«Στο Παρισι με τον Χέμινγουεϊ» είναι το νέο βιβλίο των εκδόσεων Ψυχογιός, σε μετάφραση Φωτεινής Πίπη, όπου η μυθολογία του Παρισιού στο Μεσοπόλεμου και οι θρυλικές μορφές της «χαμένης γενιάς» της Αμερικανικής λογοτεχνίας, συνεχίζουν να σαγηνεύουν.
Σ αυτό το βιβλίο η μια ενδιαφέρουσα ιστορία αφορά στην ίδια τη συγγραφέα. Η Πόλα Μακλέιν, γεννήθηκε πριν 53 χρόνια, στο Φρέσνο, στην ενδοχώρα της Καλιφόρνια, μια πόλη που δημιουργήθηκε από τον πυρετό του χρυσού και είναι σήμερα γεμάτη φτηνή και μαζική διασκέδαση και αγροτικές εκτάσεις. Εγκαταλελειμμένο παιδί, μόλις τεσσάρων ετών, απ τους γονείς και αυτή και οι δύο αδελφές της, μεγαλώνει σε μια σειρά από ανάδοχες οικογένειες, ψάχνοντας ασφάλεια, επιβίωση, λίγη τρυφερότητα. Στα sweet sixteen, χειαραφαιτείται και μένοντας μόνη της, πια, σε πανσιόν για παιδιά μοναχικά, αρχίζει να δουλεύει σε όλες τις σκληρές εκείνες δουλειές, που της δίνουν το βασικό μεροκάματο για να ζήσει. Είναι βοηθός νοσοκόμου στις νυχτερινές βάρδιες, ντελίβερι σε άγριες γειτονιές, σερβιτόρα σε αμφίβολής ασφάλειας πιτσαρίες. Κάποτε αποφασίζει πως έχει πολλές ιστορίες να πει, από όλα αυτά που έχει ζήσει και αλλά τόσα που έχει φανταστεί. Θέλει, μόνο να γράφει. Και σπουδάζει. Δουλεύει και μελετά ποίηση στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Οι πρώτες δουλειές είναι άλλωστε ποίηση. Σαν οι λέξεις να είναι καθαρτήριες και μαγικές, αφήνεται στην μελωδία τους με λαγνεία. Ακολουθεί μετα την αρχή της δημιουργικής γραφής: αν δεν έχει τι να πεις με ακρίβεια, πες τη δική σου ιστορία. Γράφει το πρώτο της πεζογράφημα, την αυτοβιογραφία της. Τραβά το ύφος και ο έρωτας της με τις λέξεις την προσοχή κοινού και ειδικών στην λογοτεχνία. Ακολουθούν τέσσερα μυθιστορήματα και η διάκριση στο λόγο. Το Φρέσνο και οι ξένοι άνθρωποι, σε δανικά κρεββάτια είναι πια πολύ πίσω της. Έκανε δική της οικογένειά, είναι αφοσιωμένη μάνα και ζει στο Κλίβελαντ, την πόλη του Rock and Roll Hall of Fame, στις όχθες του ποταμού Cuyahoga, γράφοντάς και κοιτώντας απ το παράθυρο της, τα δαιδαλώδη κανάλια του ποταμού και τα τρένα να περνούν απ τις δεκάδες σιδηροδρομικές γραμμές. Σε κάποια ονειροπόληση της η Πόλα Μακλέιν του Φρέσνο, του Μίσιγκαν, του Οχάιο σκέφτηκε το Παρίσι, τις σπουδές καλλιτεχνικές συντροφιές, τη «Χαμένη γενιά» της αμερικανικής λογοτεχνίας και τους μεγάλους έρωτες ακόμη και αν είναι μονόπλευροι! Σκέφτηκε τις λέξεις για το βιβλίο, που έγινε μεγάλο best seller, το «Στο Παρίσι με τον Χέμινγουεϊ»…
Η αρχή του βιβλίου και η «χαμένη γενιά» των εκπατρισμένων Αμερικάνων λογοτεχνών
Είναι το Σικάγο του 1920, με τους ουρανοξύστες του, την ξέφρενη ζωή στα τζαζ κλαμπ, τους διαβόητους εγκληματίες του, τον Άλ Καπόνε, τις ξανθές, φιλοχρήματες μοιραίες γυναίκες, τα λουσάτα αυτοκίνητα και τις ανταλλαγές πυροβολισμών στο δρόμο ανάμεσα σε κλέφτες και αστυνόμους. Η νοστιμούλα αλλά όχι ωραία, Χάντλι Ρίτσαρντσον, πλούσια κόρη καλής οικογένειας, συντηρητική και συγκροτημένη γνωρίζει ξαφνικά έναν σαρωτικού χαρακτήρα, πληθωρικό, παράφορο άνδρα που έχει γυρίσει απ τον πόλεμο στην Ευρώπη και ονειρεύεται να γίνει μεγάλος συγγραφέας και να πει ιστορίες για τις αλήθειες των ανθρώπων. Η νοστιμούλα κόρη με την καλή ανατροφή, ερωτεύεται! Ο άνδρας είναι ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ! Να χει από τόσο νωρίς καταλάβει, πως στην αληθινή ιστορία αυτού του έρωτα θα έχει πάντα το ρόλο της θαυμάστριας, της απόλυτα αφοσιωμένης, εκείνης που μπορεί να αγαπά για δυο, έναν άνδρα μεγαλύτερο απ την ίδια την ζωή, αυτοκαστροφική που μέλει να γίνει κτήμα όχι δικό της, αλλά όλης της ανθρωπότητας, πέρα απ τον χρόνο; Τι σημασία έχει θα πείτε! Εκείνη ζει την περίοδο της χαράς και της αυταπάτης του «για πάντα». Ερωτεύονται παράφορα, παντρεύονται και φεύγουν για το Παρίσι!
Η χαμένη γενιά της αμερικανικής λογοτεχνίας
Ω! Η φαντασίωση κάθε εκκολαπτόμενου συγγραφέα, δημοσιογράφου, απλού γραφιά, ονειροπόλου λάτρη της γραφής των άλλων, αρχίζει εδώ! Είναι το Παρίσι που ξενυχτά, μεθά, χορεύει τσάρλεστον, αφήνεται στην έκρηξη της σεξουαλικής ελευθερίας, της γυναικείας χειραφέτησης, παρακμιακής σαγήνης, της ζωής για την γοητεία και μόνο, των ωραίων αντικειμένων, των ωραίων κοριτσιών, που πίνουν, καπνίζουν, ποζάρουν γυμνά, αγαπάνε άλλα κορίτσια ή πολλούς άνδρες μαζί, χορεύουν εκμαυλιστικά στο Μουλέν Ρουζ, απογειώνουν τον ερωτισμό εκτοξεύοντας τον, μαζί με τον πόθο των ανδρών στα ύψη. Και είναι αυτό το Παρίσι, η «πρωτεύουσα» του κόσμου για τους διανοούμενους του Μεσοπολέμου και εκείνης της γενιάς που έκρυβε πληγές στο γλέντι και εθελοτυφλούσε πως δεν θα υπάρξει άλλος πόλεμος, αλλά η μεγάλη κοινωνική αλλαγή είναι αναπόφευκτη και το καλό θα νικήσει. Εκεί λοιπόν, νύχτες και ξημερώματα στο Παρίσι, συναντιέται μια παρέα Αμερικάνων, μυθική για τα γράμματα και τις τέχνες.
