
Η Ζαν Εμπιτέρν ήταν δεκαέξι χρόνων, μέσα σε μια ολόχρυση νιότη, όλο άνοιξη και ζωική έκρηξη, όταν συναπαντήθηκε με τον μέγα Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι, περιζήτητο εραστή και πυρακτωμένο σταρ της Μονμάρτρης, της γειτονίας των καλλιτεχνών στο Παρίσι και του Μονοπαρνάς αργότερα, όταν πάντα αδέκαρος, αναζητούσε φτηνά ενοίκια. Ήταν δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερος της, εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες και αλκοόλ και είχε μόλις βγει από μια παράφορη συμβίωση, ένα θυελλώδη έρωτα με την Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα.

Η συγκλονιστική αυτή γυναίκα, η Αχμάτοβα είχε πάει γαμήλιο ταξίδι με τον σύζυγο της Γκουμιλιόφ στο Παρίσι, όταν γνώρισε και παθιάστηκε με τον Μοντιλιάνι. Ο ζωγράφος θα την απαθανατίσει σε δεκαέξι σκίτσα, σε πολλά από αυτά γυμνή, που της τα χάρισε με το χωρισμό τους και που αυτή τα φύλαγε μέχρι το τέλος της ζωής της. Το φάντασμά της έντονης προσωπικότητας και της μοιραίας επίδρασης στη ζωής του Αμαντέο Μοντιλιάνι, από την Αχμάτοβα, θα είναι εκεί, στη νέα απαγορευμένη σχέση, με την 16χρονη Ζαν, στο στούντιο του καλλιτέχνη, κοντά στο σπίτι των γονιών εκείνης, στη Place de la Contrescarpe.

Η Ζαν που ερωτεύτηκε πολύ
Ήταν η μούσα, το μοντέλο, η ανήλικη ερωμένη του. Ζούσε στην σκιά του και είχε αλλόκοτες διακυμάνσεις στη συμπεριφορά και στις διαθέσεις. Ήταν σιωπηλή, ανεξιχνίαστη συχνά, προσκολλημένη σε εκείνο σε σημείο φανατισμού και παθολογικά ζηλιάρα. Πανέμορφη και αφοσιωμένη σε εκείνον, αψήφησε γονείς και κοινωνία για να αφοσιωθεί στη ζωή και στην δημιουργία εκείνου που λάτρεψε και έζησε στην άκρη του ταλέντου για να μετριέται από βιογράφους, για πολλά χρονιά ως μια αναμεσά στις πολλές ερωμένες. Κι όμως η Ζαν Εμπιτέρν, ήταν μια σπουδαία καλλιτέχνιδα, που το έργο της μαίνονταν δίπλα σ εκείνο του Μοντιλιάνι και έμεινε απόλυτα κρυφό μέχρι το 2000, ώσπου -επιτέλους!- παρουσιάστηκε στο κοινό. Εκείνος είχε βίαια ξεσπάσματα, ζώντας μέσα στην απόγνωση, έφτανε στα άκρα με τους εθισμούς και τις καταχρήσεις του. Η Ζαν ζούσε πιά μαζί του, έχοντας εγκαταλείψει τους γονείς της, σκανδαλισμένους απ το ότι είχε ενδώσει ανήλικη σε ένα αίσθημα με ένα ολέθριο άνδρα. Στο σπίτι τους δεν υπήρχε συχνά φαγητό και θέρμανση. Αυτό δεν εμπόδιζε τον Μοντιλιάνι από το να ζωγραφίζει μόνο για να εξασφαλίσει την απαραίτητη του ποσότητα αλκοόλ. Έμπαινε στα μικρά καφέ κρατώντας χαρτί και μολύβι, ζωγράφιζε επιτόπου τα σχέδια του και τα αντάλλασσε με μερικά ποτήρια κρασί.

