Λέω… να ξεκινήσω απ όταν εκείνη ήταν παιδί και όπως αποσπασματικά καμία φορά άφηνε να κοιτάξουμε πίσω της, λες και το παρελθόν ήταν δικό της μόνο και έπρεπε να μας δείχνει μόνο το τώρα της και την αγάπη, ή να μην υπάρχει καμία ανησυχία για μας… Ότι την πίκρανε, όσα την πλήγωσαν, όλα που φοβόταν μας τα έκρυβε! Είχε μια φίλη, τη Σοφία! Γιατρός. Σαν αδελφές ήταν! Καμιά φορά αστειευόμουνα και τους έλεγα, «βρε, θα γίνετε γριούλες και θα σπρώχνω και τα δυο καροτσάκια, γιατί είστε αχώριστες». Τα έφερε έτσι, η ζωή και έφυγαν με κάτι μέρες διαφορά. Πραγματικά αχώριστες! Μέχρι τέλους!… Λοιπόν; Είναι νύχτα και φτάνω. Σπίτι. Πάω να βγάλω το κλειδί απ τη μηχανή και ακούω στη σιωπή την φωνή της απ το ραδιόφωνο:.. «Πού θα βρεις άκρη να σταθείς και πού φωτιά να ζεσταθείς; ποιος θα σου πλύνει την πληγή, καρδιά μου; Πόρτα πού θα βρεις ανοιχτή και ποιος διαβάτης θα σταθεί γλυκό του λόγο να σου πει, καρδιά μου; Πού πας χωρίς αγάπη στη νύχτα, στη βροχή; Το δρόμο θα τον χάσεις, καρδιά μου, μοναχή…»… Λοιπόν; .Ξεκίνησα… Με τη φωνή την πρόλογο και τις ανάσες της λέξεις…
«Δούκισσα Φωταρά, Πειραιάς, 8 Φεβρουαρίου του 1941». Έτσι γράφει το διαδίκτυο την αρχή της. Και η ίδια για αυτά δε μίλαγε, σα να μην ήθελε να πιάνει το νήμα της απ την αρχή, αλλά να χωράει όλο το κουβάρι στη παλάμη της! Πασαλιμάνι. Με καταγωγή απ την Σύμη. Η μάνα της μια καλλονή! Παιδάκι ακόμα, κοριτσάκι, στο σχολείο, 8 – 9 χρονών θα ήταν δε θα ήταν, χτύπησε, πάνω στο παιχνίδι, το πόδι της. Της το βάλαν μήνες οι γιατροί στον γύψο. Τόσο ξέρανε! Ήταν οι τένοντες της χτυπημένοι και όταν έκοψαν το γύψο, το πόδι ήταν σε αγκύλωση για πάντα. Κουτσή! Και πανέμορφη! Ένας ερωτευμένος νέος καλής οικογένειας. Εγκυμοσύνη. Γάμος, εκείνα τα χρόνια, τα ασπρόμαυρα, στον αυστηρό Πειραιά. Εκείνος οδοντίατρος και καλομαθημένος. Γεννιέται ένα κοριτσάκι. Η Δούκισσα, με το όνομα της μάνας του. Μετά από λίγες μέρες φεύγει απ το σπίτι! Χωρίζουν την ίδια χρόνια. Το 41! Μπροστά είναι η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η φτώχεια, η πείνα, η ανέχεια. Η γιαγιά, η λατρεία της Δούκισσας, καθαρίζει σπίτια για να ζήσει κόρη και εγγονή. Έχει ειδικότητα στις σκάλες. Όποιο παλιό, αρχοντικό κτήριο κοιτάξετε στον Πειραιά, τα σκαλιά του, θα τα χει ακουμπήσει η γυναίκα εκείνη, με τα κατακάθαρα ρούχα, το σφιχτό κότσο και την ορθάνοικτη από αγάπη και πρόσφορα και δοτικότητα καρδιά. Αγώνας. Τρεις γυναίκες να μένουν σε ένα δωματιάκι, σε μια αυλή, όπως αυτές που βλέπουμε τώρα, στις παλιές ταινίες! Η μια να προσέχει την άλλη, για να αντέξουν στην επιβίωση, στους βαρείς χειμώνες, στις πείνες και σε ένα κόσμο που τις κοίταζε και τους μέτραγε την ύπαρξη με κοντά μέτρα και σταθμά και στενόκαρδα. Όταν έβρεχε, λέει, βάζαν παντού κατσαρόλια και κατσαρολάκια, γιατί ήταν τρύπια η σκέπη, μη πλημμυρίσει το σπίτι μέσα. Περόνιαζε η υγρασία το πονεμένο πόδι της μάνας και γιαγιά και κόρη, ανησυχούσαν πως θα παρηγορηθεί και θα αντέξει. Απ τα σπίτια που καθάριζε ή κάποτε μαγείρευε η γιαγιά, έβαζε κάποτε κάτω απ τη μεγάλη της ποδιά, στις τσέπες της φαρδιάς, σκούρας πάντα ρόμπας της, λίγο αλεύρι και κάνα μικρό μπουκαλάκι λάδι, για να τα πάει σπίτι, να φτιάξει τηγανίτες να χορτάσουνε. Ντρεπότανε για τη κλοπή, αλλά να μη πεινάει και το παιδί! Αμαρτία!
