Το σινεμά, το Netflix και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου της νέας δεκαετίας

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΡΑΚΑΚΗ

Στις 28 Δεκεμβρίου του 1895, οι δαιμόνιοι αδερφοί Λυμιέρ, έχοντας βασιστεί σε εφευρέσεις προγενεστέρων τους διανοιών, κατάφεραν να κάνουν  την πρώτη δημόσια προβολή ταινιών για τα μάτια 35 θεατών  στο Παρίσι. Προβλήθηκαν δέκα ταινίες συνολικής διάρκειας δεκαπέντε λεπτών. Μία σκηνή της καθημερινότητας.  Οι αρχές του 20ου αιώνα βρήκε τους μάγους και τους θαυματοποιούς άνεργους. Οι πλανόδιοι ζογκλέρ κρέμασαν τις κορίνες τους στην πλάτη και χωθήκανε σπίτια τους. Η μεγάλη οθόνη ξεκίνησε να κατακτά τους ανθρώπους και τους συγκλόνισε μια για πάντα. Μαγεία κανονική, ένα άλογο καλπάζει, ένα πουλί φτερουγά και απογειώνεται, τυχαίοι άνθρωποι περπατούν και τρέχουν κι ένα τρένο έρχεται καταπάνω μας και μας πατά! Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι ταινίες δεν είχαν ήχο και οι προβολές πραγματοποιούνταν συνήθως συνοδεία  ζωντανής μουσική. Στα τέλη του 1927, η ταινία The Jazz Singer, αν και κατά το μεγαλύτερο μέρος της βουβή, ήταν η πρώτη που περιείχε διαλόγους.

Η Αμερική λατρεύει το σινεμά και η Ευρώπη το ερωτεύεται

 Αμερική: η μεγάλη μήτρα, οι χρυσές παραγωγές, τα λαμπερά βραβεία, οι σταρ. Το 1908, στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτιμάται ότι υπήρχαν δέκα χιλιάδες περίπου κινηματογράφοι! Αλλά και Ευρώπη: η ποιότητα στο σενάριο, η τρυφερότητα στην μορφή, οι θεατρικές φιγούρες που σελεμπριτοποιήθηκαν, οι Κάννες, τα φεστιβάλ, οι μικρού μήκους.

Ελλάδα και κινηματογράφος

Και η Ελλάδα; Το 1910 ιδρύθηκε η πρώτη ελληνική εταιρεία παραγωγής, ονόματι Αθήνη. Μερικές επιτυχημένες για τα δεδομένα της εποχής ταινίες μικρού μήκους, αλλά και άλλες. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος κόβει την φόρα σε ανερχόμενους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, κόβει την φόρα γενικώς. Πάνω που πάει κάτι να ανακάμψει, μεταξύ 1927 και 1934, όπου ιδρύονται πολλές και καλές εταιρείες παραγωγής, οι οποίες δίνουν έως και αριστουργήματα, έρχεται η Κατοχή να βάλει και πάλι φρένο. Προηγουμένως, βέβαια, το 1936, το Μεταξικό καθεστώς είχε επιβάλει λογοκρισία σε ένα τεράστιο μέρος της κινηματογραφικής δημιουργίας και παραγωγής. Το 1943 ιδρύεται η Φίνος Φιλμς. Η πρώτη της ταινία με πρωταγωνιστές Βεάκη-Χορν-Κωνσταντάρα ονομαζόταν «Η φωνή της καρδιάς». Μετά το 1945, μοιάζει κάτι να συμβαίνει πολύ καλό με το ελληνικό σινεμά. Το 1949, η Τελευταία Αποστολή υπήρξε η πρώτη ελληνική ταινία που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών! Η περίοδος αυτή έχει την Μαντάμ Σουσού, το Κυριακάτικο Ξύπνημα, την Μαγική Πόλη, το Ένα Βότσαλο στη Λίμνη. Οι Γερμανοί ξανάρχονται του Σακελλάριου και ο Μεθύστακας του Τζαβέλλα γράφουν ιστορία και εισάγουν το ελληνικό σινεμά στην καλύτερη περίοδό του, από το 1955 έως το1967, την περίφημη  Χρυσή Εποχή του!

