
Η Λογοτεχνία σε κεφαλαιώδη ζητήματα, όπως αυτό της εποχής μας, δηλαδή, της παγκοσμιοποίησης, παύει συνήθως να εκφράζει προσωπικές αντιλήψεις, δηλαδή, τοπικές ή εθνικές ανησυχίες και ο ποιητής ή ο συγγραφέας γίνεται homus universalis, υπόκειται σε νόμους που είναι κοινοί για όλους τους λογοτέχνες, ανεξάρτητα από το γεωγραφικό τόπο που αυτοί βρίσκονται. Στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης επιβάλλεται να οικοδομήσουμε τη σφαιρική γνώση των παγκόσμιων φαινόμενων του κόσμου και βρισκόμαστε ενώπιον ενός μεγάλου προβλήματος που πρέπει να απαντήσουμε: πώς εξελίσσουμε ταυτόχρονα την ενσωμάτωση σε έναν «οικουμενικό πολιτισμό», την αυτονομία κάθε ατόμου και την ταυτότητα κάθε λαού. Μπορεί να φαίνεται αδύνατο το εγχείρημα, και φαίνεται πράγματι τέτοιο, σε όλους εκείνους που αντιτείνουν την προσωπική τους ταυτότητα, ιδεολογική-θρησκευτική, εθνική σε σχέση με την οικουμενικότητα του πολιτισμού διεκδικώντας ανωτερότητες ή αποκλειστικότητες. Αυτή η αντίθεση, όμως, χαρακτηρίζει ακριβώς την οπισθοδρομική κατάσταση–status νοοτροπίας και γνώσης. Η ανάπτυξη του πολιτισμού χαρακτηρίστηκε ουσιαστικά από την ικανότητα να αντλούμε από τις διαφορές της καθημερινής ζωής κίνητρα για τη δημιουργικότητα. Αυτό γίνεται δυνατό όταν καταφέρουμε να ξεχωρίσουμε, χωρίς να αντιτάξουμε, την πολιτική και τον πολιτισμό. Με αυτό τον τρόπο ανακαλύπτουμε πάλι το δεδομένο πως η ουσιαστική αρχή του πολιτισμού έγινε με τη λαϊκή θεώρηση της πολιτικής, που εγγυήθηκε ταυτόχρονα την αυτονομία της πολιτικής εξουσίας από τις ιδεολογικό-θρησκευτικές υποθήκες και την αυτονομία της πνευματικής αναζήτησης από την πολιτική εξουσία. Αυτή η πολυσύνθετη διαδικασία συνοψίστηκε ως διάκριση – και συνύπαρξη – της αλήθειας του λόγου και της αλήθειας της πίστης: διάκριση που επιτρέπει είτε να συνυπάρχεις με εκείνους που δεν την ενστερνίζονται, είτε να αναγνωρίζεις και να «χρησιμοποιείς» τις διαφορές που μας διαχωρίζουν. Αυτό είναι και το ζητούμενο της εποχής μας, αφού μέσα από το διαφορετικό μπορούν να συντεθούν πολιτιστικά και πολιτικά δεδομένα και να ενοποιηθούν αντιθέσεις με βάση πολιτιστικά κοινά χαρακτηριστικά.

Στο βιβλίο Futuro del “classico”- Το Μέλλον του «κλασικού» ο Salvatore Settis (1941-) για να προβάλλει την πολυσύνθετη διαδικασία που αναφέρθηκε παραπάνω και τη διεκδίκηση “ισχυρών” τοπικών ταυτοτήτων, ικανών να ανταγωνιστούν την απειλητική και απροσδιόριστη παγκοσμιότητα… κατά την οποία διαφαίνονται ή εκδηλώνονται συγκρούσεις μεταξύ των πολιτισμικών παραδόσεων που εμφανίζονται συχνά κατά τρόπο φυσιολογικό και αναπότρεπτο εχθρικές μεταξύ τους: για παράδειγμα, Ανατολή και Δύση ή ακόμη, χριστιανισμός και ισλαμισμός (Settis 2006, 20), φέρει δύο παραδείγματα, για να στοιχειοθετήσει ότι η «κλασική» παράδοση παρουσιάζεται εκεί που δεν το περιμένει κανείς, δηλαδή, στην καρδιά των μεγάλων πολιτισμών εκτός Ευρώπης:

1ο παράδειγμα ο Hayao Miyazaki (1941-), ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς κινουμένων σχεδίων και manga στον κόσμο, σε ένα επτάτομο έργο τιτλοφορούμενο Ναυσικά, όνομα που προέρχεται από τον Ομηρικό κόσμο και το οποίο φέρει η πριγκίπισσα που οδηγεί τον κόσμο στη σωτηρία, και 2ο παράδειγμα όταν αμέσως μετά την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου ο μουλάς Μοχάμεντ Ομάρ (1959-), γνωστός ως αρχηγός των Αφγανών Ταλιμπάν, συνέκρινε την Αμερική με τον Πολύφημο, «έναν γίγαντα τυφλωμένο από έναν αόρατο εχθρό», δηλαδή, από τον Κανένα. Γίνεται αντιληπτό ότι και τα δύο παραδείγματα που προαναφέρθηκαν «βρίσκουν στους Έλληνες τις κοινές τους ρίζες “Εξ Ομήρου άρχεσθαι – ab Homero principium”» (Settis 2006, 21). Ο Settis καταλήγει επομένως στο ερώτημα ο Όμηρος είναι πράγματι περισσότερο «δικός μας» από ότι είναι για τους Ιάπωνες ή τους Μωαμεθανούς; … Μήπως αναφορές όπως αυτές ανήκουν πλέον σε έναν πολύ ευρύτερο, πλανητικό ορίζοντα…»; Συμπερασματικά, όσο μαθαίνουμε να διακρίνουμε τη λογοτεχνία όχι ως νεκρή κληρονομιά, αλλά ως ένα κίνητρο για να καταλάβουμε το αλλιώτικο, το διαφορετικό, αυτή θα μας εξηγεί το μέλλον και τα αδιανόητα.

Παραδόξως, η Παγκοσμιοποίηση δεν είχε ως συνέπεια την έλευση εκείνης της παγκόσμιας λογοτεχνίας που ο Johann Wolfgang von Goethe (1749-1832) την αποκαλούσε Weltliteratur, αλλά τη μονόπλευρη και αποσπασματική λογοτεχνία, η οποία ηγεμονεύει σε αυτή την εποχή, όπου τα πάντα φαίνονται παροδικά, μεταβατικά και κατακερματισμένα. Η ουσιαστική λογοτεχνική παγκοσμιοποίηση του Goethe, που αναφερόταν κυρίως στην κυκλοφορία έργων και ιδεών, καθώς και στη μελέτη και αξιολόγηση όλης της παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής, θα επαναληφθεί το 1848 από τους Karl Heinrich Marx (1818-1883) και Friedrich Engels (1820-1895) στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος για να συγκριθεί με την τάση της ευρωπαϊκής αστικής τάξης που αποσκοπούσε να γίνει παγκόσμια: Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη διαμόρφωσε κοσμοπολίτικα την παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, αφαίρεσε το εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας. Εκμηδενίστηκαν κι εξακολουθούν ακόμα καθημερινά να εκμηδενίζονται οι παμπάλαιες εθνικές βιομηχανίες. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες που η εισαγωγή τους γίνεται ζωτικό ζήτημα για όλα τα πολιτισμένα έθνη, από βιομηχανίες που δεν επεξεργάζονται πια ντόπιες πρώτες ύλες, αλλά πρώτες ύλες που βρίσκονται στις πιο απομακρυσμένες ζώνες και που τα προϊόντα τους δεν καταναλώνονται μονάχα στην ίδια τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη τον κόσμου. Στη θέση των παλιών αναγκών, που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, μπαίνουν καινούργιες ανάγκες που για να ικανοποιηθούν απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων.

Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας, μπαίνει μια ολόπλευρη συναλλαγή, μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών. Κι αυτό που γίνεται στην υλική παραγωγή γίνεται και στην πνευματική παραγωγή. Τα πνευματικά προϊόντα των μεμονωμένων εθνών γίνονται κοινό κτήμα (Gemeingut). Η εθνική μονομέρεια και ο εθνικός περιορισμός γίνονται όλο και πιο αδύνατα και από τις πολλές εθνικές και τοπικές φιλολογίες διαμορφώνεται μια παγκόσμια φιλολογία.

Στην τόσο επίκαιρη ανάλυση των Marx και Engels η παγκόσμια λογοτεχνία, η ευρωπαϊκή λογοτεχνία και οι εθνικές λογοτεχνίες αποτελούν κλειδί, ιστορικό και θεωρητικό, για την ιδέα της «παγκόσμιας λογοτεχνίας» του Goethe, όπως την επαναδομεί στη μελέτη του ο Fritz Strich (1882-1963) Goethe und die Weltliteratur (1946) χρησιμοποιώντας τις εκφράσεις Weltliteratur και Weltpoesie. (Strich 1946).