Η Δούκισσα όμως, μεγάλωνε! Μεγάλωνε με αγάπη και χάδια απ τη γιαγιά και υπέρ προσπάθεια το παιδί να μη πικραίνεται, να μη στεναχωριέται. Με τον Εμφύλιο και το χαλασμό του Πειραιά στους βομβαρδισμούς, το παιδί, με όλο τον αγώνα της γιαγιάς, υποσιτίζεται. Κάνει πέτρα την καρδιά της, η μεγάλη γυναίκα και πάει στο νοσοκομείο που ήταν ο πατέρα της Δούκισσας. Τον βρίσκει με την λευκή του ρόμπα, να γευματίζει στη τραπεζαρία των γιατρών, κοτόπουλο και σούπα!
-«Δημήτρη, δε θέλω να σε ενοχλώ, αλλά το παιδί αναπτύσσεται και δε τρώει καλά. Σε παρακαλώ σε ένα φλιτζανάκι λίγη απ τη σούπα σου, βάλε μου, να του πάω, να πάρει ουσίες».
Εκείνος δε σηκώνει τα μάτια απ το πιάτο του!
-«Μπα! Για να ζήσει αυτή, να πεθάνω εγώ; Δεν το ξέρα!»… Στραβωμένη από το κλάμα έφυγε η γιαγιά! Φτάνοντας έξω από το σπίτι της, σκούπισε τα μάτια της, φόρεσε χαμόγελο και δεν το είπε στο κοριτσάκι, παρά πολλά, πολλά χρόνια μετά, όταν γυναίκα, μπορούσε να αντέξει περισσότερα! Και ακόμα περισσότερα που της την είχαν στημένη! Όπως σ όλους…
Πως τη χειρίζεσαι ή συμφιλιώνεσαι με τη σκληρότητα, δεν έμαθα ποτέ! Τι έκανε εκείνο το λεπτό, υποσιτιζόμενο κοριτσάκι για να καλύψει την πατρική όχι απλά απουσία, αλλά ηχηρή, υπογραμμιστικά σκληρή ανυπαρξία; Στη σχέση του με τη μάνα της, δεν ξέρω, μπορεί να είχε και αυτός μερίδιο δίκιου, μιας και ποτέ δε φταίει ένας μόνος του στους έρωτες και στα πάθη. Στη σχέση του, όμως, με το παιδί του, η τιμωρία σ αυτό, είναι κάτι που ξεπερνά την αντιληπτικότητα μου και που με κάνει να τρυφερεύει τόσο η ψυχή μου για το παιδί που ήταν πάντα, η μάνα μου. Θέλω να μπορούσα πίσω στο χρόνο, να μια αεράκι ένα απόγευμα και όπως χαμογελά αχάιδευτη σε κάποια αλάνα παίζοντας, να καθίσω στο μάγουλο της, το λευκό και αφίλητο από πατέρα και να της μαρτυρήσω πως στο χρόνο υπάρχω και εγώ ο αδελφός μου για κατάθεση αμέτρητης αγάπης, αβυσσαλέας, χωρίς πόνο, για αυτήν… Δε γίνεται όμως! Χωρίς σκηνές απ τα προσεχώς και προ οικονομίες. Θα μεγαλώσει! Και να τη! Πάει και το μωρό πίσω της. Παιδάκι, ανασταίνεται, μαζί με χώρα που ελπίζει πάλι…
… Μια φορά η Δούκισσα, μελαχρινή, με πολλά και μακριά μαλλιά κάτω απ τη λεπτή μέση της, βλέπει άλλα παιδάκια που τρώνε γλυκά που δεν έχει δοκιμάσει. Κοιτάζει τα ζαχαρωμένα χείλη, την ηδυπάθεια στο βλέμμα, την αφοσίωση στα απαγορευμένα εδέσματα, τα χρώματα πάνω στην αμυγδαλόψιχα, τη σοροπιαστή ζύμη και τις σοκολάτες να τρέχουν στα ξένα δάχτυλα. Θέλει. Με χαμηλωμένο βλέμμα επιστρέφει σπίτι. Βλέπει το πορτοφόλι της γιαγιάς της, αφημένο όλο εμπιστοσύνη πάνω στη μόνιμη θέση τους στη κασέλα, άλλα ήξερε πως είναι άδειο. Η γιαγιά έκρυβε τα λεφτά της –τα λεφτά τους δηλαδή!- σε ένα βιβλίο για να είναι κολλαριστά πάνω απ τη κασέλα. Δεν το σκέφτεται πολύ. Ανοίγει το βιβλίο με το χρωματιστό, σκληρό εξώφυλλο –Κρόνιν λέει ήταν, κάτι για χαμένες αγάπες- χώνει τα λεπτά της δαχτυλάκια μέσα και ότι αρπάξει. 