Το ζευγάρι των σκανδάλων
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μοντιλιάνι προσπάθησε να καταταγεί στον στρατό αλλά δεν στρατεύθηκε τελικά λόγω της επιβαρυμένης υγείας του. Τα δύσκολα αυτά χρόνια και κυρίως λόγω της βοήθειας του Λέοπολντ Ζμπορόφσκι, ενός εμπόρου τέχνης, έμελλαν να γίνουν τα πιο δημιουργικά για τον καλλιτέχνη. Από το 1915 έως το 1920, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε πάνω από τριακόσιους πίνακες και στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, έκανε και την πρώτη και μοναδικής όσο ζούσε έκθεση των έργων του με τεράστια γυμνά που προκάλεσαν σκάνδαλο, ώστε τελικά, να απαγορευτεί η έκθεση και να επέμβει η αστυνομία. Η Ζαν, εσωστρεφής, ντροπαλή, μελαγχολική και πάντα ποιητικά όμορφη, συνεχίζει να ζωγραφίζει η ίδια στο περιθώριο του ταλέντου εκεινού και να του ποζάρει διαρκώς. Το 1918, την τέταρτη χρονιά του πολέμου, φεύγουν από το Παρίσι για να γλιτώσουν από την πείνα, τους συνέχεις αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τις διακοπές ρεύματος.

Το τραγικό τέλος και το προσκύνημα των εραστών και των ονειροπόλων
Εκείνος είναι πια 33 χρονών και εκείνη 19. Ζουν στην Κυανή Ακτή, κάτω από έναν γλυκό, πορτοκαλί ήλιο και δίπλα σε μια μπλε, φιλική θάλασσα. Αυτός εκεί ζωγραφίζει τους πιο δημοφιλείς και μεγάλης αξίας πίνακές του. Σε δύο μόλις χρόνια φτιάχνει 25 πορτρέτα της ωραίας Ζαν. Στις 29 Νοεμβρίου του 1918, στην ζέστη της Κυανής Ακτής, γεννιέται η κόρη τους, η οποία πήρε το όνομά της μητέρας της. Η Ζαν είναι πάλι έγκυος, όταν εκείνος, άρρωστος με φυματίωση και εξασθενημένος από το αλκοόλ, πεθαίνει από μηνιγγίτιδα στις 24 Ιανουαρίου του 2019, στα 36 του χρόνια. Δύο ημέρες και μια μόλις νύχτα, αργότερα, αδυνατώντας να ζήσει χωρίς αυτόν, η Ζαν έπεσε πίσω από το παράθυρο του σπιτιού τους, που ήταν στον πέμπτο όροφο. Ήταν είκοσι ενός χρόνων και στον ένατο μηνά της εγκυμοσύνης της. Στην κηδεία τους στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ παρευρέθηκε ένα τεράστιο πλήθος κόσμου και ο κοινός τάφος τους έχει γίνει ιερό για εραστές, καλλιτέχνες και ονειροπόλους. Δεν παντρευτήκαν ποτέ, ούτε και πρόλαβε ο Μοντιλιάνι να αναγνωρίσει το παιδί του, την μικρή Ζαν.

Το κρυφό έργο της Ζαν, η οικογένεια που δεν συγχωρέσε ποτέ και η κόρη που ποτέ δεν ξέχασε
Ο Μοντιλιάνι μετα θάνατον είναι περιζήτητος, τα έργα του είναι τεράστιας αξίας και οι πίνακες του γνωρίζουν εκθέσεις σε όλη τη γη. Το έργο της Ζαν απ τη άλλη, είναι άγνωστο και ασήμαντο. Μετα την τραγική αυτοχειρία της, τους πίνακες της μάζεψέ ο αδερφό της, Αντρέ και τα φύλαξε κλειδωμένα μέχρι τον θάνατο του. Κάνεις δεν ήξερε πως η Ζαν υπήρξε και κάτι άλλο εκτός από παθιασμένη ερωμένη του Μοντιλιάνι. Η λήθη σκορπίζεται στις ιστορίες των ανθρώπων, στις υπάρξεις τους, στη μνήμη και η σκόνη κρύβει τα έργα της Ζαν. Μόνο ένας άνθρωπος σ όλο τον κόσμο, τον πελώριο δεν ξεχνά και διψά να μάθει κι άλλα. Η κόρη των Μοντιλιάνι και Εμπιτέρν, εκείνο το παιδί που μεγάλωσε σε ένα κόσμο μόνο του, στη σκιά ενός μοιραίου έρωτα! Σ όλη τη διάρκεια της ζωής της, η Ζαν Μοντιλιάνι προσπάθησε να σχηματίσει θραύσματα από τη ζωή των γονιών της. Χωρίς να της ανήκει τίποτα, βρήκε μια καταγραφή των σχεδίων της μητέρας της, που εξακολουθούν να ανήκουν στην οικογένεια του θείου της.

