
Έρωτας, θάνατος, Θεός και εκείνες οι μνήμες από λουλούδια να σκαρφαλώνουνε σε τοίχους, Πάσχα και μυρωδιές άνοιξης λυγωτικής, αφόρητης απ την τόσο ομορφιά και η θάλασσα, όλο αλμύρα και τα στενά, οι πλακόστρωτες πλατείες, το μεγαλείο της γέννησης ενός έθνους στο έργο του ποιητή, του Νίκου Καρούζου.
Το Ναύπλιο ήταν η γενέθλια πόλη του, εκείνη η πατρίδα που φαίνονταν ανάμεσα απ τα ψηλά παράθυρα του σπιτιού του, ανάμεσα από φορτωμένες βιβλιοθήκες, με βιβλία από γονείς και παππούδες, δασκάλους. Και μετα παιχνίδια, εφηβεία, βόλτες στην όμορφης, σαν ζωγραφιστή πόλη. Βήματα ανάμεσα στη αρχοντική κατοικία του αντιβασιλέα της Ελλάδος Άρμανσπεργκ, στην πλατεία Συντάγματος, στη λεωφόρο Αμαλίας, εκεί που ήταν κάποτε τα θαλασσινά τείχη, στην ενετική πλατεία του Αγίου Γεωργίου για μια μικρή σκέψη – τιμή στον Δημήτριο Υψηλάντη. Και η Ακροναυπλία, το έρημο Ξενίας, το Μπούρτζι και το Παλαμήδι.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ: ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΑΝΑΠΛΙ
Φίλε ρωτώ αν έχεις άλλοτε δει τ’ Ανάπλι.
Όλη νύχτα μπορείς ν’ ανεβαίνεις
τις σκάλες των ενετών
με αναπλιώτισσες απέλπιδες εκεί ψηλά
στα ζωγραφικά μπαλκόνια των ψαράδων
να βλέπεις του φεγγαριού
το μονοπάτι της αγάπης από σμάλτο
στην ακούσια θάλασσα νυχτερινή.
Αλλά πρέπει να μείνεις εδώ κάτω ξένος
μακρινός
ξένος και λέω να δυναμώσεις το ραδιόφωνο που κρατάς
κι αν όχι
να φύγουμε
πάλι στην εμπορική φωταψία των δρόμων.
Υπάρχει κι άλλο φεγγάρι
μπηγμένο σε μια στέγη και τη λιώνει.
Μείνε ξένος —
αν πιέσω το κουμπί της μνήμης μου
ο τρόμος θα με ανατινάξει.
Εδώ είναι η αποθήκη του ξένου στόλου
οι ενετοί μας κοιτάζουν απ’ τον αναπλιώτικο ουρανό
με θυμούνται φυλακισμένο στην αποθήκη
σήμερα μουσείο
τα χρόνια για την ελευθερία πρόχειρη φυλακή
με θυμούνται.
Άνθος του κινδύνου αριστερά στο στήθος
κι ο θάνατος
μοίρα των παλικαριών φίλων μου που χάθηκαν.
Γιάννη Άγγελε Μιχάλη ψηλά πολύ ψηλά…
«Ακούσατε αγαπημένα σας
τραγούδια» λέει το ραδιόφωνο στο χέρι του ξένου
και σεις
Γιάννη Άγγελε Μιχάλη τόσο ψηλά πολύ ψηλά.
* «Θανάσιμο Άνάπλι» όπως περιλαμβάνεται στον τόμο «Ναύπλιο», της σειράς «Μια Πόλη στη Λογοτεχνία», σε γενική επιμέλεια Θοδωρή Γκόνη, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2004.