100 δραχμές, ήταν; Ποιος θυμάται! Άλλα πάντως πολλά λεφτά για την εποχή. Τρέχει σε ένα ζαχαροπλαστείο, πασίγνωστο στο Πειραιά. Παίρνει τα δυο γλυκά που ήθελε άλλα είχε ρέστα αρκετά. Και τι να τα κάνει; Να τα βάλει πάλι στου Κρόνιν τις σελίδες, άλλα λεφτά και κέρματα να κυλούν απ το παλιό χρωματιστό εξώφυλλο του παλιοβιβλίου με τις χαμένες αγάπες ; Έτρωγε και σκαφτόταν. Γλυκαινόταν και έπεφτε σε ζαχαρωτά αδιέξοδα. Ψώνισε και τα ρέστα όλα, γλυκά. Βρήκε μια απόμερη γωνιά. Κάθισε εκεί, με το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο και άρχισε να τρώει και να τρώει και να τρώει… Πέρασε ώρα πολύ. Η ενοχή της είχε γεύση ζάχαρης, οι τύψεις σκληράδα ροζ κουφέτου και η συνείδηση της είχε πέσει σχεδόν διαβητικό σοκ, όλο τρέμουλο. Έτρωγε και έκλαιγε. Μπλέχτηκε η γλύκα και η αλμύρα απ τα δάκρυα. Την έπιασε το στομάχι της. Φαίνεται εκεί κοντά βρίσκονταν και οι ένοχες της. Γύρισε σπίτι, αποφεύγοντας να κοιτάξει γιαγιά, κασέλα, πορτοφόλι, βιβλίο – Κρόνιν – χαμένες αγάπες. Κάθισε διπλωμένη στο παράθυρο που κοίταζε στο δρόμο. Βαριά απ τα γλυκά και με τον πόνο στη κοιλιά, διπλώθηκε μισή έξω και μισή μέσα απ το παράθυρο και αποκοιμήθηκε. Κάποτε ένας αστυνόμος πέρασε απ το δρομάκι. Κοιτάζει και βλέπει ένα παιδί, με μια μακριά κοτσίδα να κρέμεται έξω από ένα παραθύρι. Της πιάνει απαλά το χεράκι. Πετάγεται εκείνη, βλέπει τον αστυνόμο, βλέπει και το χέρι της πιασμένο, σκέφτεται να, τώρα θα της περάσουν χειροπέδες και αρχίζει να κλαίει και να φωνάζει «όχι… όχι…» με λυγμούς, με στριγγλιές, παράφορα, «όχιιιι… δε θα το ξανακάνω! Αφήστε με! Δεν θα ξαναπάρω λεφτά απ το βιβλίο του Κρόνιν που τα φυλάει η γιαγιά τα κατοστάρικα»… Δεκαετίες μετά, ένιωθε μια κάποια τρυφερότητα για το παιδάκι που ήθελε να φάει γλυκά, άλλα νικιόταν απ την ντροπή, πως έκλεψε, πως πήρε λεφτά που κόπιαζε η γιαγιά της να ‘χει για την ίδια! Η τιμιότητα της από τότε ήταν αξιακή της αρχή απαράβατη. Και ας της άρεσαν και πάντα τα γλυκά…
Μεγάλωνε λοιπόν η Δούκισσα και άνθιζε, στην αυλή της φτωχικής μεριάς του Πειραιά. Έκανε τα όνειρα της, με ανοιχτά μάτια, που μια μέρα θα γιορτάζει Χριστούγεννα και θα φτιάχνει δέντρο το πιο μεγάλο, με πολλά φωτάκια να αναβοσβήνουν συνέχεια, σαν αυτά στα μαγαζιά και θα χει όλο πακέτα με δώρα από κάτω, άπειρα δώρα, με πολύχρωμες κορδέλες στολισμένα, γυαλιστερές, τυλιγμένα σε χαρτιά όλο άγιο Βασίληδες και ξωτικά και έλκηθρα και χιονισμένα δάση. Αχ και πώς να ναι αυτά τα χιονισμένα δάση μωρέ παιδί μου! Και ρούχα θα χει! Ωραία! Σα τις κοπέλες στο σινεμά και στις διαφημίσεις τις χρωματιστές στις ΕΒΓΑ. Και παλτό να τη ζεσταίνει πολύ. Και μπότες ψηλές και γυαλιστερές. Και ωραία, μεσάτα φουστάνια, με ραφές φίνες και αρώματα να μοσχοβολάει όπου περνάει μετά από ώρα. Και δεν θα ξανά καθαρίσει σκάλες η γιαγιά. Και η μαμά θα γιατρευτεί. Και αυτή ναι, αυτή θα ναι γιατρός! Για παιδιά. Η όχι, όχι για πόδια, για αρθρώσεις, για να