Στο επίκεντρο η Γερτρούδη Στάιν απ΄ το Πίτσμπουργκ, που πέθανε στο Παρίσι
«Οπότε έβγαλε το μικρό της σουγιά, δεν είχε γυάλινη πένα δεν είχε φτερό από κλώσα δεν είχε καθόλου μελάνι και τίποτε ροζ, στεκόταν απλώς στην καρέκλα της και γύρω τριγύρω ακόμη κι αν ήταν πολύ σιγανός ο ήχος σκάλιζε στο δέντρο Η Ρόουζ είναι μία Ρόουζ είναι μία Ρόουζ είναι μία Ρόουζ είναι μία Ρόουζ μέχρι που έφτανε από την άλλη μεριά…» Το χρυσό ζευγάρι Χέμινγουεϊ της συναναστροφής, γνωρίζει την απ το Πίτσμπουργκ των εργατών του χάλυβα, στα άγρια Απαλάχια, Γερτρούδη Στάιν. Είναι Εβραία, λεσβία, ανήσυχη στις λογοτεχνικές φόρμες, που όλο δοκιμάζει άλλες εκφράσεις και είναι σε μόνιμη σχέση ζωής που κράτησε για πάντα με την Άλις Μπ. Τόκλας και δε θα φύγει ποτέ της απ το Παρίσι. Είναι αυτή που χρησιμοποίησε και στην ουσία όρισε την λέξη gay αλλά βάφτισε και την «χαμένη γενιά» έτσι. Απ το σαλόνι της παίρνουν όλοι οι σπουδαίοι της παγκόσμιας τέχνης όπως ο Ανρί Ματίς ιδρυτής του φωβισμού, από τις σπουδαιότερους ζωγράφους του 20ου αιώνα, ο θεσπέσιος Σεζάν και βέβαια ο ισόθεος Πάμπλο Πικάσο, ο πατέρας του κυβισμού, της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης. Εκεί βέβαια, στο σαλόνι της Στάιν, συναντιούνται όλοι εκείνοι οι Αμερικανοί που θα μείνουν στην Ιστορία σαν η «χαμένη γενιά» της Αμερικανικής λογοτεχνίας, όπως τους βάφτισε η ίδια η Γερτρούδη Στάιν, γιατί αφήσαν, την πατρίδα τους, τις ΗΠΑ για να αναζητήσουν μια νέα πνευματική, ουτοπικά τέλεια πατρίδα, κάπου στον κόσμο όπου θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα οι μεγάλες τους ιδέες, πως οι σκέψεις, οι λέξεις, πως θα μπορούσαν να αλλάξουν τον άθλιο αυτό κόσμο. Η Στάιν ήταν δαιμόνια συλλέκτρια έργων τέχνης, με την κοφτερή ματιά της να αναγνωρίζει μια σειρά από ταλέντα που θα γίνονταν κατόπιν οι κολοσσοί των εικαστικών και της τέχνης. Το σπίτι της στην Αριστερή Όχθη του Σηκουάνα θα γινόταν το κέντρο συνάντησης της πνευματικής και καλλιτεχνικής πρωτοπορίας της Ευρώπης και της Αμερικής για 4 σχεδόν δεκαετίες. H Γερτρούδη Στάιν πέθανε από καρκίνο στις 27 Ιουλίου 1946 στη γαλλική ύπαιθρο, σε ηλικία 72 ετών. Παρά το γεγονός ότι πολλά έργα της θεωρήθηκαν αμφιλεγόμενα από τη λογοτεχνική κριτική, η επίδρασή της στον εικαστικό και λογοτεχνικό κόσμο των αρχών του 20ού αιώνα δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν. Από τα έργα της, το αναμφισβήτητης επιτυχία, αφορούσε στο βιβλίο που έγραψε απ την ματιά της Τόκλας, σαν να ήταν η ίδια, που θεωρούσε τον κόσμο.
Η Άλις Τόκλας από νοικοκυρά στο Σαν Φρανσίσκο, έγινε αρχετυπική μορφή της ερωτικής επιλογής και βρέθηκε στο επίκεντρο της Γαλλικής πρωτοπορίας
Ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα, με ένα αποενοχοποιημένο μαύρο μουστάκι περισπωμένη καλλιγραφική πάνω απ το στόμα της, που αγαπούσε το ωραίο ντύσιμο και φορούσε αλλοπρόσαλλα καπέλα. Ήταν η νοικοκυρά, η πειθήνια κόρη και η εξυπηρετική αδελφή στο σπίτι της στο Σαν Φρανσίσκο και αφότου πέθανε η μάνα της, καθάριζε, μαγείρευε, έραβε, μάνταρε, έπλενε, σιδέρωνε, ψώνιζε, φρόντιζε τον κήπο και το σπίτι για τον πατέρα και τον αδελφό της που θεωρούσαν δεδομένη μια υποτακτική συμπεριφορά της. Είναι φθινόπωρο στο Παρίσι του 1909, που η Τόκλας αποφασίζει να μην γυρίσει ξανά στην Αμερική και πηγαίνει στην συμπατριώτισσά της, την Γερτρούδη Στάιν, ηγετική μορφή του πνεύματος του Παρισιού, ήδη, για τη θέση της γραμματέως της. Η πληθωρική Στάιν προτείνει, απ τη πρώτη συνάντηση στην Τόκλας ένα ταξίδι στην Τοσκάνη για να γνωριστούν καλύτερα. Ερωτεύονται, γίνονται ζευγάρι και επιστρέφοντας στο Παρίσι μένουν μαζί για πάντα. Η Τόκλας είναι στο επίκεντρο ενός κόσμου καλλιτεχνών που θα γίνουν διάσημοι, ανάμεσα σε ταλέντα που η σύντροφος της έχει ανακαλύψει και σε εμπόρους τέχνης και πρόθυμους αγοραστές. Βλέπει κινήματα να συγκροτούνται από συναντήσει, όπως αυτό κυβισμού. Κάθε Σάββατο μαγειρεύει και υποδέχεται καλλιτέχνες, συγγραφείς, συλλέκτες, γκαλερίστες, φιλότεχνους γαλαζοαίματους, ποιητές, δημοσιογράφους! Η Τόκλας συν δημιουργεί το φαινόμενο Γερτρούδη Στάιν, ως αχώριστα πνεύματα. Μαζί για 40 χρόνια, συμφωνούν πως η ζωή αξίζει μόνο αν περιλαμβάνει πολύ καλο φαγητό, συντροφιά ζωγράφων και συγγραφέων, ενώ είχαν μια κοινή άρνηση στο να κάνουν πράγματα που δεν τους έδιναν ευχαρίστηση, όπως το να μπλέκουν με δύσκολες καταστάσεις ή να εξακολουθούν να συναναστρέφονται καλλιτέχνες που είχαν καταντήσει εριστικοί ή βαρετοί. Η Στάιν αποκαλούσε την Τόκλας wifey» και baby precious. Και ενώ η Γερτρούδη ξενυχτούσε με μελέτες και γραψίματα, η Άλις ξυπνούσε ξημερώματα για να επιβλέπει το υπηρετικό προσωπικό, να είναι προετοιμασμένη ως γραμματέας και συμβούλος προς τη σύντροφό της και να εξασφαλίζει τη λειτουργία του σπιτιού και τη μαγειρική. Τα πιάτα που προετοίμαζε σχολαστικά στα καλλιτεχνικά δείπνα, υπήρξαν η αφορμή για το περίφημο «Alice B. Toklas Cookbook», έναν ασυνήθιστο οδηγό μαγειρικής, με εικαστικές συνταγές και αγνωστες ιστορίες από εκείνα τα τραπέζια, γύρω από τα οποία η αφρόκρεμα της παγκόσμιας καλλιτεχνικής κοινότητας καθόριζε τις τάσεις της διεθνούς Πρωτοπορίας. Μαζί τους για αρκετά χρόνια ήταν και ο αγαπημένος τους σκύλος ο Basket. Η Άλις Τόκλας πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της βουτηγμένη στη φτώχεια, αφού η μη νόμιμη σχέση τους δεν της άφησε τίποτα κληρονομικά, ούτε καν έναν από τους τόσους πίνακες της πλούσιας συλλογής της συντρόφου της, τους οποίους πήρε η οικογένεια Στάιν. Την Άλις Τόκλας ούτε οι γιγάντιοι ογκόλιθοι του παγκοσμίου πνεύματος, που ενέπνευσε η σύντροφος της, τάισε και φιλοξένησε η ίδια, δεν την θυμήθηκαν, στα στερνά, φτωχικά, θλιμμένα της χρόνια. Αυτή άλλωστε, δεν πήρε Νόμπελ, δεν έγινε διάσημη ως συγγραφέας ή ποιήτρια, ούτε ζωγράφισε ποτέ της, υποψία μιας γωνίτσας της Γκουέρνικα. Αν δεν ήταν όμως εκεί, μαζί με το άλλο μισό, την Γερτρούδη, Αμερικάνα που δεν χωρούσε στον κόσμο της, ανυποχώρητη, διαφορετική, τολμηρή, αποφασισμένη για το δικό της «όλα ή τίποτα», πόσοι απ αυτούς τους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, αλλά και εκείνη η ζαλισμένη, θλιμμένη, αυτοκαταστροφική «χαμένη γενιά» της αμερικανικής λογοτεχνίας θα έβρισκε περιβάλλον για να υποστηρίξει την ύπαρξη της! Καημένη, παραγνωρισμένη, φτωχή Άλις Τόλκας…
Ο Εζρα Πάουντ απ το Αϊνταχο, που πέθανε στη Βενετία
«Και οι μέρες δεν είναι αρκετά πλήρεις και οι νύχτες δεν είναι αρκετά πλήρεις και η ζωή σαν ποντίκι του αγρού αθόρυβα κυλά και δεν διαταράσσει καν το γρασίδι».
