Ήταν ένα από εκείνα τα καλοκαίρια, τα αποπνικτικά, με τις υψηλές θερμοκρασίες θερμοκηπίου και την Αθήνα να πυρακτώνει στην άσφαλτο, σαν κλίβανος. Ξέρετε, πως! Να κολλάνε τα ρούχα επάνω σου και να αισθάνεσαι πως η πόλη αφήνει σιγά ένα υπάκουο μουγκρητό συνθηκολόγησης. Το ραντεβού ήταν στο σπίτι της Τζένη Βάνου, στη Νέα Σμύρνη. Ένα διαμέρισμα, ρετιρέ, σε εκείνες τις αρχοντικές παλιές πολυκατοικίες, όλο βεράντα, μωσαϊκά, γύψινα, φως και μεγάλους χώρους. Κέρασε σε δίσκο, που είχε πάνω σεμέν, χειροποίητο, με βελονάκι, κρύο νερό, καφέ, γλυκό του κουταλιού. Δεν είχε φτιάξει γύρω της ναό ναρκισσιστικό, αυτοερωτισμού όπου κάνουν κατά συρροήν οι καλλιτέχνες, σπουδαίοι σαν εκείνη ή . Κάτι μικρές φωτογραφίες σε ασημένιες κορνιζούλες, με εκείνη να τραγουδάει με εκείνα τα τετράγωνα μεγάλα μικρόφωνα και τα μαλλιά κότσο ή να κοιτάει στον φακό, ξανθιά, μικροσκοπική, ευάλωτη, όμορφη, με εκείνο το λακκάκι στο σαγόνι. Φωτογραφίες με παιδικά πρόσωπα. Στο σπίτι, όμως, μόνο η γλυκιά, υγρή φωνή της ακούγεται καθώς εξιστορεί όλη της τη ζωή.
Απόπειρα αυτοκτονίας στα 14 για τον πατέρα της
Το πρώτο σπίτι και αμυδρές μνήμες χαδιού και ευτυχίας. Ο χωρισμός των γονιών της. Εκείνη, παιδάκι, μικρό, στο νέο σπίτι με τον αυστηρό πατέρα, να μην την αφήνει να δει τη μάνα της και να προσπαθεί να καταστρέψει ότι στο πρόσωπο του παιδιού του, την θυμίζει. Είναι καλή μαθήτρια. Θα πάει στο Φυσικομαθηματικό, οπωσδήποτε. Όλο διαβάζει. Κάποτε, το σκάσε από το σχολείο και πήγε με ψευδώνυμο στα ταλέντα της ΕΙΡ. Ώσπου να γυρίσει σπίτι, νικήτρια, ο πατέρας της είχε πετάξει τα πράγματά της έξω. Οι καλλιτέχνιδες, ακόμα και αν τις άκουγε και τις λάτρευε ο ίδιος ο Χατζιδάκις, ήταν «παλιογυναίκες», «εύκολες», «στο κακό τον δρόμο». Ακόμα, δεκαετίες μετά, η μνήμη του πατέρα που την είχε απορρίψει, γέμιζε τα μάτια της δάκρυα. Στα 14 της, μην αντέχοντας τον σκοτεινό πατέρα, της αυστηρότητας, της απόρριψης, του εξορισμένου χαδιού, κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Πιο πολύ ουρλιάζει, ένα παιδί, «αγάπησε με». Με την ίδια απελπισία και αλήθεια, χρόνια πολλά αργότερα, θα τραγουδά το ουρλιαχτό της, σε όλο το κοινό, με νότες… Παράπονο μεγάλο η απονιά του πατέρα. Δόξες, φήμη, επιτυχία μετά και ο κόμπος, κόμπος στον λαιμό της. Στη διήγηση, ο κόμπος αυτός, θα ξαναρθεί άλλες δυο φορές. Η Τζένη Βάνου, σαν άνθρωπος ήταν -και σαν φωνή είναι- πάντα όλο μέλι και ευαισθησία… Κι όλο μίλαγε και βούρκωνε σε εκείνο το διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη. Οι γιατροί, κάποτε, της λένε πως δεν θα γίνει μάνα και πως η ζωή της κρέμονταν από μια κλωστή. Και ξανά όταν ένας γιατρός θα καταφέρει με την προσήλωσή του να την βοηθήσει να κρατήσει το μωρό της αγκαλιά. Τον μνημονεύει και του εύχεται συνέχεια.
