Το εξώφυλλο του TIME, το πρώτου τεύχους για το 2021, είναι εμβληματικό. Ο Τζο Μπάιντεν, μια μέρα μετά την ορκωμοσία του χρονικά, εμφανίζεται στο προεδρικό γραφείο στον Λευκό Οίκο, να κοιτάζει σκεπτικός έξω από τα παράθυρα ένα πυρακτωμένο ουρανό. Το οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου, είναι κατεστραμμένο, λεηλατημένο, συλημένο. Οι κουρτίνες είναι σκισμένες και το ταβάνι έχει ρωγμές, αναρίθμητα χαρτιά βρίσκονται σε στοίβες, στο πάτωμα φαίνονται πατημασιές, ένα κόκκινο καπέλο ΜΑGA και μία ντουντούκα – που παραπέμπει σε ένα από τα αντικείμενα που έφερε μαζί του ένας απ τους εισβολείς στο Καπιτώλιο μαζί με υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ. Το γραφείο είναι λερωμένο με σπρέι, ενώ το ακουστικό του τηλεφώνου έχει πέσει στο πάτωμα. Στο εξώφυλλο η μόνη φράση που αναγράφεται είναι: «Day One» (Ημέρα Πρώτη)! Και το έχει φιλοτεχνήσει, έτσι που να κόβει ανάσες, ο Τιμ Ο Μπράιν…
Ο Τιμ Ο Μπράιν, 56 ετών, είναι καλλιτέχνης, με εικονογραφήσεις του στα μεγαλύτερα περιοδικά του κόσμου, όπως τα Time, Rolling Stone, GQ, Esquire, National Geographic, Der Spiegel. Οι εικόνες του χρησιμοποιούνται επίσης από την Ταχυδρομική Υπηρεσία των ΗΠΑ για γραμματόσημα. Οι παππούδες του ήρθαν στην Αμερική από την Ιρλανδία -άλλωστε φαίνεται απ το επώνυμο- αφήνοντας πίσω τον μεγάλο λιμό, την πείνα, μετά την καταστροφή της σοδειάς της πατάτας από περονόσπορο, την επιδημία του τύφου το 1847 -έτος που έχει μείνει στην Iρλανδική ιστορία ως το «Μαύρο ’47»- αλλά και απ το μένος των Άγγλων, που ήθελαν να εξαφανιστούν οι καθολικοί Ιρλανδοί απ το νησί τους.
Οι Ιρλανδοί, πήγαιναν στον Καναδά όπου έπρεπε να περάσουν από καραντίνα στον σταθμό που υπήρχε στο νησί Grosse Ile, στο Κεμπέκ. Έτσι κάνανε και οι Ο Μπράιν, για να ριζώσουν, αμέσως μετά, στο Νόργουιτς του Κονέκτικατ. Ο παππούς του καλλιτέχνη μας, έγινε επιστάτης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Ο Τιμ ήταν το δεύτερο από τα τρία αγόρια της οικογένειάς του. Πριν την τέχνη, ως έφηβος είχε ανακαλύψει την πυγμαχία. Ήταν ένας καλός αθλητής, μεσαίου βάρους στο μποξ. Ζωγράφιζε απ΄ όταν θυμόταν τον εαυτό, αλλά ως Ιρλανδικής καταγωγής αγόρι, πίστευε ότι θα γινόταν επαγγελματίας μπόξερ. Στα 18 του, το μποξ ήταν ήδη παρελθόν και βρέθηκε με υποτροφία στο Paier College of Art, στο Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ. Σπουδαίοι δάσκαλοι, έκφραση, μια ελεύθερη ζωή απ αυτές που οι φοιτητές και δη των καλλιτεχνικών σπουδών κάνουν και ο νεαρός Τιμ είχε βρει το στοιχείο του.
