δούλους για να τις αρωματίζουν και να τις αλείφουν μύρα ομορφιάς, σκλάβες να τις χτενίζουν και να τις διασκεδάζουν, ευνούχους να τις προσέχουν… Μπορούσαν να τα βαρεθούν και όλα, να πλήξουν αφόρητα, να αναζητήσουν σκοπό, να κάνουν και να γίνουν ότι θέλουν, ακόμη και άνδρες ή ηγούμενοι εξουσίας! Και έγινες. Είναι εκείνες οι ιστορίες απ τους Βίους Αγίων των τρανς που ενώ τους προσκυνούμε στις εκκλησιές μας, βλέπουμε τον κλήρο να μη δέχεται ούτε την αγάπη όπως την έχουν αποφασίσει…

Ευφροσύνη ή Σμαράγδιος

Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Ευφροσύνη, κόρη πλούσια σπουδαίας οικογένειας. Μόλις είπε ο πατέρας της να τη παντρέψει με ένα αρχοντόπουλο αντάξιο της, ντύθηκε αυτή άνδρας πήγε σε μια ανδρική μονή, χειροτονήθηκε ως Σμαράγδιος -μα είναι δυνατόν, τόσο κακό γούστο!- είπε πως ήταν ευνούχος του αυτοκράτορα και αφού κόλασε όλους τους μοναχούς με την ομορφιά της ως αγόρι, την έστειλε ο ηγούμενο σε σκήτη. Έζησε ως άνδρας 38 χρόνια λέγοντας ψέματα σε όλους κατάμουτρα και στον ίδιο τον πατέρα της που την έκλαιγε. Τελικά έγινε οσία!

Θεοδώρα και Θεόδωρος μαζί

Περίπου εκείνη το καιρό, αλλά άλλη φορά, μια άλλη πλούσια πολύ και ωραία αρχόντισσά σε τόπο ζεστό, θαλασσινό, ευωδιασμένο και μαγικό, η Θεοδώρα ζούσε μες στην ευσέβεια με τον καλό, αγαθό, πολύ ερωτευμένο σύζυγο της. Ενάρετοι και οι δυο τόσο που δεν γινόταν πάρα πάνω. Ήταν όμως και ένας πολύ όμορφος νεαρός που την ερωτεύτηκε και είπανε μετά πως έκανε μάγια, που έπιασε και έστειλε μια μάντισσα παντοδύναμη και παρέσυρε  την Θεοδώρα στην κολασμένη αγκαλιά του. Δεν έφταιγε η Θεοδώρα η ευσεβής και παντρεμένη για τα υγρά φιλιά, τις στάσεις απόλαυσης, την ηδονή των ιδρωμένων σωμάτων, τις διεισδύσεις γλώσσας, δακτύλων οργάνων σε κρυφά μέρη, τους στεναγμούς, τα λιγώματα, τους αμέτρητους οργασμούς, τα υγρά, τον πόθο για τους όλους μύες, φουσκώματα, βαθουλώματα, δύναμη αρσενικό κορμί, αλλά τα μάγια, οι δαίμονες, ο διάβολος ο ίδιος, που άλλη δουλειά δεν είχε παρά να χαρίσει μια αξέχαστη ηδονή στους δυο εραστές! Γύρισε, χορτασμένη και με σβησμένο πάθος, στον άνδρα της, του είπε την παραμύθα για τα μάγια, εκείνος πολύ τη λυπήθηκε που πέρασε τέτοια δράματα, αλλά αυτή ένιωσε πως δεν άξιζε την αγάπη και την κατανόηση του -τόσο μάλλον, τον βαριότανε!- που πήρε το πιο μακρινό δρόμο και έφτασε σε μια αντρική μονή στην έρημο. Έγινε μονάχος Θεόδωρος, τον ερωτεύτηκε μια κοπέλα που πήγε και ξάπλωσε μαζί του και τριβόταν πάνω λυσσαλέα, άλλα αυτός δεν έκανε τίποτα με το όργανο του, πόσο μάλλον που δεν είχε τέτοιο και ξαναμμένη εκείνη,  έμεινε έγκυος από όποιον βρήκε μπροστά της! Γέννησε και πήγε το παιδί στη Μονή, πακέτο για τον Θεόδωρο με τα τριψίματα! Σκάνδαλο στη Μονή! Τον πετάξανε έξω τον μοναχό με το παιδί. Για εφτά χρόνια το μεγάλωσε εκείνη σαν εκείνος και πέθανε, για να αγιάσει με τους μοναχούς να βλέπουν πως ήταν γυναίκα και να θαυμάζουν πως υπέμεινε το ψέμα πως ήταν αυτός πατέρας, άλλα που για καμία 30αριά  χρόνια όλη της η ζωή ήταν ψέμα και τους δούλεψε κανονικά, δεν βγάλανε κουβέντα! «ν σο Μτερ κριβς διεσώθη τ κατ εκόνα· λαβοσα γρ τν σταυρόν, κολούθησας τ Χριστ, κα πράττουσα δίδασκες, περορν μν σαρκός, παρέρχεται γάρ· πιμελεσθαι δ ψυχς, πράγματος θανάτoυ· δι κα μετ γγέλων συναγάλλεται, σία Θεοδώρα τ πνεμά σου» της ψέλνουνε…