Εκεί στο σαλόνι της Στάιν και της Τόλκας, ο πυρακτωμένος Έζρα Πάουντ, απ το Χάλεϊ του Αϊντάχο με τις απάτητες, παρθένες ακόμα και σήμερα εκτάσεις, τον τεράστιο όγκο απ τα Βραχώδη όρη, τις χιονισμένες βουνοκορφές, τους ορμητικούς χειμάρρους, τις λίμνες, τα βαθύτερα φαράγγια όλων των πολιτειών! Δεν αναπολεί τίποτα. Δεν θέλει επιστροφή. Ως ανταποκριτής σε αμερικανικές εφημερίδες, φτιάχνει ήδη, δημιουργεί, ανακαλύπτει και αναδεικνύει τους γίγαντες των αμερικανικών γραμμάτων, όπως τους Τ.Σ. Έλιοτ, τον Τζέιμς Τζόϋς, τον Ρόμπερτ Φροστ, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Κάνει παρέα με καλλιτεχνές, μουσικούς, συγγραφείς, και ξενυχτάει με τους Αμερικάνους φίλους του αλλά και τον Μαρσέλ Ντυσάν, τον Τριστάν Τζαρά, τον Φερνάν Λεζέ του ντανταϊσμού και του σουρεαλισμού. Είναι ο πιο σημαντικός ίσως ποιητής του αμερικανικού μοντερνισμού και μέγας λάτρης του Καβάφη. Είναι «μια γάτα που περπατά ολομόναχη, με σθένος, χωρίς σπίτι και μη ασφαλής για τα παιδιά», όπως γράφει το περιοδικό Time, στα 1933. Συγκλονισμένος από τη σφαγή, την αγριάδα, την αδικία, την ερημιά που άφησε στην Ευρώπη ο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποκηρύσσει κάθε τι πολιτικό που υφίσταται με μανία, λατρεύει τον Χίτλερ, μετακομίζει στην Ιταλία και γινεται φανατικός υποστηρικτής του Μουσολίνι. Ακολουθούν φυλακίσεις σε ατσάλινο κλουβί, ξεσκέπαστο, με συρματόπλεγμα στην Πίζα, μετα τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκδίδεται στις ΗΠΑ, κρίνεται ακατάλληλος διανοητικά να δικαστεί για προδοσία, τον κλείνουν 12 χρόνια σε ψυχιατρείο στην Ουάσιγκτον με πολύ βαριά αγωγή. Γνωρίζει την απαξία του τύπου, την αηδία των συμπατριωτών του και’ κατά πρόσωπο τη συντριβή. Λόγω φρενοβλάβειας οι ΗΠΑ θα τον αφήσουν να επιστρέψει στην Ιταλία για να πεθάνει στην Βενετία. Έκτοτε έχει γνωρίσει την χλεύη και συχνά την αποσιώπηση, ενώ συχνά οι Αμερικανοί ξεχνούν να τον συμπεριλάβουν στους γίγαντες της λογοτεχνίας του. Προς το τέλος της ζωής του, βυθίστηκε στην σιωπή. Κάποτε σημείωσε μόλις τέσσερις φράσεις: «Βρίσκομαι μέσα σε πλήρη αβεβαιότητα. Δεν εργάζομαι πια. Δεν κάνω τίποτε. Κοιτάζω τα πράγματα…». Το ότι αυτός ο τεράστιος ποιητής υπήρξε φασίστας μοιάζει ακατανόητο! Αυτός που ανέδειξε τον Τζόις, που έκανε ποιητή τον Έλιοτ και στην εμβληματική για τον μοντερνισμό Έρημη χώρα έδωσε με την επιμέλεια και την καθοδήγηση του την τελική της μορφή και που βοήθησε τον Χέμινγουεϊ να τελειοποιήσει το γράψιμό του έκανε από 1941 ως το 1945 έκανε εκπομπές από το ιταλικό φασιστικό ραδιόφωνο υπέρ του Άξονα και εναντίον των Συμμάχων και με ψυχολογία βία απέναντι στους συμπατριώτες τους Αμερικανούς. «Ευρωπαίοι, οι ηγέτες σας είναι ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι» βροντοφώναζε τη προπαγάνδα του απ το ραδιόφωνο, και «Αμερικανοί ο πόλεμος αυτός είναι χαμένος για εσάς και τα παιδιά σας»! Και ταυτόχρονα έγραφε: “…Αγάπη. Αγάπη. Τι αγαπώ και πού είσαι; Πολεμώντας τον κόσμο έχασα το κέντρο μου. Τα όνειρα χτυπιούνται και σκορπίζονται συντρίμμια –κι εγώ που πάσχισα να φτιάξω επί γης παράδεισο. Παράδεισο ήθελα να γράψω. Μην κουνήσεις, άσε τον άνεμο να μιλάει. Αυτό είναι παράδεισος. Είθε να συγχωρέσουν οι θεοί ό,τι έκανα. Είθε να προσπαθήσουν να συγχωρέσουν εκείνοι π’ αγαπώ ό,τι έκανα… Να είμαστε άνθρωποι, όχι χαλαστές…”…
Ο Τζέιμς Τζόυς, ένας Ιρλανδός ανάμεσα σ Αμερικανούς, που πέθανε στη Ζυρίχη και ούτε νεκρό δεν τον δέχτηκε πίσω η Ιρλανδική κυβέρνηση
«Έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε» — επιγραφή στον τάφο του Τζέιμς Τζόυς
Σε εκείνη της παρέα της χαμένης γενιάς των Αμερικανών και στο σαλόνι της Γερτρούδης Στάιν, ανήκε και ένας σπουδαίος Ιρλανδός, που έζησε όμως ελάχιστα στην Ιρλανδία, ένα παιδί όλης της Ευρώπης, που δεν χωρούσε, όπως και το ταλέντο του, πουθενά. Πρόκειται για τον Τζέιμς Τζόυς, αυτό το φαινόμενο του ανθρώπινού πνεύματος. Γεννιέται στο Δουβλίνο από πατέρα αλκοολικό, ευκατάστατο, που μισεί τον κλήρο και που τα χάνει όλα και βυθίζει την οικογένεια του στη φτώχια, που προτιμά να ξενυχτά πίνοντας παρά να ταΐζει τα δέκα του παιδιά. Η μάνα του απ την άλλη μια βαθύτατα ευλαβής καθολική. Εκείνος μεγαλώνει ανάμεσα του, ώσπου αποκηρύσσει στα 16 του τον καθολικισμό και κάθε θρησκεία. Σπουδάζει στην Ιατρική σχολή του Δουβλίνου, ώσπου ταξιδεύει ταξιδευει στο Παρίσι, όπου εκμαυλίζεται απ τον στρόβιλο της πνευματικής ζωής εκεί και εγκαταλείπει, σχετικά νωρίς την Ιατρική. Το ίδιο επιθυμεί να εγκαταλείψει και το Δουβλίνο και να μη γυρίσει ποτέ, στον τόπο που όπως θα περιγράψει αργότερα στους «Δουβλινέζους» οι κάτοικοι εκει είναι θύματα με τη συνενοχή τους της Βρετανικής κυριαρχίας και της ενοχικής καταπίεσης της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, που διευκολύνει την διαφθορά. Είναι ακόμα έξαλλος και ανυποχώρητος στο ότι η Βρετανική κατοχή ταπείνωνε τους Ιρλανδούς και η παρουσία του βρετανικού στρατού είναι ντροπή για την Ιρλανδία που δεν θα βρει τον δρόμο προς την Αυτοδιάθεση της Ιρλανδίας. Η μάνα του πάσχει από καρκίνο και επιστρέφει, παρ όλα αυτά, θορυβημένος στο Δουβλίνο. Η μητέρα του Τζόις, που πάσχιζε να κρατήσει την κατάσταση υπό έλεγχο, πέθανε το 1903 και τελευταία της επιθυμία ήταν να λάβει ο Τζέιμς τη Θεία Κοινωνία. Ο Τζέιμς αρνήθηκε. Θα ερωτευτεί παθιασμένα την κοκκινομάλλα, ψηλή καμαριέρα Νόρα Μπάρνακλ, αλλά θα κάνει δυο παιδία μαζί της, χωρίς να παντρευτεί, παρά 27 χρόνια αργότερα. Μόλις θα χάσει την μητέρα του, θα φύγει για Τεργέστη όπου θα εργαστεί ως δάσκαλος αγγλικών, θα ζήσει στη Ζυρίχη κατά τη διάρκεια του Α Παγκόσμιου Πολέμου, όπου και τα ξεκινήσει την συγγραφή του σπουδαίου, του κορυφαίου βιβλίου της ευρωπαϊκής μοντέρνας λογοτεχνίας και της αγγλικής γλώσσας, τον «Οδυσσέα». Και σ αυτή τη περίπτωση είναι ο Έζρα Πάουντ, όπου αντιλαμβάνεται το μοναδικό ταλέντο του Τζόυς. Τον προσκαλεί στο Παρίσι. Βρίσκεται εκει με τα εκλεκτά μέλη της λογοτεχνικής συντροφιάς των εκπατρισμένων από θέληση Αμερικανών, ταυτίζεται μαζί τους και παρέμεινε στη γαλλική πρωτεύουσα του μεσοπολέμου