Στην πορεία του 20ού αιώνα υπήρξαν διάφορες διαδρομές και χώροι. Από τη μια πλευρά η «οικουμενικότητα» και η παγκοσμιοποίηση του λογοτεχνικού προϊόντος, που επιβαλλόταν στην παγκόσμια αγορά με προμελετημένο τρόπο από τους εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι δρούσαν, αλλά και συνεχίζουν να δρουν, παγκοσμίως. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει και η παγκόσμια λογοτεχνία των συγγραφέων υπερεθνικής και πολυγλωσσικής πολιτιστικής παράδοσης, οι οποίοι είναι συνήθως μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς στον «δυτικό κόσμο». Τα βραβεία επιπροσθέτως, Νόμπελ, booker κ.ά., αποτελούν σημαντικά προωθητικά μέσα αρχών και κριτηρίων.

Ο Armando Gnisci παρουσιάζει χαρακτηριστικά και απόψεις σχετικά με την παγκόσμια λογοτεχνία με πρόσχημα την προκλητική εναρκτήρια ερώτηση του ομότιτλου κεφαλαίου «για τι μιλάμε όταν συζητάμε περί της παγκόσμιας λογοτεχνίας το 2010;» (Gnisci 2010, 1-53). Με στόχο την κριτική μελέτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας σήμερα και επιδιώκοντας να κρατήσει ανοιχτό τον διάλογο μεταξύ του λογοτεχνικού έργου και των αναγνωστών ο Gnisci αναλύει πώς στις μέρες μας η ιστορική παγκόσμια συνείδηση ενός σύγχρονού μας ευρωπαίου λόγιου δεν είναι η ίδια με εκείνη της όψιμης αστικής τάξης των Erich Auerbach (1892-1957), Thomas Mann (1875-1955), Thomas S. Elliot (1888-1965) και Benedetto Croce (1866-1952), επειδή εκείνοι δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν την αυτονόμηση των αποικιών από την ευρωπαϊκή σκέψη, τη μετά-αστική και τη μη Ευρωπαϊκή (Gnisci 2010, 4-5).

Στη σημαντική αυτή μελέτη του ο Gnisci καταθέτει τον προβληματισμό του αλλά και τη βεβαιότητα ότι η γενιά του διέπλασε με «διαφορετικό τρόπο» την ευρωπαϊκή νεολαία από τη δεκαετία του 1960 και μετά και καταλήγει σημειώνοντας πως εάν καταφέρουμε εμείς οι ευρωπαίοι – κάποτε που θα καταλάβουμε να αισθανόμαστε άλλοι μεταξύ άλλων – να διαβάζουμε, να σκεφτόμαστε και να ξεκινάμε από την εκπαιδευτική αναθεώρηση του νεωτερισμού και την παρουσία όλης της παγκόσμιας λογοτεχνίας – ακόμα και όταν θα διαβάζουμε, ως Ιταλοί, Petrarca, Tasso, Galilei και Calvino – θα έχουμε κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς τα μπροστά για να εξέλθουμε από τον ευρωκεντρισμό και για να αποκτήσουμε έναν καλύτερο κόσμο για όλους μας… (Gnisci 2010, 20-21).

Η παρουσία και η ανάγκη της διδασκαλίας της λογοτεχνίας-κανόνα έργων σημαίνει «υπεράσπιση της πολιτισμικής κληρονομιάς όχι υποτελούς σε νόμους της αγοράς», σημαίνει «προάσπιση μιας φανταστικής οικουμένης», ικανής να εμπλουτίσει τη δημιουργικότητα και να ενηλικιωθεί (Cataldi 2001, 153), σημαίνει να θεμελιώνεις κοινή γνώση εντός της οποίας να αναγνωρίζεσαι με τον άλλον, σημαίνει να αποσυνδέεις αυτό που είναι εφήμερο και παροδικό από αυτό που έχει μέσα του το μέλλον, που είναι κάτι το πολύ διαφορετικό από τα στιγμιαία δόγματα που επιβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε. και τη διαφήμιση. Ο παγκόσμιος λογοτεχνικός κανόνας καθώς και η διδασκαλία και η μελέτη παγκόσμιων έργων μπορεί να προβάλλει το «διαφορετικό» και τη γνώση αυτού. Γιατί λοιπόν μπορεί να υπάρχει Παγκόσμιο Σύνταγμα, όπως προτείνεται από τον Sabino Cassese, που να μπορεί να κινείται στα πλαίσια του παγκόσμιου χωριού και να επιβάλλει συνταγματικούς κανόνες στον παγκόσμιο χώρο και να μην μπορεί να υπάρχει παγκόσμιος λογοτεχνικός κανόνας (Cassese 2009);