Ο Ανδρόνικος και η Αθανασία ή Θανάσης

Και άλλη φορά και άλλο καιρό ήταν ο Ανδρόνικος και η Αθανασία σύζυγοι μες στην αρετή κι αυτή, σε ανατολίτικη πόλη, επίσης, όλο ζέστη και γύμνια. Ήταν πολύ πλούσιοι, με υπηρέτες και μεγαλεία και ζωή της τεμπελιάς. Χάσανε δυο παιδιά, δεν είχαν κάτι να τους δένει, πέσανε σε κατάθλιψη και χάρισαν την περιουσία στους φτωχούς, για να γίνουν μοναχοί φυσικά σε ξεχωριστά μοναστήρια, ανάλογα το φύλο τους. Έλα όμως που η Αθανασία αυτό το φύλο της, δεν το πολυγούσταρε. Μετά από δώδεκα χρόνια, ο Ανδρόνικος, θέλησε να επισκεφθεί την καλόγρια – πρώην σύζυγο του. Πηγαίνοντας να τη βρει, στο δρόμο συνάντησε έναν καλόγερο που του είπε πως τον λένε Αθανάσιο και κάθισαν και ασκητέψανε παρέα. Για κάποιο λόγο η Αθανασία δεν είχε πάει σε γυναίκεια μονή, άλλα σε ανδρική και την έλεγαν Θανάση, άλλα μες στην ψεματούρα και από κάποια διαστροφή της, έζησε με τον άνδρα της χωρίς να του λέει ποια είναι, για να του αποκαλύψει πριν ξεψυχήσει πως είναι η γυναίκα του, μέσω ενός γράμματος. Ούτε κατά πρόσωπο να αναλάβει να του πει την αλήθεια! Μα και εκείνος πανέξυπνος, δεν το είχε πάρει είδηση για δεκαετίες, πως ο Θανάσης, όχι μόνο δεν ήταν άντρας αλλά ήταν και παντρεμένοι μαζί! Φυσικά αγιάσανε και οι δυο! 

