Στελέχη Αλφα και Πειραιώς εναντίον Εργαζομένων «Ελευθεροτυπίας»: Αυτοί είναι «Εγώ» κι εμείς είμαστε «Εμείς!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

Ήμουν μικρή, πιτσιρίκι, τόσο, χρονών ώστε να θυμάμαι μόνο μία θολούρα. Την αίσθηση ενός σπιτιού της Πρωτοχρονιάς, που όλοι μαζεύονται, χαζολογούν,  πίνουν, χαρτοπαίζουν κι εύχονται. Ναι, αυτή ήταν η αίσθηση, μαζί με το χριστουγεννιάτικο δέντρο και μετά ως μικρό παιδί, έπεσα σε ένα καναπέ ξερή και κοιμήθηκα, αφήνοντας τη μάνα μου να λέει, πως πρέπει να πάμε σπίτι, αλλά το πάρτι των μεγάλων να μη σταματάει. Ήταν το σπίτι μάλλον ενός από τους πιεστές της Ελευθεροτυπίας και τρελαινόμουν από χαρά, κάθε φορά που με έπαιρνε ο πατέρας μου, στο πιεστήριο, αφού όντας ηλεκτρολόγος ήταν προνομιούχος, γιατί είχε δικό του γραφείο. Έδρα του πιεστηρίου ο Άγιος Δημήτριος, κοντά στη σημερινή στάση του μετρό και παντού είχε μελάνια και σίδερα κι ήταν η πρώτη μου επαφή μ’ αυτό που λένε βιομηχανία του Τύπου.

Το Σάββατο, μας έπαιρνε μαζί του ο μπαμπάς και τρώγαμε στο απέναντι σουβλατζίδικο, πάλι από το πιεστήριο της Ελευθεροτυπίας, γιατί τυπωνόταν η Κυριακάτικη. Τις καθημερινές όσο άλλαζαν τα χρόνια, τόσο έφευγε, πιο νωρίς. Το ωράριό του έφτασε να ξεκινάει 2.30 η ώρα τη νύχτα, για την εκτύπωση. Θυμάμαι τόσο έντονα τη γκρίζα πόρτα, τα σίδερα, τα μαύρα απότομα στριφογυριστά σκαλοπάτια, που φοβόμουν πάντα να μην γκρεμοτσακιστώ. Και μερικές φορές μ΄ έπαιρνε μαζί του για παρέα στα γραφεία στο κέντρο, στην οδό Κολοκοτρώνη ή σε σπίτια μεγαλοστελεχών, γιατί αυτός τους έφτιαχνε τα ηλεκτρολογικά. Έτσι ο κόσμος της Ελευθεροτυπίας ήταν η καθημερινότητα. Είχε ονοματεπώνυμα. Η «Ελευθεροτυπία» ήταν η ζωή μου απ΄ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου, αν και διστακτικός, αποφάσισε να δεχτεί τελικά την πρόταση, που του έγινε, να γίνει μόνιμος και να παραδώσει τα κλειδιά του ηλεκτρολογείου, που είχε στον βοηθό του, τον Δημήτρη. Διακοπές ο πατέρας μου δεν πήγαινε τα πρώτα χρόνια ποτέ κι αν υπήρχε βλάβη έπρεπε σε 10 λεπτά να τη βρει, γιατί αλλιώς χάναμε τα φύλλα για την επαρχία.  Διακοπές λοιπόν πάντα κοντά στην Αθήνα, μήπως καταφέρει κι εμφανιστεί το Σάββατο. Από φανατικός αναγνώστης της «Αυγής» με την «Ελευθεροτυπία» αλλαξοπίστησε. Καμάρωνε με κάθε ωραίο άρθρο της εφημερίδας αλλά η χαρά του ήταν πως στο πιεστήριο μπορούσε να τις διαβάζει όλες. Κι εγώ φανατική του γελοιογράφου Καμμένου, να περιμένω να τη φέρει στο σπίτι, για να διαβάσω τον Μήτσο και το Κατινάκι, που μικρή μου έκαναν τόση εντύπωση, για να λατρέψω στη συνέχεια και τον Κυρ.