Η Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου

1955… γιατί τότε προβλήθηκαν οι εμβηλατικές ταινίες Στέλλα και η Ιστορία μιας κάλπικης Λίρας, που έλαβαν διεθνή απήχηση και επιβράβευση. Έναν χρόνο μετά, ο Δράκος του Κούνδουρου θάφτηκε από το κοινό, αλλά φάνηκε να εκπλήσσει ευχάριστα τους κριτικούς σε διεθνές επίπεδο. Κι έχουμε κι άλλα αυτήν την θεϊκή δεκαετία… Έχουμε Ποτέ την Κυριακή με τον Χατζιδάκι να παίρνει Όσκαρ, έχουμε Αλέξη Ζορμπά και μια σειρά ταινιών από αυτές που παίζουν μέχρι και αυτή την στιγμή που γράφουμε και μιλάμε στην ελληνική τηλεόραση, σημειώνοντας ξανά και ξανά ανεβασμένα νούμερα τηλεθέασης. Παιδιά σκαρφαλωμένα στα δέντρα, λαθροθεατές ανοιχτοστόματοι θρυλικών καρέ, σαν κι αυτά όπου η βλεφαρίδα της Αλίκης αισθανόσουν πως σε χαϊδεύει και το ανεπανάληπτο στόμα της Μελίνας πως γελά και μιλά μόνο για σένα. Η έξοδος του Σαββατοκύριακου για κυρίες μετά κυρίων, σαραγλί μετά, πασατέμπο κατά την διάρκεια. Ο σινεμάς, οι γαζίες και τα γιασεμιά, τα χαλίκια, τα τσιπς, τα θερινά, τα χειμερινά. Προχώρησαν οι μήνες και τα χρόνια. Η Ελλάδα ανακάλυψε τον Αγγελόπουλο κι αυτός μοιάζει να αποκάλυψε την Ελλάδα την δική του μέσα από τις ταινίες του για όλον τον κόσμο. Και επί Χούντας έγιναν καλές ταινίες, όπως το Μια κυρία στα μπουζούκια, η νεράιδα και το παλικάρι, μια ελληνίδα στο χαρέμι και άλλες επικές. Έλα όμως που ήταν όλες, ως επί το πλείστον, μιούζικαλ και κωμωδίες. Ο φασισμός δεν αντέχει το δράμα και την σκέψη, ενώ το δικτατορικό καθεστώς επιβάλλει λογοκρισία και προωθεί ταινίες με έντονα πατριωτικό πρόσημο. Η Μαντώ Μαυρογένους, ο Παπαφλέσσας, η Υπολοχαγός Νατάσα παραμένουν έως σήμερα musts.

Το «άλλο» σινεμά και τα διαμάντια του

Παράλληλα ,όμως με αυτές, προβλήθηκαν οι ταινίες Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση (1971) και Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου (1972) του Ντίνου Κατσουρίδη, που επίσης διαδραματίζονται στα χρόνια της Κατοχής, αλλά με δυνατά αντιφασιστικά μηνύματα. «Και οι δύο ταινίες γνώρισαν μεγάλη εισπρακτική και κριτική επιτυχία, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στη Χούντα, που λογόκρινε την ταινία και προέβαλε εμπόδια στην παραγωγή», γράφει η Βικιπαίδεια και ορθά. Ασπρόμαυρες και έγχρωμες ταινίες… Παλιοί και νέοι ηθοποιοί, μαγικά soundtracks, ομάδες και παρέες δημιουργών, διψασμένο και απρόβλεπτο κοινό. Οι δεκαετίες καλπάζουν σαν εκείνο το πρώτο άλογο στις συνεχόμενες φωτογραφίες του Βρετανού Μάιμπριτζ. Εβδομήντα, ογδόντα, μεταπολίτευση, Κούνδουρος, σκέψη και σκεπτικισμός, «κουλτούρα», λιγάκι εσωστρέφεια, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ο Θίασος, ο Τάσιος, ο Νικολαίδης, το Ρεμπέτικο, η Τιμή της Αγάπης, ο Περάκης με την Λούφα και Παραλλαγή που άνοιξε δρόμο για ένα εύπεπτο, κάποτε ευφυές, εμπορικό και «τηλεοπτικίστικο» σινεμά. Την δεκαετία του 90 βγήκαν αρκετά διαμάντια επίσης, μάθαμε τον Τσιώλη και τον Σμαραγδή, έγινε ο Κήπος του Θεού του Σπυριδάκη, ενώ ήρθε και ο Χρυσός Φοίνικας για τον Αγγελόπουλο και το αξεπέραστο Βλέμμα του Οδυσσέα.

Λάνθιμος, Οικονομίδης, Τσαγγάρη, Κούτρας και Παπακαλιάτης

Μετανάστες στην Ελλάδα, συζητήσεις για το σεξ και την σεξουαλικότητα, το εθνικό μας κιτς, η νοσταλγία των δημιουργών για τα «παλιά, καλά χρόνια», αλλά και η Πολίτικη Κουζίνα, οι Νύφες, και λίγο πιο πριν από όλα αυτά, το ακόμα συγκινητικό Δέντρο που Πληγώναμε του Αβδελιώδη. Σινεμά της κρίσης αργότερα, «ευκολούρες» και «μαλακιούλες» για σινεμά με ποπ κορν και τις πρώτες απανωτές σέλφιζ, ο χείμαρρος του Λάνθιμου, το weird σινεμά που γρήγορα αποτίναξε αυτήν την ρετσινιά αφορώντας όλο και περισσότερο κόσμο και ιδίως τους νέους ανθρώπους. Ο Οικονομίδης, η Τσαγγάρη, ο Κούτρας, οι ταλαντούχοι μικρομηκάδες, οι instagram και οι «ευρωπαϊκές» αισθητικές που αποθέωσαν τον μινιμαλισμό και έδωσαν άλλες διαστάσεις στην ερμηνεία του ηθοποιού στην μεγάλη οθόνη. Αλλά και οι αξιοσημείωτες δουλειές του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, με τις ταινίες του να γίνονται κυριολεκτικά talk of the town.