Ο Italo Calvino (1923–1985) θεωρεί τη λογοτεχνία σαν «αναζήτηση της συνείδησης για να κινηθείς στον υπαρξιακό χώρο» και προτείνει «αυτός ο χώρος να εκτείνεται στην ανθρωπολογία, στην εθνολογία, στη μυθολογία» (Calvino 1995, 653) μέσα από διαφορετικές φιλοσοφικές και ιστορικές ερμηνείες. Από τα χρόνια του 1960 ο Calvino αισθανόταν την ανάγκη να απαιτεί από τη λογοτεχνία κάτι περισσότερο από τη γνώση της εποχής της ή τη μίμηση των επιφανειακών όψεων των πραγμάτων ή των εσωτερικών του πνεύματος. Σύμφωνα λοιπόν με τον Calvino η Λογοτεχνία πρέπει να διεκδικεί και να επιθυμεί «ένα παγκόσμιο όραμα […], με γνώμονα εκείνες τις γνώσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε η ιστορική εξέλιξη» (Calvino 1980, 97).

Προς επίρρωση των παραπάνω αναφερθέντων ο Claudio Magris (1939-), υποστηρίζει ότι αληθινή λογοτεχνία δεν είναι εκείνη που κολακεύει τον αναγνώστη, και που του εγγυάται τις προκαταλήψεις του και τις ασφάλειές του, αλλά αυτή που τον πιέζει και τον δυσκολεύει, που τον υποχρεώνει να αναμετρηθεί με τον κόσμο του και με τις πεποιθήσεις του (Magris 1986, 165). Εδώ ακριβώς τίθεται μονίμως το ερώτημα: η λογοτεχνία θα πρέπει να περιλαμβάνει μόνο λογοτεχνικές και γλωσσολογικές αξίες και να αδιαφορεί γι’ αυτά τα στοιχεία και τους προβληματισμούς, ή να τα λαμβάνει υπόψη της, αφού όμως στη συγγραφή θα είναι αναγκαίες οι λογοτεχνικές και γλωσσολογικές αρετές ώστε να θεωρείται έτσι ένα κείμενο πραγματικά λογοτεχνικό.

Τα λογοτεχνικά κείμενα-κανόνας είναι το σύνολο των «μνημείων» που δεν μπορείς να απαρνηθείς. Όπως η οικονομική – χρηματιστική παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιεί την τεχνολογία και το διαδίκτυο έτσι θα πρέπει κι εμείς σήμερα για τις νέες γενιές να γνωρίσουμε μέσω του διαδικτύου μια παγκοσμιοποιημένη λογοτεχνία γιατί «η εξειδίκευση χωρίς την παγκοσμιότητα είναι τυφλή, η παγκοσμιότητα χωρίς την εξειδίκευση είναι σαπουνόφουσκα» (Curtius 1992, 8). Εάν λοιπόν ο σημερινός «κοινωνικός χώρος» συμβιώνει και εξαρτάται από την τεχνολογία, επομένως είναι «τεχνολογικό προϊόν», όπως στη νεολιθική επανάσταση υπήρξε η «ανακάλυψη της γεωργίας», στις γεωγραφικές ανακαλύψεις στα μισά της δεύτερης χιλιετίας επιτελέστηκε η «επανάσταση της γνώσης», στο κράτος-έθνος συντελέστηκαν μεγάλες επικοινωνιακές υποδομές εθνικής διάστασης, όπως οι οδικές αρτηρίες, αργότερα το σιδηροδρομικό δίκτυο, το ταχυδρομείο, η ηλεκτρική ενέργεια, η τηλεγραφία, η τηλεφωνία, δηλαδή, λειτουργίες που κατέστησαν «δεκτικό» το έδαφος στα μηνύματα και τις παρεμβάσεις της κεντρικής εξουσίας. Σιγά-σιγά έγιναν πιο γρήγορα και πιο ολοκληρωμένα με το «επαναστατικό» αποτέλεσμα ο «κοινωνικός χώρος» να συμπέσει με το «δημόσιο χώρο», στα όρια του κράτους-έθνους. Ανατρέχοντας σε εκείνες τις αντίστοιχες μεταβατικές και πολύ σημαντικές περιόδους, στο πλαίσιο εκείνων των «χωρικών επαναστάσεων», η λογοτεχνία και ο πολιτιστικός «λόγος» κατεδείκνυε και κατέγραφε την αναζήτηση, την ανασφάλεια αλλά και την προοπτική. Άλλωστε η ύπαρξή μας έχει έννοια μόνο αν οι άλλοι ξέρουν ότι υπάρχουμε… και μου ήρθε στο νου μια φράση του Pirandello: «Μα μπορείς να καταλάβεις ότι συνείδησή σου είναι οι άλλοι μέσα σου;».