Έτσι, ακόμη κι όταν τα επόμενα χρόνια έδωσαν στον πατέρα μου πολύ περισσότερα λεφτά για να πάει στα «Νέα» δεν πήγε. Και προτίμησε μετά τα 40+ να πάει ξανά τρία χρόνια σε σχολή, για να μάθει τη νέα ηλεκτρονική τεχνολογία και να φτιάξει τα ηλεκτρολογικά του πιεστηρίου στη Μίνωος, παρέα με έναν Άγγλο ηλεκτρολόγο. Από αυτήν την εφημερίδα, απ΄ αυτήν τη ζωή μας στέρησαν χθες γι΄ άλλη μια φορά τα λεφτά μας, οι τράπεζες η Άλφα Μπανκ κι η Πειραιώς. Όσο κι αν μου αρέσει η ψηφιακή εποχή, δεν παύω να λατρεύω τη μυρωδιά του μελανιού. Στο δημοτικό θυμάμαι πόσο με συνέπαιρναν τα μεγάλα ρολά χαρτιού, τόσο που κρυβόμουν πίσω απ΄ αυτά για να τα δω και να τα καμαρώσω. Κι όταν κάποιο ρολό έμενε στη μέση, γιατί είχαν κι απώλειες, ενθουσιαζόμουν γιατί αυτή τη μικρή σειρά χαρτιού, την περισσεύουμενη, θα μπορούσα να την έχω εγώ. Είχαν διάφορες αφίσες με γυμνές αλλά εγώ δεν έδινα σημασία. Ενθουσιαζόμουν με τη στοιχειοθεσία. Ήταν ένα απίστευτο πρωτότυπο παζλ για μένα. Μεγαλώνοντας οι επισκέψεις μου στο πιεστήριο πύκνωναν κάθε Σάββατο. Πηγαίναμε σε χορούς, οι πιεστές είχαν αδυναμία στα μπουζούκια, ο πατέρας μου πιο πολύ στο έντεχνο. Έπαιρνε όμως τη μοσχομυρωδάτη εφημερίδα από το πιεστήριο, ακόμη κι όταν δεν δούλευε. Μεγάλωσα λοιπόν μ΄ αυτόν τον κόσμο. Ο πατέρας μου υπέροχος, αλλά αυστηρός και οπαδός της αξιοκρατίας. Μου είχε πει, «αν δεν περάσεις στο Πανεπιστήμιο, να πάρεις ένα πτυχίο, εγώ μην περιμένεις να μιλήσω για σένα στην Ελευθεροτυπία». Μα εγώ ούτε που είχα φανταστεί να δουλέψω εκεί. Δεν είχα καν δηλώσει τη σχολή δημοσιογραφίας ούτε την πρώτη ούτε τη δεύτερη χρονιά. Την πρώτη χρονιά θα μπορούσα να περάσω σε ΤΕΙ Διοίκησης Επιχειρήσεων ή Λογιστικών, που δεν είχα καν δηλώσει αλλά τη δεύτερη χρονιά, περνάω στη σχολή που θέλω Κοινωνιολογία Κρήτης. Στο κέντρο της Αθήνας κατεβαίνω για δυο λόγους: είτε για τα βιβλία, που θέλω είτε για να πάω στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας».

Έκανα την καρδιά μου πέτρα, αφού νευρίασα με τη στάση του Κίτσου, στο Ειδικό Δικαστήριο για τον Ανδρέα, κι ως φοιτήτρια πήγαινα στα κορίτσια στην Ειρήνη και στην Μαργαρίτα, που εργάζονταν στο Αρχείο, για να πάρω πρωτότυπο υλικό, που χρειαζόμουν για τις εργασίες μου. Άρχισα να δουλεύω πότε – πότε και στο πιεστήριο. Έβγαζα ένα χαρτζιλίκι βάζοντας ένθετα (μία μέρα δούλευες, τρεις μέρες ήσουν πιασμένη, από τα 5.000- 6.000 περιοδικά «Έψιλον», που περνούσαν από τα χέριά σου). Δημοσιεύεται η πρώτη μου έρευνα ως φοιτήτρια στην «Ελευθεροτυπία», και την υπογράφει η Ολυμπία Λιάτσου. Ολοκληρώνοντας τη σχολή κι ενώ η Κοινωνιολογία ήταν μάθημα δέσμης, φωστήρες εκείνης της εποχής, όπως η Κεραμέως σήμερα, κατάργησαν το μάθημα. Κάναμε τα χαρτιά για διορισμό στην εκπαίδευση, ξέροντας ότι παίξαμε και χάσαμε. Τόμπολα. Επέμεινα να πάω για μεταπτυχιακά, αλλά τα λεφτά ήταν πολλά. Η αρχική κουβέντα που γίνεται στο σπίτι μας είναι να πιάσω δουλειά στο λογιστήριο, αφού ο αείμνηστος οικονομικός διευθυντής Διονύσης Αυγουστινιάτος με γνωρίζει από παιδάκι. Αγριεύομαι και μόνο στην ιδέα