«… Το Γαλαξείδι βρίσκεται στον Κορινθιακό, από της Στερεάς τα μέρη. Βαθιά χωμένο, βρέχεται από τα Κρισαϊκά νερά, καθώς έχουν ονοματίσει τη θάλασσα που κρύβεται στην αγκαλιά του. Ολόγυρα ζώνεται από ψηλά βουνά, που του χαρίζουνε απανεμιά και σιγουριά. Στ’ αλήθεια, ο κόρφος του είναι έτσι φτιαγμένος, που θαρείς πως είτανε βουλή θεού να γίνει το Γαλαξείδι τόπος ναυτικός. Η πολιτεία, τα πολύ παλιά χρόνια, είτανε χτισμένη στη βουνοπλαγιά. Μα κάποιος απ’ τους πολίτες της πεθύμησε μια μέρα να κατεβεί να παιζογλεντίσει με τη θάλασσα, που την έβλεπε ν’ απλώνεται ξέγνιαστη πέρα ως πέρα. Κοντά σε τούτον τ’ αποφάσισε κι άλλος, στον άλλον κι άλλος, κ’ έτσι συνάχτηκα οι πρώτες φαμελιές που είδε ο τόπος…» – Εύα Βλάμη (1910-1976), η αρχή από το βιβλίο της “Γαλαξείδι ”, (Εκδόσεις Εστία 1947).
Στην αρχή του κόσμου, πριν ο Προμηθέας φτιάξει το χρυσό γένος των ανθρώπων, από πηλό, ποτισμένο από το αίμα των Τιτάνων και φωτιά, είχε ερωτευτεί παθιασμένα. Εκείνη ήταν ένα πλάσμα της θάλασσας, μια γοργόνα, η Γαλάξα, που λάτρευε μόνο της απεραντοσύνη, το κύμα και τον αφρό των ωκεανών. Δεν ενέδιδε στον έρωτα του τελευταίου Τιτάνα και δημιουργού των ανθρώπων. Εκείνος τυφλωμένος απ το πάθος του, την έκλεψε και την κράτησε μακριά απ ότι αγαπούσε, αλλά να της θυμίζει τους θαλασσινούς ορίζοντες, σε ένα μέρος που θύμιζε νησί, μοναδικής ομορφιάς. Στο Γαλαξίδι…
… Να τον αγάπησε ποτέ η Γαλάξα, τον Προμηθέα; Να τον συγχωρέσε όταν κλέβοντας τη φωτιά απ του θεούς την έδωσε στους καημένους τους ανθρώπους; Να τον πόνεσε όταν δεμένος στον Καύκασο, με φυλακές το Κράτος και την Βία, βασανιζόταν απ το τέρας που του έτρωγε κάθε μέρα τα σωθικά; Δε νοιάζεται η μυθολογία για απαντήσεις, μόνο τα αρχέτυπα και τα σύμβολα ορίζει και ας χαρίζει σε εκείνα την γοργόνα που δεν αγαπούσε, τον ωραιότερο τόπο της Στερέας Ελλάδας, αυτό το πανέμορφο Γαλαξίδι…
… Όσο υπάρχουν οι άνθρωποι κατοικείται ο όμορφος τόπος. Μα απ το 300 π.Χ. στη σημερινή θέση φτιάχτηκε το οχυρωματικό τείχος απ το Κοινό των Αιτωλών. Τότε την πόλη την ονόμαζαν Χάλειον και ήταν ξακουστή για αιώνες. Υπέροχα αγγεία, σκεύη και αρχαιολογικά αριστουργήματα από τότε, είναι κλεμμένα και βρίσκονται σε 15 μουσεία ανά τον κόσμο και φυσικά στο Βρετανικό Μουσείο, μακριά από το περιβάλλον και το λαό που ανήκαν…
… Και πόσα πέρασε αυτός ο αρχοντικός τόπος, ο θαλασσινός με τους ταξιδευτές που αγαπούσαν το ωραίο! Κάποτε κυριεύτηκε, από τους Βούλγαρους του τσάρου Σαμουήλ. Όσοι έζησαν εγκατέλειψαν την όμορφη πόλη τους και τα σπίτια και εγκαταστάθηκαν στα νησιά του Κόλπου της Ιτέας. Ακατοίκητο και έρμο, σα στοιχειωμένος τόπος ήταν το Γαλαξίδι για 50 χρόνια.
Και άλλα βάσανα! Μια τρομερή επιδημία το 1054 μια επιδημία αφάνισε το κόσμο και εκατό χρόνια μια επιδρομή των Ούζων ερήμωσε την πόλη για δύο ολόκληρα χρόνια. Πέρασαν και κατέστρεψαν Νορμανδοί και Σταυροφόροι, Καταλανοί, Φράγκοι, κουρσάροι, πειρατές, δεσπότες, τύραννοι και εξολοθρευτές ευγενείς Δούκες και λοιποί. και πέρασε υπό την εξουσία του Δουκάτου των Αθηνών. Μα εκεί, το Γαλαξίδι, πάντα αγωνιζόταν και άντεχε και υπήρχε και στεκόταν και σαγήνευε και ομόρφαινε…
Ανελέητοι, βάρβαροι καταστροφείς οι Οθωμανοί της Τουρκοκρατίας ναι μεν έχουν την πόλη, αλλά κανένας Τούρκος δεν τολμάει να πάει να ζήσει στο Γαλαξίδι.
