Σκανδιναβικών προδιαγραφών σώμα, θρυλικές γάμπες, πρόσωπο όλο αθωότητα και γλύκα αφοπλιστική, αισθησιακότητα ανυποψίαστη, χαρακτήρας αντικομφορμιστικός και απρόβλεπτος. Αυτή είναι η συνταγή που έφτιαξε την πιο αισθαντική σταρ του ελληνικού στερεώματος, την Θεσσαλονικιά Ζώη Λάσκαρη, Ζωίτσα πάντα για όσους την γνώρισαν από κοντά, που έζησε μες στην αιωνία εφηβικότητα έως τον Αύγουστο του 2017. Σαν την Ελλάδα και τις εναλλαγές στις ιστορικές της φωτοσκιάσεις, η Ζωή γεννήθηκε σε εποχές ασπρόμαυρες και νυχτερινές λήψεις, για να περάσει στο τεχνικολόρ, το σινεμασκόπ, το εκτυφλωτικό ψηφιακά επεξεργασμένο έγχρωμο και σοφή πια σήμερα να παραμένει ένα κορμί εθνικό πλέον, δημόσιο για προσωπικές παρηγοριές. Στο άγριο 1943, της Κατοχής, γεννήθηκε η Ζωή Κουρούκλη, με φόντο την πείνα, τον θάνατο, την απονιά του ναζί κατακτητή. Μπροστά είχε παιδικά χρόνια, με εμφύλιο σπαραγμό, με αδικίες, με συγκρούσεις, με χωρισμένους Έλληνες, με παραλογισμό. Μπροστά είχε ορφάνια. Ο συνταγματάρχης Κουρούκλης, πατέρας της Ζωής, δολοφονείται στον Εμφύλιο. Είναι νέος, είναι όμορφος, είναι για το κορίτσι που αφήνει πίσω του, σε ηλικία 8 μηνών, κιτρινισμένες φωτογραφίες όσο θα μεγαλώνει. Η ζωή για την Ζωή της παίρνει και την μάνα σε ηλικία 7 ετών. Σκληρή αρχή…
… Λένε οι παλιοί πως τα κορίτσια που μένουν ορφανά -μακάρι να ναι έτσι!- τα αναλαμβάνει ο ίδιος ο Θεός και φτιάχνει μοίρες φωτεινές για εκείνα. Ίσως για αυτό η Ζωή Λάσκαρη – Κουρούκλη ακόμη στην εξιστόρηση- μαζί με την Καρέζη ή την Αλίκη, ακόμη και την σημερινή σταρ την Ελένη Μενεγάκη, αν και μεγάλωσαν χωρίς πατέρα, είχαν όλο τον ελληνικό λαό να τις λατρεύει. Στην περίπτωση της Ζωής, δίνουν ένα χεράκι στον Κύριο και οι παππούδες της, που την υιοθετούν και παλεύουν να γεμίσουν όποιο κενό μπορεί να υπάρξει χαδιού και προσοχής. Μεγαλώνει στην Θεσσαλονίκη, που σαγηνεύεται βλέποντας την ξανθή Ζωή να γίνεται γυναίκα. Στην εφηβεία της είναι ήδη διάσημη η ομορφιά της, ενώ στα πάρτι τα αγόρια κάνουν ουρά ποιος θα πρωτοχορέψει rock end roll μαζί της, μιας και είναι εξαιρετική χορεύτρια εκτός από καλλονή. Παρ όλα αυτά οι εποχές είναι συντηρητικές και εύκολα απομένουν όμορφες κοπέλες βάζοντας τους ταμπέλες. Η Ζωή δεν υπολογίζει κόστος. Χάρη στα χάδια των παππούδων που δεν της χαλάνε χατίρι, μόλις 15 ετών φτιάχνει τα χαρτιά της για τα καλλιστεία, δηλώνοντας μεγαλύτερη και βεβαιώνοντας ενυπογράφως το ψέμα για την ηλικία της. Ο διαγωνισμός ομορφιάς γίνεται στο κοσμικό κέντρο «Αστέρια» της Γλυφάδας. Τολμηρό τότε το θέαμα των καλλονών, με τα μαγιό που σήμερα φαντάζει αθώο και προκαλεί χαμόγελα. Η Ζωή Κουρούκλη, πολύ νέα και φαίνεται, με τα ατέλειωτα πόδια που ανάβουν φωτιές καθώς βαδίζει στην γέφυρα της ομορφιάς.