Η Απολλιναρία που έγινε Δωρόθεος  

Ξανά άλλη μια φορά και πάμε πάλι πίσω στο καιρό ήταν η αρχόντισσά Απολλιναρία, πολύ όμορφη και πολύ πολύ πλούσια, κόρη ισχυρού άρχοντα και πολίτισα της σπουδαιότερης πόλης του κόσμου που υπήρξε ποτέ. Κάποτε η καλλονή, πήρε μαζί της δούλους και δούλες, χρυσάφι, ασήμι, πολυτελή σπάνια υφάσματα και πανάκριβα ρούχα από τους γονείς της βέβαια και πήγε για προσκύνημα.  Μόλις έφτασε σε άγιους τόπους μοίρασε στους πτωχούς όλα όσα της είχαν δώσει οι γονείς της, λευτέρωσε τους δούλους της εκτός από ένα γερόντι και έναν ευνούχο που τους έβαλε να πεζοπορούν ασταμάτητα, βασανίζοντας τα μη αντοχής κορμιά τους, ώσπου φτάσανε σε κάτι βάλτους σιχαμένους και αυτή τους άφησε να ξεκουραστούν και έκανε θεατρική έξοδο εξαφάνισης στα έλη. Την τσίμπησαν τόσα κουνούπια που έγινε το πρόσωπο της σα καύκαλο χελώνας! Πολύ ικανοποιημένη που ήταν κακάσχημη, πήγε και αυτή σε Μονή γεμάτη άνδρες και είπε και αυτή πως είναι ευνούχος και την λένε Δωρόθεο. Σ αυτή τη μονή και μες στους άνδρες ο πατέρας της Δωρόθεου, στέλνει και την άλλη κόρη του διότι είχε δαιμονιστεί! Της το ξορκίσανε οι μοναχοί και έφυγε το δαιμόνιο, άλλα έμεινε ένα μωρό!  Έγκυος η κόρη και καλά από τους δαιμόνους και όχι από καμία 300αρια μαντράχαλους που είχε το μέγα μοναστήρι! Πάλι κατηγορήσαν και σ αυτή τη περίπτωση την ᾿Απολλιναρία – Δωρόθεο και μάλιστα ο ίδιος της ο πατέρας που και δεν την γνώρισε και του φάγε το χρήμα και έστειλε και την άλλη του κόρη την τάχα δαιμονισμένη να μείνει έγκυος με ευκολία! Η Δωρόθεος σήκωσε τα ράσα και έδειξε στον πατέρα της και στους λοιπούς αγίους άντρες εκεί πως είναι γυναίκα -τους την έφερε!- άρα τι έγκυο να αφήσει γυναίκα και δη την αδελφή της! Η αποκάλυψη αντί να κάνει τους πάντες έξαλλους και τον πατέρα της τουλάχιστον δολοφόνο, προκάλεσε θαυμασμό, για το ότι η Δωρόθεος ξε- δαιμόνισε την αδελφή της και γιατί έζησε τόσο μακάρια ντυμένη αντρικά ρούχα! Παρ την οσία και αυτή με το γυναικείο όνομα πάντα και όχι το επιλογής ανδρικό της!

Η κοσμική Αναστασία η ωραία που έγινε Αναστάσιος για να ζήσει 28 χρόνια σε ένα πηγάδι

Ένας απ τα πολλά των αγίων γραφών και των βίων αγίων, αφορά στην Αναστασία την Πατρικία, σπουδαία αριστοκράτισσα και όλο χάρη γυναίκα, με πάρα πολλά πλούτη. Ο μέγας αυτοκράτορας είχε παντρευτεί μια γυναίκα εξυπνότερη του, αισθαντική, αισθησιακή, ταπεινής καταγωγής, που έπαιρνε μέρος σε θεάματα γυμνή και έδινε το κορμί της για λεφτά. Γυναικάς, δούλος των θέλγητρων των γυναικών και της υπεροχής τους, ήθελε να τον χτυπάνε, να τον περιφρονούν, να τον κακομεταχειρίζονται στο κρεββάτι, άλλα εκτός κλίνης έπαιρνε πόζα αιωνίας εξουσίας, ο καημένος και κορδωνόταν σαν αθάνατος. Η αυτοκράτειρα κάνει την ωραιότατη και αριστοκρατική Αναστασία, πρώτη κυρία επί των τιμών της, αλλά τι ήταν να τη δει ο αυτοκράτορας; Έπεσε σε μεγάλο έρωτα! Όσο δεν τον ήθελε η μικρή, τόσο λύσσαγε εκείνος. Και να οι τίτλοι, να οι τιμές, να τα δώρα, να οι προσοχές, να που την έκανε και πατρικία! Η αυτοκράτειρα ήρθε και έσκασε απ’ το κακό της, όχι απ την αγάπη για τον χαζό παραλυμένο, αλλά μη χάσει τις κορώνες και την αυτοκρατορία, φυσικά! Φοβήθηκε η Αναστασία, σήκωσε ό,τι μπορούσε απ’ τη περιουσία της, -δηλαδή πολλά!- και έφυγε σκαστά για όσο πιο μακριά γινόταν! Βρήκε ένα μέρος του γούστου της και έχτισε μια πολυτελή μόνη όπου ζούσε ήσυχα και καλά. Έλα που ο αυτοκράτορας είχε μεγάλο σεβντά και έβαλε όλους τους υπηκόους να την ψάχνουν παντού. Μπροστά η κάβλα του αυτοκράτορα και πίσω η μανία της αυτοκράτειρας! Τι να σου κάνει και η Αναστασία που ήθελε την ησυχία της. Πήγε σε έναν ηγούμενο, που την κούρεψε, την έντυσε ανδρικά και την είπε Αναστάσιο. Πάνε οι παχιές πλεξούδες οι στολισμένες με μαργαριτάρια και χρυσά δίχτυα. Πάνε τα μεσάτα κεντητά φουστάνια. Ράσο και ξυρισμένο κεφάλι και Τάσος! Και το χειρότερο; Την έβαλε να ζει σε ένα βαθύ σπήλαιο και της είπε να μη βγει ποτέ από κει, ούτε να δεχθεί κανένα. Έζησε, λοιπόν, και αυτή εκεί, χτισμένη ζωντανή, 28 χρόνια, μες στην απόλυτη σιωπή και τη μοναξιά για να αγιάσει μετά από όλη αυτή τη καταδίκη. Φοβισμένη και δειλή! Ούτε αντιστάθηκε, ούτε αγωνίστηκε, ούτε στο κάτω κάτω κάθισε στον αυτοκράτορα να τελειώνει, αλλά ούτε και στην αυτοκράτειρα!