για τα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια. Φυσικά θεωρεί προσόν να πίνεις αλκοόλ, όπως οι φίλοι του και να αντέχεις και να κάνει έναν καλό καβγά τη μέρα. Μόνο που ο Τζόυς έμπλεκε σε καβγάδες στα μπαρ και έβαζε τον σωματώδη και πάντα έτοιμο για ξύλο Χέμινγουεϊ να πλακώσει στο ξύλο τους αντιπάλους του. «Πηγαίναμε έξω για ποτό» είχε πει ο Χέμινγουεϊ σε ένα δημοσιογράφο του Time στα μέσα του ’50 «και ο Τζόυς θα έμπλεκε σε ένα καβγά. Δεν μπορούσε καλά καλά να δει τον άλλον και έλεγε «Βάλτον στη θέση του Χέμινγουεϊ! Βάλτον στη θέση του!». Ο Τζόυς και η Νόρα, έχουν έναν γιό, τον Τζόρτζιο και μια κόρη, τη Λουτσία. Εκείνη ερωτεύτηκε τον διάσημο θεατρικό συγγραφέα, Σάμιουελ Μπέκετ, που τότε ήταν γραμματέας και βοηθός του πατέρα της. Μετά από μια σύντομη σχέση, ο Μπέκετ τη χώρισε και η Λουτσία έχασε τα λογικά της. Την εξέτασε ο ψυχαναλυτής Καρλ Γιούνγκ, ο οποίος κατέληξε ότι η κόρη του Τζόις υπέφερε από τα ίδια ψυχολογικά προβλήματα με τον πατέρα της. Είπε χαρακτηριστικά ότι η Λουτσία και ο Τζόις “ήταν σαν δύο άνθρωποι που βυθίζονται σε ένα ποτάμι. Ο ένας έπεσε μέσα, ενώ άλλος βούτηξε”. Το 1936 η Λουτσία διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και κλείστηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου πέθανε το 1982. Ο Τζόις την επισκέφτηκε αρκετές φορές, αλλά η μητέρα της ποτέ. Ο συγγραφέας έχει ολοκληρώσει τον «Οδυσσέα», στον αντίποδα του Ομήρου, φτιάχνοντας έναν ήρωα αλήτικο, αντί σε όλα, με σαδομαζοχιστικές διαθέσεις για την Κίρκη, επιδόσεις αυνανισμού για τη Ναυσικά, ονειρώξεις στη θύμηση της υπερσεξουαλικής Πηνελόπης. «Είναι ένα βιβλίο στο οποίο όλοι μας χρωστάμε και από το οποίο κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει» λέει η έταιρη ανάδειξη του Εζρα Πάουντ στους Τιτάνες των γραμμάτων, ο Τόμας Σ. Έλιοτ για τον Οδυσσέα. Ο Τζέιμς Τζόυς πέθανε στη Ζυρίχη, το 1941, από βαρύτατο και οδυνηρό έλκος στομάχου. Η Νόρα ζήτησε να ταφεί στην Ιρλανδία, αλλά η ιρλανδική κυβέρνηση αρνήθηκε. Το έργο του Τζόυς θεωρούνταν ακόμα υπερβολικά προκλητικό για την Ιρλανδία τότε. Δεν πειράζει! Ούτε εκείνος θα ήθελε να επιστρέψει …
Τ.Σ. Έλιοτ: Από το Μιζούρι στην αποκήρυξη της αμερικανικής καταγωγής του, που πήρε Νόμπελ και πέθανε στο Λονδίνο
«…Έτσι τελειώνει ο κόσμος: όχι με μια θεαματική έκρηξη αλλά με έναν λυγμό…» ο τελευταίος στίχος από την Έρημη Χώρα.
Είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του εικοστού αιώνα, o Tόμας Στερνς Έλιοτ, με τις πολλές γνώσεις, σε φιλοσοφία, γλώσσες, μύθους, λογοτεχνία -ανάμεσα τους γνώριζε Λατινικά, Αρχαία Ελληνικά, Σανσκριτικά, Ελληνική και Ινδική φιλοσοφία. Θεωρούσε «ποιητή των ποιητών» τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Είναι και αυτός άλλη μια ανακάλυψη και ανάδειξη του Εζρα Πάουντ. Γεννήθηκε στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι. «Είναι αυτονόητο πως το St.Louis με επηρέασε βαθιά, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον. Αισθάνομαι πως υπάρχει κάτι διαφορετικό στο να περάσεις την παιδική σου ηλικία, δίπλα στο μεγάλο ποταμό. Κάτι που δεν μπορείς να το περιγράψεις σε όσους δεν το έχουν βιώσει. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που γεννήθηκα εδώ και όχι στη Βοστόνη, τη Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο» αναφέρει χρόνια μετα, την ηλικία των 25 χρόνων, όπου εγκαταστάθηκε στη Αγγλία, αποκήρυξέ την αμερικάνικη καταγωγή του και πολιτογραφηθηκε μετα από έναν γάμο Άγγλος. Ήταν το μικρότερο παιδί από τα έξι της οικογένειας, πατέρας του ήταν πλούσιος επιχειρηματίας, η μητέρα του ποιήτρια και κοινωνική λειτουργός, επάγγελμα πολύ προχωρημένο για την εποχή και είχε τα καλύτερα δυνατά παιδικά χρόνια που γινεται, με αποδοχή, άριστη εκπαίδευση και με αγαπημένους γονείς. Μόνο πρόβλημα πως ήταν ασθενικός και έβλεπε απ το παράθυρο τα παιδιά να παίζουν στο ποτάμι, διαβάζοντας Μαρκ Τουέιν. Σπούδασε στα σπουδαιότερα πανεπιστήμια της Γης, στο Χάρβαρντ, στην Οξφόρδη και φυσικά στην Σορβόννη όπου μυήθηκε στο Παρισινό τρόπο ζωής. Όταν θα χρειαστεί να σπουδάσει στην Οξφόρδη, μετα το Παρίσι, νιώθει αφόρητη ανία. Για αυτό και συναντιέται συχνά με τον Εζρα Πάουντ, στο Λονδίνο, ο οποίος παίζει καθοριστικό ρόλο στο ξεκίνημα του ως ποιητής αλλά και σε όλη την ποιητική πορεία του. Η καλλιτεχνική αυτή παρέα, στην οποία συμμετείχαν και αρκετοί σύγχρονοι καλλιτέχνες, τον έκανε να περνάει σχεδόν όλο το χρόνο του στο Λονδίνο, γνωρίζοντας ενδιαφέροντες ανθρώπους και αποφασίζοντας να εγκαταλείψει την Οξφόρδη και να διδάξει Αγγλικά στο Πανεπιστήμιο του Birkbeck, στο Λονδίνο. Όταν ο Εζρα Παουντ μετακομίσει στο Παρίσι, ο Τ.Σ. Έλιοτ θα ταξιδεύει συχνά και θα περνά μεγάλα διαστήματα στην Γαλλική πρωτεύουσα. Σε ένα ταξίδι του στο Παρίσι το 1920, γνωρίζεται με τον καλλιτέχνη Γουίντχαμ Λούις, όπου δένονται με στενή φιλιά και στον οποίο ποζάρει για μια σειρά από πολύ μοντέρνας τεχνικής πορτρέτα Lewis, ενώ γνωρίζει τον Τζέιμς Τζόυς ανάμεσα στους Αμερικανούς του φίλους. Στην πρώτη του συνάντηση συγκρουστήκαν τόσο πολύ, προσβάλαν και αμφισβήτησαν ο ένας τον άλλον, που οι παρευρισκόμενοι σοκαρίστηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν να τους δέσει μια ισχυρή φιλία που δεν κλονίστηκε ποτέ. Το 1948 ο Τ. Σ. Έλιοτ τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. «Το βραβείο Νόμπελ είναι για κάποιον το εισιτήριο για την κηδεία του. Επειδή κανένας δεν έκανε τίποτε μετά απ’ αυτό» δήλωσε, μετά. Κατέρρευσε στο σπίτι του στο σπίτι του στο Λονδίνο, αφού είχε επισκεφθεί λίγους μήνες πριν, για τελευταία το Σαιντ Λουίς. Πέθανε χωρίς να βγει από το βαθύ κώμα που είχε βυθιστεί, από εμφύσημα. Είχε δώσει εντολή να αποτεφρωθεί η σορός του και τον Απρίλιο η τέφρα του να μεταφέρθει στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στο Ιστ Κόκερ της Μεγάλης Βρετανίας, χωριό από το οποίο κατάγονταν οι πρόγονοί του, πριν αναζητήσουν νέους κόσμους στο Μιζούρι…
Ο σπουδαίος και σιωπηλός Σέργουντ Άντερσον, που απ το Οχάιο, πέθανε στον Παναμά, αφού κατάπιε ένα κουτί οδοντογλυφίδες!