Η Ευτυχία

Δεκέμβρης του 2019: η Ευτυχία, του Άγγελου Φραντζή, ένα αριστούργημα που ανανέωσε την εικόνα, την ιδέα, το σώμα του ελληνικού κινηματογράφου, που άναψε και πάλι την συζήτηση. «Μια ταινία μπορεί να είναι καλή κι ας είναι ελληνική», αναφώνησε το αμερικανοθρεμμένο κινηματογραφικά ελληνικό κοινό, «μια ταινία μπορεί να είναι καλή κι ας μην είναι σειρά του Netflix», ψιθύρισαν οι έφηβοι που έμαθαν επιτέλους ποιος είναι ο άνθρωπος ο οποίος έγραψε τους στίχους του αγαπημένου ζεϊμπέκικο του πατέρα και του παππού τους. Κυρίως, όμως «μια ταινία δεν χρειάζεται να είναι αντιεμπορική για να είναι ποιοτική».

Η ζωή αντιγράφει το σινεμά. Ή μήπως το ανάποδο;

Ο κινηματογράφος πάντα ακολουθούσε με προσήλωση και ευλάβεια τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, όμως ο ελληνικός κινηματογράφος αυτό το πράγμα το «απογείωσε», κάτι που δεν είναι απαραίτητα καλό. Δημιουργήθηκε ένα είδος κινηματογραφικής τέχνης γένους αμιγώς ελληνικού: η εθνική μας κλάψα και κακομοιριά, το ψέμα μας, τα κόμπλεξ μας, οι απόψεις μας για τις γυναίκες, τους άντρες, τους εαυτούς μας, την θέση μας στον κόσμο, τα έθιμά μας, η πάμπλουτη ιστορία μας και τα φτωχικά μας μέσα, το low budget που μπορεί και να γεννήσει διαμάντια τύπου Φτηνά Τσιγάρα, ας πούμε. Το αριστερό σινεμά, το εμπορικό σινεμά, το σινεμά για λίγους, το σινεμά για όλους, οι κουλτουριάρηδες, οι ψωνάρες, οι ατάλαντοι, οι too good to be true και ούτω καθεξής. Χίλιες δυο διασκευές παλιών ταινιών, εκατοντάδες βιογραφικές ταινίες, θέματα που μας τσούζουν και μας διασπούν ακόμα όπως ο Εμφύλιος, η καταστροφή της Σμύρνης. Γι’ αυτό ο Λάνθιμος έκανε το μεγάλο μπαμ: δεν ασχολήθηκε με τίποτε από αυτά. Γιατί ο ξένος θεατής δεν ξέρει τι είναι το σμυρνέικο μινόρε και δεν ενδιαφέρεται να μάθει αν είχαν δίκιο οι κομμουνιστές ή «οι άλλοι», καλώς ή κακώς. Οι ανθρώπινες σχέσεις, η παγκόσμια ιστορία, το άδυτο του εαυτού απασχολούν όλον τον κόσμο, διαχρονικά. Ο Κυνόδοντας μάς πάγωσε το αίμα με την αφοπλιστική του ωμότητα, σε ένα σύμπαν διάφανο, ψυχρό, σαν ψεύτικο, που είναι όμως τόσο μα τόσο αληθινό. Οι ταινίες που ακολούθησαν τον έστεψαν σε λόγο εθνικής μας υπερηφάνειας, αφού ο Γιώργος πάτησε Holywood.

Στο κάτω κάτω «Δυό πόρτες έχει η ζωή»