Επομένως ύπαρξη σημαίνει να ανήκεις σε μια κοινότητα, χωρίς την οποία η συνείδηση του εαυτού μας διαλύεται. (Tabucchi 2009, 48). Ποιά όμως η ανάγκη της κοινότητας και ο ρόλος του ατόμου στη σημερινή εποχή που ένα μέρος του πληθυσμού… καταλήγει αναπόφευκτα να μεταβάλει το πολιτικό και κοινωνικό παιχνίδι σε μια άνιση δοσοληψία, ανάμεσα σε εκείνους που υποχρεώνονται να ζητήσουν «προστασία» και σε εκείνους που, σε ανταλλαγή, θα αξιώσουν «υπακοή»: ανάμεσα σε εκείνους, «τους από κάτω», που ξέρουν ότι πρέπει να εξαρτώνται από τη δεκτικότητα των άλλων και εκείνων, «τους από πάνω», που ξέρουν ότι μπορούν να υπολογίζουν στην αφοσίωση των άλλων. Ούτε η μια – η διακριτική εξουσία των ισχυρών – ούτε η άλλη – η αφοσίωση των υπηρετών – ανήκουν στον καταστατικό χάρτη αυτού που μέχρι τώρα εννοείτο σαν δημοκρατία. (Revelli 2010, 127).

Η κρίση της δημοκρατικής εκπροσώπησης, η κρίση της κοινότητας και η άνιση δοσοληψία επιβάλλει την «επανάσταση» της λογοτεχνίας αρχών πάνω σε νέα μοτίβα και στοχεύοντας στην ανανέωση, στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον εμπορευματοποίησης και αλλοτρίωσης των ταυτοτήτων, καθώς επίσης και στην παρουσίαση του εναλλακτικού και διαφορετικού «προσώπου» επειδή η λογοτεχνία αξίζει να τονίζει ότι δεν ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία οι σχέσεις είναι «πρόσωπο με πρόσωπο», αλλά σε μια κοινωνία του θεάματος. Αυτό που ο καθένας προβάλλει στις εφημερίδες ή τις οθόνες της τηλεόρασης δεν είναι ο εαυτός του, όπως τον γνωρίζει στο εσωτερικό της προσωπικής του συνείδησης, αλλά μια πλαστή εικόνα, που βγαίνει στη σκηνή όπως το απαιτεί η επικαιρότητα, ένα είδωλο όπως είναι οι διαφημιστικές ρεκλάμες. Η εικόνα αυτή είναι εφήμερη εξ ορισμού. Η μόδα της θριαμβεύει μόνον μέχρι να παραχωρήσει τη θέση της σε εκείνη που θα την αντικαταστήσει σε λίγο για να ικανοποιήσει την ανάγκη των θεατών για αλλαγή και ανανέωση. Για τον αρχαίο Έλληνα, η επιτυχία που διεκδικεί είναι άλλο πράγμα: έχει μια ηρωική διάσταση.

Είναι ένα επίτευγμα που διασφαλίζει σε όποιον το κατόρθωσε «άσβεστη δόξα, γιατί σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται η αθανασία: στη μνήμη των ανθρώπων… γιατί όταν ένας Έλληνας έχει διαπράξει ένα σφάλμα, δεν έχει το βάρος της ενοχής για κάποιο αμάρτημα, ένα βάρος δηλαδή στη συνείδησή του, αλλά το όνειδος ότι αποδείχθηκε ανάξιος ως προς εκείνο που περίμεναν οι άλλοι, αλλά και ο ίδιος, από τον εαυτό του, ότι έχασε την υπόληψή του. Όταν πράττει σωστά… υποκύπτει στη γοητεία αξιών, αισθητικών και ηθικών ταυτόχρονα, όπως το καλόν και το αγαθόν» (Vernant 2003, 465).