«…Συμφωνήσαμε ότι ποτέ κανένας δεν συνέλαβε πλήρως την ουσία – το μεδούλι. Αν κάποιος είχε φτάσει στο μεδούλι, αν είχε καρφώσει την μπάλα στα δίχτυα, αν –ξέρετε– είχε χτυπήσει στο ψαχνό. Τότε τι νόημα θα είχαν οι κόποι των επόμενων;…»
Ο Σέργουντ Άντερσον ήταν απ το χωρίο Κάμντεν του Οχάιο! Ένα μικρό χωριό, στην πολιτεία στη μέση προς τα δυτικά της Αμερικής, την κλειστοφοβική χωρίς θάλασσας, που είναι η «Μητέρα των Προέδρων», μιας και έχει στείλει επτά στον Λευκό Οίκο! «Εγώ, προσωπικά, έχω συναντήσει την ομορφιά στα πιο απίθανα μέρη» έλεγε. Παιδί ακόμα, αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο και να κάνει δουλειές του ποδαριού για να ζήσει. Άρχισε την περιπλάνηση του, πρώτα μες στην Αμερική. Έκανε καριέρα ως διαφημιστής στο Σικάγο. Μετά πολέμησε στην Κούβα το 1907 και έφτασε να γίνει διευθυντής μιας ανερχόμενης εταιρείας χρωμάτων. Το 1912, σε ηλικία τριάντα έξι ετών, παθαίνει νευρικό κλονισμό. Αποφασίζει να γράφει. Φεύγει στην Ευρώπη. Φτάνει στο σαλόνι της Γερτρούδη Στάιν και μιλώντας με τους άλλους συμπατριώτες του λογοτέχνες που δεν τους χωρούσε η αχανής Αμερική, αλλά την κουβαλούσαν παντού μαζί τους, συνεχίζει να γράφει. Διηγήματα για μικρές μεσοδυτικές πόλεις και χωριά. Εξαίσιος ψυχογράφος, πιάνει τις αποχρώσεις των συναισθημάτων, της αμηχανίας, των δεύτερων σκέψεων και τις κάνει λέξεις! Το αμερικανικό όνειρο, όχι δεν υπάρχει και αν τυχόν γεννιόταν επρεπε να το εξοντώσουν. Οι άνθρωποι είναι μόνοι σε εξουθενωτικά τεράστια εκτάσεις, σε απελπιστικά αποξενωμένες τροχιές, καταδικασμένη σε ένα εκφυλισμό συναισθημάτων και επικοινωνίας με τους άλλους. Οι μικρές κοινωνίες, στην άκρη της τεράστιας, παντοδύναμης φύσης. Όλοι ξέρουν τα πάντα για τους άλλους και συναντιούνται συνεχώς. Όλοι είναι μόνοι. Και ο Θεός υπάρχει αθέατος και αδιάφορος και όταν παρουσιάζεται, έχει πάντα τη μορφή κάποιου κατοίκου . “Ύστερα από δέκα χρόνια σ’ αυτήν την πόλη, ο Θεός μου παρουσιάστηκε με τη μορφή μιας γυναίκας” λέει ένας ήρωας στο βιβλίο του «Ουάινσμπεργκ, Οχάιο». Και, κορυφαίος αυτός διηγηματογράφος του 20ού αιώνα, που στην ουσία, εφηύρε τα chain-novels, τα διηγήματα διηγήματα που κινούνται στον ίδιο χώρο και παρά την αυτονομία τους συλλειτουργούν, επηρέασε αποφασιστικά τον Στάινμπεκ, τον Φόκνερ, τον Μίλερ. Και τον Χέμινγουεϊ, με τον οποίο χάνονταν σε μπαρ και ατέλειωτες μεθυσμένες συζητήσεις, όσο και αν ο Άντερσον προτιμούσε σιωπές. Πως να αντισταθεί στον θυελλώδη Έρνεστ! Ο Άντερσον έπινε το αγαπημένο του κοκτέιλ Old Fashioned και ο Χέμινγουεϊ τα πάντα και αν ήταν στην φάση του μοχίτο. Πέθανε στον Παναμά, από περιτονίτιδα, αφού, όπως γράφουν πάντα τα αφιερώματα στους παράξενους θανάτους, κατάπιε ένα κουτί από οδοντογλυφίδες.
Ο Σίνκλερ Λιούις από τη Μινεσότα, αρνήθηκε το Μπούκερ, πήρε το πρώτο Νόμπελ σε Αμερικανό και πέθανε στη Ρώμη
«…Όλες οι ουτοπίες –η φάρμα Μπρουκ, το καταφύγιο του Ρόμπερτ Όουεν, ο Ελικώνας του Άπτον Σίνκλερ– τελειώνουν μέσα σε σκάνδαλα, απάτες, φτώχια, ρυπαρότητα, απογοήτευση…».