Μια έκθεση έργων και ένα βιβλίο για την Ζαν
Στη Βενετία το 2000, η συγγραφέας Λίντα Λάππιν έπεσε πάνω σε μια έκθεση των σχεδίων της Ζαν, που η οικογένεια της είχε συμφωνήσει να εκτεθούν πρώτη φορά, μετα από 80 χρόνια απ το θάνατο της. Τα σκίτσα εντυπωσίασαν την συγγραφέα που είναι μια δυναμική των πολλαπλών γυναικών ρόλων ως αφοσιωμένη κόρη και αδελφή, αισθησιακή ερωτευμένη γυναίκα, λειτουργική και απλή στην καθημερινή ζωή και φροντίδα των άλλων, άφοβη βοηθό στην ασθένεια και μάρτυρα του θανάτου. Ο Μοντιλιάνι σε αντίθεση με τις συνήθειες του, ποτέ δεν ζωγράφισε την Ζαν γυμνή, αλλά η Ζαν δεν είχε καμία αναστολή στο να ζωγραφίζει τον εαυτό της, γυμνό και πλήρως εκτεθειμένο. Η στάση απέναντι στο γυμνό είναι ιδιαίτερα τολμηρή αν θεωρήσουμε ότι μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα, οι γυναίκες είχε απαγορευτεί να σχεδιάζουν γυμνά μοντέλα στις γαλλικές ακαδημίες τέχνης. Τα έργα της είχαν ακόμη αποτυπώσει τον Μοντιλιάνι κοντά στο θάνατο του, συλλαμβάνοντας εκείνες τις μαρτυρικές λεπτομέρειες για την επίγνωση του επικείμενου τέλους.

Ποιο ήταν αλήθεια εκείνο το κορίτσι των 21 ετών, που βούτηξε στο κενό από έρωτα;
Άραγε την ένοιαζε το έργο της, ή η ίδια το αποδημούσε μην επιθυμώντας το προσκήνιο; Ήταν εκείνη η ταλαντούχος καλλιτέχνιδα που μη επηρεασμένη από την τεχνοτροπία του φωτισμένου αγαπημένου, έκανε την δική της μοναδική δουλειά, αλλά η πατριαρχική επιταγή της εποχής την εξόριζε στο περιθώριο και στην αιώνια σιωπή; Ήταν μια γυναικά μπροστά απ την εποχή της που αψήφησε την οικογένειά της, άφησε ελεύθερη τη σεξουαλικότητά της και απέρριψε κάθε ηθικό πρότυπο των αρχών του 20ου αιώνα; Ήταν μήπως μια γλυκιά, ευγενική κόρη που υπέφερε για την απόρριψη του τρόπου ζωής της από τους γονείς της; Με την πάροδο του χρόνου, οι μύθοι συσσωρεύτηκαν γύρω από την Ζαν Εμπιτέρν, όπως σε ένα μαργαριτάρι στο κέντρο ενός κογχυλιού. Κανείς δε ξέρει και ούτε η κόρη της που πέθανε το 1981 έμαθε ποτέ. Δεν άφησε πίσω της γράμματα, ημερολόγια ή λόγια δημοσιευμένα. Μόνο αυτά τα σκίτσα και λίγες ζωγραφιές της απομείναν και όλα τους είναι ιδιωτικά και όχι εκτεθειμένα στο κοινό. Η Ζαν Μοντιλιάνι έκανε λόγο για κάποιες επιστολές και ένα ημερολόγιο που κρατούσε η μανά της, ωστόσο, ποτέ δεν είχε πρόσβαση σ αυτά, ούτε και παραδεχτεί η οικογένεια του θείου της ότι τα είχε στη κατοχή της. Η Λίντα Λαππιν γοητευμένη από το μυστήριο της γυναίκας και μαγεμένη από τα έργα της Ζαν ανέλαβε την ανάστασή της από τη λήθη. Βρήκε μια ηρωδιάς που δεν αντιπροσωπεύει μόνο την εποχή της, αλλά αλλά όλες εκείνες τις γυναίκες που προσπαθούν να ταιριάξουν με τον καιρό τους και τις πολλαπλές τους κοινωνικές εκφράσεις, ως μητέρας, κόρης, ερωμένης, καλλιτέχνιδας, με έναν σύντροφο να πάσχει από ασθένεια και εθισμό. Κατά τη Λίντα Λάππιν, η ζωή της Ζαν τελείωσε τραγικά επειδή δεν είχε την υποστήριξη που ίσως θα μπορούσε να βρει στην εποχή μας, όμως προσπάθησε να κάνει τέχνη τη ζωή της, και τη ζωή της τέχνη, ώστε να υπάρχει η φωνή και η κατάθεση σε όλους τους καιρούς των ανθρώπων.

