A pandemic Christmas Carol

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ

Οι σταγόνες της βροχής στόλιζαν το παράθυρο, όπως πάντα σχεδόν τέτοια εποχή – και όχι μόνο. Ο ουρανός, γκρίζος, όπως σχεδόν πάντα τέτοια εποχή – και όχι μόνο. Χριστουγεννιάτικο σκηνικό χωρίς χιόνι. Χωρίς τη λευκότητα που προσπαθεί να εξαγνίσει το τοπίο, πριν μετατραπεί κι αυτό με τη σειρά του σε γκρίζα λάσπη.  Μέσα στο διαμέρισμα, ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο με στολίδια λευκά και κόκκινα και λίγα χρωματιστά, λαμπιόνια που μένουν αναμμένα όλο το χρόνο με το που πέφτει η νύχτα, για να παλεύουν όσο μπορούν ενάντια στο μέσα και στο έξω σκοτάδι. Πράγματα, πολλά πράγματα, άλλα δώρα από αγαπημένους ανθρώπους, άλλα σουβενίρ από περασμένα ταξίδια, σαν να προσπαθούν κι αυτά να συμβολίσουν συναισθήματα, να πάρουν ζωή σα μοντέρνοι Καρυοθραύστες.

“Τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι διαφορετικά” λέει το κλισέ, και το λέω κι εγώ στο σύντροφό μου. Βάλαμε τα δυνατά μας για να δημιουργήσουμε μια ατμόσφαιρα όσο γίνεται πιο γιορτινή. Η αγάπη δε λείπει στο σπίτι μας, αλλά η αγάπη, όσο την μοιράζεσαι, τόσο μεγαλώνει. Προσπαθούμε λοιπόν να τη μεγαλώσουμε με την τεχνολογία: βιντεοκλήσεις, τηλέφωνα, διαδικτυακά δώρα και κάρτες, από και προς τις οικογένειες, τους φίλους και αγαπημένους μας. Το γιορτινό τραπέζι είναι σχεδόν έτοιμο. Με ένα αίσθημα ανολοκλήρωτου, αποσυνδεόμαστε από την τελευταία γιορτινή βιντεοκλήση. Για φέτος, έχουμε βάλει τα καλά μας, κι έχουμε στολίσει το σπίτι και το τραπέζι με γιορτινά εδέσματα και φανταχτερές διακοσμήσεις: τα κολωνάτα ποτήρια, γαλάζια για να θυμίζουν τη θάλασσα, πετσέτες με το πράσινο και το κόκκινο των γκυ σε ενα φόντο χιονάτο, το καλό σερβίτσιο. “Η καραντίνα θέλει καλοπέραση”, όπως συνηθίζω να λέω. Δε μας έχουν μείνει και πολλά άλλα. Την ατμόσφαιρα του σπιτιού στολίζει η χριστουγεννιάτικη μουσική, κάνοντας το μυαλό να πιστέψει ότι σε λίγο θα φτάσουν και οι υπόλοιποι καλεσμένοι – θα φτάσουν, αλλά μάλλον του χρόνου… Ευχαριστούμε το Θεό ή όποιον θεωρούμε ότι παίζει το ρόλο του γιατί έχουμε ο ένας τον άλλον, αλλά κάτι λείπει. Πολλά λείπουν, και αυτό το αίσθημα ανεκπλήρωτου δεν γεμίζει με λαμπιόνια και στολίδια. Οι γονείς που έχουμε να δούμε καιρό, αυτοί που έφυγαν για πάντα, τόσα ταξίδια που δεν κάναμε, ο κόσμος μας ολόκληρος που είναι άρρωστος… Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα. Μαζεύουμε τα γιορτινά πιάτα και ποτήρια μας και καταλήγουμε, όπως κάθε βράδυ εδώ και 9 μήνες και 17 μέρες, στον καναπέ. Χαζεύουμε χριστουγεννιάτικη τηλεόραση και ταινίες, αλλά στην πραγματικότητα μιλάμε για τους ανθρώπους μας: πώς τους είδαμε στην βιντεοκλήση, πώς γιορτάζουν σήμερα, πόσο μας λείπουν. Πόσο αγωνιούμε κι εμείς κι αυτοί για το τώρα και το μετά. Ο ύπνος μας παίρνει ελαφρά πάνω στην κόκκινη κουβέρτα, στη θαλπωρή από κεριά και λαμπιόνια. Ο μισοκοιμισμένος νους μου ταξιδεύει έξω από το παράθυρο, κάτω από το ψιλόβροχο και πάνω από τις σκεπές και τις καμινάδες.