Υπήρξε ο πρώτος Αμερικανός που έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1930. Γεννήθηκε στην μικρή, επαρχιακή πόλη Σάουκ Σέντερ στην Μινεσότα, την «Πολιτεία των δέκα χιλιάδων λιμνών», του κρυσταλλιασμένου χειμώνα, που φτιάχτηκε από Γάλους γουνέμπορους κάποτε. Ο πατέρας του γιατρός και για αυτό είχε πλούσια παιδικά χρόνια και κοινωνική υπεροχή, ενώ είχε την σπουδαία εκπαίδευση και σπούδασε στο περιβόητο Γέιλ. Το πρώτο του σημαντικό έργο με το οποίο έγινε γνωστός, ήταν το μυθιστόρημα Μέιν Στριτ που πούλησε πολύ και έγινε έργο αναφορά στο τύπο και στην κριτική. Ο συντηρητισμός, η αμάθεια, η επίδειξη και η ικανοποίηση με αγαθά, ο καταναλωτισμός και ο νεοπλουτισμός στην απαρχή τους, που αφήνουν έναν ανηδονισμό και κενότητα είναι τα θέματα στο βιβλίο του, όπως και ο πουριτανισμός, ο προτεσταντισμός της εκκλησία, με την επιφανειακή αυστηρότητα του. Το 1926 του απονέμουν το βραβείο Πούλιτζερ το οποίο όμως αρνείται να δεχθεί. Ταξιδεύει ήδη και ζει σε πόλεις της Αμερικής και μετά καταφεύγει στην Ευρώπη όπου αναζητεί νόημα και κάπου ένα μέρος να χωρέσει. Στην Ελλάδα, αυτός ο έξοχος συγγραφέας, ο Νομπελίστας, μεταφράζεται αργά και με ένα μόνο βιβλίο του, το «Δεν γίνονται αυτά εδώ», όπου παρουσιάζει την τρελή κούρσα ενός πολιτικού απ το πουθενά στις ΗΠΑ, που εμφανίζεται ως ο μέσος άνθρωπος, ο κατεξοχήν λαϊκιστής ηγέτης που χαϊδεύει τη λαϊκή ματαιοδοξία και απληστία, υπόσχεται τα πάντα, ακόμη και την άμεση δωρεά 5.000 δολαρίων σε κάθε Αμερικανό, αρκεί να μην είναι Εβραίος ή μαύρος! Θα εκλεγεί πρόεδρος και θα αναλάβει την εξουσία, επιβάλλοντας αμέσως περιορισμούς των ελευθεριών, άρση των λειτουργιών του Κογκρέσου, φυλάκιση των αντιφρονούντων γερουσιαστών, τοποθέτηση πιστών φίλων στις θέσεις – κλειδιά και τοποτηρητών στις εφημερίδες. Το κυριότερο βεβαίως είναι η κήρυξη στρατιωτικού νόμου και η ίδρυση ενός παραστρατιωτικού οργάνου στα πρότυπα των SS, των ΜΜ, ένστολων πολιτών με απόλυτη εξουσία που κατατρομοκρατούν τους αντιτιθέμενους στο καθεστώς, εκτελούν και φυλακίζουν, συχνά ξεπληρώνοντας παλιά γραμμάτια. Η βιομηχανία και οι φυσικοί πόροι τίθενται στην υπηρεσία του κράτους, η παραγωγή πέφτει, ο πληθωρισμός καλπάζει, η ανάγκη αύξησης των εξαγωγών ξεκληρίζει την αγροτική παραγωγή! Το βιβλίο που γράφτηκε το 1929 θεωρείται σοφό και προφητικό για εύλογους πολιτικούς λόγους των ημερών! Το «Δεν Γίνονται Αυτά Εδώ» πούλησε πάνω από 320.000 αντίτυπα σε μια εποχή όπου στην Ευρώπη ο ναζισμός έριχνε γερά θεμέλια στην Γερμανία ενώ ο Μουσολίνι ήταν αρκετά χρόνια στην εξουσία. Με την σκέψη εκεί με πολλές και συνεχείς πληροφορίες για την κατάσταση στην Γερμανία, ο Λιούις έγραφε και ξανάγραφε το βιβλίο. Θέλησε έτσι να προειδοποιήσει τους συμπατριώτες του για την μεγάλη πιθανότητα να καταληφθεί «δημοκρατικά» η εξουσία στις ΗΠΑ, όπως έγινε στην Ευρώπη, από εγκληματίες τύπου Χίτλερ. Στο Παρίσι κάνει παρέα με εκείνους που του μοιάζουν, που ανησυχούν το ίδιο με αυτόν, που δεν χωρούν πουθενά. Κι όμως! Ούτε εκεί ταιριάζει. Μένει σε μεγαλύτερη απόσταση απ όλους τους άλλους. Τελικά θα πεθάνει στη Ρώμη, στα 65 του χρόνια, έχοντας μείνει πιστός στις αρχές του και αφήνοντας πίσω σπουδαία συγγραφικά έργα.
Ο Σκοτ Φιτζέραλντ απ την Μινεσότα και η Ζέλντα απ την Αλαμπάμα στο ξέφρενο Παρίσι, τη ζήλια, τον αλκοολισμό, την σχιζοφρένεια
«… Με τι θα ασχοληθούμε το απόγευμα; Και την επόμενη μέρα, και μετά τριάντα χρόνια;…»
Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ φτάνει στη γαλλική Ριβέρια και στο μποέμικο Παρίσι της “χαμένης γενιάς”, όπου το αλκοόλ ρέει άφθονο και η τζαζ παίζει ακατάπαυστα και συναντά τους υπόλοιπους της αμερικανικής παρέας, απ το Σαιντ Πωλ της Μινεσότα και μια περιπλάνηση στο Μπάφαλο και στην Νέα Υόρκη. Τους θαυμάζει όλους και τον θαυμάζουν πολύ. Ο Χέμινγουεϊ γράφει για το ταλέντο του Φιτζέραλντ μια απ τις συγκλονιστικότερες φράσεις που ορίζουν το ταλέντο στη λογοτεχνία πως του είναι «τόσο φυσικό όσο το σχήμα που αφήνουν στη σκόνη τα φτερά μιας πεταλούδας». Μαζί του πάντα η σύζυγος του, η εξωγήινα όμορφη, χαρισματική, απίθανα γοητευτική, συγγραφέας και ζωγράφος Ζέλντα Σάιρ, η σαγηνευτική καλλονή του Νότου από το Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, με την οποία έχουν ήδη αποκτήσει ένα κοριτσάκι που χει το όνομα του πατέρα της, Φράνσις Σκοτ. Το παιδί μεγαλώνει με γκουβερνάντες σε πανάκριβα σχολεία – οικοτροφεία και το ωραίο, γεμάτα ταλέντα ζευγάρι, αφήνεται σε μια μυθική ζωή, γεμάτη ξενύχτια, εκκεντρικές διασκεδάσεις, σπατάλες, αριστοκρατικά ξενοδοχεία και πολυτελή θέρετρα, κοσμικά σαλόνια, εξωτικά για αυτούς καταγώγια. Όσο εκείνου το ταλέντο γινεται αποδεκτό αφήνοντας έκθαμβο τον κόσμο όλο, τόσο εκείνη ζηλεύει παράφορα και θέλει να αναδειχτεί ως καλλιτέχνης δίπλα του. Αδύνατον. Παθαίνει εμμονή να γίνει στα 30 της πρίμα μπαλαρίνα και να φτιάχνει δικές της χορογραφίες για μπαλέτο που θα χορεύει μόνη της. Κάνει εξάσκηση ατέλειωτες ώρες. Εξουθενώνεται. Στα διαλείμματα κάνει τρελές σκηνές ζηλοτυπίας! Αποφασίζει να εκδώσει το μυθιστόρημα της «Χαρίστε μου το βαλς». Ο Σκοτ Φιτζέραλντ της λέει πως δεν είναι καλό. Απόπειρα αυτοκτονίας και μετα κι άλλη, κι άλλη μια, αμέτρητες. Παραισθήσεις. Φοβίες. Εμμονές ιδέες. Μανία καταδίωξης. Είναι εκεί, στο Παρίσι, που εκείνος, ήδη αλκοολικός, πίνει, γράφει και αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα, όταν η Ζέλντα, εκδηλώνει συμπτώματα σχιζοφρένειας. Μετα από έναν άγριο νευρικό κλονισμό βρίσκεται σε ψυχιατρική κλινική στην Ελβετία, για επιστρέψουν μαζί στις ΗΠΑ, όπου εκείνη πηγαίνει σε κλινική στην Βαλτιμόρη και περνά από δω και πέρα όλη της τη ζωή σε ιδρύματα, μέχρι το φρικτό τέλος της, κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς στο ψυχιατρείο όπου όπου νοσηλευόταν. Εκείνος θα πεθάνει σε ηλικία 44 ετών μόλις, από καρδιακή προσβολή. Είχε γράψει τέσσερα μυθιστορήματα. Αρκούσαν για να είναι ένας απ τους σπουδαιότερους συγγράφεις που έζησαν ποτέ. Η Πόλα Μακλέιν όμως δεν θα γράψει για αυτό το φλεγόμενο, αυτοκαταστροφικό ζευγάρι, την ατίθαση, με ψυχιατρικά προβλήματα Ζέλντα που δεν αποδέχονται τον σε επίπεδα ύβρεως για το θείο, ταλαντούχο, αλκοολικό Σκοτ Φιτζεράλντ – σύζυγο της, ως αδικία απ το ότι αυτή να μην έχει το ίδιο χάρισμα! Όχι! Η συγγραφέας μας, θα διαλέξει την εν γνώση της θαυμάστρια Χάντλι, με το ταλέντο να αγαπά εκείνον που δεν ανήκε ποτέ σε κανέναν…