Φυσικά είναι η Σταρ Ελλάς του 1959. Μις Ελλάς ανακηρύχθηκε η νεαρή Υακίνθη Καραβίτη, με πρότυπα πιο αφράτα της εποχής. Η στέψη έγινε από την Ιταλίδα σταρ, τότε, ηθοποιό Κερίμα. Σχεδόν ένα μήνα μετά, η Ζωή Κουρούκλη βρέθηκε στο τόσο μακρινό, ώστε να φαντάζει εξωπραγματικό Λονγκ Μπιτς της Νέας Υόρκης για τις ανάγκες του διαγωνισμού Μις Υφήλιος. Δεν κερδίζει κάποιο διεθνή τίτλο, αλλά τρίβει την προσοχή του Φιλοποίμηνος Φίνου, όπου την θέλει για τον ελληνικό κινηματογράφο. Ήταν δε τόση η αδυναμία λέει που της είχε και αυτός και η σύζυγος του, μικρή και όμορφη όπως ήταν, που ήθελαν να την υιοθετήσουν και την είχαν για δικό τους παΐδι, έτσι και αλλιώς. Ο Γιάννης Δαλιανίδης ετοιμάζεται να γυρίσει τον θρυλικό «Κατήφορο». Θέλει την Άλικη Βουγιουκλάκη για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Φιλοποίμην Φίνος επιμένει για την Ζωή Κουρούκλη.
«Η Ζωή Λάσκαρη θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία o «Κατήφορος» διάβασε η νεαρά Ζωή Κουρούκλη στις εφημερίδες, μια μέρα. Έβαλε τα κλάματα. «Γιατί μου είπατε ότι θα είμαι εγώ η πρωταγωνίστρια και τελικά βάλατε άλλη;» ρώτησε κλαίγοντας τον Φίνο. Η απάντηση ήταν καθησυχαστική. Εκείνη παρέμενε η πρωταγωνίστρια, μόνο που εν μιά νυκτί την είχε μετονομάσει σε Λάσκαρη προκειμένου να μη γίνεται σύγχυση με την πρώτη της ξαδέλφη Ζωή Κουρούκλη, η οποία ήταν, ήδη, γνωστή και αγαπημένη του κοινού τραγουδίστρια. Το επίθετο Λάσκαρη επέλεξε ο Γιάννης Δαλιανίδης , όπως λένε οι φήμες, από την ονομασία ενός δρόμου στην Κυψέλη. Η όμορφη, ορφανή κοπέλα ήταν ήδη παρελθόν. Η σταρ είχε πάρει τη θέση της! Επιτυχία πρωτοφανής για την εποχή, για τον «Κατήφορο» με τον Νίκο Κούρκουλο κακό παιδί, να την αφήνει γυμνή στην λεωφόρο. Πολλά μιούζικαλ κι ας μη τα αγάπησε ποτέ της. «Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο» και ο Καλογήρου να της φωνάζει ανάμεσα στις μυγδαλιές «Στεφανία στάσου…». «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» με μοντέρνα Κλυταιμνήστρα, ένα άλλο σύμβολο, την εκρηκτική Μαίρη Χρονοπούλου. Οι δραματικοί ρόλοι είναι το φόρτε της sexy γυναίκας που το αθώο πρόσωπο και το αγαλματένιο σώμα την κάνουν πάντα στόχο ηδονοθηρών ανδρών, αλλά που στο τέλος πάντα η ατόφια αγάπη την σώζει. Και η αγάπη για την Ζωή, στον αληθινό, όχι από σελιλόιντ κόσμο;
«Η αγάπη είναι το μυστικό» έλεγε, «η συντροφικότητα. Το νιάσιμο. Αυτό ήθελα πάντα. Και να συνειδητοποιούν πως είμαι η Ζωή, είτε στο σπίτι μου, είτε στο πλατό, είτε στις δημόσιες εμφανίσεις μου. Δεν μπορώ να είμαι πολλές Ζωές μαζί. Δεν είναι του χαρακτήρα μου. Πριν από τον Αλέξανδρο, οι περισσότεροι άνδρες με αντιμετώπιζαν σαν τη Ρίτα Χέιγουορθ: κοιμόντουσαν με τη Λάσκαρη και ξυπνούσαν με τη Ζωή. Έχω ερωτευτεί μέχρι θανάτου. Έχω πέσει στα πατώματα, έχω φάει κλοτσιές, έχω φάει κέρατο. Γιατί ερωτεύονταν τη Λάσκαρη και όχι τη Ζωή. Ξυπνούσαν και έλεγαν «τι σταρ είναι αυτή να μαγειρεύει, να πλένει και να φροντίζει το σπίτι;». Γιατί ήθελαν να με βλέπουν όπως με είχαν στο μυαλό τους. Ενώ εγώ ήθελα να με βλέπουν όπως είμαι». Ακολουθούν οι φωτογράφοι την σταρ Ζωή Λάσκαρη πλέον, στις νυχτερινές εξόδους της – άλλωστε αγαπάει τα πάρτι! Είναι εξώφυλλο. Ζει δημοσιεύματα για τους έρωτες της, φανταστικούς και πραγματικούς, η περιγραφές για την καθημερινότητα της. Λένε πως αργεί πάντα στα γυρίσματα. Πράγματι. Δε μπορεί να ξυπνήσει το πρωί. Όμως με ένα χαμόγελο της, ο Φίνος την συγχωρεί. Είναι η μόνη…