Κάποτε, σ αυτή τη θάλασσα κυριαρχούσε ο αιμοσταγής Ντουρατζίμπεης. Με φθόνο για τους Γαλαξιδιώτες ξεκινάει μαζί τους μιας ναυμαχία που κατέληξε στη συντριβή του. Εκδικητικός και μνησίκακος, ανήμερα του Πάσχα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και κυρίευσε το Γαλαξίδι που προσευχόταν στις εκκλησιές. Όσοι κάτοικοι έζησαν έφυγαν για άλλη μια φορά και ζητήσαν καταφύγιο στα βουνά και στη Πεντεόρια.
«… Όσοι απομείνασι Γαλαξειδιώτες επήρασι τα βουνά τα πλάγια και τους λόγγους και εχτίσασι ‘δω και ‘κει καλύβες και εκεί που εμαζωχτήκασι το λένε Παλιογαλάξειδο και εμείνασι κατετρεμένοι χρόνια δεκατρία…» – «Το Χρονικόν», Ιερομόναχος Ευθύμιος.
Η πόλη ερήμωνε και περίμενε. Γυρίσαν μετά τον θάνατο του Ντουρατζίμπεη στο 1669 και έφτιαξαν ξανά τα αρχοντικά τους, τους κήπους, τις αυλές και τα περιβόλια τους.
Και καταστροφές, καψίματα, Επανάσταση. Ισμαήλ Μπέη Γιβραλτάρ, Κουταχής, Ιμπραήμ περνάνε και καταστρέφουν, βεβηλώνουν, χαλούν τα πάντα.
Στον 20ο αιώνα, Ιταλοί και Γερμανοί κατακτητές απειλούν με εμπρησμούς την πόλη, αφήνουν το Γαλαξίδι να πεινάσει, στέλνουν αιχμάλωτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Γερμανία και εκτελούν πατριώτες.
1829 – 1912. Το Γαλαξίδι, αυτή η ομορφιά στην άκρη της θάλασσας, κυρίευε με τα καραβιά, εμπορικά τον κόσμο. Στα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας, της Αζοφικής, του Δούναβη, της Μεσογείου, της Αγγλίας οι Γαλαξιδιώτες γράφουν ιστορια ναυτοσύνης και εμπορίου. Η απελευθέρωση βρήκε το πάντα ελεύθερο και αδούλωτο Γαλαξίδι με 425 νεκρούς.
Όμορφα πράγματα, αντικείμενα τέχνης, οικοδομικά υλικά από Λιβόρνο, Οδησσό, Τεργέστη, Μασσαλία, Νίκαια φτάνουν στα σπίτια των Γαλαξιδιωτών και τα γεμίζουν ομορφιά, φτιάχνοντας χαρακτηριστικά δείγματα μοναδικής αρχιτεκτονικής και διακόσμησης.
Τα αρχοντικά από το 1850, απαράμιλλης αισθητικής, έχουν ταβάνια, πολλές φορές σχεδιασμένες από σημαντικούς Ιταλούς ζωγράφους.
Στα 19ου αιώνα τελειώνει η εποχή των μεγάλων ιστιοφόρων και το Γαλαξείδι παύει σιγά σιγά να ναυτοκρατεί. «Ο ατμός με τα παράξενα και άγαρμπα πλεούμενα που βγάζουνε μαύρο και πηχτό καπνό από τις τζιμιντέρες τους το φάγανε το Γαλαξείδι. Μερακλήδες καραβοκύρηδες οι Γαλαξειδιώτες καπεταναίοι δεν στάθηκαν άξιοι να γίνουνε εφοπλιστές. Άλλη δουλειά αυτή… Αγκαλά και στάθηκε μίαν εποχή που μετρούσε το Γαλαξείδι καμιά κοσαριά βαπόρια, μα δεν προκόψανε κι αυτά. Έτσι ο κόρφος ερημώθηκε πάλι. Κανένα καράβι δεν έμεινε μηδι αργό μηδέ άρρωστο στο λιμάνι. Τιμή στα Γαλαξειδιώτικα καράβια που χαθήκανε» – Σπύρος Βασιλείου, ζωγράφος.
Οι Γαλαξιδιωτών και σήμερα και πάντα ασχολούνται με την θάλασσα, δουλεύοντας και ταξιδεύοντας με Ελληνικής ιδιοκτησίας πλοία, συνεχίζοντας μια ναυτική παράδοση αιώνων. Τα κειμήλια, οι εκκλησίες, οι θησαυροί της πόλης σωθήκαν σε μουσεία, χάρη στις ενώσεις και το καμάρι των κάτοικων του Γαλαξιδιού για τον τόπο τους. Το Γαλαξίδι κηρύχθηκε παραδοσιακός οικισμός το1978 και είναι πάντα μια πόλη – ζωγραφιά στη Ρούμελη.
Η Πηνελόπη Κατσαρέλη, επιχειρηματίας, πάντα, φωτογραφίζει στιγμές, λεπτομέρειες, εντάσεις, με το πάθος του πραγματικού εραστή της τέχνης, έχει αρχείο από 60.000 φωτογραφίες, δύο γιούς, τον έναν στην Μαδρίτη και τον άλλον, τον μικρό της μόλις τον καλοδέχτηκε, αρχιτέκτονα, από την Αγγλία στην Αθήνα και έναν σύζυγο που αγαπά και υποστηρίζει το βλέμμα της στον κόσμο. Ζει στο Αίγιο αλλά όλο και κάπου ταξιδεύει.