Η ικανότητα να ζωγραφίζει ρεαλιστικά αντικείμενα έμειναν παροιμιώδη στο Πανεπιστήμιο, όταν εκείνος, ως πλάκα, ζωγράφισε στον τοίχο ηλεκτρικές πρίζες, που τόσο οι καθηγητές, όσο και οι συμφοιτητές του περνούσαν για πραγματικές και προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν. Έχοντας πάντα δεσμούς με το Yale, o Ο’ Μπράιν επισκέπτονταν συχνά την σπουδαία Πινακοθήκη του πανεπιστήμιου. Τα αγαπημένα έργα τέχνης του, τα οποία απολάμβανε να βλέπει στη γκαλερί Yale, ήταν εκείνα των Thomas Eakins και Paul Cadmus. Ακόμα τον επηρέασαν πολύ, ο Ρώσος ζωγράφος του 19ου αιώνα, Ivan Shishkin και ο Βρετανός ζωγράφος, Λόρδος Leighton.
Πριν, ακόμα, αποφοιτήσει από το Κολέγιο, το 1987, τον ανακαλύπτει ο μέγας μάνατζερ Πίτερ Λωτ και τον ώθησε να ξεκινήσει καριέρα ως εικονογράφος φιλοτεχνώντας πρώτα απ όλα εξώφυλλα βιβλίων. Μεταξύ 2008 και 2010, ο O’ Μπράιν φιλοτέχνησε τα εξώφυλλα της της τριλογίας των Hunger Games της Σούζαν Κόλλινς, με τις εικόνες του, να χρησιμοποιούνται και στις διαφημιστικές αφίσες των θρυλικών ταινιών.
Η συνεργασία του με το περιοδικό Time, από το 1989, είναι πλέον σημείο αναφοράς στην τέχνης της εικονογράφησης και τα περισσότερα απ αυτά βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη του Σμιθσόνιαν. Το εξώφυλλο του Ο Μπράιν «Το τέλος του Μπιν Λάντεν», το οποίο δημιούργησε ο καλλιτέχνης το 2002 όταν οι συντάκτες του Time πίστευαν ότι ο ηγέτης της Αλ Κάιντα είχε παγιδευτεί και ήταν ή θα πέθανε σύντομα στο Αφγανιστάν, δεν δημοσιεύθηκε παρά εννέα χρόνια αργότερα στην έκδοση της 20ης Μαΐου του 2011.
Για το περιοδικό Rolling Stone φιλοτέχνησε μια σειρά από εξώφυλλα με τους Μάικλ Τζάκσον, Nirvana, Λίτλ Ρίτσαρντ καλ. Από την ανάθεση του εξωφύλλου ο καλλιτέχνης έχεις 48 ώρες για να παραδώσει τη δουλειά του. Ο Ο’ Μπράιν θεωρεί τους πίνακες του ως ταινίες ενός καρέ και η δουλειά του ως εικονογράφος είναι να κατευθύνει τον θεατή να δει την ιδέα όταν θέλει να τη δει. Σε μια συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε από το The Illustrators Guild of Ireland το 2002, ο O’Brien περιέγραψε το στυλ του λέγοντας: «Η περιγραφή μου είναι εννοιολογικός ρεαλισμός με κλίση προς το ελαφρώς εξιδανικευμένο».
Έχει λάβει βραβεία, του έχουν αποδοθεί τιμές και έχει προσπαθήσει πολύ στα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη, για μαζί με τον Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, για τα δικαιώματα των καλλιτεχνών στη δουλειά τους. Έχει τοποθετηθεί για την εμπορική τέχνη και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε έναν ψηφιακό κόσμο και πώς η τεχνολογία έχει τόσο επωφελείς όσο και ανησυχητικές συνέπειες και στα δύο. Από το 2006 ο O’ Μπράιν διοικεί τον Μαραθώνιο της Νέας Υόρκης, συγκεντρώνοντας χρήματα για το IBD Centre του Παιδιού στο Νοσοκομείο Mount Sinai. Ζει με τη σύζυγό του, επίσης καλλιτέχνης, Ελίζαμπεθ Παρίσι και τον γιο τους, Κάσσιους, στο Μπρούκλιν, στη Νέα Υόρκης. Ο Ο’ Μπράιν δουλεύει στο σπίτι του, στο στούντιο του, που είναι στον τρίτο όροφο, κοιτάζοντας τον δρόμο…