Θυμήσου τον Νίκο Κακαουνάκη (8 Ιουνίου 1938 – 30 Δεκεμβρίου 2009)

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Το τέλος του Νίκου Κακαουνάκη, στις 30 Δεκεμβρίου του 2009 σήμανε το τέλος μιας εποχής για την ελληνική δημοσιογραφία, εκείνη της λαϊκής –ας την πούμε – φωνής.  Ήταν η εποχή των κραυγών και όχι των υπαινιγμών, της δημοσιογραφίας του πεζοδρομίου και όχι αυτή των γραφείων και των γνωριμιών σε τρέντι στέκια, των ανοιχτών μικροφώνων, της φωναχτής επιθετικότητας, του ψαξίματος σε σκουπίδια υπουργείων. Γιατί ο ίδιος ανήκε στους δημοσιογράφους που το επάγγελμα το χε ως  τίτλο τιμής, ενώ χαιρέτιζε το «αλήτες – ρουφιάνοι», σαν αλήθεια. «Κάνω δημοσιογραφία μισό αιώνα, σχεδόν», λίγο πριν το τέλος του, μου έχει πει σε μια συνέντευξη μας, που έχει αναβληθεί τρεις φορές γιατί έτρεχε σε κάποιον φίλο  στο νοσοκομείο και το θεωρούσε πιο σημαντικό και αλίμονο, έτσι ήταν!

«Δεκατέσσερα χρόνια» συνέχισε «είχα υπηρεσία το Πάσχα, στα Νέα και έβλεπα, κάθε χρόνο, την περιφορά του Επιταφίου, κάθε Μεγάλη Παρασκευή, στον Αι Γιώργη, τον Καρίτση, απέναντι απ τα γραφεία. Τώρα; Βάζεις μια ώρα υπηρεσία τον δημοσιογράφο και βαριέται. Αλλά εσείς έχετε e mail, internet,  τηλέφωνα  έτσι την άποψη την κάνετε είδηση. Το κάναμε και εμείς αυτό, αλλά επί δικτατορίας, που δεν γινόταν αλλιώς»… Μομφή υποδόρια στα λόγια του και ίσως και μια καλυμμένη ζήλεια για τις ευκολίες που ο ίδιος δεν έζησε!

Γιατί ο Νίκος Κακουανάκης γεννήθηκε στο Καστέλι Κισσάμου σε ασπρόμαυρες εποχές. Έχασε τον πατέρα του, όταν τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί στην Κατοχή. Μεγάλωσε με αλλά τέσσερα αδέλφια, που χάθηκαν ένα – ένα νωρίς. Η μάνα του, βγήκε στο μεροκάματο και έκανε την αγάπη της φυλαχτό για εκείνον. Τον «Νικολάκη» της, που πριν καλά καλά μάθει να διαβάζει έψελνε στο μεγάλο μοναστήρι της περιοχής και πληρωνόταν σε λάδι ξύδι και προσφορά για να τα πάει σπίτι. Αργότερα θα μπει στην ιερατική σχολή. “Δεν είχε η καημένη άλλο τρόπο για να μπορέσει να μου μάθει γράμματα και με έβαλε στην Ιερατική Σχολή» μου είχε πει. «Όμως δεν θα γινόμουν ποτέ παπάς. Πρέπει αν είσαι υποκριτής και φαρισαίος για να γίνεις παπάς και οι φωτεινές εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και να σκεφτείς πως είχα δάσκαλο μια σπουδαία μορφή της Ορθοδοξίας της καθημερινότητας και όχι της επουράνιας βασιλείας, τον Ειρηναίο Κίσσαμο. Θυμάμαι πως βαριόμασταν στην εκκλησιαστική σχολή όλο τον χρόνο τις δύο λειτουργίες την μέρα. Όταν τελειώναμε την χρονιά, όμως, κάθε χρόνο της Αγίας Τριάδος, μας έπαιρνε ο Ειρηναίος και μας πήγαινε σε ένα βουνό, έκανε σε ένα βράχο την λειτουργία, με το πέλαγος μπροστά μας και τον ήλιο να βγαίνει κοντά μας και τη φύση να ακούει και ακόμη ανατριχιάζω που το θυμάμαι». Και στον Θεό πίστευε, ρώτησα; «Ναι, Πιστεύω» μου είχε απαντήσει αυτόματα σχεδόν.  «Ο Θεός ο δικός μου είναι ένα παγκόσμιο κομπιούτερ που λειτουργεί με το δικό μας αποτύπωμα, και έχει πρόγραμμα πότε θα έρθει ο καθένας μας και ποτέ θα πεθάνει. Είναι όλα προδιαγεγραμμένα. Βλέπεις; Πρέπει να φύγουν εκατομμύρια άνθρωποι από αρρώστιες και μετά να βρεθεί το φάρμακο. Ελονοσία, φυματίωση, καρκίνος, έιντς… κόσμος φεύγει γιατί είναι κανονισμένο και οι επόμενοι σώζονται από τις ίδιες αρρώστιες. Ξέρει το κομπιούτερ και όλοι μας που μαστε μέσα»…

