Μάης στην Ελλάδα! Η άνοιξη καλπάζει. Έχει ορμές, ορμόνες, πάθος χωρίς όρια και αναστολές. Μετά θα κουραστεί και θα χει σίγουρη και ματαιόδοξη κατάδική της, δεδομένη την ομορφιά της! Τώρα να περπατάς νύχτα και να μυρίζουν ήδη, νυχτολούλουδα, πασχαλιές, τρυφερές λεμονιές, εκμαυλιστικές νεραντζιές σε λουλουδάκια μικρούλια, τέλεια, θεϊκού καλλιτέχνη έργα! Η έκρηξη της άνοιξης! Και ναι! «Ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος» και «νύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια»! Πάσχα και άνοιξη, Θεέ μου! Θάνατος και γέννηση και Ανάσταση! Δε ξέρω αν η Ελλάδα είναι ωραιότερη χώρα του κόσμου –μάλλον όχι- αλλά για μας, τις μνήμες, τα παιδικά χρόνια σε εκκλησιές στα χωριά των παππούδων, όταν ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά και άχρονα αργά, τα μεσημέρια της ησυχίας και του ύπνου των μεγάλων διαρκούσαν για πάντα και είχε ο κόσμος χρώματα και μυρωδιές οι μήνες και για μας, στις εσχατιές του κόσμου, αυτή μόνο μπορεί να ναι η άνοιξη και καμία άλλη.
Πρέπει να ‘χει σιωπή και προσμονή. Να ‘χει έναν ήχο πένθιμο καμπάνας και μια στέρηση, κάποια νηστεία, μια μικρούλα αυτοτιμωρία. Να ‘ναι γεμάτη λουλούδια, όλο ζωή, όχι έτοιμα να πεθάνουν, σα κατακόκκινες αιμάτινες παπαρούνες ή μωβ λυτρωμένες πασχαλιές, μικρά κυκλάμινα συστολικά να στρέφουν το λιγωτικό τους χρώμα το έντονο, στο χώμα. Να ‘χει τα ρούχα τα καλά, τα καινούργια και τα κόκκινα ή λευκά λουστρίνια παπούτσια στο κουτί, να φορεθούν στην Ανάσταση και την Κυριακή, την πολυπόθητη του Πάσχα. Να ‘χει λαμπάδες με κορδέλες, στολίδια, τούλια και χρώματα ανοιξιάτικα τρελά. Να ‘ναι η άνοιξη εκμαυλίστρια, να σ’ αφαιρέσει, να σε τρελαίνει, να σου απαγορεύει και να σου υπόσχεται. Να ‘ναι κεριά ανάμενα σε λιτανείες και περιφορές, βλέμματα σκοτεινά, ελάχιστα φωτισμένα σε φλόγα που τρεμοσβήνει, που κάνουν Χιροσίμα από το πάθος και αγγίγματα τυχαία, να γίνονται εγκαύματα στην ανύποπτή σου σάρκα. Και να ‘χει πάντα συννεφιά τη Μεγάλη Παρασκευή. Και ήλιο στην Ανάσταση. Και η γλύκα του θανάτου με την υπόσχεση της αρχής της πάλι και η θυσία και η προσφορά να ‘ναι καιρός και μνήμη και συνέχεια και όλο τέλος και πάλι αρχή και δως του και ξανά και τίποτα να μη τελειώνει και η μνήμη να ‘ναι γεμάτη βεγγαλικά και πυροτεχνήματα να σκάνε τον Απρίλη χέρι χέρι και φιλημένο από τον Μάη, στον αέρα…
… Ξελογιάστρα, παλιό γόησσα, όλο ψεύτικους όρκους, έτοιμη να σε παρασύρει η άνοιξη. Και αυτή, μετά η στυλιζαρισμένη, περίτεχνη τακτική του Βυζαντίου, με την αλαζονεία της σοφίας και της ποιότητας της, κάθε χρόνο να σε κάνει να λατρεύεις έναν Θεό, σα Βάκχο, ή σαν Άδωνη! Και να χάνεις τον χρόνο και το στίγμα σου! Και να θες να τους παραδοθείς, σχεδόν ερωτικά και λιγωμένα! Και μερικές φόρες να καταφέρνεις ίσως και να ενδίδεις! Άλλες πάλι όχι! Ετοιμάζει η ψυχή μου λοιπόν τα καλά της που της αγόρασαν δώρο, τα ανοιξιάτικά της, με το κοντό μανίκι και μια ζακετούλα εύκαιρη, μη και κάνει ψυχρά εκείνο το βράδυ και βγάζει από το κουτί τα λευκά της λουστρίνια με τα λουλούδια στο λουράκι για να πάει να κάνει Ελπίδα και όχι σίγουρα Ανάσταση! Στην Ελλάδα σου ψιθυρίζει λιγωτικά ο Μάης τις νύχτες, να προσπαθήσεις ή να προσποιηθείς έστω πως αναγεννιέσαι, να αφεθείς στη κατάνυξη των ήμερων και άμα τολμάς να αφεθείς… Ξέρεις;… Αυτή η άνοιξη, θα μας νικήσει!
Στο κείμενο της Αλεξάνδρας οι εικόνες είναι παρμένες απ έργα του μέγα Γιάννη Τσαρούχη, που κάποτε ζούσε ανάμεσα μας.