να δουλέψω στο λογιστήριο, αφού σιχαίνομαι τα οικονομικά, κι ο Βαγγέλης Τάτσης πείθει τον μπαμπά μου, ότι η καλύτερη επιλογή για μένα – εν αγνοία μου πάντα- είναι να γίνω δημοσιογράφος. Με βαριά καρδιά δέχομαι, αφού στο μυαλό μου είναι καρφωμένη η ιδέα να γίνω καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο, γιατί ο πατέρας μου επικαλείται τρεις αγάπες μου: θα γράφεις, θα κάνεις ταξίδια, θα γνωρίζεις ωραίους ανθρώπους. Μου είπε ότι θα έχω και καλό ταμείο αλλά τότε δεν νομίζω ότι ήταν εκείνο που μέτρησε. Και βρίσκομαι μπροστά στον Βαγγέλη τον Παναγόπουλο, τότε αρχισυντάκτη και μετέπειτα διευθυντή της «Ελευθεροτυπίας», να μου εξηγεί σε ποιον θα εμφανιστώ. Βγαίνοντας έχω γίνει έξαλλη με τον πατέρα μου, διότι ξέρω πως δεν θα μπορώ να κάνω μεταπτυχιακά γιατί όλα τα απογεύματα θα είμαι στην εφημερίδα. Όλοι παρακαλούν να πάνε για δημοσιογράφοι κι εγώ έχω κάτι μούτρα μέχρι τα πόδιά μου.

Οι πρώτες εβδομάδες είναι εφιαλτικές. Στο διπλανό γραφείο οι καλλιτεχνικοί συντάκτες να έχουν την αφρόκρεμα του ελληνικού τραγουδιού, χορού, θεάτρου κι εγώ ν΄ ασχολούμαι με το πρόγραμμα της τηλεόρασης ως υποψήφια τηλεοπτική συντάκτρια. Να παίρνουν τηλέφωνο όλα τα μεγάλα ονόματα κι εγώ ν΄ ασχολούμαι με τη λάντζα, αφού κάθε τρις και λίγο κάποιος από τα κανάλια αλλάζει το πρόγραμμα. Καταφέρνω να ψηφιοποιήσω, τις πρώτες 5 ημέρες. Πρήζω κάθε τρις και λίγο τη Δήμητρα τη Μποδιώτη στη φωτοσύνθεση. Δημιουργικότητα μηδέν. Ώσπου ξαναγυρίζω από ένα λάθος στο επαρχιακό ρεπορτάζ και στο ελεύθερο και είμαι πλέον ευτυχισμένη κοντά στον Κώστα Καρτάλη και στη συνέχεια και κοντά στη Χριστίνα Παπασταθοπούλου, που με τα πάνω μας και τα κάτω μας, έμελε να γίνουν οι κολλητοί μου σ΄ αυτόν το χώρο. Κι εκεί κατάλαβα πόσο σπουδαίο ήταν να είσαι δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας. Γιατί μπορούσες να βοηθήσεις τους ανθρώπους, που είχαν ανάγκη. Γιατί ο καθένας μπορούσε να χτυπήσει την πόρτα και να έχει φωνή, αν είχε δίκιο. Γιατί γνώρισα ανθρώπους σπουδαίους, διανοούμενους, που γνώριζαν την ελληνική ιστορία, όσο λίγοι, μέσα σ΄ αυτήν την εφημερίδα. Γιατί έμαθα πολλά για την ελληνική γλώσσα, που δεν τα μάθαμε στο σχολείο. Γιατί διδάχτηκα πολλά για την ελληνική κοινωνία, που δεν τα ήξερα και συνέχισα γνώσεις, που είχα από το Πανεπιστήμιο στην πράξη. Γιατί μπήκα σε πολλούς χώρους, που αν δεν ήμουν δημοσιογράφους, δεν θα είχα πρόσβαση. Γιατί είδα πως μπορείς να κάνεις ρεπορτάζ, χωρίς να είναι προχειροδουλειά. Γιατί γνώρισα σπουδαίους ζωγράφους, τραγουδιστές, λογοτέχνες, νομικούς, μαθητές, δασκάλους, καθηγητές Πανεπιστημίου, πρυτάνεις, γιατρούς, ανθρώπους της θάλασσας, που σκυλοπνίγονταν για να σώσουν ένα προσφυγόπουλο στη θάλασσα. Γιατί αν ήθελα να μάθω είχα τους καλύτερους δασκάλους, σε κάθε μου βήμα, που ενδιαφέρονταν να με βοηθήσουν να πάω ένα βήμα πιο πάνω. Ανθρώπους σπουδαίους, εξαιρετικούς συντάκτες, δυνατούς αρθρογράφους, την ελίτ των σκιτογράφων, καλούς ανθρώπους, δυνατές πένες. Γιατί είδα ανθρώπους, που την αλληλεγγύη την έκαναν πράξη στα δύσκολα.