Όπως μίλαγε στα μάτια του φαινόταν το αγόρι που πουλούσε στους ορεινούς και κακοτράχαλους όγκους των Χανίων καραμέλες και γκαζόζες στους περαστικούς, σε αυτοσχεδίους πάγκους, ακίνητο μες στην σκόνη και τον ήλιο με τις ώρες, ξυπόλητο και περήφανο, για να πάει τα κέρματα της είσπραξης στο σπίτι, να βοηθηθεί η αγωνίστρια μάνα στο μεροκάματο της επιβίωσης. Μέχρι τα 17 του περπατούσε ξυπόλητος, γαντζωμένος στο χώμα του νησιού του. Μέχρι τέλους, στο γραφείο της εφημερίδας του, με την πρώτη ευκαιρία πέταγε τα παπούτσια του. Είχε ανάγκη την επαφή με την γη, σαν τους Σαμάνους και τους ινδιάνους ιερείς. Και όλα άλλαξαν όταν ο Χρήστος Λαμπράκης επισκέφτηκε το νησί που καταγόταν και αυτός, την Κρήτη και την Κίσσαμο. Το παιδί Νίκος Κακαουνάκης, ο αγωνιστής, ο βιοπαλαιστής, ο ήδη σκληρά δουλεμένος, με τα μάτια που έλαμπαν εξυπνάδα, τον παιρνάει το Φαράγγι της Σαμαριάς. «Θες να γίνεις δημοσιογράφος;» τον ρώτησε ο Λαμπράκης. «Είμαι ανορθόγραφος” απάντησε τ αγόρι. «φέρνε εσύ την είδηση και θα στην γράφουν άλλοι» απάντησε ο Λαμπράκης.  «Ο Λαμπράκης είναι παραπάνω από αδελφός και ο άνθρωπος που του οφείλω το ό,τι έγινα ρεπόρτερ. Μου λέγε «εσύ να γράφεις όπως, ακριβώς, μιλάς». Αυτή είναι η σχολή του Λαμπράκη. Αν έχεις χειρόγραφο του στα χέρια σου είναι σα να τον έχεις απέναντι σου. Ήταν ανασφάλεια που με έβγαζε συνεχώς στον δρόμο και στο ρεπορτάζ. Ήταν η ανασφάλεια της ορθογραφίας που με έκανε να χω συνέχεια αγωνία για το θέμα. Και το χρωστάω στον Λαμπράκη». Στον Χρήστο Λαμπράκη που όπως μοιραία συναντήθηκαν οι ζωές του, έφυγαν μαζί, με λίγες μόλις μέρες διαφορά. Τι περίεργο! Τι πεπρωμένο! Τι κάρμα!