γίνει καλά η μαμά, ντε! Και ήταν άριστη μαθήτρια! Μιλάμε για εποχές που τα βιβλία τα αγόραζαν και όποιο παιδί μπορούσε, αλλιώς κακό του κεφαλιού. Εκείνη, τα απογεύματα, πήγαινε στα σπίτια των ευκατάστατων συμμαθητριών της, ή όσων εν πάση περιπτώσει, είχαν βιβλία. Τα δανείζονταν. Τα άνοιγε, πάνω στο τραπεζάκι της κουζίνας, με μεγάλη προσοχή μη και τσακίσει τη ράχη ή κατά λάθος καμιά σελίδα. Μη και λερώσει αυτό το άσπιλο λευκό του χαρτιού. Καμιά φορά έφερνε στη μυτούλα της κοντά το βιβλίο, για να μυρίσει το καινούργιο, το φρέσκο τυπωμένο απ το αντιμόνιο των μηχανών που χαν τα γράμματα. Ρούφαγε τις ζωγραφιές και εντύπωνε στο μυαλουδάκι της κάθε λεπτομέρεια, για να χει μετά να τις θυμάται. Τα χάιδευε σχεδόν ανεπαίσθητα. Είχε όλες τις αισθήσεις ενός βιβλίο έτσι, την αφή, την οσμή, το βλέμμα. Και μετά βούταγε μέσα τους με παραφορά. Όλο το βράδυ διάβαζε. Όσο πιο πολύ μπορούσε. Όσο άντεχε. Δεν σκάφτονταν να κοιμηθεί. Ξημέρωμα την έβρισκε να χει διαβάσει, με λαχτάρα και εμμονή, όσο πιο πολύ μπορούσε, να χει αποστηθίσει, να χει μελετήσει, να χει κρατήσει σημειώσεις. Πριν χτυπήσει το κουδούνι, στο σχολείο, επέστρεφε το βιβλίο, για να μην έχει κόστος η κάθε συμμαθήτρια. Ενώ εκείνες κοιμόταν, το κορίτσι μας, προλάβαινε να μάθει. Και κάπως έτσι, τελειώνει το δημοτικό και δίνει εξετάσεις και περνάει στο Γυμνάσιο. Τι χαρά έκανε! Έστριψε τα χείλη η μάνα της, κατέβασε τα μάτια στο πάτωμα καρφιά, η γιαγιά. Έπρεπε και λεφτά να έχουν, αλλά και –κυρίως- την υπογραφή του πατέρα! Πως θα συνέχιζε στο διάβασμα χωρίς την πατρική συναίνεση. Με την ποδίτσα της, την μεσάτη, την σκούρα μπλε, σχεδόν μαύρη, κοτσίδες το μαλλί, λευκή κορδέλα να κυκλώνει την παιδικότητα του προσώπου και ακόμη πιο λευκό πλεχτό γιακαδάκι όλο γιρλάντα απ το βελονάκι της γιαγιάς, σηκώθηκε να πάει τον πατέρα. Τον γιατρό. Τον μπαμπά της. Του δείξε το «Άριστα δέκα» στο απολυτήριο, του είπε που πέρασε πανηγυρικά στο Γυμνάσιο. Όλο λαχτάρα έψαξε στα μάτια του τη χαρά, τη περηφάνια, το καμάρι για αυτό το παιδί που δίψαγε για την αποδοχή του, το μεγαλωμένο στη περηφάνια του και στην απουσία. Ζήτησε να προχωρήσει στο σχολείο, να γίνει και αυτή σαν εκείνον, μια γιατρός κάποτε και να φορεί λευκή μπλούζα και να κάνει κόσμο καλά και να λένε, να η κόρη του γιατρού του Φωταρά, γιατρός κι αυτή και… Το χαστούκι του έπεσε κεραυνός στα όνειρα της, στην ελπίδα της, στην αθωότητα της, στο παιδί που ήταν. Έκαψε κάθε προσμονή. Το πρόσωπο της απ την μεγάλη αντρική παλάμη, με τα περιποιημένα νύχια και το δέρμα το απαλό, το όχι σκαμμένο και τραχύ σαν της μάνας της, σαν της γιαγιάς της, απ τα χημικά και τα νερά, στράφηκε ξαφνιασμένο προς το τοίχο. Το ξανάστρεψε μπροστά και τον κοίταξε στα μάτια όλο κατηγορία και βουβό θυμό πια και όχι με απορία. Γύρισε την μικρή της πλάτη, την ήδη, φορτωμένη βάρη πολλά ζωής ολόκληρης και πέρασε την πόρτα του ιατρείου, φεύγοντας για πάντα.