Η σωστή «οικουμενική» πολιτιστική πράξη, με βάση τις αισθητικές και ηθικές αξίες που καθορίζονται σε σχέση με τους άλλους συνανθρώπους και που σήμερα βρίσκονται σε σύγκρουση με τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, εκείνον στον οποίο υπερισχύουν οι χρηματιστηριακές, επικοινωνιακές, παραγωγικές και πλουτοφόρες ροές. Οι μοναδικές που παραμένουν παγιδευμένες είναι οι ροές των ανθρώπων, χαλιναγωγημένες μέσα από ηλεκτρονικές μορφές νέου τύπου. Το κράτος δεν καταφέρνει πια να ελέγξει και να ρυθμίσει τις διαδικασίες αγοράς και αυτό αποκαλύπτει την ανεπάρκεια της αρμονικής αντίληψής του που κάποτε στόχευε σε λύσεις. Σήμερα ο καθαρός μηχανισμός της παραγωγής που κυβερνάται από τις χρηματιστηριακές ροές αναπαράγει ατομισμό, κατακερματισμό, εφήμερη ανάπτυξη και πλουτισμό σε χώρες, τις οποίες όμως οι ροές αυτές εγκαταλείπουν γρήγορα. Δε στεριώνει ταυτότητα και συνοχή. Σήμερα δεν μπορούμε και δεν πρέπει να σκεφτούμε να επιλύσουμε τα μεγάλα νέα προβλήματα με τις παλιές συνταγές. Γεννιούνται νέες μορφές που ξεφεύγουν από τους παλιούς μηχανισμούς, με το συμπέρασμα πως οι ανθρωπιστικές αξίες όπως και η λογοτεχνία, όπως και η επιστήμη, είναι προφανώς δημιουργική, με την έννοια ότι παράγει κάτι που πριν δεν υπήρχε…, αλλά, όπως και η επιστήμη, δεν περιορίζεται σε αυτό, που είναι ήδη κάτι το εξαιρετικό: η λογοτεχνία ανακαλύπτει. Με την έννοια ότι αποκαλύπτει κάτι που υπήρχε ήδη αλλά εμείς δεν το γνωρίζαμε. Για παράδειγμα, ο Νεύτων δεν «επινόησε» το νόμο της βαρύτητας: απλώς τον ανακάλυψε… Ο Φλομπέρ δεν επινόησε τον μποβαρισμό (η υπόγεια σύγχυση ανάμεσα στο αντικείμενο και την ιδέα του), απλώς τον ανακάλυψε.

Η λογοτεχνία είναι χρήσιμη και σε αυτό. (Tabucchi 2009, 16-17). Η λογοτεχνική ταυτότητα καταλήγει σε μια ευρύτερη «χωρική» λογοτεχνική ταυτότητα, τα όρια της οποίας ήταν πάντα πολύ απλόχωρα, αλλά που επεκτείνονται όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα σήμερα να αποκτά πάντα νέα εδάφη, σκοπεύοντας σε μια «παγκόσμια» προοπτική (Ferroni 2009,16). Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης επομένως είναι επίκαιρος όσο ποτέ ο ισχυρισμός του John Locke (1632-1704) ότι η γνώση είναι η σημαντικότερη άμυνα απέναντι στον κόσμο και πως θα πρέπει να δομήσουμε μια παγκόσμια γνώση των παγκόσμιων φαινομένων του κόσμου χωρίς φοβίες, ανασφάλειες και με επιστημονική προσέγγιση ώστε να μπορέσουμε να διασαφηνίσουμε με τρόπο ανέκδοτο και συχνά ριζοσπαστικά καινοτόμο τα έργα τα πλέον κριτικά και ιδιαιτέρως εκείνων των επαναστατικότερων της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα: Joyce, Beckett, Kafka, Henri Michaux, Henrik Ibsen, Cioran, William Faulkner και άλλων. (Casanova 1999, 15)

Θα επιθυμούσα να κλείσω αυτό το άρθρο μου, λόγω της 27ης Ιανουαρίου που είναι ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος με κάτι ιδιαίτερο, ελπίζω, για την περίσταση αυτή: Θεσσαλονίκη, Γερμανία, Ιταλία και οι πολιτισμοί, όπως παρουσιάζονται με μοναδικό τρόπο στο σημαντικό έργο La tregua του Primo Levi (1919-1987). Στο βιβλίο αυτό ο Levi περιγράφει το περίπλοκο και δύσκολο ταξίδι που υποχρεώθηκε να κάνει, μετά την απελευθέρωση του Άουσβιτς από τους Ρώσους το 1945, για να επιστρέψει στο σπίτι του, στην Ιταλία, σχεδόν δέκα μήνες αργότερα. Παρακολουθούμε την περιπέτεια του συγγραφέα και πολλών άλλων Ιταλών συγκρατούμενων του στο Άουσβιτς σε όλη την κεντρική Ευρώπη, στην Πολωνία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Αποτελεί το ημερολόγιο του ταξιδιού, το οποίο αρχίζει στην ομίχλη του Άουσβιτς, που μόλις έχει απελευθερωθεί και παντού ακόμα μυρίζει ο θάνατος και εκτυλίσσεται με ανέκδοτα συμβάντα στην Ευρώπη της συνθηκολόγησης, που μόλις έχει εξέλθει από τον εφιάλτη του πολέμου και της ναζιστικής κατοχής, που δεν έχει ακόμα παραλύσει κάτω από το άγχος και την αγωνία του ψυχρού πολέμου.