Η «Ελευθεροτυπία» ήταν από μόνη της ένα σχολείο κάθε μέρα, αν ήθελες να εξελιχθείς. Καταπληκτικοί φωτογράφοι, εξαιρετικοί γραφίστες, δύναμη στα κείμενα, ορμή, διορατικότητα, γνώση. Και διάβασμα πολύ, για να μην είσαι πίσω από τις εξελίξεις. Κι επαφή με ανθρώπους, που κουβαλούσαν γνώσεις, αξίες, δουλειά. Και κουβέντα. Επικοινωνία. Όχι ρομπότ της δημοσιογραφίας. Και γνώρισα την Ελλάδα και ταξίδεψα στο εξωτερικό και είδα πως η εφημερίδα μου, η ελληνική, ήταν εξαιρετική σε επίπεδο, σε σχέση με άλλα ξένα έντυπα. Και παρά την απίθανη κι ασύλληπτη ανοργανωσιά της είχε ένα τρόπο στο τέλος όλα να γίνονται, όπως πρέπει. Και πολιτικά μπορεί να είχε γραμμή αλλά τηρούσε τις υποτυπώδεις αποστάσεις από την εξουσία. Δεν ξεχνούσε πως υπάρχουν όρια ανάμεσα στην πολιτική και τη δημοσιογραφία. Και ευλογήθηκα να με στείλουν σε πολλά και σημαντικά πράγματα, να νιώσω πως είμαι κομμάτι της Ιστορίας, όπως γράφεται εκείνη τη στιγμή, να βγάλω αποκλειστικά ρεπορτάζ, να δώσω πρώτη ειδήσεις, και να έρθω πιο κοντά με πολλούς ανθρώπους κι επαγγελματικούς κλάδους, ώστε να μπορώ να σταθώ αργότερα και στο κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ. Ευλογήθηκα, η άποψή μου, να περάσει τα στενά όρια της χώρας μου. Μέσα σ΄ αυτήν την εφημερίδα εξαιτίας της κολλητής μου φίλης στην «Ελευθεροτυπία» γνώρισα τον άντρα μου. Ο κουμπάρος μας είναι απ΄ αυτήν την εφημερίδα αυτή. Τα πρώτα δώρα για τον γάμο, από τα πλάσματα εδώ. Ο γιος μου στενοχωριέται, που δεν υπάρχει πια, κι ας είχε έρθει λίγες φορές. Στενοχωριέται που δεν υπάρχει για να πάει να δουλέψει σ’  αυτήν, όπως ερχόταν κι έτρεχε στον μεγάλο διάδρομο και μαζεύονταν να τον κανακέψουν οι πιο μικρές συνάδελφοι.