Δεν έκλαψε. Δεν ενταφίασε με πένθιμη τελετή θρήνου τον πατέρα μέσα της, δεν έδωσε χώρο στην απονιά του για το γύρω του θριάμβου στη καρδιά της. Με το κεφάλι της ψηλά, περπάτησε τους δρόμους απ το πλούσιο Πειραιά στα στενοσόκακα, εκεί που ο ήλιος λίγες στιγμές ζεστάνει μες στη μέρα και που λιμνάζουν στις βροχές λασπόνερα! Μπήκε στην αυλή, χωρίς να απαντήσει στα συγχαρητήρια της γειτονιάς. Η κυρά Κανέλλα και άλλες που ζήσανε στην ίδια στέγη είχαν χαρά γιατί το κορίτσι τα παίρνε τα γράμματα και θα πρόκοβε και θα φεύγε απ αυτή την αυλή και αυτή τη γειτονιά και θα είχανε μια γιατρό, μια φιλόλογο, μια δασκάλα να καμαρώνουνε όλες! Για όλες τους θα πήγαινε αυτή μπροστά. Για τη μια που πήγαινε εργοστάσιο, πριν χαράξει, την άλλη που έκανε μεροκάματα στην ιχθυόσκαλα μαζί με τον άντρα της που είχε μείνει ανάπηρος, την νησιώτισσα που έβαζε πλύσεις για σπίτια και τα χέρια της ήταν πάντα κατακόκκινα απ τα καυτά νερά και για την γιαγιά της που απελπιζόταν γιατί δεν έφταναν όλες οι σκάλες του Πειραιά για να πληρώσουν να μάθει το παιδί τα γράμματα. Τα γράμματα που σιγά σιγά ξεθώριαζαν απ το βλέμμα της. Βουβή. Αποφασισμένη. Μπήκε στο δωματιάκι τους, έβγαλε την ποδιά, την δίπλωσε, σταύρωσε και τον γιακά από πάνω, έλυσε και τις κοτσίδες. Ελευθερώθηκε το μαλλί της και έφυγε για λίγο προς τα πίσω απ το βάρος του ο αυχένας της. Σαν άλογο που τίναζε την χαίτη του. Λαμπερά, ανοιχτά καστανά όλο γυαλάδα, γλίστρησαν σαν αυλαία σκηνής μεγάλης και λουσάτης, ως κάτω από τη μέση, σα βέλος που δείχνε την αρχή των ποδιών της. Μαμά και γιαγιά, στέκονταν χωρίς ανάσα λες, η μια δίπλα στην άλλη! Κατάλαβαν. Δώδεκα χρονών ήταν δεν ήταν, αυτό το πλάσμα το όλο πυρακτωμένη απόφαση να πάρει τη ζωή στη χέρια του, να μη ζητήσει ποτέ, τίποτα, από κανέναν! Κοίταξε τις γυναίκες να σφίγγουν τα χέρια τους, απελπισμένα και μηχανικά. «Εγώ» είπε σιωπηλά και μάνα και γιαγιά κρέμονταν στην άκρη του ψίθυρου της, «εγώ» -ξανά, ακόμα πιο σιγά, με δαγκωμένα γράμματα από απόφαση- «θα γίνω χορεύτρια»! Και δεν ξαναείδε. Δεν του μίλησε. Δεν είπε καν, τη λέξη «πατέρα», ποτέ!
Πατροκτονία εσωτερικών αιμορραγιών! Ποιος ξέρει, αν όλη της η ζωή από κείνο το σκαμπίλι δε πήρε δρόμο να κυλήσει, παραμύθι –με δράκους και χωρίς- να αρχινήσει! Κάποιος πολύ μορφωμένος μπορεί να ανέλυε την απουσία και τη σκληράδα του πατέρα, με τις επιλογές της σε συντρόφους κάποτε, στο μέλλον και την υποκατάσταση του ρόλου του στις ζωή μου και σ εκείνη του Δημήτρη! Όταν θα μιλούσε σε συνεντεύξεις της για τη ζωή της, στο μέλλον, θα διάλεγε ύφος ανέμελο και παιδικής αλαφράδας για την επιλογή. Για ποια παιδικότητα μιλάμε όμως; Τα καλοκαίρια, όλα, όταν σταματούσε το σχολείο, η μάνα της την έβαζε σε δουλειές. Μοδίστρα, κομμώτρια, σε φωτογραφείο ακόμα ακόμα, να μπαίνει τότε στις σκοτεινές αίθουσες και να περιμένει να φανεί η φωτογραφία στο χαρτί, με την ειδική λάμπα. Εκείνη, όμως, χάζευε τις τσιγγάνες στους δρόμους. Την ελευθερία τους. Τις κλαρωτές, όλο βολάν φούστες και τα κουνήματα τους. Κοίταζε τους χορούς τους και ξεσήκωνε τα λικνίσματα της μέσης τους, το τίναγμα των γοφών, τα χέρια που χάιδευαν έναν αόρατο σωτήρα και κοίταζαν να γαζωθούν σα σειρήνες σε λαιμούς ναυτικούς, απ τον αέρα. Κοίταζε τις σκούρες ματιές τους που σαΐτευαν, χορεύοντας λαγνεία σαν θήραμα. Στους δρόμους έβλεπε την τέχνη του εκμαυλισμού με το σώμα και ασχημάτιστο παιδάκι, πήγαινε σπίτι και μιμητών όλο αθωότητα τις γυναίκες και τα λικνίσματα τους. «Εγώ, θα γίνω χορεύτρια».