Σαν την Ελλάδα, κάποτε στο Ναύπλιο, η Ψωροκώσταινα έδειξε πως να αγαπάς περισσότερο από καθετί στην ύπαρξη σου την πατρίδα
Εκεί, στο μυροβόλο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, ζούσε εκείνη η θρυλική μορφή, που το παρατσούκλι της το λέμε απαξιωτικά, συνώνυμο πατρίδας φτώχιας, κακομοίρας και άθλιας. Κι όμως! Σαν πατρίδα – μάνα η κανονική, η σάρκινη, η υπαρκτή Ψωροκώσταινα υπήρξε μια ηρωική, με συνείδηση που πάνω απ την ίδια την ύπαρξη, έβαζε την Ελλάδα, που γεννιόταν από στάχτες, φτώχια, απαξία, όπως η ίδια είχε συνηθίσει να ζει. Η Πανωραία Χατζηκώστα, βρίσκεται στο Ιστορικό προσκήνιο το 1821, μετά την καταστροφή του Αϊβαλιού από τους Τούρκους, που οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι του, μιλάει για χιλιάδες, σφαγιάστηκαν και όποιος έζησε έψαξε για καταφύγιο στα Ψαρά. Τον άντρα της Πανωραίας, τον Κώστα Αϊβαλιώτη, πλούσιο έμπορο και τις δροσιές, τις ανάσες της, τα λατρεμένα της παιδιά έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι, με τις κραυγές, την οδύνη τους, τα τελευταία βλέμματα να την στοιχειώνουν για πάντα. Εκείνη, σας από κατάρα επιβίωσε! Για να θυμάται και να κουβαλά τον μεγάλο πόνο. Πάμφτωχη και ολομόναχη, από τα Ψαρά, απ’ όπου πήρε και το προσωνύμιο Ψωροκώσταινα, βρέθηκε σα σε όνειρο, χωρίς να ξέρει πως και πότε, στο Ναύπλιο. Η αλλοτινή αρχόντισσα είναι μόνη, έρμη, ξένη σε ξένο τόπο και έχει πάνω, ολέθρια την βαριά μοίρα του να ζήσει. Για ένα κομμάτι ψωμί κάνει την αχθοφόρο στο λιμάνι. Κάνει και την πλύστρα στα πλούσια σπίτια των ξένων κυρίως που τάχα πονούσαν την Ελλάδα. Χωρίς παιδιά, με σπαραγμό ψυχής, γνώριζε τον πόνο όπου τον έβλεπε. Μες στη φτώχεια της, ανέλαβε να ταΐζει, να προσέχει, να δώσει αγάπη σε ορφανά που οι γονείς τους πέθαναν για να υπάρξει Ελλάδα! Δεν έφτανε η δουλειά της, που δεν σταμάταγε πότε, να ταΐσει τόσα στόματα παιδιά. Για να τα θρέψει, γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε για τα ορφανά, τα παιδιά της. Τα χαμίνια της παραλίας την έπαιρναν στο κατόπι και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Το 1826, ενώ μαίνονταν η πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Ιμπραήμ, έγινε έρανος στην κεντρική πλατεία της πόλης, για εκείνους τους περήφανους, τους μοναχικούς, τους ηρωικούς Ελεύθερους Πολιορκημενους. Οι υπεύθυνοι μάταια ζητούσαν από τον πονεμένο, φτωχό, όλο πληγές και απώλειες λαό να βάλει το χέρι στην τσέπη. Η φτώχεια και η εξαθλίωση ήταν συγκάτοικος σε κάθε ελληνικό σπίτι. Έρημη η πλατεία και άδειο από κόσμο το τραπέζι που είχε κάτσει η επιτροπή να μαζέψει λεφτά για τους ήρωες του Μεσολογγίου, για εκείνους που έδιναν δύναμη στον αγώνα, που συντηρούσαν την Επανάσταση, που κράταγαν ψυχές βαθιά και κεφάλι όρθια, περήφανα, ελληνικά. Τότε και ενώ κανένας δεν πλησίαζε το τραπέζι, η φτωχότερη όλων, η Ψωροκώσταινα. Έβγαλε το ένα και μοναδικό, ασημένιο δαχτυλίδι της, σαν βέρα από τον σφαγμένο άρχοντα άνδρα της, από το δάχτυλό της και μαζί με ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της, τα ακούμπησε στο τραπέζι της επιτροπής για τον έρανο. «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι! Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι». Σιωπή έπεσε στο κόσμο που κοιτούσε και έκπληξη στην επιτροπή. «Μωρέ! Για δείτε! Η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» είπανε. Φιλότιμο! Αν αυτή τολμά για τον αγώνα να πεινάσει κι άλλο, μαζί με τα ορφανά της, τότε μπορούμε όλοι. Ένας, ένας οι Έλληνες άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά, ότι είχε και ότι δεν του περίσσευε ο καθένας τους. Σαν έγινε κράτος το έθνος, επί της βασιλείας του Όθωνα, οι αγωνιστές συνήθιζαν να αποκαλούν ειρωνικά την βαυαρική αντιβασιλεία «Ψωροκώσταινα» και αυτή γεμάτη περιφρόνηση ανταπαντούσε, σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν, «όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν»…