Ο Χέμινγουεϊ της Πόλα Μακλέιν, σε ένα Παρίσι του 20, δικής της έμπνευσης
Όλα αυτά τα πλάσματα της χαμένης γενιάς, για την Μακλέιν, είναι απλά ένα φόντο θρύλων. Χάνονται ι υγρασίες τους, τα όντα που είναι, γεμάτα αυτοκαταστροφή, σκιές, παθητικότητα, απελπισία, απαισιοδοξία, μανίες καταδιώξεις και τάσεις φυγής, τα όλα εξαρτήσεις, κραυγαλέες διαθέσεις εξορκισμού της σκοτεινιάς και της θλίψης με ξέφρενες βραδινές εξόδους σε κοσμικά κομψά μέρη ή σε καταγώγια λερά και σαγηνευτικά πρόστυχα. Ανάμεσα τους, φαλσταφικός, πληθωρικός εξουθενωτικά σα σε πρόκληση στον ίδιο τον Θεό, τη μοίρα, την τύχη, ο Χέμινγουεϊ. Από όλα τα ζευγάρια, εκεί στο Παρίσι, αυτής της περιβόητης «χαμένης γενιάς», η Μακλεϊν, δεν διαλέγει την παράφορη, καλλονή, που αναθεμάτιζε το ταλέντο του άνδρα της, Ζέλντα, ούτε την γεμάτη σεξουαλικότητα Νόρα του Τζόυς, ούτε την Τόλκας την τόσο έξω από νόρμες της εποχής, ούτε τις δυο συντρόφους που μοίρασε ταυτόχρονα τη ζωή του ο Εζρα Πάουντ, στα πλαίσια ενός ερωτικού τριγώνου παραδοχής και αποδοχής, αλλά ούτε την Αγγλίδα που παντρεύτηκε ο Τ. Σ. Έλιοτ για να πάρει την βρετανική υπηκοότητα. Όχι. Η συγγραφέα διαλέγει την Χάντλυ Ρίτσαρντσον, την πιο προβλέψιμη, την πιο καθαρή, την υγιή, την γαντζωμένη σύζυγο πάνω σε έναν μεγαλοφυή γίγαντα. Και μειώνει τα μεγέθη, το Παρίσι του αναβρασμού στον μεσοπόλεμο, τους συγγραφείς που υπέφεραν, καταραμένοι εντός τους για πάντα, για να χωράνε στα προάστια του Κλίβελαντ και οι θυελλώδεις συγκρούσεις γίνονται μια αισθηματική ιστορία! Η Πόλα Μακλέι έχει στην ιστορία να πατήσει πάνω στο βιβλίο του 1992, που έγραψε η Τζόγια Ντιλιμπέρτο, που βασίστηκε σε εκτεταμένη έρευνα, συμπεριλαμβανομένης μια αποκλειστικής και εκ βαθέων σειράς συνομιλιών την Ρίτσαρσον και που επανεκδόθηκε το 2011 ως «Παρίσι χωρίς τέλος: Η αληθινή ιστορία της πρώτης συζύγου του Χέμινγουεϊ . Η Χάντλυ απ το Σαίντ Λιουίς του Μιζούρι, είναι το χαϊδεμένο παιδί της μαμάς γιατί είναι φιλάσθενη. Η μαμά προστατευτική θεωρεί την κόρη της, ένα πλάσμα εύθραυστο για αυτόν τον κόσμο και την μεγαλώνει μακριά από κούραση, αγωνίες και έκθεση στον κόσμο. Ο πατέρας της, ένας περισσότερο εξωστρεφής άνθρωπος, θα αυτοκτονήσει λόγω οικονομικών προβλημάτων. Εκείνη θα εγκατέλειψε το Κολέγιο γιατί την άγχωνε πολύ και θα προσπαθήσει να κάνει καριέρα πιανίστριας, χωρίς όμως ταλέντο! Καταλήγει να παίζει μια φορά την εβδομάδα στην εκκλησιά. Όταν πεθάνει η μαμά θα πάει σε μια φίλη της στο Σικάγο και απελευθερωμένη από κάθε προστατευτικότατα θα ριχτεί με τα μούτρα στον έρωτα της για τον Χέμινγουεϊ που έχει μόλις γνωρίσει. Εκείνος, στον πόλεμο στην Ιταλία, έχει κινδυνέψει να του ακρωτηριάσουν το πόδι. Εκεί μια όμορφη νοσοκόμα ξενυχτά δίπλα του και κάνει πλύσεις στο τραυματισμένο πόδι, προσπαθώντας να πείσει τους χειρουργούς να του δώσουν χρόνο και να μην τον αφήσουν μισό, τόσο νέο. Είναι η Αγκνες Φον Κουρόφσκι. Η γυναίκα που θα γίνει το πρότυπο του για το μεταγενέστερο θρυλικό “Αποχαιρετισμό στα όπλα”, του οποίου το τέλος έγραψε 38 φορές γιατί δεν έβρισκε τις «σωστές λέξεις» . Αυτή λοιπόν, είναι η γυναίκα που θα ερωτευτεί με πάθος. Η γυναίκα που θα τον απορρίψει και θα τον βυθίσει στην κατάθλιψη και που δεν έχει ξεπεράσει. Γιατί όχι να μην ενδώσει σε ένα αίσθημα με την αφοσιωμένη Ελίζαμπεθ Χάντλυ Ρίτσαρντσον, την άβγαλτη, που έπαιζε πιάνο στην εκκλησία τις Κυριακές, λοιπόν; Θα φύγουν για Παρίσι, εκείνος θα δουλεύει ανταποκριτής για την Τορόντο Σταρ, θα κάνουν παρέα με τον Εζρα Πάουντ, θα τους συστήσει στην Στάιν, θα γίνουν όλοι μια παρέα σαν οικογένεια. Και εκείνος θα αρχίσει να κοιτάει στα μάτια μια άλλη ζωή, λείποντας απ το σπίτι, γράφοντας πολύ, βγάζοντας περιοδικό με τον Παουντ και φεύγοντας για τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, από το Παρίσι στη Θράκη, παρά το γεγονός ότι η Χάντλυ Ρίτσαρντσον δεν ήθελε και ούρλιαζε να μείνει μαζί της. Η Χάντλυ χάνει την περιουσία της. Ο Χέμινγουεϊ χάνει την δουλειά του. Κατηγορεί εκείνην για όλα. Και στη ζωή του, τέσσερα μόλις χρόνια από τον γάμο τους και με έναν γιό απ αυτόν, έχει μπει η βαθύπλουτη ελαφρώς δημοσιογράφος Πολίν Πφάιφερ, που του την έχει γνωρίσει ο Σκοτ Φιτζέραλντ και κάνει την κολλητή φίλη της Χάντλυ, ακολουθώντας τους, πάντα στα ταξίδια τους. Η Ελίζαμπεθ για τρία χρόνια δεν έδινε στον Έρνεστ διαζύγιο, ώστε τελικά το 1927, ενέδωσε. Έξι χρόνια μετά το διαζύγιο, η πρώτη σύζυγος του Χέμινγουέι, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τον δημοσιογράφο, τον Πολ Μορέρ, που είχε γνωρίσει στο Παρίσι. Και τότε ο Χέμινγουεϊ την θέλει ξανά, πιστεύοντας πως είναι η μεγάλη αγάπη της ζωής του και η αδελφή ψυχή της ύπαρξης του. «Ονειρευόμουν ότι θα με περίμενε για πάντα και κάποτε θα έβρισκα την δύναμη να αφήσω την Πολίν και