Με κρατάει απ’ το χέρι το Φάντασμα των Περασμένων Χριστουγέννων. Είναι μια κοπέλα ντυμένη στα ολόλευκα με ένα στεφάνι από γκυ να στολίζει το κεφάλι της, τα μακριά της μαλλιά και το ολόλευκο σαν τη φορεσιά της πρόσωπο. “Δεν πιστεύω ότι υπάρχεις”, της λέω, “αλλά έχω δει και διαβάσει την ιστορία του Ντικενς τόσες φορές, που για απόψε θα το πιστέψω…”. “Alright! You can do as you please!” μου απαντάει. “Υποψιάζομαι που πάμε” της λέω, “αλλά δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη”. “Too late!” μου απαντάει. “Σχεδόν φτάσαμε”.  Βρισκόμαστε σε ένα μεγάλο μπαλκόνι. Είναι βράδυ Χριστουγέννων αλλά δεν κάνει και πολύ κρύο. Ο ουρανός είναι ξάστερος. Νότια κλίματα. Πλησιάζουμε το τζάμι μιας μεγάλης μπαλκονόπορτας. Και κοιτάμε μέσα: δυνατή γιορτινή μουσική ακούγεται, στη μητρική μου γλώσσα. Πολλοί αγαπημένοι, όλων των ηλικιών. Ο θείος μου, με το γιλέκο και την καλή του γραβάτα, σέρνει το χορό, και η θεία μου, καθισμένη στην καλή πολυθρόνα, τον θαυμάζει. Στο τραπέζι, αμέτρητες πιατέλες με φαγητά, μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Η μαμά μου πηγαινοέρχεται και τα ξαδέρφια μου κι οι αδερφές της την ακολουθουν. Ωσπού αφήνει κι αυτή κάτω τις πιατέλες και πιάνει το χορό. Το παλιό μου χριστουγεννιάτικο δέντρο, και δίπλα εγώ με τα καλά μου, κοιτώντας ανυπόμονα τα δώρα κάτω από το δέντρο. Ο μπαμπάς μου είναι ακόμα εκεί, και γελώντας με τον ξάδερφό μου, ανοίγει μια σαμπάνια. Η θεία μου έχει αποσυρθεί στον καναπέ με τη μικρή μου ξαδέρφη για εκμυστηρεύσεις και συμβουλές. Ο νιόπαντρος ξάδερφός μου λάμπει από χαρά. Όλοι λάμπουν από το φαΐ, το ποτό και την ευτυχία, όμως με έναν τρόπο καθημερινό. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι το τώρα τους αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα. Θέλω να μπω μέσα να τους το πω. Αλλά δε μπορώ. Δε με βλέπουν και δε με ακούνε πια. “Κλαις;” με ρωτάει το Φάντασμα. “Ναι” της λέω. “Άλλωστε γι’ αυτό δε με έφερες εδώ;”. “Όχι”, μου απαντάει. “Αφού έχεις δει και διαβάσει την ιστορία του Ντικενς τόσες φορές, ξέρεις γιατί σε έφερα εδώ.” Και βρίσκομαι πάλι στον καναπέ μου. Με το κουρασμένο μου μυαλό, κάνω μια προσπάθεια να σηκωθώ, αλλά, πριν καν προλάβω, αισθάνομαι μια παγωμένη ανάσα στο λαιμό μου. Γυρνάω να κοιτάξω, αλλά βρίσκομαι πάλι έξω στη σκοτεινή νύχτα…

