
Με αφορμή το ξέσπασμα της πανδημίας που βιώνουμε με τις δραματικές και ανατριχιαστικές στατιστικές και την θανατηφόρα επέλαση του παράξενου αυτού ιού που έχει αλλάξει άρδην τις ζωές μας, τέθηκε και προβλήθηκε το ζήτημα της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης με τέτοιο τρόπο, όπως ποτέ άλλοτε δεν έχει γίνει στο παρελθόν.

Μέσα στα πολλά μηδενικά που δομούν τα εκατομμύρια και τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που υπάρχουν στις επαρχίες και στις πόλεις, άρα στις χώρες, άρα στις ηπείρους, οι συγκυρίες αποτελούν απλώς το άθροισμα των επιλογών (ή των μη επιλογών) των ανθρώπων, όπου μοιραία είμαστε όλοι καταδικασμένοι, να υποστούμε τις συνέπειες είτε των δικών μας πράξεων, είτε των άλλων. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σήμερα περισσότερο από ποτέ.

Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι αυτό που ονομάζουμε, τύχη ή πεπρωμένο, είναι απλώς ένα συνονθύλευμα πράξεων ενός περιβάλλοντος του οποίου όλοι είμαστε μέρος. Ηθελημένα ή άθελα μας λοιπόν κατά αυτό τον τρόπο, φέρουμε ευθύνη των πράξεων μας, οι οποίες έχουν αντίκτυπο σε ένα εύρος φάσματος, εντός του οποίου βρίσκονται πεδία που αφορούν (εκτός της δημόσιας υγείας όπως αποδείχθηκε), τις δημόσιες σχέσεις μας, τα κριτήρια επιλογής των ανθρώπων που εντάσσουμε στη ζωή μας, την πολιτική μας τοποθέτηση στην κάλπη, ακόμη και τον επαγγελματικό μας προσανατολισμό ή την εξέλιξη του. Μπορούμε να πούμε δηλαδή, ότι οι επιλογές μας καθορίζουν σαφώς και αδιαμφισβήτητα τη ζωή μας και αποτελούνται από όλα εκείνα τα υλικά που συνειδητά ή ασυνείδητα επιλέγουμε να σκεφτούμε, να συνθέσουμε και κατ’ επέκταση να πράξουμε. Έτσι, σε αυτή ακριβώς πάνω τη συλλογιστική, το άθροισμα των επιλογών και των μέσων που διαθέτουμε ως άτομα, καθορίζουν τις ατομικές και συλλογικές μας τύχες.

Αναπόφευκτα βέβαια, γεννάται ένα σημαντικό ερώτημα: Σε ποιο βαθμό οι άνθρωποι είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε τις επιλογές μας, τη συμπεριφορά μας, τα λόγια και τις πράξεις μας; Ο άνθρωπος, στο δρόμο της αποφυγής των όποιων ευθυνών του, αποφεύγει τη ενηλικίωση, την ειλικρινή τοποθέτηση δηλαδή και την ανάληψη της ευθύνης ολόκληρης της ζωής του. Η ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης, θα σήμαινε πως το ίδιο το άτομο ευθύνεται (κατά συντριπτικό ποσοστό), για όλα τα δεινά που βιώνει, αν και εφόσον του συμβαίνουν γεγονότα που πυροδοτούν τέτοια αρνητικά συναισθήματα. Άρα λοιπόν, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα κατρακυλούσε σε κουτσομπολιό, δεν θα επιδιδόταν σε μίζερα ξεσπάσματα, δεν θα έσκυβε για να υποδυθεί το θύμα ή να εθιστεί στην υπερβολή πάσης φύσεως και να ζητιανέψει ψίχουλα ευφορίας, αλλά απλώς θα αναλάμβανε δράση.

Η ανάληψη δράσης βέβαια, προϋποθέτει τη θέληση του ατόμου να απεγκλωβιστεί και να αποφασίσει να αλλάξει στάση και ερμηνείες απέναντι στον κόσμο, ο οποίος είναι απλώς μια αντανάκλαση των πεποιθήσεων του. Όμως το στοίχημα, δεν είναι απαραίτητα να φτάσει σε αυτό το στόχο, αλλά να ξεπεράσει τις δικαιολογίες που θα υποβάλει το ίδιο το άτομο στον εαυτό του ως εμπόδια προς την πραγμάτωση του στόχου. Συνεπώς, αν παραδεχτούμε πως οι παραπάνω ισχυρισμοί έχουν βάση, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η ανθρωπότητα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ μια μεταμόρφωση τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, η οποία θα πραγματοποιηθεί μέσα από τον δύσκολο και επίπονο δρόμο της ανάληψης των ευθυνών που αναλογεί στο άτομο. Όλα όσα ζητάμε λοιπόν να αλλάξουμε, είναι ζήτημα ευθύνης, επανατοποθέτησης και δράσης.

Ο Γιώργος Συμνιανάκης, γεννήθηκε στις 26/01/1994 και είναι φοιτητής του τμήματος φιλολογίας, στο ΕΚΠΑ. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ηθική Αυτουργία», από τις εκδόσεις «Ανώνυμο Βιβλίό», το 2016 και «Ο τοξότης», από τις εκδόσεις «Όστρια» το 2018. Ποιήματα του έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά: «Homo Universalis», «fractal», «Μονόκλ», «ποιείν», «Με ανοιχτά βιβλία».