– «Θα βγεις στο κλαρί».
-«Σου απαγορεύω».
– «Τι θα πούνε οι συγγενείς μας! Τι θα πει ο κόσμος! Τι θα πει η γειτονιά!».
-«Τι θα πει ο πατέρας σου!»…
…«Εγώ θα γίνω χορεύτρια.
Ζητά μια ευκαιρία. Να πάει σε διαγωνισμό Νέων Ταλέντων, σαν αυτά που κάνει ο Γιώργος Οικονομίδης, που γίνεται στη γειτονιά –να εδώ, καλέ μαμά, στο ζαχαροπλαστείο το «Κοσμικόν», διπλά μας!- και αν δε τα καταφέρει δε θα ξαναμιλήσει για χορό! Με σοσόνια -12 χρονών δεν ήταν, ντε!- και λουστρίνια παπουτσάκια με λουράκι, χορεύει σα τσιγγάνα, μικρός άνθρωπος να κάνει σοβαρά όλα όσα έκανε η Σαλώμη για να ζητήσει το κεφάλι του Γιοχανάν! Άλλο πράγμα! Ιδρωμένη, ξεχτενισμένη, αναψοκοκκινισμένη ακούει στα παρασκήνια να φωνάζουν το όνομα της! Έχει βγει πρώτη! Μόνο ένα βλέμμα θριάμβου προς τη μαμά, που άκουγε να χειροκροτούν το παιδί της, αυτή η με δυσκολία στη κίνηση, να το βλέπει να στροβιλίζεται σα νεράιδα και πάει, τέλειωσε! Θα γινόταν το δικό της! Το έπαθλο της πρωτιάς της, ήταν πέντε πάστες κι ένα γυάλινο σερβίτσιο για λικέρ! Χαρά για τις πάστες, η μικρή χορεύτρια με την αδυναμία στα γλυκά! Χαρά και για το σερβιτσάκι το χρωματιστό που ήταν το πρώτο καταδικό της, αποκτημένο πραγματάκι κι ας μην έπινε λικέρ! Την κράτησαν εκεί, στο «Κοσμικόν» όλο το καλοκαίρι, έναντι 50 δραχμών την εβδομάδα, με ενοίκιο για το δωματιάκι στην αυλή 40 δραχμές το μήνα! Δεν ξαναμίλησαν η μαμά και η γιαγιά! Το παιδί ήταν χορεύτρια!
Κάποτε, σε κάποια συνέντευξη, τη ρώτησαν αν πήγαινε μπαλέτο! Γέλασε δυνατά και βραχνά, με εκείνο το τόσο ιδιαίτερο γέλιο, που μας χαρακτηρίζει όλους σα δαχτυλικό αποτύπωμα! Σώπασε λίγο. «Όχι, παιδί μου» είπε μόνο! Σκέφτηκε τις τσιγγάνες και τους δρόμους! Τούνελ ήταν η σκέψη και όλο μέσα τη ρούφαγε και όλα ξαφνικά στην αρχή. Τινάχτηκε. «Όχι»… Πίσω στον Πειραιά, στα τέλη της δεκαετίας του 40 και του 50. Παντού γύρω προσφυγιά, πάντα. Ο αρχαίος τόπος, το λιμάνι του Θεμιστοκλή και γύρω του ζητώντας άλλο τόπο, νέο σπίτι, ξανά μικρή πατρίδα, Υδραίοι, Χιώτες, Μανιάτες, Κρητικοί, Θρακιώτες, Πόντιοι, Νησιώτες, Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, οι Σμυρναίοι. Μια μίξη πια, καινούργια, λιμανιώτικη! Οι Πειραιώτες! Νωπές οι μνήμες απ τους ναυτικούς αποκλεισμούς, τους βομβαρδισμούς, τα χαλάσματα, τα σκοτάδια, τη πείνα στον μεγάλο πόλεμο. Όλο πληγές και πένθος οι γειτονιές στο Πειραιά! Όμως και όνειρο πως το νέο έρχεται, ο καλύτερος κόσμος χτίζεται, η ελπίδα θα γίνει αλήθεια! Στο λιμάνι γύρω και πιο μακριά, οι εργάτες, οι ναυτικοί, οι μεροκαματιάρηδες. Και πιο πέρα οι πλοιοκτήτες, οι μεγάλες, λουσάτες ναυτιλιακές, τα εργοστάσια, τα διεθνή γραφεία, οι κουρσάρες οι αστραφτερές των βαθύπλουτων και κάποια μυθικά αρχοντικά, ανθρώπων που ζούσαν