Η καλλονή Πελαγία η θεατρίνα που έγινε Πελάγιος για να την αφήσουν οι θαυμαστές ήσυχη!

Η Πελαγία, τώρα, Πελάγιος, γιατί αφού το γλέντησε στα νιάτα της στα πιο σπουδαία πορνεία και σε επαύλεις όλο πολυτέλεια και έβγαλε πολύ χρήμα, ήθελε να την αφήσουν ήσυχη οι πελάτες της που καίγονταν για τις χάρες της και τα κόλπα της στο κρεββάτι. «Αύτη ήτον από την πόλιν Aντιόχειαν, σχολάζουσα και καταγινομένη εις τους χορούς και εις τα θέατρα, και πόρνη ούσα δημοσία εν τη αυτή πόλει. Όθεν εκ της διαβολικής και αισχράς εργασίας ταύτης, εσυνάθροιζε πλούτον άμετρον. Aύτη λοιπόν κατηχηθείσα μίαν φοράν από τον Eπίσκοπον Nόννον, άνδρα άγιον, και θερμώς μετανοήσασα διά τα πρότερα πονηρά έργα της, εβαπτίσθη. Eυθύς αποστρέφεται όλα τα εν κόσμω καλά και τερπνά, ωσάν σκύβαλα. Kαι ενδυθείσα τρίχινα φορέματα, ήτοι υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και εις σχήμα ανδρός μετασχηματισθείσα, επήγεν εις το όρος των Eλαιών, χωρίς να την ηξεύρη τινας. Eκεί δε η αοίδιμος κλεισθείσα μέσα εις ένα κελλίον, διεπέρασε το υπόλοιπον της ζωής της ασκητικώς και θεαρέστως» γράφεται για την αγία -στα πρώτα της  χρόνια! Πιο όμορφη γυναίκα δεν έχει υπάρξει! Ήταν όλη μελένια! Τα μαλλιά ήταν βαθύ χρυσάφι όπως και τα μάτια και το δέρμα της. Το κορμί της ήταν ένα λίκνισμα και μια συμμετρία με χυτή σάρκα! Όταν πέθανε και την γύμνωσαν και την τιμήσουν τόσα χρόνια είπαν απλά οι άνθρωποι του θεού «ανεξερεύνητες οι βουλές του Κυρίου» και καθάρισαν!

Ακόμη η Άννα έγινε Ευφημιανός και η Ματρώνα με το κακόηχο όνομα, διάλεξε ένα ακόμα χειρότερο ανδρικό, το Βαβύλας για να γίνει καλόγερος, χωρίς κανένα λόγο! Σ αυτές, απλά άρεσε να είναι άνδρες και δε ψάχνονταν να βρουν καμία δικαιολογία για αυτό! Αγιάσανε! Γίνανε οσίες!