30 χρόνια στα Νέα του Λαμπράκη, λοιπόν! Μέσα σ αυτά, πρόλαβε και σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έγραψε βιβλία, με ένα απ αυτά το «2.650 ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ», που πούλησε  120.000 αντίτυπα αγόρασε το σπίτι του στην Αθήνα. Και πάντα η Αγγέλα του, η γυναίκα του, η σύντροφος του. Τον ρώτησα μα «δεν κάνατε πουθενά υποχωρήσεις; Ούτε στην προσωπική σας ζωή, ούτε στην δημοσιογραφία»; «Όχι» μου χε απαντήσει, «ούτε στη δημοσιογραφία, ούτε στη ζωή. Ήμουν τυχερός στην ζωή μου, που είχα την Αγγέλα, την γυναίκα μου, γιατί δε μου το ζήτησε. Δε με έβαλε ποτέ μπροστά σε δίλημμα για το αν θα κάνω ή όχι παραχώρηση για να έχει η ίδια ή εγώ απολαβές. Δεν είχα σειρήνες εγώ στη ζωή μου και είναι μεγάλο πράγμα αυτό, που μόνο ένας άλλος άντρας μπορεί να το καταλαβαίνει. Οι απαιτήσεις της κάθε γυναίκας είναι δικαιολογημένες, σε μια κοινή ζωή,  αλλά εγώ απλώς, δεν τις είχα. Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, όταν είχα κανονίσει συμφωνία με τον Κοσκωτά για να αγοράσει την εφημερίδα μου,  πήγα πανευτυχής και της το ανήγγειλα. Με κοίταξε. «Και τι θα κανείς τα λεφτά;» μου λέει. «Τι ηλίθια ερώτηση μου κάνεις, τι σημαίνει «τι θα τα κάνω τα λεφτά;». Με ρωτάει «Γιατί θα στα δώσει αυτός τα λεφτά; Και εσύ τι θα τα κάνεις; Θα τα βάλεις κάπου αλλού; Θα αλλάξεις τρόπο ζωής; Φίλους; νοοτροπία; Όχι. Τότε τι θα τα κάνεις; Και αν επαληθευτούν οι φόβοι σου πως κάτι συμβαίνει  με αυτόν, που θα κρυφτείς εσύ αν πάρεις απ αυτόν λεφτά;». Ακύρωσα την συμφωνία. Ξέρεις άλλη γυναίκα δε θα το λέγε; Θα λέγε ας τα πάρουμε και αν συμβεί οτιδήποτε το κουκουλώνουμε. Για αυτό σου λέω πως ήμουν τυχερός και πως ελάχιστα άλλαξα στη ζωή μου. Και όσο και αν ακουστεί περίεργο αυτό που θα σου πω, ήμουν και είμαι αυτάρκης άνθρωπος. Έζησα και συναναστράφηκα με πολύ σημαντικούς ανθρώπους του πλούτου.  Έμεινε η σχέση μου σε υψηλό επίπεδο αλλά ποτέ δεν ακολούθησα το τρόπο ζωής τους. Δεν είναι κακό για όσους το κάνουν, εμένα δε μου χρειάζεται, ρε παιδί μου. Εγώ θα πάω στην Αίγινα, στην Κρήτη, με ανθρώπους που τρέφω και με τρέφουνε, με αισθήματα 30 και 40 χρόνια».

Και απειλήθηκε η ζωή του και κινδύνεψε και έφτιαξε ταβέρνα σε ένα  παλιό οίκο ανοχής και έφτιαξε δικές του εφημερίδες και αγάπησε και αγαπήθηκε και έκανε κόρες και εγγόνια και λάτρεψε την γυναίκα του Αγγέλα, τον «άγγελο» του και άκουγε τις Κυριακές πάντα την λειτουργία απ το ραδιόφωνο και ήταν Ολυμπιακός βαμμένος και αγαπημένο του φαγητό ήταν οι χοχλιοί οι μπουμπουριστοί, όπως τους φτιάχνουν στην Κρήτη. Και αγάπησε και αγαπήθηκε και έκλαψαν οι δικοί του και βουρκώσαμε και οι άλλοι που τον θεωρούσαμε αιώνιο και δεδομένο, γιατί οι άνθρωποι πάντα πιστεύουμε πως είμαστε φτιαγμένοι σε παζλ από Θεό και αθανασία. Τρεις φορές είχα πάει στο γραφείο του για να μου δώσει κάποια συνέντευξη και όλο έφευγε. Στο τηλέφωνο μετά του την ζήτησα πιεστικά. «Έτσι κάνετε εσείς δημοσιογραφία;» με ρώτησε με τρυφερό μάλωμα που αποδεχότανε την εμμονή μου. «Για ρώτα, να δούμε» με έβαλε να δώσω εξετάσεις. Όταν η συνέντευξη αυτή κυκλοφόρησε μιλήσαμε στο τηλέφωνο, ξανά. «Καλά τα έγραψες» πέρασα τις εξετάσεις, «αλλά τα μισά ήταν δικά σου. Να γράψεις βιβλία και βιογραφίες», γέλασε.