ανάμεσα στους Πειραιώτες, αλλά ήταν εξωγήινη ράτσα, άλλη, διαφορετική! Εκεί ζούσε και έπρεπε να φτάσει μακριά, εκείνη η μικρή χορεύτρια! Στο παρόν της, όμως, είναι φθινόπωρο και φτάνει μέχρι την άλλη άκρη του Πειραιά. Τέσσερα «κέντρα διασκεδάσεως», ο «Κεφάλας» και ο «Περιβόλας» στην Κοκκινιά, ο «Εγγλέζος» και ο «Γάλλος», με ονόματα άλλων εθνικοτήτων, παρ όλα αυτά στα Γερμανικά! Γύρναγε η γιαγιά απ τα σπίτια, φόραγαν γαλότσες και έπαιρναν το δρόμο. Η μαμά λόγω του ποδιού της, δεν μπορούσε να την συνοδεύει στα κέντρα. Τρείς ώρες περπατούσαν στο πήγαινε και άλλες τόσες στο γύρνα. Εκεί η Δούκισσα έλυνε τα μαλλιά της, έβγαζε το ντέφι της από μια τσαντούλα, λικνιζόταν σε δικές της χορογραφίες, συνδύαζε το παιδί με την γυναίκα που θα γινόταν κάποτε, αφήνοντας σε ματιές σαρκοφαγικές με ασπίδα προστασία την αφοπλιστική αθωότητα της. Νύχτα. Στο τέλος αυτή μόνο μένει!». Όμως τότε η μικρή χορεύτρια δεν ήξερε πως παραπάνω από μισό αιώνα, σα να την είχε στο νου του, θα γράφε ο Σταμάτης Κραουνάκης, «πέφταν τ’ άστρα μες στη λασπουργιά, μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι… μου `γνεφε η καρδιά πάρε μυρωδιά το λάδι εδώ πως καίγεται και ζήσε το ταξίδι…»… Τέλειωνε το πρόγραμμα της. Έβγαζε ένα γυαλιστερό της σαλβάρι, από φτηνό ύφασμα, φόραγε τα σοσόνια πάλι και τις γαλότσες αν ήταν βροχερός ο καιρός και άσφαλτο δεν είχε βέβαια, έτρωγε στο μαγαζί καλά, έπαιρνε και κάτι «λεφτουδάκια, πενιχρά για τότε» όπως θα θυμηθεί στο μέλλον, «αλλά για μας πολλά», έπλεξε τη μακριά της κοτσίδα, πάντα άβαφη. Έπιανε το χέρι της νυσταγμένης της γιαγιάς και επέστρεφαν στο σπίτι! Η γιαγιά τότε δούλευε μαγείρισσα σε ένα σπίτι για να έχει χρόνο για τα πήγαινε – έλα. Της έφτανε που έτρωγε καλά το παιδί. Χορτασμένο και με ζεστά πόδια και απόψε. Αύριο πάλι…
… θα θελα να μου χει πει, το κορίτσι που έγινε μάνα μου, τι ονειρεύονταν με ανοιχτά μάτια, πριν βυθιστεί στον ύπνο τα ξημερώματα. Τι εικόνες απ το μέλλον ζωγράφιζε στο χάραμα και με τι χρώματα. Ζούσε το σπίτι της πια. Είχε ευθύνη. Η παιδικότητα της, αν υπήρξε ποτέ, είχε λάβει νωρίς τέλος! Στα χρόνια που θα ρθουν θα βοήθα πάντα όσους έχουν ανάγκη, θα συγκινείται με τα παιδιά που δουλεύουν νωρίς στη ζωή, θα έχει συμπόνια, συναίσθηση με τις αγωνίες, το πόνο, τον αγώνα των ανθρώπων που είναι όπως ήταν η ιδία. Θα σταθεί πάντα, στην από κει όχθη της ζωής, ακόμη και αν κατάφερε να κολυμπάει απέναντι όποτε ήθελε. Και θα ακούει τη γιαγιά της, πάντα. «Να πάρεις ένα σπίτι παιδάκι μου, να μην έχεις το νοίκι κάθε πρώτη του μήνα, να μη τραβάς αυτό το βάσανο, του χτύπου στην πόρτα και εμείς από μέσα να μην ανασαίνουμε για να μη καταλάβουν πως είμαστε εκεί, αλλά δεν έχουμε λεφτά να δώσουμε!». Μπορεί να