Φθινόπωρο στο Ναύπλιο δολοφονήσαν τον Ιωάννη Καποδίστρια, πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας και όλα αλλάξαν για πάντα
«Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους …», αυτά έγραψε ο σπουδαίος Ιωάννης Καποδίστριας στο Γάλλο ναύαρχο Lalande, οργισμένος απ τις τόσες δολοπλοκίες και το πλουτισμό των μεγάλων ξένων δυνάμεων εις βάρος του ελληνικού λαού που υπόφερε, μαρτυρούσε και αγωνιζόταν. Ο Καποδίστριας τα βάζει με όλους, με αντιπάλους ζόρικους, για το όραμα μιας Ελλάδας ελεύθερης και περήφανης. Τα βάζει με τους Μανιάτες! Κηρύττουν βεντέτα. Και ένα πρωί Κυριακής, 27ης Σεπτεμβρίου του 1831, με το Ιουλιανό ημερολόγιο, 9 Οκτωβρίου, όπως μετράμε σήμερα, έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς πήγαινε να παρακολουθήσει την θεία λειτουργία. Τον Καποδίστρια συνόδευε ο Κρητικός μονόχειρας σωματοφύλακάς του, ο Γεώργιος Κοζώνης, ο οποίος πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και τον αποτελείωσε ο κόσμος που ήταν στην εκκλησία. Το πτώμα του πετάχθηκε στο λιμάνι. Ο ετοιμοθάνατος κυβερνήτης μεταφέρθηκε σαν κύμα, από τον κόσμο, σηκωμένος ψηλά, να παίρνει αέρα και να φτάσει γρήγορα σε ένα φαρμακείο. Έτρεξε ο γιατρός και προσωπικός φίλος του ο Σπύρος Καρβελάς, να τον βοηθήσει. Ο κυβερνήτης της Ελλάδας άφησε την τελευταία του πνοή, μέσα στο φαρμακείο. Βουβός ο κόσμος απ έξω, ακίνητος σαν έμαθε το θάνατο, ξέσπασε σε θρήνους. Οι μπέηδες, οι πλούσιοι Πελοποννήσου, οι Μανιάτες που είχαν γη, οι Υδραίοι καπεταναίοι έμαθα τον θάνατο και πανηγύρισαν. Οι αγρότες, οι βοσκοί, οι φτωχοί πένθησαν τον σπουδαίο προστάτη, τον πατριώτη, τον κυβερνήτη τους.

Το ρεμπέτικο τραγούδι και το Ναύπλιο ή «Αντιλαλούν δυο φυλακές τ΄Ανάπλι κι ο Ιτς Καλές…»
Αντιλαλούνε οι φυλακές
τ’ Ανάπλι και ο Ιτς ί Κουλές
Αντιλαλούνε τα σήμαντρα
Συγγρού και παραπήγματα
Αν είσαι μάνα και πονείς
έλα μια μέρα να με δεις
Έλα πριν με δικάσουνε
κλάψε να μ’ απαλλάξουνε
Η Ακροναυπλία, Ιτς Καλές για τους Τούρκους και απέναντι το Παλαμήδι ή Ανάπλι, είχαν φυλακές, ακριβώς απέναντι η μια από την άλλη. Το 1926 οι φυλακές μεταφέρθηκαν από το Παλαμήδι στην Ακροναυπλία και στεγάστηκαν στον στρατώνα του Καποδίστρια. Το 1970 γκρεμίστηκαν οι φυλακές της Ακροναυπλίας, για να ανεγερθεί εκεί το « Xenia Palace», που σήμερα στέκει κουφάρι μιας εποχής που θυσίαζε την ιστορική μνήμη για ένα κοσμοπολιτισμό μιμητικό και άκαιρο. Το ρεμπέτικο «Αντιλαλούνε οι φυλακές τ’ Ανάπλι και ο Ιτςί Κουλές» που μεταγενέστερα έγινε Γεντί Κουλές», έχει τη δική του ιστορία. Ναύπλιο, στα τέλη του 19ου αι. Ο Μανιάτης φευγόδικος Γιώργης Δικαιόπουλος, καταδικάζατε για μια σειρά σχεδόν ταξικών εγκλημάτων, που λεία απ τις κλεψιές του έδινε σε φτωχούς, αλλά έβαζε και στο μάτι όσους τους εκμεταλλεύονταν. Φυλακίστηκε στο Ναύπλιο, στο Ιτς Καλέ, αλλά οι συγκρατούμενοι επειδή είχε κάνει πολλά καλά, τον βοηθήσαν να αποδράσεις δυο φορές διακινδυνεύοντας οι ίδιοι τα ζωές τους. Τελικά, μετά από άγρια καταδίωξη σε κακοτράχαλα μέρη της Μάνης όπου κρυβόταν, ο Γιώργης συνελήφθη για τελευταία φορά και εκτελέστηκε με λαιμητόμο στην Καλαμάτα. Η ιστορία του είχε γίνει λαϊκός θρύλος και ενέπνευσε το «Αντιλαλούν οι φυλακές»…

Η Πηνελόπη Κατσαρέλη, επιχειρηματίας, πάντα, φωτογραφίζει την Ελλάδα και τον κόσμο με το πάθος του πραγματικού εραστή της τέχνης, έχει αρχείο από 60.000 φωτογραφίες, δύο γιούς, τον έναν στην Μαδρίτη και τον άλλον, τον μικρό της μόλις τον καλοδέχτηκε, αρχιτέκτονα, από την Αγγλία στην Αθήνα.