Ο Κώστας, η Χριστίνα, ο Φίλης, η Μαίρη, ο Νάσος, η Ελένη, η Λιάνα, ο Δημήτρης, η Ντίνα, η Νατάσα, ο Αρτέμης, η Κατερίνα, οι μικρές – η Αντωνία κι η Κάτια – οι τόσοι Γιώργηδες, οι Βαγγέληδες, ο Χρήστος, η Κύρα, ο Πάνος, ο Θάνος, ο Μάκης, ο Στρατής, ο Συμεών, ο Πέτρος, ο Σάκης, ο Βασίλης, ο Αντώνης, ο Χρήστος, η Νάταλι, η Όλγα, ο Νίκος, η Αργυρώ, ο Σπύρος, η Βάγια, η Ιωάννα κ.ά., έγιναν με τον καιρό δικοί μου άνθρωποι. Ακόμη κι αν δεν έχουμε κάθε μέρα επαφή, ακόμη κι αν έχουμε χαθεί, ακόμη κι αν δεν βλεπόμαστε συχνά, οι τράπεζες δεν ξέρουν, ότι ο Ντίμης, που έφυγε για την Κύπρο είναι ο δικός μας Ντίμης. Είναι η δικιά μας η καθαρίστρια, που έχει ένα γιο, ο δικός μας καφετζής, που είναι φανατικός Ολυμπιακός, ο δικός μας Λυκούργος, που μας κοψοχόλιασε με τη μηχανή, η δική μας Κάτια, στο τηλεφωνικό κέντρο, που έχει τα δίδυμα. Έχουν ονοματεπώνυμο, δεν είναι αριθμοί. Κανένας από εμάς, δεν είναι αριθμός.  Είμαστε ζωές. Είμαστε ψυχές. Είμαστε ζευγάρια, κουμπάροι, φίλοι, γείτονες. Είμαστε «Εμείς», όχι «Εγώ».

Δεν έχει λοιπόν σημασία τι σκέφτονται οι τράπεζες ούτε η Άλφα ούτε η Πειραιώς, που στις 17 Ιουλίου 2020, μας άφησαν πάλι στα κρύα του λουτρού. Τα λεφτά μας κάποια στιγμή θα τα πάρουμε. Γιατί μας ανήκουν και γιατί μας αξίζουν. Τα δουλέψαμε, δεν τα κλέψαμε. Είναι οι κόποι μιας ζωής. Ο κατάλογος των αξιώσεών μας συντάχθηκε με δικαστικό λειτουργό. Είναι τα όνειρα τα δικά μας και των παιδιών μας. Είναι τα όνειρα των συγγενών και των φίλων που μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Των συνταξιούχων μανάδων και πατεράδων μας. Των αδελφών μας. Είτε κάνουν ανακοπές είτε όχι. Είτε κρύβονται πίσω από τερτίπια και οχυρώνονται πίσω από προφάσεις είτε όχι. Είτε κάνουν πως δεν ξέρουν πως ο νόμος για την αμνήστευση ευθυνών υπάρχει. Έκλεψαν τα όνειρά μας, αλλά δεν μπορούν να κλέψουν ένα πράγμα: Ό, τι όσα χρηματοκιβώτια και να φτιάξουν, όσες κι εντολές να μη δώσουν, εμείς θα είμαστε μία γροθιά. Ακόμη κι αν διαφωνούμε μεταξύ μας, όπως κάναμε πάντα για τα πρωτοσέλιδα. Ακόμη κι αν η σύσκεψή μας διαρκέσει πολύ. Η «Ελευθεροτυπία» εκείνης της εποχής, πάει σχόλασε. Σκορπίσαμε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κι άλλοι ξενιτεύτηκαν κιόλας. Κι άλλοι πέθαναν, χωρίς να δικαιωθούν. Αλλά αυτό, που άφησε πίσω, εκτός από την ιδέα για την ποιοτική δημοσιογραφία, είναι μία μεγάλη οικογένεια. Μια μεγάλη αγκαλιά, που δεν μπορούν να τη συντρίψουν οι ανακοπές. Μια μεγάλη αγκαλιά, παρότι θα υπάρχουν πάντα οι πιο αγαπημένοι κι οι πιο ξινοί συγγενείς. Κατά μία έννοια τους λυπάμαι κι ας μείναμε πάλι στον άσσο. Γιατί δεν μπορούν να το ζήσουν αυτό τα στελέχη ούτε της Αλφα Μπανκ ούτε της Πειραιώς. Χιλιάδες εντολές κι αν δώσουν. Δεν μπορούν να μας σπάσουν, να μας λυγίσουν. Θα μας βρίσκουν διαρκώς μπροστά τους. Είτε είμαστε εξαθλιωμένοι είτε με λούστρο να κουβεντιάζουμε με πρόσωπα εξουσίας. Θα υπάρχουμε για να τους θυμίζουμε, πως δεν μοιάζουμε… Όσο κι αν θρέφουν το «Εγώ» τους και τα μεγάλα bonus, απ΄ αυτήν τρελή εφημερίδα εμείς θα κυνηγάμε το «Εμείς». Κι έστω και στα πέναλτι «Ganaremos». Θα νικήσουμε…