Το φεγγάρι έχει χαθεί. Δίπλα μου, ένα Φάντασμα χωρίς πρόσωπο, ένας μαύρος μανδύας χωρίς σώμα, μια ενσάρκωση του παγερού αέρα. Δεν πετάμε πλέον. Είμαστε στη Γη και περπατάμε. Του μιλάω και δεν απαντάει. Δεν έχω καμία αμφιβολία: είναι το Φάντασμα των Φετινών Χριστουγέννων. Στρίβουμε στη γωνία και ξαφνικά βρισκόμαστε σε ένα διάδρομο νοσοκομείου. Τα φώτα, χαμηλά, όσο γίνεται. Νοσοκόμες και γιατροί πηγαινοέρχονται, όλοι καλυμμένοι από την κορφή ως τα νύχια, με γάντια και μάσκες και πλαστικά γυαλιά που κρύβουν τα κουρασμένα τους μάτια. Στα κρεβάτια, άνθρωποι όλων των ηλικιών, αλλά κυρίως μεγάλοι, σαν σε κώμα πίσω από πλαστικούς αναπνευστήρες δίνουν μάχη για να ζήσουν ακόμα μια μέρα. Κανένας συγγενής και φίλος πουθενά. Όλοι μόνοι, καποιοι με ένα κινητό τηλέφωνο δίπλα τους, για να μπορέσουν να μιλήσουν, έστω και έτσι, με τους αγαπημένους τους, τις ώρες που αισθάνονται κάπως καλύτερα και που τα πνευμόνια τους τους το επιτρέπουν. Στο βάθος, φορεία καλυμμένα με σεντόνια. Στρέφω το βλέμμα μου αλλού. “Δεν έχει Χριστούγεννα εδώ” αναφωνώ, χωρίς να περιμένω απάντηση. Βλέπω δίπλα ένα δωματιάκι. Τα προγράμματα με τις βάρδιες είναι κρεμασμένα στον τοίχο, κάτω από χριστουγεννιάτικες γιρλάντες που αναφωνούν “Merry Christmas!”, χωρίς να έχουν συναίσθηση του που βρίσκονται. Δίπλα μια μεγάλη ζωγραφιά από παιδιά “Σας ευχαριστούμε γιατροί και νοσοκόμοι!” κι ένα μικρό, Χριστουγεννιάτικο δεντράκι. Μια νοσοκόμα, κατάκοπη, κάθεται σε μια καρέκλα να ξεκουραστεί για όσο χρόνο καταφέρει να ξεκλέψει. Έχει βγάλει τη μάσκα της και μιλάει στο τηλέφωνο, μάλλον με τα παιδιά της, που έχουν μείνει ξάγρυπνα να την περιμένουν, ίσως γιατί υποψιάζονται ότι η μαμά τους είναι ο πραγματικός Αη Βασίλης. Στρίβουμε στην επόμενη γωνία. Ο δρόμος που περνάμε γνώριμος. Εκεί όπου συνήθως βρίσκονται δύο άστεγοι άνθρωποι, τώρα βρίσκονται πέντε. Το Φάντασμα δείχνει ένα σπίτι ισόγειο με δυο παράθυρα. Το καθένα αντιστοιχεί σε ένα μικρό διαμέρισμα. Στο ένα διαμέρισμα, ένας κύριος μεγάλης ηλικίας έχει φορέσει τα γιορτινά του: το καλό του σακάκι, πουκάμισο και παντελόνι, και το επίσημό του παπιγιόν. Κρατάει ένα ποτήρι κρασί και, καθισμένος στην πολυθρόνα, παρακολουθεί μόνος του τα εορταστικά προγράμματα στην τηλεόραση. Δίπλα του, ένα τραπεζάκι με ένα παλιομοδίτικο τηλέφωνο και πολλές φωτογραφίες: η οικογένειά του και τα εγγόνια του. Πιάνει μια στα χέρια του και την κοιτάει με νοσταλγία. Στο διπλανό διαμέρισμα, μια οικογένεια τρώει σε ένα τραπέζι με λιγοστά φαγητά, απ’ αυτά που θα δει κανείς σε προσφορά στα σουπερ μάρκετ. Τα παιδιά, χαρούμενα παίζουν με τα καινούργια τους παιχνίδια, αν και λιγοστά και φθηνά. Ο πατέρας έχει τα χέρια στο κεφάλι του. Φαίνεται απόμακρος και ανήσυχος. Από το μισάνοιχτο παράθυρο, ακούω ανεπαίσθητα λίγες κουβέντες: ο πατέρας έχασε τη δουλειά του. Είμαι σίγουρη ότι ξέρω γιατί το Φάντασμα των Φετινών Χριστουγέννων δε μιλάει. Δεν χρειάζεται. Και βρίσκομαι πάλι στον καναπέ.

