Φιγούρες σα χουν βγει απ το «Handmaids Tale» -ελληνικοί τίτλοι Πορφυρή Δούλη, ή Η Ιστορία μας Θεραπαινίδας-, της Μάργκαρετ Ατγουντ, όπου η δυστοπική, εφιαλτική ζωή των γυναικών στη λογοτεχνία, μοιάζει να έχει συμβεί, κάποτε, στις Αζόρες. Εκεί, στα 9 κυρίως νησιά που αποτελούν το αρχιπέλαγος των Αζορών, στο βόρειο Ατλαντικό ωκεανό, στο δυτικότερο σημείο της Ευρωπαϊκής ηπείρου οι γυναίκες φορούσαν μεγάλους μανδύες, με τεράστια μανίκια και καπέλα, που ούτε να δουν αριστερά και δεξιά μπορούσαν, ούτε να τις δούνε και έμοιαζαν να «αιωρούνται σαν απόκοσμα φαντάσματα» έγραφε η Elisée Reclus, τον 19ο αιώνα, για τους κατοίκους της γης.

Στα εννιά απομακρυσμένα, Πορτογαλικά νησιά, που η βλάστηση και η ζωή αναπτύχθηκε αλλιώς, οι άνθρωποι έφτιαξαν δικές τους συνήθειες και ο Χριστιανισμός, πήρε δικά του, διαφορετικά χαρακτηριστικά σε γιορτές, συνήθειες, λατρεία, τελετουργίες. Οι άνθρωποι αρχίσαν να μοιάζουν με τη γη, τη άγρια και επιβλητική φύση των ηφαιστειογενών νησιών, με τα τροπικά δάση και τις λίμνες να αχνίζουν, μέσα στους κρατήρες των σκοτεινών ηφαιστείων. Ο Μαρκ Τουέιν, στο ταξιδιωτικό του βιβλίο «Μια αθώα προσέγγιση», περνά απ τις Αζόρες και στέκεται στην ενδυμασία των γυναικείων, που ονομάζονται «capote e capelo». Περιγράφει το ένδυμα, το τι συμβολίζει και την εικόνα δέους που προκαλεί, ενώ το θεωρεί «ένα θαύμα της ασυλίας».

Αντίθετα από το σκούρο μπορντό των Θεραπαινίδων, στην χριστιανικά θεοκρατική ολιγαρχία της Μάργκαρετ Ατγουντ, η ενδυμασία αυτή είναι σε σκούρο μπλε χρώμα, φτιαγμένη από χοντρό, σκληρό ύφασμα, μονοκόμματη, σαν μια τέντα τσίρκου, που το κεφάλι της γυναίκας κρύβεται μέσα του. Ο όγκος είναι τόσος, που η γυναίκα δεν μπορεί να κάνει πλάγιες κινήσεις, πάρα μόνο να πάει μπροστά, σαν πουλί στον άνεμο. Πολλές από τις κουκούλες ήταν έτσι ραμμένες, ώστε να αφήνουν ένα ελάχιστο άνοιγμα, ώστε η γυναίκα να μπορεί να δει αλλά χωρίς να την βλέπουν.

Στο Σαν Μιγκουέλ, το μεγαλύτερο νησί των πορτογαλικών Αζορών, η γυναίκα, όταν περπατούσε με το σύζυγος της εκείνος έπρεπε να βαδίζει πιο μπροστά γιατί ο όγκος του ρούχου δεν επέτρεπε κανέναν συγχρονισμό. Φυσικά οι κυρίες που φορούσαν αυτά τα ρούχα, δεν εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, πάρα μόνο για τις τον εκκλησιασμό και όταν κάποιος τις πλησίαζε επρεπε κομψά να στρέφουν προς τον τοίχο για να αποφύγουν την όποια αδιάκριτη ματιά. Όσο για τις λαϊκές γυναίκες, είχαν την ελευθερία τους, να φοράνε άνετα ρούχα, για τους αγρούς, τις δουλειές στην ύπαιθρο και στο σπίτι!

Από που και ως που υιοθετήθηκε αυτό το ρούχο; Ποιος το βρήκε; Με ποια λογική; Ποτέ δε θα μάθουμε. Όταν τον 14ο αιώνα Ιταλοί και Πορτογάλοι ναυτικοί φτάνουν στις Αζόρες, τα νησιά είναι ακατοίκητα. Κάποιοι λένε πως η μόδα αυτή προέρχεται από Φλαμανδούς αποίκους, ενώ άλλοι πιστεύουν πως είναι ένας συνδυασμός, μια προσαρμογή για τον καιρό ενδυμάτων της Πορτογαλίας, που συνηθίζονταν τον Μεσαίωνα. Το 1878, στο αντίγραφο του εγκυκλοπαιδικού «Η Γης και οι κάτοικοι της», στα Αρχεία της Βρετανικής Βιβλιοθήκης αναφέρεται πως «οι κάτοικοι των Αζορών είναι πολύ θρησκευόμενοι και ρέπουν προς τον φόβο και την δεισιδαιμονία, με τεράστιο δέος απέναντι στις επιδημίες». Θεωρείται πως ίσως πίστευαν πως, ανάμεσα στα άλλα, η συγκεκριμένη αμφίεση θα προστάτευε τις γυναίκες από την έκθεση στους ιούς. Μέχρι το 1930, κυρίες κυκλοφορούσαν όλο και λιγότερο, με αυτή την αμφίεση, όπου κάπου εκεί εγκαταλείφθηκε εντελλώς, μένοντας ως αλλόκοτη θύμηση, πια, για τις κυράδες των νήσων των Αζορών.