Γίνεται χαρτάκι στις τσιχλόφουσκες, αφίσες στους μεγάλους δρόμους, πρότυπο εμφάνισης και ίνδαλμα στιλ. Και είναι μοιραία στην ζωή των ανδρών που θα βρεθούν στο δρόμο της! Παντρεύεται νωρίς, αλλά δεν αντέχει τον ρόλο της κυρίας Κουτουμάνου. Χωρίζει. Ο Τόλης Βοσκόπουλος της τραγουδά γονατιστός «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και της στέλνει ένα ολόκληρο φορτηγό λουλούδια έξω από την πόρτα του θεάτρου όπου έπαιζε. Πάνε μαζί ταξίδι με το πλοίο στην Νέα Υόρκη. Εκεί η Ζώη θα του ζητήσει να χωρίσουν. «Ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου ο Τόλης» θα πει δεκαετίες αργότερα, «και χαίρομαι όταν ακούω ότι πάει καλά στη ζωή του. Ήταν μία πολύ έντονη σχέση, βέβαια, με όλα όσα προανέφερα». Στη ζωή της, μπαίνει ορμητικά ο ποινικολόγος Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Λένε πως της ζητούσε κάθε ημέρα να τον παντρευτεί μέχρι να καταφέρει να του πει το πολυπόθητο «ναι». «Ο έρωτας διαρκεί περίπου ένα – δύο χρόνια» λέει εκείνη, «αλλά ένα ζευγάρι μπορεί και πρέπει να νιώσει και άλλα πράγματα μετά τον έρωτα που μπορούν να το κρατήσουν ενωμένο!». Δυο κόρες. Μια εγγονή.
Με το τέλος του ελληνικού σινεμά, μαζί με εκείνο του παθιασμένου για αυτόν Φίνου, η Ζωή Λάσκαρη θα καταπιαστεί με τους μεγάλους ρόλους του θεάτρου απαιτήσεων. «Πάντα ήξερα ότι πρέπει να έχεις ένα κοινό που να ακολουθεί τις επιλογές σου. Δεν ήξερα, όμως, τι να κάνω. Και σίγουρα δεν ήθελα να συντηρήσω το κοινό του σινεμά. Δεν είχα τίποτε να κερδίσω» δηλώνει το 1997 στο «Βήμα». Συνεργασία με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της εποχής. Μίνως Βολανάκης και Ανδρέας Βουτσινάς. Με τον μέγα Μιχάλη Κακογιάννη οδηγό θα καταπιαστεί με το αρχαίο δράμα. Στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Εντουαρντ Αλμπι και στο «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη η κατασταλμένη Ζωή Λάσκαρη, στην έμφυτη γοητεία και στην κινηματογραφική εμπειρία θα προσθέσει την εργατικότητα, την υπακοή στο σκηνοθέτη, την εσωτερική αλήθεια και θα υμνηθεί απ τους κριτικούς. Αλώνει λοιπόν και τους σπουδαίους θεατρικούς ρόλους…
Το 1985 κάνει άλλη μια τολμηρή επιλογή. Φωτογραφίζεται για το «Playboy» ξαπλώνοντας ολόγυμνη επάνω σε έναν κίονα στη Δήλο. «Θωπεύουσα» τα αρχαία γραφεί η λεζάντα και γίνεται θέμα συζήτησης. «Άξιον εστί το σώμα σου» γραφεί το περιοδικό και η Ζωή Λάσκαρη χρίζεται η πιο ποθητή των ανδρών, η πιο ωραία, που πέρασε, απ το σινεμά… Όπερ έδει δείξε… «Εγώ γεννήθηκα σταρ, αγάπη μου» έλεγε και ένα της βλέμμα, αρκούσε για να γεννήσει εκρήξεις. Έριχνε το κεφάλι πίσω και ξέσπαγε σε γέλια εκκωφαντικά, προσωπικής εκτόνωσης, σα σιντριβάνια ευ θυμικής αυτοθεραπείας, αποκλείοντας απ το προσωπικό αυτόφωτο σύμπαν του μύθου της, όλους εμάς τους κοινούς θνητούς. Και ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, όπως οι άγιοι, εκείνη, η καλλονή, η όμορφη Ζωίτσα, η ορφανή, η σταρ, η αιώνια έφηβη, έσβησε στον ύπνο της και πάει…