Στα σκυλάδικα
Θα την πνίξει το παράπονο πάλι, όταν θα μιλήσει για μια επιλογή της και τη στάση των συναδέλφων της και του Τύπου απέναντι της. Λίγο πριν από ‘κεινο το καλοκαίρι, είχε βγει σε κάτι μπουζούκια στο κέντρο, αυτή η μεγάλη κυρία των τραγουδιών με τις μεγάλες ελαφριές ορχήστρες, με τον μέντορά της τον Πλέσσα, τον Μουζάκη, τις μελωδίες του Αττίκ, τα φεστιβάλ, τα βραβεία, τους ύμνους της ευρωπαϊκής κριτικής για την αγγελική αλλά βουτηγμένη σε ερωτικό πάθος φωνή της. Μόνο μια στιγμή στην κουβέντα μας, καμαρώνει γιατί σ’ αυτήν είχαν κάνει προτάσεις για διεθνή καριέρα πριν τη Μούσχουρη. «Έμοιαζαν στην έκταση οι φωνές μας» μου είχε πει, «γιατί περνούσαμε από οκτάβα σε οκτάβα με άνεση, χωρίς κόπο». Φωνή σαν της Βάνου, όμως, δεν υπήρχε! Τότε πριν από εκείνη στη σκηνή εμφανιζόταν μια άφωνη τραγουδίστρια, γέννημα της πρόσκαιρης δημοσιότητας από κάποιο ριάλιτι του Mega, που γάβγιζε ημίγυμνη στα μικρόφωνα. Γιατί να το κάνει αυτό η Βάνου; Θλίβονταν ο χώρος της και οι δημοσιογράφοι. Την πείραξε αυτό. Είχε τις οικονομικές της ανάγκες. Πούλησε σπίτι, στέναξε να σταθεί στα πόδια της. Έκανε μια επιλογή, περισώζοντας τη δική της αξιοπρέπεια. «Θα δούμε αν χρειαστεί στους ίδιους και φανεί η ανάγκη τι θα κάνουν» έλεγε, αναστενάζοντας… Χρόνια μετά θα τηλεφωνήσει όταν ένας σπουδαίος τραγουδιστής που την επέκρινε έχει οικονομικά ζόρια και κάνει παραχωρήσεις στην τέχνη του. «Είδες γιατί κανείς δεν πρέπει να ‘ναι απόλυτος»; νιώθει την ανάγκη να υπογραμμίσει…
Αχάριστοι, παράφοροι, κλαμένοι έρωτες
Αλλες φορές, σε πλατό εκπομπών, από τα παράθυρά τους, σε άλλες συνεντεύξεις. Σαν εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα δεν ήταν ποτέ πια. Σουρούπωνε και το κόκκινο έσβηνε την ασχήμια της εξουθενωμένης από τη ζεστή πόλης και ακόμη ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει, όλα να τα πει, να βγει από μέσα της ότι την πίκρανε. Είχε κλείσει το κασσετοφωνάκι, δεν υπήρχε στυλό και σημειώσεις, ώρα πολύ πριν, το σκοτάδι ήταν γύρω, αλλά δεν σκέφτηκε να ανάψει το φως. Λέει πολύ απαλά πως ο πρώην σύζυγος της την χτυπούσε, πως έγκυος ακόμα, φορούσε μαύρα γυαλιά για να κρύψει το μελανιασμένο της μάτι. Δεν έκρυψε ποτέ ότι ήταν κακοποιημένη γυναίκα. Ηθελε και οι άλλες γυναίκες να μη φοβούνται και να ζητήσουν βοήθεια, σε περίπτωση που τους συνέβαινε κάτι αντίστοιχο. Αμερική! Μια καριέρα στο εξωτερικό και ένας έρωτας. Ποιος κέρδισε; Ο έρωτας! Μια ζωή να περιμένει έναν άνδρα, αυτόν που ερωτεύτηκε πιο πολύ απ’ όλους και να μη συνεχίζει τη ζωή της, για γάμο, για λύσεις γυναικείες της βολής και της κοινωνικής αποδοχής. Ποιος κέρδισε; Πάλι ο έρωτας. Επιλογές για εμφανίσεις μακριά και πάλι σε δίλημμα με τον έρωτα. Δεν έμπαινε καν θέμα. Ο έρωτας ήταν αυτός που όριζε την ζωή της. Και