Παρουσιάζονται οι παράνομες αγορές της Κρακοβίας και του Κατοβίτσε, οι καταυλισμοί, τα βιβλικά τρένα μεταφοράς του Κόκκινου Στρατού που περνά πλέον στην αποστρατεία, τα ατελείωτα ρωσικά εδάφη, εμποτισμένα με δόξα, φτώχια, λήθη, και ζωογόνα ενέργεια, τα έλη και τα παρθένα δάση, τα επινίκια γλέντια των μεθυσμένων Rώσων, τα υπνωτήρια των Iταλών που κάνουν όνειρα στην αβέβαιη επιστροφή κ.α. Ανάμεσα στα πολλά πρόσωπα που συναντά ο συγγραφέας και που περιγράφονται στο βιβλίο, ένα από τα δύο πλέον δυναμικά και κεντρικά πρόσωπα είναι εκείνο του πρώην κρατούμενου στο Άουσβιτς Έλληνα, εβραϊκής καταγωγής, από τη Θεσσαλονίκη, του Μόρντο Ναχούμ. Η σκηνή εκτυλίσσεται στην Κρακοβία της Πολωνίας το 1945. Η περιγραφή του από τον Levi μας παραθέτει το πλαίσιο μιας κοινωνίας εμπόρων, δραστήριων, προικισμένων με την κοινή λογική, ενσυνείδητοι της βίας που εξύφαινε η ιστορία, αλλά και έτοιμοι να αναρωτηθούν πάνω στα πιο κεφαλαιώδη ηθικά και φιλοσοφικά ζητήματα. Ο Ελληνας, με την πρώτη ματιά, δεν παρουσίαζε τίποτε το διαφορετικό, εκτός από τα καινούρια του παπούτσια -τα οποία όμως αποτελούσαν σημαντικότατο βοήθημα, αφού όπως αναφέρει στον πόλεμο τα παπούτσια είναι το πλέον αξιόλογο εξάρτημα- και το σάκο που έφερε στην πλάτη. Εκτός από ελληνικά, μιλούσε ισπανικά (όπως όλοι οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης), γαλλικά, λίγα ιταλικά αλλά με σωστό τονισμό και προφορά, τούρκικα, βουλγάρικα και λίγα αλβανικά. Ήταν σαράντα ετών, ψηλός, αλλά περπατούσε καμπουριαστά, με προτεταμένο το κεφάλι, όπως κάνουν οι μύωπες. Ο θαυμασμός του Levi για τον έλληνα στο κεφάλαιο «Il greco» του βιβλίου του La tregua ήταν μοναδικός:

«… Ήταν ένας μεγάλος έλληνας. Λίγες φορές στη ζωή μου πριν και μετά, αισθάνθηκα να υπάρχει σοφία τόσο συγκεκριμένη… (Levi 1983, 45). Θεμέλιο της ηθικής του ήταν η εργασία, που τη θεωρούσε ιερό καθήκον, αλλά με την πιο ευρεία έννοια. Εργασία ήταν όλα αυτά που αποφέρουν κέρδος χωρίς να περιορίζουν την ελευθερία. Η έννοια της εργασίας συμπεριλάμβανε ως εκ τούτου, εκτός από τις νόμιμες δραστηριότητες, ακόμα και παράνομες όπως π.χ. το λαθρεμπόριο, την κλοπή, την απάτη (όχι τη ληστεία: δεν ήταν βίαιος)… (Levi 1983, 51) … Η ζωή του ήταν πόλεμος, και θεωρούσε άνανδρο και τυφλό όποιον αρνιόταν αυτό το χαλύβδινο σύμπαν του. Είχε έρθει το στρατόπεδο συγκέντρωσης (Lager) και για τους δυο μας: εγώ το είχα συνειδητοποιήσει σαν μια τερατώδη συστροφή, μια σιχαμερή ανωμαλία της ιστορίας μας και της παγκόσμιας ιστορίας. Αυτός, αντίθετα, σαν μια λυπητερή επιβεβαίωση περιβόητων πραγμάτων. «Πόλεμος είναι πάντοτε», ο άνθρωπος είναι λύκος με τον άνθρωπο: παλιά ιστορία. Για τα δύο χρόνια του στο Άουσβιτς δεν μου μίλησε ποτέ. Μου μίλησε όμως, με ευφράδεια, για τις πολυποίκιλες δραστηριότητές του στη Θεσσαλονίκη, για τις παρτίδες των εμπορευμάτων που είχε αγοράσει, πουλήσει, που έκανε λαθρεμπόριο είτε στη θάλασσα, είτε νύχτα διασχίζοντας τα βουλγάρικα σύνορα, για τις απάτες που αισχρά του έκαναν αλλά και για εκείνες που διέπραξε. Και τελικά, για τις ευτυχισμένες και ήσυχες ώρες που πέρναγε στην παραλία του κόλπου της Θεσσαλονίκης, μετά τις ώρες εργασίες, με τους άλλους έμπορους συναδέλφους, σε ορισμένα καφενεία χτισμένα πάνω σε πασσάλους, τα οποία μου περιέγραψε με ασυνήθιστη χαλαρότητα, και για τις ατελείωτες συζητήσεις που έκαναν σε αυτά. Τί είδους συζητήσεις; Φυσικά για λεφτά, τελωνεία, μισθώματα, αλλά και για άλλα ακόμα…