έφτιαξε και δέκα σπίτια, στο μέλλον! Και αν νοίκιαζε δε εζήταγε πότε το νοίκι απ τους ανθρώπους που έμεναν μέσα! Δε ξέχναγε ποτέ. Στη νύχτα, παιδί και άσπιλη! Ντυμένη στο χορό της, να μη φαίνεται ούτε μπράτσο! Και μετά στη καθιστή πίστα, οι φούστες της ήταν κάτω απ το γόνατο και αν κινδύνευε να φανούν τα γόνατα της, έριχνε πάνω τους… πετσέτα! Και ήταν αυτό που είπε ο Γιάννης Πάριος, κάποτε «η μοναδική γυναίκα που υπάρχει με δύο τίτλους: και Κυρία και Δούκισσα»! Τώρα όμως, η μικρή χορεύτρια κλείνει τα μάτια και ξεκουράζεται. Το μέλλον όνειρο είναι και περιμένει… Όπως και όλη η ζωή μπροστά της…
Λίγους μήνες μετά, της εζήταγαν να πει και κάνα «τραγουδάκι» γιατί μόνο ο χορός, τι να τον κάνουν! Θα βγάζε και μεγαλύτερο μεροκάματο έτσι! Ξυπνούσε αργά το πρωί, στο δωματιάκι, άρχιζε τις πρόβες για να ταιριάξει, σκοπό και κίνηση και τα δυο να ναι ωραία και αρμονικά και καθώς πρέπει. Χόρευε λοιπόν, στροβιλιζόταν τσαχπίνικα, σα παιδικό παιχνίδι σε μουσικό κουτί και έλεγε το «Ένα φιλάκι είναι λίγο, πολύ λίγο». Είδανε πως είχε φωνή, άρχισε να λέει τέσσερα τραγούδια, όλα και όλα, αφού αυτά μόνο ήξερε, στα μαγαζιά. Τώρα καταλάβαινε ή όχι, που χοίρειε και κοιτούσε το κοινό στα μάτια, 13 χρονών κοριτσάκι, το τραγούδι που λέγε:
«Μικρή μικρή παντρεύτηκε
του έρωτα τη λάβρα,
μικρή μικρή εχήρεψε
και φόρεσε τα μαύρα.
Κανέναν δεν εγύριζε
να δει η κακομοίρα,
όλοι την τριγυρίζανε
και λέγανε στη χήρα:
“Χήρα ν’ αλλάξεις γνώμη
που είναι νωρίς ακόμη”.
Σε γάμο την εζήτησε
κι ο τσέλιγκας μια μέρα
κι ένας βοσκός που έπαιζε
για κείνη τη φλογέρα.
Μ’ αυτή πιστή στον άντρα της
του άναβε καντήλια
και οι λεβέντες του χωριού
της έλεγαν με ζήλια:
“Χήρα ν’ αλλάξεις γνώμη
που είναι νωρίς ακόμη”.
Μα έφτασε κι ο τρυγητός
κι η χήρα πάει στ’ αμπέλι
και έπεσε στον έρωτα
Γι αυτό γλυκογελούσανε
τα μάτια της με χάρη
την ώρα που της φώναζε
το κάθε παλληκάρι:
“Χήρα ν’ αλλάξεις γνώμη
που είναι νωρίς ακόμη».
Ο Κυριάκος Παπαδάκος, επιχειρηματίας, είναι γιος της σπουδαίας Δούκισσας και έχει διηγηθεί στην Αλεξάνδρα Τσόλκα, ως υλικό για βιβλίο, πράγματα άγνωστα απ’ τη ζωή της μάνας του. Φόντο είναι ο μεταπολεμικός Πειραιά των ερειπίων απ τους ναζιστικούς βομβαρδισμούς, το λαϊκό τραγούδι της εποχής και οι πρωταγωνιστές του, οι μεγάλες πίστες, οι περιοδείες σε μια Αμερική αθωότητας σχεδόν. Με απαράμιλλη δύναμη στις λέξεις και συναισθηματική φόρτιση, ο Κυριάκος ζωντανεύει έναν άλλον καιρό και πάνω απ όλα, ζωγραφίζει τη Δούκισσα, όχι ως σταρ, μόνο, του ασπρόμαυρου σινεμά και της πίστας, αλλά σαν κανονική, γήινη γυναίκα, αφοσιωμένη μάνα, τρυφερή σύντροφο, καλή φίλη, που λάτρευε να κάνει δουλειές στο σπίτι, τα εργόχειρα και τη μαγειρική της. Σε θυμόμαστε όλοι κυρία Δούκισσα…