Η Κάλια Καστάνη πήγε να τον βρει στα γραφεία της εφημερίδας του Το Καρφί, οκτώ μηνών έγκυος. Μόλις την είδε τα χασε. «Που πας εσύ» θαύμασε με κρητική προφορά, «με την κοιλιά στο στόμα; Που σε στέλνουνε;». Την έβαλε να καθίσει στον καναπέ του, τον μαύρο, σπρώχνοντας τα μαξιλάρια, γιατί κοιμόταν συχνά στο γραφείο του. Η Κάλλια κοίταζε που ήταν ξυπόλητος. «Στα 17 μου φόρεσα παπούτσια» της είχε πει, πιάνοντας το βλέμμα της, «τι περιμένεις». Της έδωσε συνέντευξη κρατώντας στον ώμο την κατσούνα του, την κρητική του μαγκούρα, πιο πολύ όπλο σε χέρια κρητικά παρά μπαστούνι. Και στα μάτια του, ο σκληρός, ο άγριος, Νίκος Κακαουνάκης, που έκανε δημοσιογραφία και όχι δημόσιες σχέσεις, είχε τρυφερότητα. Μια τρυφερότητα για την γυναίκα, την έγκυο, την μάνα, την εργαζόμενη. Την ίδια τρυφερότητα που θυμούνται συνεργάτες του παλιά στο ΣΚΑΙ να κάνει ρεπορτάζ όντας γενικός διευθυντής, για όλους τους τεχνικούς που δούλευαν μαζί του, τα νέα παιδιά και τον ανθρώπινο πόνο. Του δίνανε το μικρόφωνο για το ρεπορτάζ και αυτός το χρησιμοποίησε για… να δείχνει! Στο τέλος, αφού του το είπανε χίλιες φορές, του φόρεσαν φορητό μικρόφωνο, την  λεγόμενη ψείρα και του άφησαν το μεγάλο μικρόφωνο για να το χρησιμοποιεί εμφατικά, κατά βούλησην.

Η Ράνια Ματαφιά πάλι, θυμάται που δούλευε στους επιτελικούς της εκπομπής του, στον ΣΚΑΪ. Τη μια χρονιά στη γιορτή του, του Αγίου Νικολάου, δεν χωρούσες να περάσεις απ τις γλάστρες, τα λουλούδια και τα καλάθια με τα ποτά. Την επομένη χρονιά, δεν είχε εκπομπή. «Να μάθεις Ράνια» της είχε πει γελώντας, «πως σε ξεχνάνε άμα δε έχουν για δυνατό; Ούτε μαϊντανό δε έστειλαν φέτος». Με την είδηση του θανάτου, σε όλα τα δημοσιογραφικά είχε γίνει συζήτηση για αυτόν. Ένα άτυπο μνημόσυνο σεβασμού και απώλειας. Και το ρεπορτάζ, κράτησε ενός λεπτού σιγή, από μόνο του, σαν οντότητα, λέγοντας το δικό του αντίο. Και ένα μόνο ένα αχ, κρατώ από εκείνον, που δε πρόλαβε να κάνει πράξη, αυτό είπε και σε μένα και παντού πως «σύντομα θα εκθέσω τα έργα μου. Όσα ζωγραφίζω και σκαλίζω, για να δει ο κόσμος, πως ο αγροίκος Κακουνάκης, έχει ευαισθησίες και ανησυχίες και πως είμαι  ευάλωτος στον ανθρώπινο πόνο». Το υποψιαζόμασταν, βέβαια, μα, να, τώρα που ένας μεγάλος της εποχής του, έφυγε και μετράμε σπίτια και εκατομμύρια που ειχε, αυτός, ο «αγροίκος», Νίκος Κακαουνάκης, που δεν έκανε περιουσία απ΄ αυτή τη δουλειά, ίσως δε κατάλαβε πόσο τον εκτιμήσαμε…