…Τι πρέπει να καταλαβαίνεις για τη «γνώση», το «πνεύμα», τη «δικαιοσύνη», την «αλήθεια». Για εκείνη τη φύση που είναι ο αδύναμος δεσμός που δεσμεύει το σώμα με τη ψυχή, πως αυτό αρχίζει με τη γέννηση και λύεται με το θάνατο. Τί είναι ελευθερία, και πως συμφιλιώνεται η σύγκρουση μεταξύ ελευθερίας του πνεύματος και του πεπρωμένου. Ακόμα το τί ακολουθεί τον θάνατο και άλλα μεγάλα ελληνικά θέματα. Αλλά όλα αυτά το βράδυ, βεβαίως, μετά τα τελικά αλισβερίσια, με τον καφέ ή το κρασί ή με τις ελιές, λαμπερό παιχνίδι διανόησης μεταξύ ανθρώπων δραστήριων ακόμα και στη σχόλη: χωρίς θλίψη». (Levi 1983, 58). Το έργο του Ιταλού συγγραφέα Primo Levi, συμπερασματικά, αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο «το παγκόσμιο» των ανθρωπιστικών και πολιτιστικών αξιών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abrams, Meyer Howard: Λεξικό λογοτεχνικών όρων, Μετάφρ. Δεληβοριά, Γιάννα και Χατζηιωαννίδου, Σοφία. Αθήνα: Πατάκης 2005.
Calvino, Italo: «La sfida al labirinto» (1962), στο Una pietra sopra. Discorsi di letteratura e società. Torino: Einaudi 1980: 82-97.
Calvino, Italo: «Lezioni americane» [1988], στο Barenghi, Mario (επιμ.): Saggi. Τόμος Ι. Milano: Mondadori 1995: 627-753.
Casanova, Pasquale: Le République mondiale des Lettres, Paris: Éditions du Seuil 1999.
Cassese, Sabino: Πέρα από το κράτος-Oltre lo stato. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας 2009.
Cataldi, Pietro: «La poesia, il canone, il mercato. Riflessioni sulla letteratura classica e la letteratura leggera», στο Olivieri, Ugo (επιμ.): Un cannone per il terzo millenio. Milano: Bruno Mondadori 2001: 137-153
Curtius, Ernst Robert: Letteratura europea e Medio Evo latino [1948]. Μετάφραση από τα γερμανικά στα ιταλικά Luzzatto, Anna; Candela, Mercurio; Bologna, Corrado, επιμ. Antonelli, Roberto. Φλωρεντία: La Nuova Italia 1992.
Ferroni, Giulio: Prima lezione di letteratura italiana. Roma; Bari: Laterza 2009.
Gnisci, Armando: «Di che cosa parliamo quando parliamo di letteratura mondiale nel 2010» στο Gnisci, Armando; Sinopoli, Franca; Moll, Nora: La letteratura del mondo nel XXI secolo, Milano; Torino: Bruno Mondadori 2010: 1-53.
Levi, Primo: La tregua. Torino: Einaudi 1983.
Magris, Claudio: Danubio. Milano: Garzanti 1986.
Marx, Karl Heinrich; Engels, Friedrich: “Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος”: 1.2. (2012) http://www.marxists.org/ellinika/archive/marx/works/1848/ com-man/bourprol.htm.
Revelli, Marco: Poveri noi. Torino: Einaudi 2010.
Settis, Salvatore: Το Μέλλον του «κλασικού». Μετάφρ. Γιακουμακάτος, Αντρέας. Αθήνα: Νεφέλη 2006.
Strich, Fritz: Goethe und die Weltliteratur. Bern: Francke 1946.
Tabucchi, Antοnio: Elogio della Letteratura-Λογοτεχνίας Εγκώμιο. Μετάφρ. Χρυσοστομίδης, Ανταίος. Αθήνα: Άγρα και Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών 2009.
Vernant, Jean-Pierre: Ανάμεσα στον μύθο και την πολιτική. Μετάφρ. Γιόση, Μαίρη. Αθήνα: Σμίλη 2003.