Χωρίς να προλάβω να κάνω δεύτερη σκέψη, μέσα από τα κλαδιά του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, ένα στολίδι παίρνει ζωή: μπροστά μου στέκεται ένας άντρας ψηλός και γιορτινός, με μακριά καστανά μαλλιά και μούσια, κόκκινη φορεσιά, ένα στεφάνι στο κεφάλι και ένα πυρσό στο χέρι. Το πρόσωπό του γελάει. “Ακόμα κάθεσαι;” μου λέει. “Πάμε!”. Βρισκόμαστε πάλι ψηλά στον ουρανο, πολύ ψηλότερα από πριν, ανάμεσα από τα σύννεφα. Το φεγγάρι έχει επιστρέψει και φωτίζει θάλασσες και πεδιάδες. Προσγειωνόμαστε έξω από ένα σπίτι με κήπο. Και κοιτάμε μέσα: ένα μεγάλο πάρτυ. Στολίδια παντού και μικρά παιδιά να τρέχουν, σαν να έχουν να ιδωθούν από μήνες και να προσπαθούν να παίξουν όσο περισσότερο γίνεται μέχρι να έρθει η πολυπόθητη ώρα για τα δώρα. Ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο με στολίδια που καθένα τους μου θυμίζει κάτι από το παρελθόν. Είναι όλοι εκεί, εκτός από αυτούς που λείπουν και που θα λείπουν για πάντα, αλλά που με κάποιο μαγικό τρόπο, αισθάνομαι ότι είναι ακόμα παρόντες. Είναι εκεί και πολλοί φίλοι, γείτονες, γνωστοί που πέρασαν απλά να πουν ένα γεια στο δρόμο τους για ένα άλλο πάρτυ: όλοι μας σαν να θέλουμε να χορτάσουμε την ανθρώπινη συντροφιά όσο γίνεται περισσότερο. Σαν να την είχαμε στερηθεί για καιρό. Στον κήπο, πέφτει το μάτι μου σε μια αποθήκη με μισάνοιχτη πόρτα. Μέσα, παλιά, χρήσιμα και άχρηστα αντικείμενα και εργαλεία. Και σε μία γωνία, μέσα σε ένα διαφανές κουτί, μάσκες. Μάσκες χάρτινες, χειρουργικές, υφασμάτινες, σε όλα τα μεγέθη. Μάσκες γαλάζιες και πολύχρωμες, μάσκες με χριστουγεννιάτικα μοτίβα, τώρα πλέον φθαρμένες, σαν άχρηστες από χρόνια. Κανείς δεν τις έχει αναζητήσει εδώ και πολύ καιρό, σκέφτομαι και χαμογελάω. Ξαναγυρίζω το βλέμμα μου μέσα στο σπίτι. Βλέπω εμένα και το σύντροφό μου με λίγα χρόνια παραπάνω στην πλάτη μας. Εχουμε σηκωθεί και κάνουμε πρόποση στους καλεσμένους μας με ένα ποτήρι κρασί σε ζωηρό κόκκινο χρώμα. Πάνω στο μπουκάλι, είναι γραμμένη σε όμορφη καλλιγραφία, αυτή η φράση: “Αυτή είναι η εποχή για κρασί, τριαντάφυλλα και μεθυσμένους φίλους. Χαρείτε γι’ αυτή τη στιγμή. Αυτή η στιγμή είναι η ζωή σας. “.  Κοιτάω το Φάντασμα, που μόνο με φάντασμα δε μοιάζει, και με τη σειρά του γελάει δυνατά, σαν να εκπέμπει Ελπίδα. Ναι, αυτό είναι σίγουρα το Φάντασμα των Μελλοντικών Χριστουγέννων! Ξυπνάω απότομα. Αγκαλιάζω το σύντροφό μου ενώ αυτός λαγοκοιμάται. Ψιθυρίζω “όλα θα πάνε καλά! Είμαστε πολύ τυχεροί τελικά!”. Αυτή τη φορά το πιστεύω. Σηκώνομαι και αισθάνομαι ότι το αποψινό όνειρο με όπλισε με ακόμα περισσότερη υπομονή κι ελπίδα. Κοιτάζω το χριστουγεννιάτικο φεγγάρι έξω από το παράθυρο και σκέφτομαι πως η ζωή μας δεν είναι μόνο η νοσταλγία του παρελθόντος και η αναμονή του μέλλοντος. Η ζωή μας είναι τώρα και δεν είναι δεδομένη. Γι’ αυτο ας τη ζήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Καλά Χριστούγεννα!