Ένα βιβλίο με ηρωίδα την Ζαν – φάντασμα για όλες τις γυναίκες
Η Λίντα ξεκίνησε να γράφει την ιστορία της στο Loving Modigliani: The Afterlife of Jeanne Hébuterne, ένα μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2020. Ξεκίνησε ως ημερολόγιο σε πρώτο πρόσωπο, αλλά έπεσε σε αδιέξοδο. Η Λίντα βρήκε ότι δεν μπορούσε να γράψει το τέλος γιατί ο πρωταγωνιστής της ιστορίας πέθαινε τόσο σκληρά και η ίδια ήταν απρόθυμη να γράψει μια τραγωδία, αλλά ήθελε να γιορτάσει την ύπαρξη της Ζαν. Έκανε ως κέντρο της αφήγησης την χαρά. Μια χαρά που υπάρχει σε μια σύντομη ζωή, με τέχνη, μεγάλο έρωτα, αγάπη, στο επίκεντρο μιας εκρηκτικής στιγμής και συνάντησης στην ιστορία της τέχνης. Έτσι, η Λίντα σκέφτηκε, γιατί να μην αρχίσει να λέει την ιστορία μετά την τραγωδία που συμβαίνει μέσα από τα μάτια του φάντασμα της Ζαν, και έτσι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με μελέτη και έρευνα έγινε λογοτεχνία φαντασίας. Το μυθιστόρημα κινείται στον χρόνο με την Ζαν να ταξιδεύει στη μετά θάνατον ζωή, ψάχνοντας για να βρει τον αγαπημένη της, τον Μοντιλιάνι ανάμεσα στις σκιές, ενώ στη δική μας εποχή, ένας μελετητής ιστορίας τέχνης ανακαλύπτει το ημερολόγιο της που ήταν εξαφανισμένο και ένας επιμελητής τέχνης φέρνει τα παλιά, χαμένα έργα της Ζαν στο κοινό. Και όλο αυτό είναι ακόμη μια ερωτική επιστολή προς το Παρίσι, μια βαθιά χαρτογράφηση των αισθήσεων, των ήχων, των αρωμάτων της πόλης. Λοιπόν; Εκατό είκοσι χρόνια σιωπής, μετά τον θάνατο της, η 21 χρόνων, έγκυος εννιά μηνών Ζαν, μητέρα ενός κοριτσιού ενός έτους, που αυτοκτόνησε υστέρα απ το θάνατο του πληθωρικού αγαπημένου της Μοντιλιάνι, μιλάει με δυνατή φωνή και εμείς ακούμε!