Γιατί, λοιπόν, η απολύτως «ελληνικής» κινηματογραφικής λογικής «Ευτυχία» έκανε την διαφορά; Θα έλεγε κανείς ότι είναι ακόμα μία ταινία με γνωστούς από την τηλεόραση ηθοποιούς συν μία υπερταλαντούχα άγνωστη, την Γκουλιώνη, ακόμα μία ταινία με συγκινησιακό περιεχόμενο και τροπή, με αναφορές σε πληγωμένες πτυχές της ελληνικής ιστορίας. Και όμως, έκανε την διαφορά γιατί δεν αποθέωσε την ηρωίδα Παπαγιαννοπούλου, αλλά την έδειξε όπως πιθανότατα ήταν στην πραγματικότητα: μια απλή γυναίκα του λαού, με το μπαρμπούτι της, τα τσιγάρα τους, τους φίλους της και τον άντρα της. Δεν ζούμε στην εποχή των ηρώων και των ειδώλων, είμαστε στους καιρούς των πολλών και πολλαπλών celebrities και influencers οι οποίοι δεν είναι καν καλλιτέχνες κατ’ ανάγκην.  Το εμπορικό θέμα της ταινίας έφερε στις αίθουσες ανθρώπους και, με πολύ τρυφερό τρόπο, τους οδήγησε σε ένα θέαμα εξόχως καλλιτεχνικό, με κέντρο βάρους τις ερμηνείες και τους διαλόγους. Σινεμά που μας έκανε να γελάσουμε, να κλάψουμε, να διαφωνήσουμε, να κρυφοσυμφωνήσουμε, να ζηλέψουμε, να καγχάσουμε, να θυμώσουμε, να ταυτιστούμε, να λυτρωθούμε, γιατί στο κάτω κάτω «δυο πόρτες έχει η ζωή». Και αν ο Άγγλος ή η Βουλγάρα σινεφίλ δεν έχει καμία απολύτως ταύτιση με τον στίχο «και στης γυναίκας την καρδιά να βάλω λίγη μπέσα», ούτε καν ξέρει τι σημαίνει, θα ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερα για το έργο και την ζωή αυτής της παλαβής, αιματώδους και, κατά τόπους, «θεωμένης» τύπισσας, μιας γυναίκας που έβαλε την μισή Ελλάδα να τραγουδά και την άλλη μισή να κλαίει.

Netflix και κινηματογράφος  

Εκπλαγήκαμε που σπεύσαν όλοι μας οι γνωστοί και φίλοι στις αίθουσες τις γιορτές, γιατί το Netflix μάς έχει παρασύρει λιγάκι. Απομονωμένοι και αποκομμένοι, χάσκουμε σε καθημερινή βάση μπροστά από την οθόνη μασουλώντας και κάνοντας skip τους τίτλους αρχής του 4ου επεισοδίου για σήμερα, έχοντας χάσει χρόνο από το να δούμε φίλους, να κάνουμε λίγη ρημάδα γυμναστική ή να σκεφτούμε κάτι για εμάς και την ζωή μας. Από την άλλη, έγινε η παρέα μας, το χούι μας, ο εθισμός μας. Είδαμε και συνεχίζουμε να βλέπουμε αριστουργήματα εκεί μέσα (βλέπε το The Marriage Story, ας πούμε)  και, στο κάτω κάτω, είναι κι αυτός ένας τρόπος να σκεφτόμαστε και να ζούμε, παρέα με τους ήρωες που ακολουθούμε με κομμένη την ανάσα να ζουν και να κάνουν τα λάθη που εμείς δεν τολμάμε. Όμως, το σινεμά είναι κατάσταση. Ντύνεσαι, βγαίνεις, καλείς έναν φίλο, πέφτουν αυτά τα απίθανα σκοτάδια της αίθουσας, βουτάς στην οθόνη, ύστερα τα φώτα ανάβουν, αισθάνεσαι άβολα για την επιστροφή στην καθημερινότητα, μουδιασμένος σχεδόν, με ένα τσιγάρο συζητάς την ταινία, σκουπίζει τα δάκρυά σου ή συνεχίζεις να γελάς.

Η ταινία έγινε σήριαλ και ο κινηματογράφος οθόνη κινητού και τάμπλετ. Όμως, όσο ακόμα βγαίνουν καλά φιλμ και όσο ακόμα υπάρχουν σινεμά και άνθρωποι πρόθυμοι να τα υποστηρίξουν ως θεσμό-άνθρωποι όπως οι προσωπικές μου αδυναμίες Άκης Καπράνος και Ορέστης Ανδρεαδάκης-, όσο υπάρχουν δημιουργοί που με ή χωρίς επιχορήγηση σπάνε κόκαλα με τις ιδέες τους και τις επιλογές τους, τότε είναι απλό να πεις εκείνο το περίφημο και πάλαι ποτέ δημοφιλές ως τρόπος προσέγγισης: «πάμε κάνα σινεμά;». Η νέα δεκαετία, που είτε ξεκινά τώρα είτε το 2021, ήρθε και ο κινηματογράφος έχει να δείξει πολλά και θαυμάσια σε ελληνικό και σε διεθνές επίπεδο. Μπορεί, μέσα σε αυτά τα χρόνια, να έχουμε την δυνατότητα να προβάλουμε σε μια οθόνη τα νυχτερινά μας όνειρα. Και κάθε σπίτι να είναι και μια κινηματογραφική αίθουσα. Για να δούμε…