να επιστρέψω στην αγαπημένη μου οικογένεια» αποκάλυψε στον Ααρών Έντουαρντ Χότσνερ και ακόμα πως από τότε που βγήκε το διαζύγιο, της έγραφε συχνά για να της πει πόσο πολύ την αγαπούσε. Αλλά τελικά η Χάντλεϊ του έγραψε ότι οι επιστολές του ενοχλούσαν το νέο σύζυγό της κι έτσι η αλληλογραφία σταμάτησε. Κι άλλο διαζύγιο, καβγάδες, προσβολές. Ξανά στο Παρίσι. Εντελώς τυχαία, ο Χέμινγουεϊ συνάντα την αγαπημένη του Χάντλεϊ. Έβγαινε από ένα ταξί. Έτρεξε και την αγκάλιασε. Της ζήτησε να πιούν λίγη σαμπάνια μαζί. «Θα σ ‘αγαπώ πάντα», της είπε. Σήκωσε το ποτήρι της, τσούγκρισε το δικό του και του είπε ότι έπρεπε να φύγει. Όπως περίμεναν στη γωνία για τα φανάρια να αλλάξουν, της είπε: «Θέλω να ξέρεις Χάντλεϊ, θα είσαι το αληθινό κομμάτι κάθε γυναίκας για την οποία θα γράφω. Θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου ψάχνοντας εσένα». Όταν το φανάρι έγινε πράσινο, η Χάντλεϊ τον φίλησε για αντίο και χάθηκε απ τη ζωή του για πάντα…
«Η ευτυχία σε έξυπνους ανθρώπους είναι το πιο σπάνιο πράγμα που ξέρω» – Έρνεστ Χέμινγουεϊ
Το λογοτεχνικό του έργο του Χέμινγουεϊ έχει ήδη ξεκινήσει. Εκεί, στα γραπτά του, σιωπαίνουν οι φωνές των ετοιμοθάνατων και οι εκκωφαντικές σιωπές των νεκρών από τους πολέμους. Εκεί κατασταλάζει η βαρβαρότητα των σακατεμένων κορμιών των Παγκόσμιων Πολέμων, του Ισπανικού Πολέμου, του Ελληνοτουρκικού ολέθρου στην Θράκη και στην Σμύρνη. Παντρεύτηκε την Πφάφερ και άλλες δυο φορές μετά από εκείνη. Έκανε παιδιά. Πνίγηκε στο αλκοόλ. Βυθίστηκε σε θάλασσες μεθυσμένων σκιών. Παρέες είχε μόνο για να πίνει. Μέρη μόνο για να πίνει. Αφορμές για να πίνει. Η χαρά, η θλίψη, το γράψιμο, η γιορτή, το πένθος. Όλα. Γεμίζουν το ποτήρι του. Ζει στην άκρη της Αμερικής, στο Κι Γουέστ. Στην Κούβα. Πάντα μακριά, πουθενά να βρίσκει πατρίδα. Κυνήγι, ψάρεμα τεραστίων θαλάσσιων όντων, ταυρομαχίες. Το βλέμμα να βάφεται κόκκινο, η αδρεναλίνη είναι να παλεύει τις σκοτεινιές. Ταξίδια, άλλος ένας Πολεμος, πολύ μεγάλος αυτή τη φορά με τον παραλογισμό να έχει απλωθεί σε όλο τον πλανήτη. Πλήθος οι απώλειες. Οι φίλοι του, ο Φιτζέραλντ, οι συνεργάτες του, ο πατέρας του, ο αδελφή του, ο αδελφός που αυτοκτονούν. Το 1946 επιστρέφει στην Αμερική. Όλα πια, δείχνουν να μην έχουν σημασία. Ούτε το ότι η αμερικανική κριτική τον αμφισβητεί, τον αποδομεί, τον γελοιοποιεί. Τα θηρία μέσα του γιγαντώνονται. Πιστεύει πως η CIA θέλει να τον σκοτώσει και τον παρακολουθεί. Παντού σκιές και κίνδυνος. Παράνοια! Και όμως. Δεκαετίες μετά τον θάνατό του, κρυμμένα αρχεία της CIA αποδεικνύουν πως πράγματι κάποιος ήταν πάντα πίσω του, κρυμμένος στα σκοτάδια, να ψάχνει τη ζωή, το έργο του, κάθε του δημοσίευση, να αναζητά στα κρυμμένα μηνύματα τον κομμουνιστή, τον αντικαθεστωτικό, τον κατάσκοπο. Τον έχουν όλοι για ξοφλημένο, αλκοολικό, μισότρελο γέρο. 1951. “Ο Γέρος και η Θάλασσα”. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life. Όσοι τον αμφισβήτησαν, φωνάζουν πιο δυνατά τις ιαχές της αποθέωσής του, μπας και ξεχαστούν όσα είπαν και έγραψαν. Ένα μικρό διαμάντι λόγου! Βραβείο Πούλιτζερ και το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1954. Άλλο ένα ταξίδι στην Ισπανία και αργότερα στην Αφρική. Εκεί παθαίνει δυο αεροπορικά ατυχήματα, σε μια διαδρομή κανονικά μιας μέρας που δεν του επιτρέπουν τελικά να βρεθεί στην απονομή του Νόμπελ. Τα ταξίδια τελειώνουν! Δεν έχει πια άγνωστα τοπία προς εξερεύνηση, ούτε πολέμους να ζήσει, παρ’ εκτός από αυτούς μέσα του. Κατάθλιψη βαριάς μορφής. Παρανοϊκές εμμονές. H CIA πίσω από τις κουρτίνες, μέσα στο μπάνιο του, στην άκρη του διαδρόμου. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Κούβα που λάτρεψε. Κέτσουμ. Το δικό του Αϊντάχο. Λίγο πριν τον επίλογο, κανείς λογοτέχνης δε θα ‘βαζε τον ηρώα του να περάσει τόσα. Θα τον αγαπούσε. Θα τον δικαίωνε. Θα τον αξίωνε, να πεθάνει σε ένα πεδίο μάχης ή σε ένα κυνήγι στην Αφρική, σε μια αναμέτρηση με το μεγαλύτερο θήραμα που υπήρξε ποτέ. Ο Θεός πάλι, δεν δείχνει να συμμερίζεται την συγγραφική ηθική. Κλινική Mayo. 15 θεραπείες με ηλεκτροσόκ. Του κάνουν κακό. Χάνει τη μνήμη του. Ξεχνάει ποιος ήταν και ποιους αγάπησε. Ένα συναίσθημα επικρατεί στην ύπαρξη του. Τρόμος! «Μη ρωτάς για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Χτυπάει για σένα» έχει γράψει οδυνηρά. Στις 2 Ιουλίου, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του, η σφαίρα βρίσκει άλλη μια φορά στόχο. Θήραμα για τον παθιασμένο κυνηγό είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Εκείνος ο εαυτός που και ο ίδιος, ακόμα, δύσκολα φαίνεται να αντέχει τη μεγαλοσύνη του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Κέτσουμ. Φαντάσματα εκεί γύρω, οι μεθυσμένοι νεκροί από χρόνια φίλοι του, η Χαμένη Γενιά του Παρισιού, εκεί στη θρυλική Μονμάρτη, με τα ποτά τους, που ‘ζήσε για να τους δει να φεύγουν πριν από τον ίδιο, αιώνια πότες και οι αυτόχειρες συγγενείς του, ένας ένας: ο πατέρας του, η αδελφή του Ούρσουλα, ο αδελφός του Λέστερ, η πανέμορφη εγγονή του Μαργκό. Για ποιον αλήθεια, χτυπάει η καμπάνα, στο τέλος; Τσακισμένος από τις ψυχιατρικές κλινικές, απ τις ισχυρές φαρμακευτικές αγωγές, τα απόλυτα προσωπικά του αδιέξοδο και τα εσωτερικά του θηρία, δύο εβδομάδες πριν αυτοκτονήσει, μιλάει για τελευταία φορά με τον Ααρών Χότσνερ: «Πες μου αυτό: Πώς ένας νεαρός άνδρας ξέρει πότε ερωτεύεται για πρώτη φορά – πως μπορεί να ξέρει ότι θα είναι η μόνη αληθινή αγάπη της ζωής του; Πώς μπορεί να ενδεχομένως να ξέρει;» τον ρώτησε. Δεν περίμενε καμία απάντηση. «Θα κοιμηθώ τώρα» είπε «με λίγη τύχη», είπε, «ίσως ονειρευτώ το Παρίσι»…