την τέχνη της. Τραγούδαγε το ρήμα «αγαπώ» σε κάθε πρόσωπο και αριθμό η Βάνου και μέλωνε το κοινό. Μόνο αυτή μπορούσε να μη γίνεται μελό, όταν κλείνοντας τα μάτια με εκείνη την κρυσταλλένια αλλά όλο βελούδο, δική της τύπου, μοναδική φωνή, με ένα ηχόχρωμα από τα πιο σπάνια στον κόσμο όλον, έλεγε: «σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ και η αγάπη αυτή με πεθαίνει, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ και η αγάπη αυτή με ανασταίνει» ή «Η σκλάβα σου ήμουν, η σκλάβα σου είμαι και σκλάβα θα μείνω». Και οι άντρες να λιώνουν για πάρτη της, να κυλιούνται στα πατώματα και εκείνη, να μην καταλαβαίνει. Προειλημμένη πάντα στον αχάριστο έρωτά της για έναν και μοναδικό. Μια φορά σε ένα ταξίδι οικογενειακό στις αυτοκρατορικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, με πούλμαν ο νεαρός οδηγός είχε τατουάζ. Ήταν το πρόσωπο της Τζένης Βάνου και από κάτω χαραγμένο από ένα τραγούδι της, με καλλιγραφικά γράμματα: «να με φιλάς και να σβήνω»… «Να με φιλάς και να σβήνω» και το πρόσωπο με το λακκάκι, πάνω σε ένα μπράτσο, επιδειξιομανές σε μυς και κοντομάνικα. Ομολογία για το ότι είχε γίνει τατουάζ εκείνο το απόγευμα. Το μόνο που ‘χε βρει να πει ήταν οι στίχοι του τραγουδιού, που μόλις ακουγόταν. «Σε νιώθω, σε λατρεύω και σε ποθώ. Κι αν κάποτε σε χάσω θα τρελαθώ. Θέλω κοντά σου να μείνω, θέλω σκιά σου να γίνω. Κάθε πληγή ν’ απαλύνω, που σε πονά… Τα βλέφαρά μου να κλείνω, να με φιλάς και να σβήνω. Θέλω κοντά σου να μείνω… Παντοτινά…». Δεν το τραγουδούσε. Μόνο το ψιθυρίζε βραχνά…
Γιατί, τελικά, έζησε μια υπέροχη ζωή
Πόσα ακούστηκαν για εκείνη! Που είχε οικονομικά προβλήματα, που είχε ανοίξει μίνι μάρκετ, που πάλευε με την αρρώστια! Και καλά μια υποψία θλίψης και οίκτου από τους homo teleopticus! Τι λες καλέ! Αυτή όρθωσε ανάστημα σε έναν πατέρα – φόβητρο, επαναστάτησε, πήρε μόνη της τον δρόμο της, ερωτεύτηκε, την λάτρεψαν, έγινε το πρώτο gay icon μιας δειλής σ΄ αυτά –και σ’ άλλα- χώρας, φόρεσε τα ωραία φουστάνια και βγήκε στις μεγάλες αίθουσες με τα μεγαθήρια να της γράφουν τραγούδια. Αυτή λατρεύτηκε από άντρες που δεν ήξερε τα πρόσωπά τους, αγνώστους, κάθε ηλικίας, κάθε τάξης, που μέθαγαν για πάρτη της και χάραζαν τατουάζ στα δέρματά τους τα τραγούδια της για να την έχουν πάντα κοντά τους… Αφέντρα της μεγάλης καψούρας χωρίς τον νταλκά των μπουζουκιών και των ποταμών μπόμπα ουίσκι, μόνο με τη φωνή και τον τρόπο που έλεγε «αγόρι μου» και «σ’ αγαπώ»… Έζησε μια ζωή απ’ αυτές που μόνο να τις καταγράφουμε μπορούμε και να τις ζηλεύουμε ή κρυφά και ανομολόγητα να τις ποθούμε… ευλογημένη και πάντα ερωτευμένη… «… δεν ξέρω τι με πιάνει αγόρι μου, καθώς η νύχτα με τυλίγει μες τις σκιές της πάντα χάνομαι, ψάχνοντας τη χαρά τη λύπη, αγόρι μου, αγόρι μου…»…